Η Ελλάδα «πεθαίνει» νωρίς - Free Sunday
Η Ελλάδα «πεθαίνει» νωρίς

Η Ελλάδα «πεθαίνει» νωρίς

 

Τη μείωση του προσδόκιμου ζωής καλείται να αντιμετωπίσει η Ελλάδα μετά και το πρόβλημα της υπογεννητικότητας. Το 2015 καταγράφηκε για πρώτη φορά μείωση του προσδόκιμου επιβίωσης στα 81,1 έτη από τα 81,5 σε σύγκριση με το 2014.

Τα στοιχεία προέρχονται από μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ).

Οι Έλληνες γερνούν και πεθαίνουν νωρίς

Σύμφωνα με την έρευνα που επικαλείται και στοιχεία του ΟΟΣΑ, στην Ελλάδα παρατηρείται σημαντική αύξηση στο προσδόκιμο επιβίωσης κατά 9,1 έτη για την περίοδο 1960-2015, καταγράφοντας υψηλότερο προσδόκιμο επιβίωσης από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ για την ίδια περίοδο.
Το προσδόκιμο επιβίωσης στην Ελλάδα το 2015 κυμάνθηκε στον μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε. «22» (λόγω μη διαθεσιμότητας στοιχείων και για τις 28 χώρες), στα 81,1 έτη έναντι 82,6 για τις χώρες του Νότου, ενώ σύμφωνα με προβλέψεις του ΟΗΕ αναμένεται να φτάσει τα 84 έτη το 2030. Το υψηλότερο προσδόκιμο επιβίωσης παρουσιάζεται σε χώρες όπως η Ισπανία, η Ελβετία και η Ιταλία.
Στη μελέτη τονίζεται ότι το αρνητικό πρόσημο της φυσικής μεταβολής των τελευταίων ετών θα συνεχιστεί και θα οδηγήσει σε σταδιακή μείωση του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας μέχρι το 2050 (-20,4% σε σύγκριση με τα σημερινά επίπεδα), όπως αποτυπώνεται στην τελευταία αναθεώρηση της Eurostat. Παράλληλα, αναμένεται αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού ηλικίας άνω των 65 ετών, το οποίο από το 22,6% του πληθυσμού το 2020 (21,8% στις νότιες χώρες, 20,4% στην Ε.Ε. «28») εκτιμάται ότι θα ανέλθει στο 36,5% το 2050.

Μεταβολή του πληθυσμού

Όσον αφορά τις γεννήσεις στην Ελλάδα, το 2016 ανήλθαν σε 93.000 άτομα, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 1% σε σχέση με το 2015. Αντιθέτως, οι θάνατοι παρουσίασαν μείωση κατά 2,3% και ανήλθαν σε 119.000. Παρ’ όλα αυτά, η φυσική μεταβολή του πληθυσμού (γεννήσεις-θάνατοι) παρουσίασε αρνητική εξέλιξη, με μείωση κατά 26.000 άτομα για το 2016, ενώ στις νότιες χώρες η μείωση ήταν 186.000 άτομα.

