Σκανδαλώδης η χρηματοδότηση Πούτιν από μεγάλα ελληνικά συμφέροντα - Free Sunday
Σκανδαλώδης η χρηματοδότηση Πούτιν από μεγάλα ελληνικά συμφέροντα
Οι επιδόσεις της Ελλάδας χειρότερες κι από αυτές της Ουγγαρίας

Σκανδαλώδης η χρηματοδότηση Πούτιν από μεγάλα ελληνικά συμφέροντα

Οι κυρώσεις που επιβάλλει η Ε.Ε. σε βάρος της Ρωσίας έχουν τεράστια σημασία για την εξέλιξη του πολέμου. Αν αποδειχθούν αποτελεσματικές, θα περιορίσουν τη χρηματοδότηση του επιθετικού πολέμου που διεξάγει ο Πούτιν στην Ουκρανία. Αν όμως ο Πούτιν καταφέρει και χαλαρώσει την εφαρμογή τους ή τις παρακάμψει, τότε ο πόλεμος θα πάει σε βάθος χρόνου.

Η γενική εκτίμηση

Η γενική εκτίμηση είναι ότι οι κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας που εφαρμόζει κλιμακωτά η Ε.Ε. αποδίδουν και οδηγούν στη μεσομακροπρόθεσμη αποδυνάμωση της ρωσικής οικονομίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή στρέφεται ολοένα περισσότερο προς την Κίνα, μετατρέποντας την πρώην υπερδύναμη σε οικονομικό συμπλήρωμα της νέας ανερχόμενης υπερδύναμης.

Επομένως, μπορούμε να πούμε ότι οι εκτιμήσεις των Ευρωπαίων πως θα κατέρρεε η ρωσική οικονομία εξαιτίας των κυρώσεων αποδείχθηκαν εκτός πραγματικότητας. Αυτό όμως δεν καταργεί τη σημασία των κυρώσεων, οι οποίες «ροκανίζουν» τα θεμέλια στα οποία στηρίζεται το καθεστώς Πούτιν.

Για παράδειγμα, η ρωσική αυτοκινητοβιομηχανία δέχθηκε φοβερό πλήγμα με αποτέλεσμα να μειωθεί δραστικά η παραγωγή της. Έτσι υποβαθμίζεται το βιοτικό επίπεδο των Ρώσων και μεγαλώνει σιγά-σιγά η δυσαρέσκεια για τον πόλεμο.

Εκατοντάδες χιλιάδες νέοι Ρώσοι –πολλοί από αυτούς καλά εκπαιδευμένοι και με καλή επαγγελματική προοπτική– έφυγαν στο εξωτερικό για να αποφύγουν τη στράτευση. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πριγκόζιν, επικεφαλής της μισθοφορικής Βάγκνερ, προειδοποιεί το Κρεμλίνο ότι μπορεί να υπάρξει έκρηξη λαϊκής δυσαρέσκειας, αν οι γιοι των αξιωματούχων συνεχίσουν να αποφεύγουν με διάφορους τρόπους τη στράτευση, για να μην εκτεθούν στους κινδύνους του πολέμου στην Ουκρανία.

Ο πόλεμος φαίνεται να έχει μπει σε φάση κλιμάκωσης με τους Ρώσους να χρησιμοποιούν όλα τα μέσα, ακόμη και την καταστροφή ενός τεράστιου φράγματος, με αποτέλεσμα να προκληθεί οικολογική καταστροφή, προκειμένου να δημιουργήσουν πρόσθετα εμπόδια στην ουκρανική αντεπίθεση.

Από την πλευρά τους οι Ουκρανοί διαπιστώνουν ότι η πολυσυζητημένη αντεπίθεση περιγράφεται εύκολα, αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο να πραγματοποιηθεί. Οι Ρώσοι είχαν την ευκαιρία να κατασκευάσουν οχυρωματικά έργα που δυσκολεύουν την αντεπίθεση ενώ είναι γνωστό ότι οι επιτιθέμενοι, δηλαδή τα ουκρανικά στρατεύματα, θα έχουν πολλαπλάσιες απώλειες από τους αμυνόμενους, σε αυτή την περίπτωση τους Ρώσους που έχουν καταλάβει γύρω στο 20% των εδαφών της Ουκρανίας και δείχνουν αποφασισμένοι να τα κρατήσουν.

