Πόλεμος στην Ουκρανία: Όλα πιο δύσκολα για την Ε.Ε. - Free Sunday
Πόλεμος στην Ουκρανία: Όλα πιο δύσκολα για την Ε.Ε.
Η δοκιμασία είναι πολυδιάστατη και θα διαρκέσει

Πόλεμος στην Ουκρανία: Όλα πιο δύσκολα για την Ε.Ε.

Στη διάρκεια του τελευταίου μήνα, οι Ευρωπαίοι άρχισαν να διαπιστώνουν ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία εξελίσσεται υπέρ των Ρώσων και πως η Ε.Ε. –όπως φυσικά οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ– έχει μπει σε μία πολυδιάστατη, μεγάλης διάρκειας, δοκιμασία με αβέβαιο αποτέλεσμα.

Με την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία αποδείχθηκε εξωπραγματικό το σχέδιο του Πούτιν, το οποίο στηριζόταν σε γρήγορα και συντριπτικά πλήγματα που θα αποσταθεροποιούσαν τον πρόεδρο Ζελένσκι και την κυβέρνηση και θα εξασφάλιζαν την επιστροφή της Ουκρανίας στον ουσιαστικό έλεγχο της Μόσχας.

Τα ρωσικά στρατεύματα απέτυχαν να καταλάβουν το Κίεβο και το Χάρκοβο. Υπέστησαν μάλιστα σοβαρές απώλειες λόγω της δυναμικής –και σε περιπτώσεις ηρωικής– αντίδρασης των Ουκρανών. Από την υπερβολική αισιοδοξία του Πούτιν στα τέλη Φεβρουαρίου, αρχές Μαρτίου, οπότε εξαπέλυσε την επίθεση κατά της Ουκρανίας, περάσαμε στην υπερβολική αισιοδοξία των ηγετών της Ε.Ε., των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στις αρχές Μαΐου, οπότε άφηναν να εννοηθεί ότι η Ρωσία μπορεί να χάσει τον πόλεμο.

Το πλεονέκτημα στους Ρώσους

Ο Μάιος και ο Ιούνιος αποδεικνύονται κρίσιμοι μήνες, εφόσον το πλεονέκτημα στο πεδίο των μαχών πέρασε στα ρωσικά στρατεύματα.

Το Κρεμλίνο περιόρισε τις στρατιωτικές του φιλοδοξίες και έδωσε προτεραιότητα στον πλήρη έλεγχο της επαρχίας Λουχάνσκ και στην προώθηση των θέσεων των ρωσικών στρατευμάτων στο Ντονέτσκ, ώστε να ελεγχθεί πλήρως το Ντονμπάς, που αποτελεί και τη βιομηχανική περιοχή της Ουκρανίας.

Το μέτωπο παραμένει τεράστιο, εκτείνεται κατά μήκος 1.500 χιλιομέτρων, αλλά δεν έχουμε μάχες γύρω από οδικές αρτηρίες και κοντά σε αστικά κέντρα, όπου οι μικρές, ευέλικτες και καλά εξοπλισμένες μονάδες του ουκρανικού στρατού μπορούν να προκαλέσουν μεγάλες απώλειες στους Ρώσους.

Έχουμε αναμέτρηση σε ανοιχτό πεδίο, όπου αποκτά τεράστια σημασία η μεγάλη υπεροχή των Ρώσων σε βαρύ πυροβολικό, πυραυλικά συστήματα, άρματα μάχης και την πολεμική αεροπορία. Οι Ρώσοι είναι πλέον πολύ πιο κοντά στις βάσεις τους, ανεφοδιάζονται πιο εύκολα, χωρίς μεγάλες απώλειες, και καταπονούν τον αντίπαλο με «μπαράζ» πυροβολικού, πυραυλικών συστημάτων και αεροπορικών βομβαρδισμών. Οι Ουκρανοί υφίστανται τεράστιες απώλειες από απόσταση και χωρίς να είναι σε θέση να προκαλέσουν ανάλογες απώλειες στους επιτιθέμενους.

Η υπεροχή του ρωσικού πυροβολικού είναι ανάλογα με την περιοχή από 10 προς 1 έως 50 προς 1.

