Λιγότεροι και γηραιότεροι οι Έλληνες το 2050 - Free Sunday
Λιγότεροι και γηραιότεροι οι Έλληνες το 2050

Λιγότεροι και γηραιότεροι οι Έλληνες το 2050

Τον κώδωνα του κινδύνου για την Ελλάδα κρούει νέα έρευνα της «διαΝΕΟσις» με αφορμή το δημογραφικό πρόβλημα.

Σύμφωνα με αυτήν, η χώρα μας κατέχει αρνητική πρωτιά, καθώς οι οικογένειες όχι μόνο κάνουν λιγότερα παιδιά αλλά τα αποκτούν και σε μεγαλύτερη ηλικία. Βασική αιτία, η αύξηση της ανεργίας και η οικονομική αβεβαιότητα.

Η Ελλάδα συρρικνώνεται

Η έρευνα που εκπονήθηκε από ομάδα ερευνητών του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), με συντονιστή και επιστημονικό υπεύθυνο τον διευθυντή Ερευνών Διονύση Μπαλούρδο, δείχνει ότι οι γεννήσεις αγγίζουν ιστορικό χαμηλό.
Συγκεκριμένα, το 2016 ο δείκτης γονιμότητας στην Ελλάδα ήταν 1,38, ένας από τους χαμηλότερους στον κόσμο. Πλέον, και για πρώτη φορά από τότε που καταγράφονται στοιχεία, στην Ελλάδα γεννιούνται λιγότερα από 100.000 παιδιά τον χρόνο. Εξαίρεση αποτελούν η Κρήτη και τα νησιά του Νοτίου Αιγαίου, όπου γεννιούνται περισσότεροι απ’ όσους πεθαίνουν.
Όπως σημειώνεται, «οι Ελληνίδες αποκτούν το πρώτο τους παιδί κατά μέσο όρο στην ηλικία των 30,3 ετών (το 2016 – από 28,8 ετών το 2008). Ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι τα 29 έτη. Σχεδόν μία στις τρεις γεννήσεις στη χώρα μας πραγματοποιείται από γυναίκες ηλικίας 30-34 ετών και μία στις τέσσερις από γυναίκες ηλικίας 35-39 ετών. Στην Ελλάδα, δε, εμφανίζεται και ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά πρώτων γεννήσεων από μητέρες ηλικίας άνω των 40 στην Ευρώπη σε ποσοστό 5,3%. Αυτή η αναβολή της τεκνοποίησης και της απόκτησης του πρώτου παιδιού πολύ φυσιολογικά μειώνει τις πιθανότητες απόκτησης και δεύτερου ή τρίτου παιδιού». Εν κατακλείδι, «μέχρι το 2050 θα είμαστε λιγότεροι (8,8 εκατομμύρια, σύμφωνα με το μεσαίο σενάριο) και γηραιότεροι (το 1/3 του πληθυσμού θα είναι άνω των 65 ετών, από 1/5 σήμερα)».