Επομένως πηγαίνουμε σε μία αναμέτρηση διαρκείας όπου η οικονομική διάσταση μπορεί να αποδειχθεί καθοριστικής σημασίας.

Η Ε.Ε. έχει επιβάλει κυρώσεις με δέκα συνεχόμενες αποφάσεις και είναι στη φάση που προσπαθεί να βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα από τη μέχρι τώρα εφαρμογή τους, για να τις κάνει αυστηρότερες και αποτελεσματικότερες.

Η πρωτοβουλία της Σουηδίας

Μέχρι την 1η Ιουλίου, την Προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ασκεί η Σουηδία. Πρόκειται για μία χώρα που μπόρεσε να κρατηθεί εκτός Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κάνοντας τους αναγκαίους ελιγμούς, μεταξύ των οποίων η ικανοποίηση οικονομικών και στρατιωτικών αναγκών της ναζιστικής Γερμανίας, την περίοδο 1939-1942, όταν ο Χίτλερ ήταν ακόμα εξαιρετικά ισχυρός. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Σουηδία ακολούθησε με επιτυχία πολιτική ουδετερότητας. Η επίθεση της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας και η επιβεβαίωση της επεκτατικής στρατηγικής του Πούτιν οδήγησαν τη Σουηδία στην εγκατάλειψη της πολιτικής ουδετερότητας.

Έχει υποβάλει αίτηση για άμεση ένταξη στο ΝΑΤΟ και παίρνει αυστηρά μέτρα κατά των Κούρδων της Σουηδίας, προκειμένου να ικανοποιηθεί ο Ερντογάν και να άρει το βέτο του στην ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ. Ο Ερντογάν έχει ήδη ικανοποιήσει το αίτημα της Φινλανδίας και διαπραγματεύεται την ένταξη της Σουηδίας, όπως άλλωστε ο Όρμπαν.

Με τον ζήλο του νεοφώτιστου η κυβέρνηση της Σουηδίας θέτει στην Ε.Ε. το ζήτημα της αποτελεσματικής εφαρμογής των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας.

Τα στοιχεία για το 2022 είναι πράγματι εντυπωσιακά. Οι διμερείς εμπορικές συναλλαγές της Ε.Ε. των «27» με τη Ρωσία αυξήθηκαν –σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Σουηδών– κατά 4% σε σχέση με το 2021.

Αυτό σημαίνει ότι το 2022 ο Πούτιν πήρε περισσότερα χρήματα από τους Ευρωπαίους απ’ ό,τι το 2021, παρά το γεγονός ότι η Ρωσία εισέβαλε στα τέλη Φεβρουαρίου του 2022 στην Ουκρανία. Αντί λοιπόν να έχουμε μείωση της χρηματοδότησης της ρωσικής οικονομίας από την Ε.Ε. είχαμε, σε ό,τι αφορά τις εμπορικές συναλλαγές, μικρή αύξηση.

Οι επιδόσεις των ευρωπαϊκών χωρών είναι διαφοροποιημένες. Για παράδειγμα, η Σουηδία υπολογίζει ότι μείωσε τις εμπορικές συναλλαγές με τη Ρωσία κατά 80%, ενώ το ρεκόρ στην αύξηση των συναλλαγών εμφανίζονται να έχουν η Ουγγαρία και η Ελλάδα.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία επιδείνωσε την ενεργειακή κρίση που ήταν ήδη σε εξέλιξη κι έτσι πήραν «φωτιά» οι διεθνείς τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου. Οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι ακολουθούσαν την πολιτική Μέρκελ της αύξησης της ενεργειακής εξάρτησης από τη Ρωσία, αιφνιδιάστηκαν και για ένα διάστημα χρηματοδοτούσαν απλόχερα τον επιθετικό πόλεμο του Πούτιν.