Οι Ρώσοι έχουν ήδη καταλάβει μία έκταση που ξεπερνάει σε μέγεθος την Ελλάδα και μπορεί στο άμεσο μέλλον να ελέγχουν το ένα τέταρτο των εδαφών της Ουκρανίας.

Οι Ουκρανοί ζητούν από τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ε.Ε. μεγαλύτερη υποστήριξη. Έχουν εμφανίσει έναν εντυπωσιακό πίνακα με αιτήματα που περιλαμβάνει 1.000 πυροβόλα Howitzer των 150 χιλιοστών, 300 εκτοξευτές πυραύλων και 500 άρματα μάχης.

Προς το παρόν, τους έχουν παραδοθεί ή έχουν αναληφθεί σχετικές δεσμεύσεις για 270 άρματα μάχης, 50 πυραυλικά συστήματα (Multiple Rocket Launchers) και 250 βαρέα πυροβόλα Howitzer.

Είναι όμως άλλο πράγμα η δέσμευση, άλλο πράγμα η παράδοση και εντελώς διαφορετικό η αποτελεσματική χρήση των οπλικών συστημάτων. Το μεγαλύτερο μέρος των στρατευμάτων της Ουκρανίας είναι εκπαιδευμένο σε σοβιετικού τύπου οπλικά συστήματα, τα οποία φαίνονται να εξαντλούνται, ενώ οι παραδόσεις των Δυτικών δεν είναι πάντα στις ποιοτικές προδιαγραφές που θέτει το Γενικό Επιτελείο της Ουκρανίας. Χαρακτηριστικά τα άρματα μάχης και τα τεθωρακισμένα που προτίθεται να παραδώσει η Γερμανία –αρκετά από αυτά με τη βοήθεια της Ελλάδας– τα οποία δείχνουν εντελώς ξεπερασμένα.

Αμερικανική υπόθεση

Η στρατιωτική υποστήριξη της Ουκρανίας εξελίσσεται σε αμερικανική υπόθεση με υποστήριξη του Ηνωμένου Βασιλείου. Η Ε.Ε. έχει μείνει σκόπιμα πολύ πίσω, γεγονός που αναδεικνύει και τη διαφορετική προσέγγιση των Δυτικών συμμάχων.

Οι Αμερικανοί έχουν εγκρίνει ένα κονδύλι της τάξης των 24 δισ. δολαρίων για την ενίσχυση της πολεμικής προσπάθειας της Ουκρανίας. Το Ηνωμένο Βασίλειο κινείται στα 2-3 δισ. λίρες και η Ε.Ε. βρίσκεται γύρω στο 1,5 δισ. ευρώ, με διαφορετικά και σε αρκετές περιπτώσεις κατώτερης ποιότητας οπλικά συστήματα.

Κι ενώ η Ε.Ε. των «27» δαπανά γύρω στο 1,5 δισ. ευρώ σε στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, με την ενεργειακή εξάρτηση που έχει αναπτύξει από τη Ρωσία εξακολουθεί να καταβάλει στη Μόσχα – ανάλογα με την ημέρα– από μισό έως 1 δισ. ευρώ, χρηματοδοτώντας έτσι την πολεμική μηχανή του Πούτιν.

Οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχουν ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία, επομένως έχουν διπλό πλεονέκτημα έναντι της Ε.Ε. στην προσπάθειά τους υπέρ της Ουκρανίας. Προσφέρουν ουσιαστική στρατιωτική βοήθεια και δεν χρηματοδοτούν την πολεμική μηχανή του Πούτιν.

Σε κλίμα καχυποψίας

Η διαφορά βέβαια καταγράφεται από την πλευρά των Ουκρανών και γι’ αυτό δημιουργείται, με το πέρασμα του χρόνου, κλίμα καχυποψίας ιδιαίτερα σε βάρος της Γερμανίας και της Γαλλίας.

Η Γερμανία δεν θέλει να πολώσει την κατάσταση με τη Ρωσία για λόγους ιστορικούς, αλλά και αντίληψης του εθνικού συμφέροντος. Οι Γερμανοί φέρνουν ακόμη το βάρος της χιτλερικής επίθεσης στη Σοβιετική Ένωση. Είναι απόλυτα ικανοποιημένοι από το άνοιγμα προς την Ανατολή και τη στρατηγική των αλλαγών μέσω του εμπορίου, η οποία οδήγησε στην επανένωση των δύο γερμανικών κρατών χωρίς πόλεμο και αιματοχυσία.

