Όψεις του κυπριακού ζητήματος - Free Sunday
Όψεις του κυπριακού ζητήματος

Όψεις του κυπριακού ζητήματος

Για τη γενιά μου, μια γενιά που γεννήθηκε με το βόρειο τμήμα της Κύπρου κατεχόμενο από τουρκικά στρατεύματα, το κυπριακό ζήτημα αντηχεί εξίσου άλυτο με άλλα ζητήματα της διεθνούς κοινότητας, όπως λ.χ. το παλαιστινιακό. 

Παρ’ όλες τις κορόνες των πολιτικών, ιδίως στην Ελλάδα, αλλά συχνά και στην Κύπρο, μάλλον λίγα είχαν γίνει μέχρι πρόσφατα για την επίλυση αυτού το βαρύτατου τραύματος που βιώνει ο κυπριακός ελληνισμός. Μόνη εξαίρεση, το επίτευγμα εισδοχής της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. και μάλιστα τύποις ολόκληρου το νησιού αδιαίρετα. 

Στο Ελσίνκι το 1999, με προσπάθειες του αδικοχαμένου Γιάννου Κρανιδιώτη ως ΥΠΕΞ της Ελλάδας, αλλά και αποδοτικό, ως εφάνη, συντονισμό της ελληνικής με την κυπριακή κυβέρνηση, επετεύχθη η μόνη αληθινή νίκη της ελληνικής πλευράς. Και ένθεν οι εθνικές φωνές συνέχισαν να αλυχτούν, με αποκορύφωμα τον τορπιλισμό του σχεδίου επίλυσης του τότε γ.γ. του ΟΗΕ Κόφι Άναν από το ξεκίνημά του, την περίοδο 2002-2004. 

Όλα αυτά, ανάμεσα σε σειρά άλλων εξελίξεων, έκαναν μεγάλο μέρος της ελλαδικής κοινωνίας να θεωρεί το Κυπριακό ως πρόβλημα αρκετά απόμακρο από την πατρίδα μας, ιδίως σε εποχές που τα αμιγώς εγχώρια προβλήματα σοβούν.

Έτσι, η κρίση στην Ελλάδα δεν άλλαξε και πολύ την αδράνεια που υπήρχε στο ζήτημα. Μολονότι η τεράστια έκθεση του κυπριακού τραπεζικού συστήματος σε ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου και οι τοξικές τοποθετήσεις των Κυπρίων σε ελληνικές τράπεζες έστελναν επαρκή ανησυχητικά μηνύματα, ο επιτευχθείς στόχος της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωζώνη αποτέλεσε τον κύριο λόγο ενός εντελώς άστοχου εφησυχασμού. Και βέβαια η εκρηκτική οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα οδήγησε σε τραπεζική ασφυξία στην Κύπρο, με αποκορύφωμα το εν μια νυκτί κούρεμα των κυπριακών καταθέσεων ανήμερα της εθνικής επετείου, τον Μάρτιο του 2013.

Στ’ αλήθεια, μια επίσκεψη στο μαρτυρικό νησί μετά το κούρεμα δεν έχει καμία σχέση με ό,τι θα έβλεπε ο επισκέπτης πριν. Η αλήθεια είναι ότι τις ημέρες του τραπεζικού σοκ, αλλά και το διάστημα που ακολούθησε αυτό, έβλεπες στα μάτια των Κυπρίων μια ανεξήγητη ψυχραιμία, ενώ το νησί βίωνε μια απροσδόκητη κανονικότητα. 

Αυτό που σίγουρα προέκυψε από άλλο ένα καταστροφικό επεισόδιο εναγκαλισμού της ελλαδικής με την κυπριακή πολιτική σφαίρα μετά την Εισβολή ήταν η ενίσχυση μιας και μόνης πεποίθησης: ότι η υπερβολική εμπλοκή της Ελλάδας στα κυπριακά φέρνει ελάχιστα θετικά. Σε μια ειλικρινή κουβέντα πρόσφατα με μέλος της ακμάζουσας πανεπιστημιακής κοινότητας της Μεγαλονήσου έγινε σαφές ότι το μοναδικό καλό είναι η διεθνής υποστήριξη που παρείχε η Ελλάδα στην Κύπρο για την ευόδωση της ευρωπαϊκής της προοπτικής. Αντιθέτως, διαρκές κακό είναι η τάση να χρησιμοποιείται το Κυπριακό ως κύριο συστατικό του πακέτου των ελληνοτουρκικών. 

Ίσως έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι η Ελλάς δεν έκανε τίποτα διαχρονικώς για να καταστείλει ή να αποκηρύξει τον ελληνοκυπριακό εθνικισμό. Και, παρ’ όλες τις πολύ δύσκολες συνθήκες που αντιμετώπισε το νησί λόγω της συμμετοχής στις ευρωπαϊκές οικονομικές δομές, για τους Κύπριους η Ε.Ε. παραμένει ο μόνος παράγων που εγγυάται την ασφάλεια στο νησί. Θεωρούν ότι οι οικονομικές συνέπειες που απειλούνται από την Ε.Ε. παραμένουν θεμελιωδώς αποτρεπτικές για κλιμάκωση της επιθετικότητας της Τουρκίας. 

Κακά τα ψέματα, για πολλούς Κύπριους, ασχέτως αν είναι ελληνικής ή τουρκικής καταγωγής, έχει έρθει η ώρα της επίλυσης του ζητήματος της διχοτόμησης του νησιού. Λένε, μάλιστα, ότι «το Κυπριακό πρέπει να λυθεί, εάν θέλουμε να εκμεταλλευτούμε το αέριο και πετρέλαιο, γι’ αυτό και πρέπει να λυθεί τώρα!». Προσθέτουν, επίσης, και κάτι που αξίζει ιδιαίτερης προσοχής και δεν έχει ακουστεί τόσο στην Ελλάδα. 

Μετά από 43 χρόνια διαίρεσης των δύο κοινοτήτων, οι συναισθηματικοί δεσμοί χαλαρώνουν και το εδαφικό θα λυθεί απροσδόκητα με τον πιο σκληρό τρόπο, που δεν είναι άλλος από την προσωπική πώληση περιουσιών, για να μπορέσει ο κόσμος να αντεπεξέλθει οικονομικά. «Πριν από 25 χρόνια αν έλεγες σε έναν πρόσφυγα να πουλήσει την περιουσία του, θα ήταν κάθετα αντίθετος. Τα παιδιά του και τα εγγόνια του, όμως, βλέπουν πλέον πολύ διαφορετικά το θέμα».