Ευρωκατανόηση δίχως όρια για Ερντογάν - Free Sunday
Ευρωκατανόηση δίχως όρια για Ερντογάν
Οι επιλογές Βρυξελλών και Βερολίνου προβληματίζουν την Αθήνα.

Ευρωκατανόηση δίχως όρια για Ερντογάν

Τα ελληνοτουρκικά και τα ευρωτουρκικά ζητήματα βρίσκονται συνεχώς στο προσκήνιο της επικαιρότητας από την προσφυγική-μεταναστευτική κρίση του 2015-2016. Έχει δημιουργηθεί μια ευρωτουρκική ρουτίνα που είναι εξαιρετικά δυσάρεστη για την Ελλάδα και όσους θεωρούμε ότι η ευρωπαϊκή οικοδόμηση πρέπει να στηρίζεται σε αρχές και αξίες.

Ο Ερντογάν κάνει κυριολεκτικά ό,τι θέλει σε βάρος των πολιτικών αντιπάλων του, των γυναικών, των Κούρδων, των δημοκρατικών θεσμών και της κοινωνίας των πολιτών, χωρίς να υπάρχει σοβαρή αντίδραση από την Ε.Ε.

Στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής ακολουθεί στρατηγική νεο-οθωμανικού επεκτατισμού, με την Ε.Ε. να τον διευκολύνει σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και ως έναν βαθμό σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Η γνήσια ευρωπαϊκή αντίδραση στον αυταρχισμό και στην επεκτατική πολιτική του Ερντογάν προέρχεται από τη δυσαρέσκεια της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, τα ψηφίσματα και τις πρωτοβουλίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και την αντίδραση των κυβερνήσεων μερικών κρατών-μελών, όπως της Γαλλίας, της Αυστρίας και της Ελλάδας.

Συνολικά όμως η πολιτική των Βρυξελλών, όπως και του Βερολίνου, χαρακτηρίζεται από απεριόριστη ευρωκατανόηση στις απαράδεκτες επιλογές του Ερντογάν. Δεν πρόκειται για κάποιο λάθος εκτίμησης, αλλά για μια στρατηγική επιλογή που πρέπει να αναλύσουμε.

Η λογική του Μπορέλ

Ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αρμόδιος για τις εξωτερικές σχέσεις, Μπορέλ, δημοσίευσε ένα ενδιαφέρον βιβλίο, στο οποίο συνοψίζει τις επιλογές της Ε.Ε. στις διεθνείς σχέσεις, με τίτλο «Ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική στον καιρό του Covid-19». Στις σελίδες 122-128 του βιβλίου παρουσιάζει την κατάσταση και την προοπτική των ευρωτουρκικών σχέσεων υπό τον τίτλο «Πώς θα προχωρήσουμε ύστερα από ένα δύσκολο 2020 για τις σχέσεις Ε.Ε.-Τουρκίας».

Το πρώτο βασικό λάθος που κάνει ο Μπορέλ στην ανάλυση της κατάστασης είναι ότι δέχεται πως Ρωσία και Τουρκία αποτελούν ιστορική συνέχεια «αυτοκρατοριών» με τις οποίες πρέπει να συνεννοηθεί και να συνεργαστεί η Ε.Ε. για να υπάρξει σταθερότητα.

Η θεωρία των «αυτοκρατοριών» του Μπορέλ, στην οποία αναφέρεται και σε ομιλίες του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, είναι πολιτικά και διπλωματικά απαράδεκτη.

Σε ό,τι αφορά τη Ρωσία, θίγει όλες τις ανατολικές χώρες της Ε.Ε. που έχουν γνωρίσει τις «περιποιήσεις» της σοβιετικής αυτοκρατορίας. Είναι σαν να θέλει ο Μπορέλ να μας πείσει ότι η μετακομμουνιστική Ρωσία «δικαιούται» να έχει συμπεριφορά ιστορικού συνεχιστή των τσάρων και των Σοβιετικών ηγετών μαζί.

Στην περίπτωση της Τουρκίας, οι απόψεις του Μπορέλ είναι αντιπαραγωγικές, γιατί της αναγνωρίζει το στάτους που δεν έχει, αλλά διεκδικεί ο Ερντογάν μέσα από τη νεο-οθωμανική επεκτατική πολιτική του.