Σε πρόσφατη συνέντευξή της, η πρώην καγκελάριος Μέρκελ υπερασπίστηκε με πάθος την πολιτική που ακολούθησε έναντι του Πούτιν. Όπως χαρακτηριστικά είπε: «Η διπλωματία δεν είναι λάθος μόνο και μόνο επειδή δεν επιτυγχάνει. Γι’ αυτό δεν βλέπω τον λόγο να πω ότι έκανα λάθος ή να απολογηθώ για ό,τι έκανα. Βλέποντας προς τα πίσω είμαι χαρούμενη ότι δεν μπορώ να κατηγορήσω τον εαυτό μου ότι έκανε πολύ λίγα για να αποτρέψει ένα τέτοιο γεγονός».

Πρόσθεσε ότι: «Τα συμφέροντα της χώρας που κυβέρνησα σήμαιναν ότι έπρεπε να βρω ένα modus vivendi με τη Ρωσία στο οποίο δεν θα ήμασταν σε πόλεμο, αλλά θα μπορούσαμε με έναν τρόπο να συνυπάρξουμε, παρά τις τόσες διαφορές μας».

Σημασία δεν έχει τόσο αν έχει δίκιο ή όχι η Μέρκελ, αλλά το γεγονός ότι η προσέγγισή της ήταν και παραμένει κυρίαρχη στη Γερμανία, την οικονομικά ισχυρότερη χώρα της Ε.Ε.

Παρά τις διαφοροποιήσεις του κυβερνητικού συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων από την πολιτική της κυβέρνησης Μέρκελ, η στρατηγική της Γερμανίας παραμένει σε γενικές γραμμές η ίδια, παρά το γεγονός ότι έχει επέλθει δραματική αλλαγή των συνθηκών. Η πρώτη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία πραγματοποιήθηκε το 2014, αλλά η κλίμακα και οι στόχοι της εισβολής που ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου 2022 είναι πολύ μεγαλύτερων διαστάσεων και γεωστρατηγικής σημασίας.

Αμφιβολίες έχουν οι Ουκρανοί και για τη στρατηγική που ακολουθεί η Γαλλία. Ο Μακρόν επιμένει σε έναν προσωπικό διάλογο με τον Πούτιν, ο οποίος έως τώρα δεν έχει φέρει αποτελέσματα, ενώ επιμένει στη σημασία μιας μελλοντικής διαπραγμάτευσης. Ο Γάλλος πρόεδρος επανέλαβε από τη Ρουμανία, την οποία επισκέφτηκε στα πλαίσια περιοδείας που περιλαμβάνει τη Μολδαβία και πιθανότατα την ίδια την Ουκρανία, ότι: «Ο Ουκρανός πρόεδρος και οι αξιωματούχοι θα πρέπει να διαπραγματευτούν με τη Ρωσία».

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι Αμερικανοί και Βρετανοί δίνουν έμφαση στην πολεμική προσπάθεια, ενώ Γερμανοί και Γάλλοι προετοιμάζουν το έδαφος για τη μελλοντική διαπραγμάτευση.

Το πρόβλημα είναι ότι όσο χειρότερη είναι η έκβαση της αναμέτρησης για την Ουκρανία, τόσο μεγαλύτερο θα είναι το διαπραγματευτικό πλεονέκτημα της Ρωσίας. Η εικόνα των Ευρωπαίων εταίρων που μένουν σκόπιμα πίσω στην υποστήριξη της πολεμικής προσπάθειας της Ουκρανίας και προετοιμάζουν επικοινωνιακά και πολιτικά το έδαφος για μία μελλοντική διαπραγμάτευση, προκαλεί δικαιολογημένη ανησυχία στο Κίεβο.

Έντονες αντιδράσεις παρατηρούνται και στο εσωτερικό της Ε.Ε. με την κυβέρνηση της Πολωνίας να εκφράζει τα κράτη-μέλη που θέλουν μία αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της ρωσικής απειλής.