Στη συνέχεια μείωσαν εντυπωσιακά την εξάρτησή τους από το εισαγόμενο ρωσικό φυσικό αέριο και τα στοιχεία του 2023 δείχνουν μεγάλη πτώση των εμπορικών συναλλαγών Ε.Ε. και Ρωσίας.

Διχασμός Βορρά - Νότου

Τα αποτελέσματα της τελευταίας έρευνας του Ευρωβαρόμετρου δείχνουν ότι δεν υπάρχει ενιαία ευρωπαϊκή κοινή γνώμη σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της ρωσικής επιθετικότητας. Ιδιαίτερα η Ελλάδα είναι από τις πιο επιφυλακτικές χώρες της Ε.Ε. σε ό,τι αφορά την υποστήριξη της Ουκρανίας.

Στο ερώτημα «Γενικά επιδοκιμάζετε ή αποδοκιμάζετε τη στήριξη της Ε.Ε. προς την Ουκρανία μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία;» το 36% των πολιτών της Ε.Ε. των «27» επιδοκιμάζουν απολύτως, ενώ μόλις το 14% των Ελλήνων επιδοκιμάζουν απολύτως.

Μόλις 7% των Ευρωπαίων αποδοκιμάζουν απολύτως τη στήριξη της Ε.Ε. προς την Ουκρανία, ενώ το ποσοστό των Ελλήνων που αποδοκιμάζουν απολύτως εκτοξεύεται στο 20%. Η Ελλάδα αποτελεί ευρωπαϊκή εξαίρεση, με το ποσοστό αυτών που αποδοκιμάζουν απολύτως τη στήριξη στην Ουκρανία να ξεπερνά το ποσοστό εκείνων που επιδοκιμάζουν απολύτως την ευρωπαϊκή στήριξη στην αμυνόμενη χώρα.

Σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο, το 40% των πολιτών της Ε.Ε. των «27» επιδοκιμάζουν κάπως τη στήριξη της Ε.Ε. προς την Ουκρανία, με το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα να είναι 37%.

Το 14% των Ευρωπαίων αποδοκιμάζουν κάπως τη στήριξη της Ε.Ε. προς την Ουκρανία, με το σχετικό ποσοστό των Ελλήνων να ανεβαίνει στο 20%.

Επομένως, έχουμε μία δύσκολη ελληνική κοινή γνώμη σε ό,τι αφορά τη στήριξη της Ε.Ε. προς την Ουκρανία. Υπάρχουν περιοχές –όπως η Βόρεια Ελλάδα– όπου τα ποσοστά έλλειψης κατανόησης της ευρωπαϊκής πολιτικής προς την Ουκρανία και εναντίον της Ρωσίας είναι ακόμη υψηλότερα.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γενική τάση της κοινής γνώμης δεσμεύει σε μεγάλο βαθμό τις κυβερνήσεις των χωρών της Ε.Ε. Από την άλλη, είναι φανερό ότι οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα έχουν υποχρέωση να εκπαιδεύσουν την κοινή γνώμη υπέρ της στήριξης της Ουκρανίας και της αποτελεσματικής αντιμετώπισης της ρωσικής επιθετικότητας. Διαφορετικά θα συμβάλουμε στη συντήρηση μιας κρίσης που μπορεί να τινάξει στον αέρα την οικονομία μας ή και να φέρει την καταστροφή στην Ευρώπη.