Επομένως, αυτός ο οποίος πρέπει να δώσει μια νέα δυναμική στρατηγική σε σχέση με τις άλλες χώρες ξεκινάει από την παραδοχή ότι έχουμε να κάνουμε με συνεχιστές αυτοκρατοριών σε ό,τι αφορά τη Ρωσία και την Τουρκία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη συμπεριφορά μας απέναντί τους.

Η ισχύς της Τουρκίας

Στη σελίδα 126 του βιβλίου του ο Μπορέλ φαίνεται να υποκλίνεται στην ισχύ της Τουρκίας, παρά τις όποιες επιφυλάξεις διατυπώνει για τις μεθόδους της.

Επισημαίνει σχετικά: «Η σχέση με την Τουρκία έχει βαθιές ιστορικές ρίζες. Όμως η κατεύθυνση στην οποία εξελίσσεται φαίνεται ότι την απομακρύνει από την Ε.Ε. Αυτό δεν αφορά μόνο τις εσωτερικές εξελίξεις αλλά και τις εξωτερικές δεσμεύσεις της Τουρκίας.

»Η τελευταία απέκτησε μεγαλύτερη σημασία το 2020 στη Συρία, στο Ιράκ, στη Λιβύη, όπου άλλαξε την κατάσταση για την Κυβέρνηση Εθνικής Συνεννόησης, ή στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, όπου η υποστήριξή της οδήγησε σε σημαντική νίκη για το Αζερμπαϊτζάν. Θα μπορούσα να αναφέρω και την προβολή της στην Ανατολική Αφρική, στο Σαχέλ, ή στα Δυτικά Βαλκάνια. Η Τουρκία έχει γίνει υπολογίσιμη περιφερειακή δύναμη και έχει επιτυχίες που δεν μπορούμε να αρνηθούμε. Δυστυχώς, σε αρκετές περιπτώσεις η διεθνής ατζέντα της Τουρκίας δεν ευθυγραμμίζεται με αυτήν της Ε.Ε. και οι μέθοδοί της δεν είναι αυτές της Ε.Ε.».

Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα διαφορετικής προσέγγισης, ο Μπορέλ αναφέρεται στην ευρωπαϊκή επιχείρηση «Ειρήνη» για την επιβολή του εμπάργκο όπλων στη Λιβύη, την οποία ουσιαστικά δεν δέχεται η Τουρκία.

Ο καλύτερος εταίρος

Θεωρώ ότι με τις απόψεις που εκφράζει ο Μπορέλ για τις «αυτοκρατορίες» και την ενίσχυση της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης, περνάει από τα όρια του αναγκαίου ρεαλισμού στις εξωτερικές σχέσεις στον κυνισμό.

Ο Μπορέλ έχει μία εντυπωσιακή σταδιοδρομία. Ηγετικό στέλεχος του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ισπανίας, έχει διατελέσει πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και υπουργός Εξωτερικών της Ισπανίας. Θα περίμενε κανείς ότι το πέρασμά του από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα τον είχε κάνει πιο αυστηρό στην κρίση του στην πολιτική και τη μεθοδολογία του Ερντογάν.

Στο βιβλίο του ο Μπορέλ εμφανίζεται ανήσυχος για τις στρατηγικές επιλογές της Τουρκίας και προσπαθεί να πείσει ότι δεν μπορεί να βρει καλύτερο εταίρο από την Ε.Ε.

Αναφέρεται στις αναπτυγμένες ευρωτουρκικές οικονομικές σχέσεις στο επίπεδο των επενδύσεων αλλά και στο επίπεδο των εισαγωγών-εξαγωγών. Όπως τονίζει, το 2019 οι εξαγωγές της Ε.Ε. προς την Τουρκία έφτασαν τα 68 δισ. ευρώ, ενώ οι εισαγωγές της Ε.Ε. από την Τουρκία ήταν 70 δισ. ευρώ.