Η σημασία του αποτελέσματος

Η έκβαση της αναμέτρησης έχει τεράστια σημασία και θα προσδιορίσει τις εξελίξεις σε βάθος χρόνου.

Οι ρωσόφωνοι του Ντονμπάς δεν υποδέχτηκαν αυτή τη φορά με ενθουσιασμό τα στρατεύματα του Πούτιν, όπως έγινε το 2014 στην Κριμαία. Οι περισσότεροι έφυγαν για να προστατευθούν από τους ισοπεδωτικούς βομβαρδισμούς των Ρώσων προς την πλευρά των περιοχών της Ουκρανίας που ελέγχονται από την κυβέρνηση, αλλά και προς την Κριμαία και τη Ρωσία.

Από τη στιγμή που οι Ρώσοι θα ελέγξουν στρατιωτικά και στη συνέχεια πολιτικά το Ντονμπάς, μπορούμε να περιμένουμε τα εξής:

Ο Πούτιν, ο οποίος βλέπει τον εαυτό του σαν τον νέο Μεγάλο Πέτρο, θα συνεχίσει την προσπάθεια επανασύστασης της αυτοκρατορίας, σοβιετικής και παλαιότερα ρωσικής, επεκτείνοντας τον έλεγχό του και σε άλλα εδάφη με πρώτους στόχους την Οδησσό της Ουκρανίας και την Τρανσνίστρια, το τμήμα της Μολδαβίας που κατοικείται από ρωσόφωνους και αποσπάστηκε από αυτήν μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.

Επομένως, ο πόλεμος που διεξάγει σήμερα ο Πούτιν δεν είναι το τέλος της επεκτατικής του στρατηγικής, αλλά ένα εξαιρετικά σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση που θέλει να κινηθεί. Οι Ευρωπαίοι εταίροι, που περιγράφουν ήδη τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις, δεν φαίνεται να έχουν αντιληφθεί το μέγεθος της πρόκλησης που αντιμετωπίζουν.

Δεύτερον, δεν υπάρχει ουκρανική κυβέρνηση που μπορεί να επιβιώσει πολιτικά συμβιβαζόμενη με την απώλεια του 20%-25% των εδαφών της χώρας.

Από την άλλη, το Κρεμλίνο εξακολουθεί να έχει διασυνδέσεις με ισχυρούς παράγοντες της Ουκρανίας που μπορεί να λειτουργήσουν, για διαφορετικούς λόγους, αποσταθεροποιητικά.

Η προώθηση λοιπόν των ρωσικών στρατευμάτων μετατρέπει την Ουκρανία σε παράγοντα ευρωπαϊκής αστάθειας για δεκαετίες ολόκληρες.

Οι Ευρωπαίοι έπρεπε να είχαν κινηθεί πολύ πιο γρήγορα και αποτελεσματικά, για να περιορίσουν οι Ουκρανοί τα εδαφικά κέρδη της Ρωσίας και να μην υπάρξει μακροπρόθεσμη αποσταθεροποίηση.

Το ζήτημα της διεύρυνσης

Αφού δεν μπόρεσε να κάνει ό,τι έπρεπε σε επίπεδο hard power, η Ε.Ε. προσπαθεί να προβληθεί με το soft power που της εξασφαλίζουν οι οικονομικές δυνατότητές της.

Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, φαίνεται να υποστηρίζει την αναβάθμιση της Ουκρανίας σε υποψήφια προς ένταξη χώρα, όμως οι ηγέτες της Ε.Ε. των «27» που θα βρεθούν στη Σύνοδο της 23ης-24ης Ιουνίου στις Βρυξέλλες, εκφράζουν διαφορετικές απόψεις.

Ο πρόεδρος της Γαλλίας, Μακρόν, προειδοποιεί ότι θα χρειαστούν δεκαετίες για την ένταξη της Ουκρανίας και προτείνει ένα είδος πολιτικής ένωσης που θα διευκολύνει τη συνεργασία για λόγους στρατηγικής σημασίας με την Ουκρανία, άλλες χώρες που θα ήθελαν να ενταχθούν στην Ε.Ε., αλλά και το Ηνωμένο Βασίλειο του Brexit.