Με τη ΝΔ να ισορροπεί μεταξύ ευρωπαϊκών υποχρεώσεων και ψηφοθηρίας, τα κόμματα που κινούνται στα δεξιά της να εμφανίζονται σαν οι Έλληνες φίλοι του Πούτιν κι ένα μεγάλο τμήμα της Αριστεράς να καταγγέλλει συνολικά την πολιτική της Ε.Ε., νομιμοποιώντας έτσι στην αντίληψη της κοινής γνώμης την επιθετικότητα του Πούτιν, έχουμε ένα βουνό να ανέβουμε για να διαμορφώσουμε την κοινή γνώμη στη… σωστή πλευρά της ιστορίας.

Κακή αρχή με τις κυρώσεις

Κυρώσεις άρχισε να εφαρμόζει η Ε.Ε. σε βάρος της Ρωσίας το 2014, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας και τη στρατιωτική ενίσχυση των αυτονομιστών της ανατολικής Ουκρανίας.

Οι κυρώσεις ήταν ένα μήνυμα στον Πούτιν ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει απρόσκοπτα τη συνεργασία του με την Ε.Ε. και γενικότερα τη Δύση, στις νέες συνθήκες.

Ήταν σχεδιασμένες όμως περισσότερο για να στείλουν πολιτικό μήνυμα και λιγότερο για να φέρουν οικονομικό αποτέλεσμα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η Μέρκελ, η οποία κινούσε τα νήματα στις Βρυξέλλες εκείνη την εποχή, συνέβαλε στον περιορισμό της εξαγωγής αγροτικών προϊόντων και της συνεργασίας μικρομεσαίων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων με τη ρωσική οικονομία, ταυτόχρονα όμως εφάρμοσε στρατηγική θεαματικής αύξησης της ενεργειακής συνεργασίας Γερμανίας και Ρωσίας.

Μέσα από τις διάφορες επιτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω την οργισμένη αντίδραση Πολωνών, Λετονών, Λιθουανών, Εσθονών και άλλων στο επιχείρημα των Ρώσων ότι η κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 ήταν μια καθαρά επιχειρηματική απόφαση χωρίς διεθνοπολιτικές προεκτάσεις.

Η σαθρή επιχειρηματολογία της Μέρκελ αλλά κι ενός μεγάλου τμήματος των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών κατέρρευσε πλήρως με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022.

Είχε προλάβει όμως να απαξιώσει τις ευρωπαϊκές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας σε ένα μεγάλο τμήμα της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Οι Έλληνες αγρότες και πολλοί μικρομεσαίοι που έχασαν τη ρωσική αγορά δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί έπρεπε να υποστούν οικονομική ζημιά στο όνομα της «τιμωρίας» της Ρωσίας, ενώ η Γερμανία αύξανε θεαματικά την πολλαπλάσιας οικονομικής σημασίας ενεργειακή συνεργασία μαζί της.

Οι απορίες των Ελλήνων παραγωγών και μικρομεσαίων μεγάλωσαν όταν διαπίστωσαν ότι η Τουρκία και η Σερβία, χώρες υποψήφιες προς ένταξη στην Ε.Ε., αρνήθηκαν να εφαρμόσουν κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας. Αυτό σήμαινε στην πράξη ότι το μερίδιο αγοράς που έχασε ο ελληνικός αγροτικός τομέας στη Ρωσία, μπορούσαν να το διεκδικήσουν οι αγρότες της Τουρκίας.

Όλα αυτά βέβαια δεν έχουν οικονομικό και πολιτικό νόημα. Η κακή και επιλεκτική εφαρμογή των ευρωπαϊκών κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας από το 2014 μέχρι το 2022 συνέβαλε στην αρνητική αντίδραση της ελληνικής κοινής γνώμης.

Μετά τη μεγάλης κλίμακας ρωσική εισβολή στην Ουκρανία στα τέλη Φεβρουαρίου του 2022, εγκαταλείφθηκε άρον άρον η στρατηγική της Μέρκελ για ενίσχυση της ενεργειακής συνεργασίας με τη Ρωσία και άρχισαν να εφαρμόζονται αρκετά σοβαρές κυρώσεις. Η ζημιά όμως είχε γίνει σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση της ελληνικής κοινής γνώμης, ενώ οι συνεχιζόμενες εξαιρέσεις –Τουρκία και Σερβία εξακολουθούν να μην εφαρμόζουν τις κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας– έκαναν πιο σύνθετη και αντιφατική την πολιτική που εφαρμόζεται.