Ο Μπορέλ καταλήγει: «Η ευημερία και η ασφάλεια της Τουρκίας, ως συμμάχου χώρας του ΝΑΤΟ, χρειάζονται μια ισχυρή σχέση με την Ε.Ε. Δεν υπάρχουν βιώσιμες εναλλακτικές σε αυτό. Και ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις, εξακολουθεί να κοιτάζει προς την Ε.Ε. σαν ένα χρήσιμο παράδειγμα παραπέρα ανάπτυξης».

Στην ανάλυση του αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αρμόδιου για τις εξωτερικές σχέσεις υπάρχει αναφορά στην κρίση του Μαρτίου 2020 με ιδιαίτερα θετικά σχόλια για τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης και στην αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας και της Κύπρου από την Τουρκία στο πλαίσιο της αναζήτησης ενεργειακού πλούτου στην Ανατολική Μεσόγειο.

Εμφανίζεται όμως ως ενός είδους διαμεσολαβητής που δεν θέλει να δεσμευτεί υπέρ της ελληνικής και της κυπριακής πλευράς, ενώ δείχνει σεβασμό στην ενίσχυση της διεθνούς επιρροής της Τουρκίας, ανεξάρτητα από τα μέσα με τα οποία αυτή επιτυγχάνεται.

Όταν ο Μπορέλ πιέζεται στο Ευρωκοινοβούλιο για τις θέσεις που υιοθετεί, δείχνει προς την κατεύθυνση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αφήνοντας σαφώς να εννοηθεί ότι στις εκτιμήσεις και τις πρωτοβουλίες που παίρνει δεσμεύεται, σε μεγάλο βαθμό, από τη δυναμική που αναπτύσσεται στο επίπεδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Γερμανία-Τουρκία: Ειδική σχέση

Η δυναμική του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από την ειδική σχέση που έχει αναπτυχθεί μεταξύ Γερμανίας και Τουρκίας.

Η Γερμανία έχει τη μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρωζώνη και η ανάπτυξή της στηρίζεται στην εξωστρέφεια και στην παγκοσμιοποίηση. Γι’ αυτήν, η Τουρκία είναι μία εξαιρετικά σημαντική αγορά προϊόντων και υπηρεσιών και ένας προνομιακός επενδυτικός εταίρος.

Η Τουρκία είναι σημαντική για τη γερμανική εξωτερική πολιτική διαχρονικά. Το Βερολίνο στήριζε την Οθωμανική Αυτοκρατορία όταν δεχόταν μεγάλη πίεση από Αγγλία, Γαλλία, ακόμη και Ρωσία. Γερμανία και Τουρκία πολέμησαν μαζί στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Τουρκία επέλεξε τον ρόλο του επιτήδειου ουδέτερου. Στην περίοδο της μεταπολεμικής ανάπτυξης, στη δεκαετία του ’60, υπήρξε ισχυρό μεταναστευτικό ρεύμα από την Τουρκία στην τότε Δυτική Γερμανία, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια σημαντική τουρκογερμανική κοινότητα που επηρεάζει πολιτικές εξελίξεις και κυβερνητικές αποφάσεις.

Η Τουρκία είναι χρήσιμη για τη Γερμανία και στον περιορισμό της μεσογειακής επιρροής της Γαλλίας. Μετά την πτώση του κομμουνισμού και τις αλλεπάλληλες διευρύνσεις της Ε.Ε., η Γερμανία ενίσχυσε τη στρατηγική επιρροή της στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη και η Γαλλία προσπαθεί να ισορροπήσει, στο μέτρο του δυνατού, την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων σε όφελος της Γερμανίας μέσω της μεσογειακής της πολιτικής.

Επιπλέον, η Γερμανία αξιοποιεί την ειδική σχέση της με την Τουρκία για να ενισχύει τη στρατηγική της αυτονομία έναντι των ΗΠΑ. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρόεδρος Μπάιντεν στέλνει μηνύματα νατοϊκής προσαρμογής στην Τουρκία σε σχέση με τη στρατιωτική συνεργασία της με τη Ρωσία και μηνύματα νατοϊκής προσαρμογής στη Γερμανία σε σχέση με την οικονομική συνεργασία της με τη Ρωσία στο θέμα του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2.