Ο Σοσιαλιστής πρωθυπουργός της Πορτογαλίας, Κόστα, ο οποίος αναγνωρίζεται σαν έμπειρος και ικανός πολιτικός ηγέτης προειδοποιεί ότι είναι καλύτερα να λυθούν πρακτικά ζητήματα που αφορούν στην οικονομική υποστήριξη και την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας, παρά να αρχίσουν οι νομικές ερμηνείες και οι χαρακτηρισμοί «χώρα με ευρωπαϊκή προοπτική», «στην πορεία προς διαπραγματεύσεις για ένταξη», που για τα επόμενα χρόνια δεν θα φέρουν πρακτικό αποτέλεσμα.

Από την πλευρά της, η κυβέρνηση της Πολωνίας ξέχασε τον ευρωσκεπτικισμό της και δίνει μάχη για να αρχίσουν ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ουκρανία.

Ανεξάρτητα από το αν θα αρχίσουν στο άμεσο μέλλον ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ουκρανία –εξέλιξη που δεν θεωρώ ιδιαίτερα πιθανή–, θα χρειαστούν δεκαετίες για να μπορέσει να ενταχθεί η Ουκρανία στην Ε.Ε. Πριν από τη ρωσική εισβολή, η Ουκρανία θεωρείτο μία από τις πιο διεφθαρμένες χώρες της Ευρώπης, και αυτό δεν είναι εύκολο να αλλάξει. Ακόμη και τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ που υπόσχεται η Ε.Ε. για την ανοικοδόμηση της χώρας σε βάθος χρόνου, αποκλείεται να πιάσουν τόπο όσο κυριαρχούν οι λεγόμενοι ολιγάρχες στην οικονομική ζωή της Ουκρανίας.

Επομένως, η συζήτηση για γρήγορη έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων δεν αποτελεί τρόπο υπέρβασης της αρνητικής εξέλιξης του πολέμου, εφόσον είναι βέβαιο ότι θα φέρει στο προσκήνιο αντιθέσεις μεταξύ των κυβερνήσεων των «27», αντιθέσεις μεταξύ Κιέβου και Βρυξελλών και δεν πρόκειται να λύσει το πρόβλημα στρατηγικής της Ε.Ε.

Εκφράζεται, μάλιστα, η άποψη ότι αν η Ε.Ε. ανοίξει τον δρόμο για την ένταξη της Ουκρανίας, της Μολδαβίας και της Γεωργίας, μπορεί να εκδηλωθεί σκληρότερη στρατιωτική αντίδραση της Ρωσίας στη βάση της θεωρίας ότι επιχειρείται η «περικύκλωση» της Ρωσίας από αντίπαλες ή και εχθρικές δυνάμεις.

Η πικρή αλήθεια είναι ότι το soft power της Ε.Ε. δεν μπορεί να υποκαταστήσει την έλλειψη hard power σε συνθήκες πολέμου.

Λάθος υπολογισμοί

Οι Ευρωπαίοι διαπιστώνουν τώρα ότι έπεσαν έξω και στους οικονομικούς υπολογισμούς τους, οι οποίοι σχετίζονται με τον πόλεμο. Αυτό έχει τεράστια σημασία, εφόσον η Ε.Ε. είναι κυρίως οικονομική και όχι πολιτικο-στρατιωτική δύναμη.

Η άνοδος των διεθνών τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου εξασφαλίζει στη Ρωσία περισσότερα έσοδα σε συνάλλαγμα από αυτά που είχε από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου πριν από την εισβολή στην Ουκρανία. Κατά συνέπεια, εξασφαλίζεται η χρηματοδότηση του πολέμου, ενώ δεν επίκειται η καταβαράθρωση της ρωσικής οικονομίας, όπως εκτιμούσαν κυβερνητικά στελέχη, αξιωματούχοι και ειδικοί στην Ε.Ε.