Απαράδεκτο ρεκόρ

Η αποτελεσματική εφαρμογή των κυρώσεων από την Ελλάδα ήταν μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση λόγω της αρνητικής, σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο θέμα, διαμόρφωσης της ελληνικής κοινής γνώμης και της μεγάλης εξάρτησής μας από το εισαγόμενο ρωσικό πετρέλαιο και το ρωσικό φυσικό αέριο.

Τα στοιχεία για το 2022 όμως και για τους πρώτους μήνες του 2023 δείχνουν ότι δεν έγινε καμία σοβαρή προσπάθεια, από την πλευρά της κυβέρνησης και μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα.

Έτσι, η Ουγγαρία του Όρμπαν και η Ελλάδα του Μητσοτάκη πήραν αντίστοιχα το χρυσό και το αργυρό μετάλλιο το 2022 στη χρηματοδότηση της πολεμικής προσπάθειας του Πούτιν.

Τα στοιχεία είναι εφιαλτικά, ταυτόχρονα ντροπιαστικά. Το 2021 οι εισαγωγές της Ελλάδας από τη Ρωσία, βασικά πετρέλαιο και φυσικό αέριο, ήταν 4,3 δισ. ευρώ. Οι εξαγωγές μας προς τη Ρωσία μόλις 206 εκατ. ευρώ, εξαιτίας των κυρώσεων της περιόδου 2014-2021 και της μετατόπισης εμπορικών συναλλαγών από την Ελλάδα και σε όφελος της Τουρκίας.

Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, το 2022 παρατηρήθηκαν απαράδεκτες εξελίξεις. Οι εισαγωγές μας από τη Ρωσία αυξήθηκαν κατά 117% σε σχέση με το 2021 και έφτασαν τα 9,3 δισ. ευρώ.

Αυτό σημαίνει ότι επιβραβεύσαμε τον Πούτιν για την εισβολή του στην Ουκρανία και την κλιμάκωση της ενεργειακής κρίσης, δίνοντάς του 5 δισ. παραπάνω απ’ ό,τι το 2021. Σαν να μην έφτανε αυτό, οι ήδη περιορισμένες εξαγωγές μας προς τη Ρωσία μειώθηκαν κατά 24,3% σε μόλις 156,4 εκατ. ευρώ.

Στηρίζουμε με περισσότερη χρηματοδότηση τον επιθετικό πόλεμο του Πούτιν χωρίς καν να διεκδικούμε αντισταθμιστικά οφέλη, όπως η Τουρκία που επιτυγχάνει μεγάλη αύξηση των εξαγωγών της προς τη Ρωσία.

Ο ρόλος των συμφερόντων

Για να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει, με αποτέλεσμα να εκτίθεται διεθνώς η χώρα μας, πρέπει να αναφερθούμε στον ρόλο μεγάλων συμφερόντων.

Σημαντικοί ενεργειακοί όμιλοι έχουν αναπτύξει μακρόχρονη συνεργασία με τη Ρωσία. Είναι άλλωστε γνωστό ότι η ρωσική κλεπτοκρατία φροντίζει τους πελάτες της με ειδικές εκπτώσεις και άλλες παροχές που αυξάνουν τα περιθώρια κέρδους και τις δυνατότητες πλουτισμού μετόχων και στελεχών.

Θα έπρεπε όμως να υπήρχε μία στοιχειώδης πειθαρχία για να συμβάλει η Ελλάδα στην αντιμετώπιση της ρωσικής επιθετικότητας. Τα στοιχεία δείχνουν ότι το 2022 δεν έγινε καμία σοβαρή προσπάθεια απεξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο και το πετρέλαιο, αντίθετα συνεχίστηκε –με την άδεια της κυβέρνησης– αυτό που αποκαλούμε business as usual.