Το Βερολίνο χρειάζεται τη στρατηγική ασπίδα των ΗΠΑ, αλλά διαφοροποιεί τις κινήσεις του ανάλογα με τα οικονομικά του συμφέροντα. Πρόκειται για μια στρατηγική που στηρίζεται στη διακομματική συναίνεση και είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρώην σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος Σρέντερ είναι εδώ και χρόνια ανώτατο στέλεχος ενεργειακών κολοσσών της Ρωσίας.

Και στο θέμα της Τουρκίας το Βερολίνο κρατάει αποστάσεις από την πολιτική του προέδρου Μπάιντεν έναντι της Άγκυρας, θέλοντας να προστατεύσει την ειδική σχέση Γερμανίας-Τουρκίας. Οι Γερμανοί λένε «όχι» στην άσκηση ευρωπαϊκών πιέσεων στον Ερντογάν, ταυτόχρονα αρνούνται και την άσκηση νατοϊκών πιέσεων με πρωτοβουλία των ΗΠΑ.

Η πολιτική τους σε ό,τι αφορά το εξοπλιστικό πρόγραμμα της Τουρκίας είναι ενδεικτική της στρατηγικής που ακολουθούν. Όταν πιέζονται στην Ε.Ε. για εμπάργκο όπλων σε βάρος της Τουρκίας, η καγκελάριος Μέρκελ διευκρινίζει ότι το ζήτημα είναι νατοϊκό και όχι ευρωπαϊκό. Όταν η σημαντικότερη χώρα του ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ, εφαρμόζει εμπάργκο όπλων σε βάρος της Τουρκίας εξαιτίας της προμήθειας των ρωσικών πυραύλων S-400 με πρωτοβουλία του Ερντογάν, η Γερμανία θεωρεί ότι το ζήτημα δεν αφορά τις δικές της πωλήσεις οπλικών συστημάτων στην Τουρκία.

Η μάχη για τις ψήφους

Η εντυπωσιακή στροφή της Μέρκελ υπέρ του Ερντογάν αποδίδεται συνήθως στο δικαιολογημένο άγχος που της δημιούργησαν οι προσφυγικές-μεταναστευτικές ροές του 2015-2016. Τότε ο Ερντογάν έστειλε 1 εκατομμύριο πρόσφυγες και μετανάστες στην Ε.Ε. μέσω Ελλάδας. Η κυβέρνηση Τσίπρα τούς άφησε να περάσουν ανεμπόδιστα, να «λιαστούν» και να συνεχίσουν το ταξίδι τους για Αυστρία, Γερμανία και Σουηδία, τις αναπτυγμένες χώρες της Ε.Ε. που τους ενδιέφεραν.

Η Μέρκελ άνοιξε τα σύνορα και την κοινωνία της Γερμανίας στους πρόσφυγες και τους μετανάστες για να αποτρέψει μια ανθρωπιστική καταστροφή. Ταυτόχρονα, πίεσε για μια ευρωπαϊκή συνεννόηση με τον Ερντογάν τον Μάρτιο του 2016 για να σταματήσει να στέλνει κόσμο στην Ε.Ε. μέσω Ελλάδας.

Η στρατηγική αναβάθμιση του Ερντογάν, σε ό,τι αφορά τη Γερμανία, έχει σχέση και με τις προσφυγικές-μεταναστευτικές ροές του 2015-2016 και την προκλητικά αδιάφορη στάση της τότε ελληνικής κυβέρνησης.

Πέρα όμως από τα ζητήματα στρατηγικής και εξωτερικής πολιτικής, Μέρκελ και Ερντογάν ήρθαν πιο κοντά με τη βοήθεια των Γερμανών πολιτών τουρκικής καταγωγής. Εκτιμάται ότι από τα 3 εκατομμύρια άτομα τουρκικής καταγωγής που βρίσκονται στη Γερμανία, τα 1,2 εκατομμύρια ψηφίζουν στις βουλευτικές εκλογές.

Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Konrad-Adenauer, το οποίο είναι ένα είδος δεξαμενής σκέψης του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, οι Γερμανοί πολίτες τουρκικής καταγωγής άλλαξαν δραστικά εκλογική συμπεριφορά μεταξύ του 2015 και του 2019. Το 2015 ψήφισαν μόλις σε ποσοστό 13% τους Χριστιανοδημοκράτες, ενώ το 2019 το σχετικό ποσοστό εκτοξεύτηκε στο 53%.