Η οικονομική κρίση επιδρά στη διαβίωση

Τα σκληρά δημοσιονομικά προγράμματα που εφαρμόζονται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα με τη μείωση των δαπανών για την υγεία είχαν σοβαρές επιπτώσεις για τους Έλληνες. Το 2009 η συνολική χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας στην Ελλάδα αντιστοιχούσε στο 9,5% του ΑΕΠ, ενώ το 2016 μειώθηκε στο 8,3%, ενδεικτικό της ταχύτερης μείωσης των δαπανών για την υγεία έναντι της κάμψης του ΑΕΠ την ίδια περίοδο. Αναφορικά με τη δημόσια χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα, έφτασε στο 4,8% το 2016 έναντι 6,5% το 2009.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η εξέλιξη αυτή έχει διαμορφώσει το ποσοστό της Ελλάδας σε σαφώς χαμηλότερο επίπεδο το 2016 έναντι της Ε.Ε. «23» (7,8%), χωρίς ιδιαίτερες μεταβολές την περίοδο 2009-2016, ενώ στις νότιες χώρες που εφάρμοσαν προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής το αντίστοιχο ποσοστό ήταν στο 6,5% το ίδιο έτος.
Οι δαπάνες υγείας αποτελούν το 7,4% των συνολικών δαπανών των νοικοκυριών που διεξάγονται μέσα από συναλλαγές στην αγορά για το 2016 έναντι 6,5% το 2009. Αν και ο μέσος όρος μηνιαίας δαπάνης ανά νοικοκυριό για την υγεία το 2016 παρουσίασε μείωση κατά 23% σε απόλυτα μεγέθη σε σχέση με το 2009, το ποσοστό των δαπανών αυτών είναι υψηλότερο από το 2009, φανερώνοντας τη μειωμένη αγοραστική αξία των νοικοκυριών, την αυξημένη συμμετοχή των ασθενών για δαπάνες υγείας και την ανελαστικότητα της δαπάνης για τις συγκεκριμένες κατηγορίες.

Αιτίες θανάτου

Διαχρονικά καταγράφεται ισχυρή άνοδος στον αριθμό των θανάτων από νοσήματα του κυκλοφορικού συστήματος, καθώς πλέον ευθύνονται για το 40,3% των συνολικών θανάτων, παρά την κάμψη των τελευταίων ετών, ενώ συνεχή άνοδο καταγράφουν οι νεοπλασίες, που ευθύνονται για το 25,6% των συνολικών θανάτων.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αύξηση των συνολικών θανάτων από νοσήματα του αναπνευστικού συστήματος μετά το 2009,έπειτα από μια περίοδο σταθεροποίησης, ενώ οι βίαιοι θάνατοι και τα λοιμώδη και παρασιτικά νοσήματα αποτελούν μικρό μέρος των συνολικών θανάτων. Στην Ελλάδα το 2014περίπου 4,5 εκατ. άτομα αντιμετώπισαν κάποιο χρόνιο πρόβλημα υγείας ή κάποια χρόνια πάθηση, με το 62% να είναι άνω των 55 ετών. Ωστόσο, η πλειονότητα των ατόμων άνω των 75 ετών σε ποσοστό 92% αντιμετωπίζει κάποια χρόνια πάθηση. Όπως επισημαίνεται στην έρευνα, λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης και τη γήρανση του πληθυσμού, τα συστήματα υγείας συμπιέζονται περαιτέρω, καθώς αυτή η ηλικιακή ομάδα καταναλώνει και τους περισσότερους υγειονομικούς πόρους.

Αυξημένη νοσηρότητα

Η κρίση επέδρασε αρνητικά και στη συνολική εικόνα της υγείας των Ελλήνων. Σε συνέντευξη που είχε δώσει στην F.S. ο καθηγητής Δημογραφίας της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Βύρων Κοτζαμάνης είχε υπογραμμίσει ότι «στα χρόνια της κρίσης η νοσηρότητα του πληθυσμού αυξάνεται και επίσης έχει αρχίσει να εμφανίζεται μια σημαντική επιβράδυνση της αύξησης του μέσου όρου ζωής μας. Επομένως, αν αυτή η αύξηση της νοσηρότητας συνεχιστεί, κάποια στιγμή αναπόφευκτα θα οδηγήσει στην αύξηση των πιθανοτήτων θανάτων στις μεγάλες ηλικίες και κατ’ επέκταση στη μείωση του προσδόκιμου ζωής μας (φαινόμενο μοναδικό στη μεταπολεμική ιστορία των αναπτυγμένων χωρών της Ευρώπης, αν εξαιρέσουμε τις χώρες που πέρασαν “βίαια” από την ελεγχόμενη οικονομία στην οικονομία της αγοράς τη δεκαετία του ’90)».