Τα πρώτα στοιχεία για το 2023 δείχνουν ότι συνεχίζεται η απλόχερη χρηματοδότηση του επιθετικού πολέμου του Πούτιν. Τον Ιανουάριο του 2023 οι εισαγωγές μας από τη Ρωσία έμειναν σταθερές –σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2022– στα 498 εκατ. ευρώ, ενώ καταφέραμε να μειώσουμε τις ελάχιστες εξαγωγές μας προς τη Ρωσία, από 16 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2022, σε 9 εκατ. ευρώ τον αντίστοιχο μήνα του 2023.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι η κυβέρνηση εφαρμόζει με αυστηρότητα τις οικονομικές κυρώσεις σε ό,τι αφορά τους αγρότες και τους μικρομεσαίους, αλλά κλείνει το μάτι στα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα που επωφελούνται από τις συναλλαγές με τη Ρωσία.

Σε αυτά περιλαμβάνονται και μεγάλες ναυτιλιακές εταιρείες. Η Lloyds List εκτιμά ότι περίπου το 50% των πλοίων που μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο είναι ελληνόκτητα. Η κυβέρνηση της Ουκρανίας έχει συμπεριλάβει στη μαύρη λίστα όσων σπάνε τις κυρώσεις με τη Ρωσία και χρηματοδοτούν τον επιθετικό πόλεμο πέντε από τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού εφοπλισμού.

Λιγότερο σημαντικοί Έλληνες εφοπλιστές πρωταγωνιστούν, με το αζημίωτο, στον λεγόμενο σκιώδη στόλο που συμβάλλει με μεταφορτώσεις πετρελαίου στην ανοιχτή θάλασσα και μη τήρηση των διεθνών κανονισμών για την ανακοίνωση της πορείας του πλοίου, στην παράκαμψη των κυρώσεων.

Οι ισχυροί Έλληνες εφοπλιστές υποστηρίζουν ότι η αυξανόμενη συνεργασία τους με τη Ρωσία είναι απόλυτα νόμιμη, εφόσον μεταφέρουν με τα πλοία τους ρωσικό πετρέλαιο σε τρίτες χώρες το οποίο έχει τιμολογηθεί κάτω από 60 δολάρια το βαρέλι, με βάση τις αποφάσεις της Ε.Ε.

Το επιχείρημα της νομιμότητας είναι ισχυρό, δεν καταργεί όμως την πρόσθετη ελληνική συμμετοχή στη χρηματοδότηση του επιθετικού πολέμου του Πούτιν.

Η μεγάλη πτώση των διεθνών τιμών του φυσικού αερίου και του πετρελαίου οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι ελληνικές εισαγωγές από τη Ρωσία θα μειωθούν σημαντικά σε αξία το 2023. Χρειάζεται όμως και μία σοβαρή πολιτική δραστικής μείωσης της ενεργειακής μας εξάρτησης από τη Ρωσία μέσω της αξιοποίησης εναλλακτικών προμηθευτών.

Σε ό,τι αφορά τον κανόνα της μεταφοράς ρωσικού πετρελαίου που τιμολογείται κάτω από τα 60 δολάρια το βαρέλι, είναι φανερό ότι πρέπει να γίνει αυστηρότερος για να φέρει μεγαλύτερο οικονομικό αποτέλεσμα. Οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου έχουν υποχωρήσει γύρω στα 75-80 δολάρια το βαρέλι και είναι γνωστό ότι η Ρωσία προσφέρει μεγάλες εκπτώσεις σε χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα για να διαφοροποιήσει τις εξαγωγικές της αγορές. Επομένως, τα 60 δολάρια το βαρέλι δεν έχουν πλέον σχέση με οικονομικές κυρώσεις, απλά παρουσιάζουν την κατάσταση της διεθνούς αγοράς όπως έχει διαμορφωθεί.