Πρόκειται, χωρίς αμφιβολία, για μεγάλη επιτυχία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, το οποίο στέρησε από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ένα σημαντικό τμήμα των παραδοσιακών ψηφοφόρων του. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, οι Γερμανοί πολίτες τουρκικής καταγωγής ψήφισαν το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα σε ποσοστό 50% στις βουλευτικές εκλογές του 2015 και μόλις σε ποσοστό 13% στις βουλευτικές εκλογές του 2019.

Υπάρχουν δύο ερμηνείες για τη θεαματική αντιστροφή των εκλογικών ποσοστών υπέρ των Χριστιανοδημοκρατών και κατά των Σοσιαλδημοκρατών. Η πρώτη δίνει την έμφαση στην αλλαγή της κοινωνικής θέσης των τουρκικής καταγωγής Γερμανών πολιτών. Αυτοί ξεκίνησαν ως βιομηχανικοί εργάτες στη δεκαετία του ’60 –τότε που το πανίσχυρο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα κυριαρχούσε στις συνδικαλιστικές οργανώσεις–, για να εξελιχθούν με το πέρασμα των δεκαετιών σε τμήμα της μεσαίας τάξης με διαφορετικές κοινωνικές και πολιτικές προτεραιότητες.

Η δεύτερη ερμηνεία δίνει την έμφαση στην επιρροή του Ερντογάν, ο οποίος, ικανοποιημένος από την πολιτική της Μέρκελ και έχοντας σημαντική επιρροή μεταξύ των τουρκικής καταγωγής Γερμανών πολιτών, πέρασε το μήνυμα να εμπιστευτεί το… ισλάμ, το οποίο επικαλείται για πολιτικούς λόγους, τη γερμανική Χριστιανοδημοκρατία.

Όποια και να είναι η εξήγηση της αλλαγής της εκλογικής συμπεριφοράς των Γερμανών πολιτών τουρκικής καταγωγής, δημιουργεί τάσεις και δεσμεύσεις, ιδιαίτερα ενόψει των κρίσιμων βουλευτικών εκλογών του Σεπτεμβρίου 2021. Το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα πηγαίνει σε μια αναμέτρηση που θα σημάνει το επίσημο τέλος της περιόδου Μέρκελ, εφόσον η καγκελάριος δεν θα διεκδικήσει πέμπτη θητεία, με τα δημοσκοπικά ποσοστά του κόμματος να έχουν πέσει κάτω από το όριο του 30%.

Άρνηση προσαρμογής

Η Ε.Ε. φτάνει σε ένα κρίσιμο σημείο σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της με τον Ερντογάν και την Τουρκία. Μπορεί οι «27» να εμφανίζονται δεσμευμένοι στη λεγόμενη θετική ατζέντα για ανάπτυξη συνεργασίας με την Τουρκία, ο Ερντογάν όμως δεν ανταποκρίνεται.

Μεταθέτει συνεχώς τα όρια της διαπραγμάτευσης σε βάρος της Ε.Ε. και των κρατών-μελών. Η διαπραγματευτική τακτική του πρέπει να οφείλεται στη διαπίστωση ότι οι Ευρωπαίοι δεν έχουν διάθεση να του ασκήσουν σοβαρή πίεση και πως όσο έχει την πολιτική κάλυψη κυβερνήσεων ισχυρών κρατών-μελών της Ε.Ε., ιδιαίτερα της Γερμανίας, μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Η τακτική του πρέπει να οφείλεται και σε λόγους εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης, εφόσον με την επιθετική διπλωματία του συσπειρώνει το εθνικιστικό ακροατήριο, στο οποίο απευθύνεται ολοένα περισσότερο μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα σε βάρος του, τον Ιούλιο του 2016.

Η Ε.Ε. έχει φτάσει στο σημείο να δέχεται αδιαμαρτύρητα περίπου τα πάντα και να αντιδρά σε επίπεδο περίτεχνων φραστικών διατυπώσεων στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Θεωρείται πλέον «επιτυχία» το ότι ο Ερντογάν «αυτοπεριορίζεται» και δεν οργανώνει, προς το παρόν, μαζικές ροές προσφύγων και μεταναστών προς την Ε.Ε. Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν θα επαναλάβει στο άμεσο μέλλον μια ελληνοτουρκική κρίση ανάλογη με εκείνη των Ιμίων το 1996.