Μια ματιά στο παρελθόν

Σύμφωνα με την έρευνα, «το φαινόμενο της πολύ χαμηλής γονιμότητας φυσικά δεν είναι καινούργιο, ούτε μόνο ελληνικό. Από τη δεκαετία του ’90 κιόλας σε ολόκληρη την Ευρώπη υπήρξε μια σημαντική πτώση στα ποσοστά γονιμότητας. Σχεδόν παντού οι γυναίκες άρχισαν να αναβάλλουν για αργότερα τις γεννήσεις των παιδιών τους, με αποτέλεσμα η γονιμότητα στις χώρες της Ε.Ε. την περίοδο 1998-1999 να πέσει στα 1,44 παιδιά ανά γυναίκα – και σε κάποιες χώρες ακόμα και κάτω από το επονομαζόμενο “όριο ακραία χαμηλής γονιμότητας”, που είναι τα 1,3 παιδιά ανά γυναίκα».
Στην Ελλάδα οι αλλαγές αυτές εμφανίστηκαν «στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν ο δείκτης γονιμότητας πέρασε κάτω από το 1,5. Έκτοτε παραμένει πολύ χαμηλά, φτάνοντας ως και στο 1,23 το 1999».
Επιπλέον, μόνο ένα 8,3% των Ελληνίδων που γεννήθηκαν το 1955 δεν έκαναν κανένα παιδί στην αναπαραγωγική τους ηλικία. Στις Ελληνίδες που γεννήθηκαν το 1965, όμως, το ποσοστό ήταν 16,3%.
Ωστόσο, όπως επισημαίνεται, «το θέμα της γονιμότητας δεν είναι τόσο απλό. Στην Αγγλία και την Αυστρία, για παράδειγμα, το ποσοστό των γυναικών που δεν κάνουν κανένα παιδί είναι υψηλότερο από της Ελλάδας, με το ποσοστό να κυμαίνεται στο 20% και για τις δύο χώρες. Ο δείκτης γονιμότητας, όμως, είναι πολύ διαφορετικός: 1,8 στην Αγγλία και 1,53 στην Αυστρία. Ο λόγος είναι το μέγεθος των οικογενειών – στην Αγγλία είναι πολύ περισσότερες οι οικογένειες που έχουν τρία παιδιά, ενώ στην Αυστρία είναι πιο κοινές οι οικογένειες που έχουν ένα. Και οι δύο χώρες, πάντως, είναι σε καλύτερα επίπεδα από την Ελλάδα».

Πολύπλοκο θέμα

Οι ερευνητές θέλουν να καταστήσουν σαφές ότι το θέμα της γονιμότητας (αλλά και το δημογραφικό εν γένει) είναι εξαιρετικά πολύπλοκο. Για παράδειγμα, η εντύπωση πως όταν η οικονομική κατάσταση είναι κακή, η γονιμότητα μειώνεται, και το αντίστροφο, δεν ισχύει ακριβώς. Πλέον στις πιο ευκατάστατες χώρες της Ευρώπης λιγότερο από το 25% των γυναικών ηλικίας 26 ετών είναι παντρεμένες – το 1990 το ποσοστό ήταν 50%. Παρ’ όλα αυτά, αυτό το φαινόμενο επηρέασε ελάχιστα τη γονιμότητα. Σε κάποιες χώρες, μάλιστα, όπως η Γαλλία, η μείωση των γάμων δεν την επηρέασε καθόλου, απλώς αυξήθηκαν οι εκτός γάμου γεννήσεις. Στην Ελλάδα μπορεί να έχουμε το μικρότερο ποσοστό γεννήσεων εκτός γάμου (9,4%) απ’ οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη, αλλά σε 11 άλλες χώρες οι γεννήσεις εκτός γάμου είναι περισσότερες από τις γεννήσεις εντός (στην Ισλανδία 7 στις 10 γεννήσεις είναι εκτός γάμου).
Ωστόσο, ξεκαθαρίζεται ότι ο πληθυσμός μιας χώρας δεν εξαρτάται μόνο από τη γονιμότητα. Για παράδειγμα, «πολλές προηγμένες χώρες προσπαθούν να αντισταθμίσουν τις συνέπειες της χαμηλής γονιμότητας ενθαρρύνοντας τη μετανάστευση ή και προσελκύοντας μετανάστες ενεργητικά. Αλλά σχεδόν όλες οι χώρες υλοποιούν και προγράμματα πολιτικής για να σταθεροποιήσουν ή και να αυξήσουν τον δείκτη γονιμότητας».