Οι έξι γύροι οικονομικών κυρώσεων που έχει αποφασίσει η Ε.Ε. σε βάρος της Ρωσίας θα αποδώσουν, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, σε βάθος χρόνου. Αυτό σημαίνει ότι δεν επηρεάζουν τη διεξαγωγή του πολέμου, ούτε προκαλούν μεγάλη λαϊκή δυσαρέσκεια έναντι του καθεστώτος Πούτιν. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ρούβλι κάλυψε όλες τις απώλειες που είχε μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την ανακοίνωση των πρώτων οικονομικών κυρώσεων, ενώ τα επιτόκια της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας επέστρεψαν στα προ εισβολής επίπεδα με τάση παραπέρα μείωσης, εφόσον υπάρχει τεράστιο πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και παρατηρείται υποχώρηση του πληθωρισμού.

Η ρωσική κυβέρνηση εκτιμά ότι η μείωση του ΑΕΠ θα είναι μικρότερη από το 8% που είχε εκτιμηθεί για το 2022.

Το σημαντικότερο είναι ότι οι Ρώσοι είναι εκπαιδευμένοι στις θυσίες, θεωρούν σε ποσοστό 80%-85% ότι υπηρετούν έναν εθνικό σκοπό και δεν έχουν δυνατότητες να ασκήσουν δημοκρατικό έλεγχο ή μεγάλη πολιτική πίεση στο καθεστώς για να βελτιώσει την πολιτική του.

Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει στην Ε.Ε. Οι κυβερνήσεις διαπιστώνουν ότι το κόστος του πολέμου για την ευρωπαϊκή οικονομία μπορεί να είναι μεγαλύτερο απ’ ό,τι είχαν εκτιμήσει, ενώ ανησυχούν για τις λαϊκές, πολιτικές αντιδράσεις.

Στους πρώτους μήνες του πολέμου, η Ε.Ε. συνέχισε την επεκτατική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική της περιόδου του COVID-19.

Τώρα, οι Βρυξέλλες και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις διαπιστώνουν ότι το πρόβλημα του COVID-19 είναι πάντα μαζί μας, έστω σε ύφεση, πως το ενεργειακό είχε αρχίσει να ξεφεύγει πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και πως τα πληθωριστικά φαινόμενα ενισχύθηκαν εξαιτίας των πρώτων συνεπειών του πολέμου.

Οι οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, κυρίως σε ό,τι αφορά την απεξάρτηση κατά 70%-90% από το ρωσικό πετρέλαιο εντός του 2022, συνδυάζονται με αποφάσεις για τη λεγόμενη πράσινη μετάβαση που κάνουν βραχυπρόθεσμα ακόμη πιο σύνθετη την εικόνα στον κρίσιμο τομέα της Ενέργειας.

Το ενεργειακό κόστος αυξάνεται, η εξάρτηση από το πανάκριβο φυσικό αέριο της Ρωσίας παραμένει και περιορίζεται μόνο με δική της πρωτοβουλία όταν το κρίνει σκόπιμο, και ο κίνδυνος του στασιμοπληθωρισμού ενισχύεται με το πέρασμα του χρόνου.

Αναπόφευκτα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) άρχισε να ακολουθεί μια πιο αυστηρή νομισματική πολιτική κατά το πρότυπο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, γεγονός που δοκιμάζει τις αντοχές πολλών ευρωπαϊκών οικονομιών, ιδιαίτερα στον Νότο και φυσικά στην Ελλάδα.

Το ερώτημα, λοιπόν, είναι πόσο θα επιδεινωθεί η οικονομική κατάσταση στην Ε.Ε. και ποιες θα είναι οι πολιτικές αντιδράσεις σε χώρες στρατηγικής σημασίας όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία, όπου η κοινή γνώμη δύσκολα θα δεχθεί σημαντική και μεγάλης διάρκειας πτώση του πραγματικού εισοδήματος στο όνομα μιας μεγάλης υπόθεσης, όπως είναι η υπεράσπιση της Ουκρανίας έναντι των Ρώσων εισβολέων.

Και σε αυτή την κρίση –που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη– η Ε.Ε. κάνει πολλά περισσότερα σε σχέση με το παρελθόν της, αλλά είναι τόσο μεγάλες οι πολιτικές και στρατιωτικές ελλείψεις στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, ώστε κάνει πολύ λιγότερα από αυτά που απαιτούν οι συνθήκες.