Η προσωπική σχέση Μέρκελ-Ερντογάν θεωρείται βασικός σταθεροποιητικός παράγοντας, με την έννοια ότι η καγκελάριος της Γερμανίας αποτρέπει τα χειρότερα με την επιρροή της. Όμως με τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2021 η Γερμανία φτάνει επίσημα στο τέλος της περιόδου Μέρκελ. Κανείς δεν ξέρει ακριβώς ποιο θα είναι το επόμενο κυβερνητικό σχήμα και ποια θα είναι η επιρροή του στην τουρκική ηγεσία.

Η Ελλάδα κερδίζει χρόνο

Το ευρωπαϊκό πλαίσιο είναι απογοητευτικό για την ελληνική κυβέρνηση και κυρίως για την ελληνική κοινή γνώμη. Μπορεί η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Φον ντερ Λάιεν, να αποκάλεσε την Ελλάδα «ασπίδα της Ευρώπης» μετά τον επιτυχημένο έλεγχο των προσφυγικών-μεταναστευτικών ρευμάτων στον Έβρο, είναι φανερό όμως ότι χρειαζόμαστε κι εμείς μια ευρωπαϊκή ασπίδα για να προστατευτούμε από τον νεο-οθωμανικό επεκτατισμό του Ερντογάν.

Η ασπίδα αυτή αποδεικνύεται ανύπαρκτη. Το γεγονός προκαλεί δικαιολογημένο προβληματισμό στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και απογοήτευση στους Έλληνες πολίτες, οι οποίοι είναι λογικό να έχουν μεγαλύτερες διεθνοπολιτικές απαιτήσεις από τις Βρυξέλλες.

Παρά τις δυσκολίες για την ελληνική πλευρά, η κυβέρνηση κερδίζει χρόνο για να εφαρμόσει τη στρατηγική της.

Πρώτον, ενισχύει τις συμμαχίες της Ελλάδας, για παράδειγμα με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ, αλλά και με την Αίγυπτο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Ισραήλ, και πραγματοποιεί ένα δαπανηρό αλλά αναγκαίο εξοπλιστικό πρόγραμμα.

Δεύτερον, αξιοποιεί την αλαζονεία του Ερντογάν έναντι των Ευρωπαίων για να κερδίσει διπλωματικούς πόντους σε βάρος του, ώστε να έχει τη δυνατότητα να του ασκήσει σοβαρή πίεση, εφόσον βέβαια το επιτρέψουν οι συνθήκες. Αυτές μπορεί να αλλάξουν σχετικά σύντομα σε βάρος του Ερντογάν. Για παράδειγμα, αν στις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2021 επιβεβαιωθεί η εκλογική άνοδος των Γερμανών Πρασίνων και πάρουν μέρος στον επόμενο κυβερνητικό συνασπισμό, η Άγκυρα θα βρεθεί σε αρκετά δύσκολη θέση. Επιπλέον, η μονομαχία που οι περισσότεροι αναλυτές προβλέπουν μεταξύ Μακρόν και Λεπέν στις προεδρικές εκλογές της Γαλλίας τον Μάιο του 2022 αναμένεται να φέρει στο προσκήνιο τις σχέσεις Ε.Ε.-Τουρκίας και την προσπάθεια Ερντογάν να ασκήσει επιρροή στους μουσουλμάνους της Γαλλίας.

Τρίτον, ο Μπάιντεν φαίνεται αποφασισμένος να επιβάλει συγκεκριμένους κανόνες στη συνεργασία με την Τουρκία. Η ευρωπαϊκή διπλωματία μπορεί να δείχνει απεριόριστη κατανόηση έναντι του Ερντογάν, η αμερικανική όμως είναι παρεμβατική και απαιτητική. Του ζητεί να προσαρμοστεί, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τους ρωσικούς πυραύλους S-400, με όρους που μπορεί να του προκαλέσουν σοβαρό εσωτερικό πρόβλημα.