Οι προτάσεις

Στη Σουηδία «η οικογενειακή πολιτική ποτέ δεν έχει κατευθυνθεί στοχευμένα στην ενθάρρυνση της τεκνοποίησης», γράφουν οι ερευνητές, «αλλά, αντίθετα, αποσκοπεί στην ενίσχυση της πρόσβασης των γυναικών στην αγορά εργασίας και στην προώθηση της ισότητας των φύλων. Σε όλες τις σκανδιναβικές χώρες θεωρείται αυτονόητο ότι και οι δύο γονείς εργάζονται και αναλαμβάνουν τη φροντίδα των παιδιών τους από κοινού, ενώ όλα τα παιδιά δικαιούνται υψηλής ποιότητας φροντίδα και εκπαίδευση από πολύ πρώιμη ηλικία. Στη Σουηδία υπάρχει αμειβόμενη γονική άδεια για τους πατέρες από το 1974. Αυτή η προσέγγιση έχει αποτέλεσμα: ο δείκτης γονιμότητας το 2016 στη χώρα ήταν 1,85 παιδιά ανά γυναίκα».
Στη Γαλλία θεωρείται εξαιρετικά επιτυχημένο το μέτρο της χορήγησης ευέλικτης άδειας για τους γονείς (μητέρα ή/και πατέρα), η οποία μπορεί να είναι από μερικής απασχόλησης για μικρό διάστημα μέχρι και πλήρης τριετής άδεια, με τον εργοδότη να μην πληρώνει τίποτε και το κράτος να χορηγεί ένα επίδομα (35% του κατώτατου μισθού γι’ αυτούς που επιλέγουν τριετή άδεια – περίπου 350 ευρώ τον μήνα). Κάθε χρόνο πάνω από μισό εκατομμύριο γονείς στη Γαλλία επιλέγουν αυτή την άδεια. «Αυτή και άλλες πολιτικές στήριξης της οικογένειας, από αποκεντρωμένες προνοιακές δομές μέχρι υποδομές μέριμνας για παιδιά εργαζομένων, έχουν ως αποτέλεσμα ο δείκτης γονιμότητας για τη Γαλλία το 2016 να βρίσκεται στο εντυπωσιακό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα 1,92» σημειώνει η έρευνα.
Η έρευνα καταλήγει σε συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής για την ενίσχυση της γονιμότητας και τη στήριξη της οικογένειας, οι οποίες μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν ενίσχυση των επιδομάτων παιδιών από το πρώτο παιδί, καθιέρωση πριμ απόκτησης τέκνου για μητέρες κάτω των 30 ετών (2.000 ευρώ ανά παιδί), ενίσχυση των επιδομάτων τοκετού, διεύρυνση των κριτηρίων ένταξης παιδιών σε βρεφονηπιακούς σταθμούς και υποστήριξη των δήμων για τη δημιουργία επιπλέον υποδομών παιδικών αλλά και βρεφοκομικών σταθμών που φιλοξενούν παιδιά ηλικίας μέχρι 2,5 ετών.

Η οικογενειακή πολιτική στην Ελλάδα

Σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στον ιδιωτικό τομέα, οι άδειες που προσφέρονται στις μητέρες (αποκλειστικά) φτάνουν μέχρι τους 8 μήνες και μία εβδομάδα, με τη δυνατότητα μιας επιπλέον 4μηνης άδειας και για τους δύο γονείς άνευ αποδοχών, η οποία μπορεί να δοθεί τμηματικά μέχρι το παιδί να γίνει 6 ετών. Ένας από τους δύο γονείς δικαιούται μειωμένο ωράριο εργασίας για τους 30 μήνες που ακολουθούν τη γέννηση.
Στο Δημόσιο τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Μια μητέρα που κάνει το πρώτο της παιδί δικαιούται 12 μήνες άδεια. Οι 3 μήνες είναι αποκλειστικά για τη μητέρα και με πλήρεις αποδοχές, ενώ οι υπόλοιποι μπορούν να μοιραστούν στους δύο γονείς.
Σήμερα τα επιδόματα που δίνονται φτάνουν μέχρι τα 210 ευρώ τον μήνα για μια οικογένεια με τρία παιδιά και πολύ χαμηλό εισόδημα. Τρίτεκνες οικογένειες με ετήσιο εισόδημα πάνω από 34.000 ευρώ δεν δικαιούνται κανένα επίδομα. Επιπροσθέτως, στη χώρα μας μόλις το 8,9% των παιδιών ηλικίας κάτω των 3 ετών έχει πρόσβαση σε υποδομές φροντίδας, πολύ μακριά από τον στόχο που έχει θέσει η Ε.Ε. (33%) για το 2020.
Όπως έχει αναφερθεί σε έρευνα της «διαΝΕΟσις» για την προσχολική αγωγή, «περίπου 140.000 παιδιά βρίσκουν θέση σε βρεφονηπιακούς σταθμούς κάθε χρόνο χάρη σε ένα πρόγραμμα ύψους 175 εκατ. ευρώ που χρηματοδοτείται από το ΕΣΠΑ. Ωστόσο, αυτό δεν είναι αρκετό. Δεκάδες χιλιάδες άλλα μικρά παιδιά παραμένουν εκτός δομών προσχολικής αγωγής, πράγμα που δεν έχει επιπτώσεις μόνο στις οικογένειές τους αλλά και στη μελλοντική τους εξέλιξη. Και η Ελλάδα έχει μείνει πολύ πίσω και από άλλες χώρες σε αυτό το θέμα».

Αλλαγή και στη δομή της οικογένειας

Υπενθυμίζεται ότι το περασμένο φθινόπωρο η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), έχοντας ως πηγή τα ληξιαρχεία των δήμων, είχε παρουσιάσει στατιστικά στοιχεία τα οποία επιβεβαίωναν ότι ο πληθυσμός της χώρας μειώνεται διαρκώς.
Ειδικότερα, το 2017 οι γεννήσεις στην Ελλάδα ανήλθαν σε 88.553 (45.686 αγόρια και 42.867 κορίτσια), καταγράφοντας μείωση κατά 4,7% σε σχέση με το 2016, που ήταν 92.898 (47.882 αγόρια και 45.016 κορίτσια). Στις γεννήσεις δεν συμπεριλαμβάνονται αυτές των νεκρών βρεφών, οι οποίες ανήλθαν σε 363, αυξημένες κατά 7,1% σε σχέση με το 2016.
Στον αντίποδα, οι θάνατοι παρουσίασαν αύξηση κατά 4,8% και ανήλθαν σε 124.501 (63.168 άνδρες και 61.333 γυναίκες), έναντι 118.792 (60.526 άνδρες και 58.266 γυναίκες) το 2016.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, παρουσίασαν τα στοιχεία που αφορούσαν τη δομή της οικογένειας. Όπως φαίνεται, η ελληνική οικογένεια αλλάζει, με τα μονοπρόσωπα νοικοκυριά να αποτελούν το 31% του συνόλου των νοικοκυριών. Ακολουθούν τα ζευγάρια χωρίς παιδιά σε ποσοστό 25,2%, τα ζευγάρια με παιδιά (21,9%) και τα νοικοκυριά με ενηλίκους που συμβιώνουν.
Παράλληλα, πολιτικοί γάμοι και σύμφωνα συμβίωσης κερδίζουν διαρκώς έδαφος. Έτσι, το 2017 οι γάμοι ανήλθαν σε 50.138 (24.975 θρησκευτικοί και 25.163 πολιτικοί), παρουσιάζοντας αύξηση κατά 1% σε σχέση με το 2016, κατά το οποίο είχαν πραγματοποιηθεί 49.632 γάμοι (23.778 θρησκευτικοί και 25.854 πολιτικοί). Τα σύμφωνα συμβίωσης ανήλθαν σε 4.921, αυξημένα κατά 29,5% έναντι του 2016, που ήταν 3.799. Στα σύμφωνα συμβίωσης το 2018 περιλαμβάνονταν 94 μεταξύ ανδρών και 40 μεταξύ γυναικών.
Στα παραπάνω αξίζει να σημειωθεί ότι στην έρευνα της «διαΝΕΟσις» έχει καταγραφεί ότι οι μισοί νέοι ζουν με τους γονείς τους. Το 2008 ένα 58,4% των Ελλήνων ηλικίας 18-34 ζούσε με τους γονείς του, ενώ το 2017 το ποσοστό είχε εκτοξευτεί στο 66,7%.
Πάντως, 20% των ανδρών ηλικίας άνω των 55 που έχουν χωρίσει στην Ελλάδα, όπως επισημαίνει η έρευνα, «επενδύουν σε επόμενο κύκλο γάμου και αποκτούν και παιδί».