Η οικονομία σε κρίσιμο σταυροδρόμι - Free Sunday
Η οικονομία σε κρίσιμο σταυροδρόμι
Αποτελεσματική η οικονομική διπλωματία Μητσοτάκη, ζητείται όμως νέο αναπτυξιακό μοντέλο.

Η οικονομία σε κρίσιμο σταυροδρόμι

Όλες οι έρευνες της κοινής γνώμης δείχνουν ότι το δυνατό σημείο του Μητσοτάκη και της ΝΔ είναι η οικονομία. Διπλάσιο είναι το ποσοστό εκείνων που υποδέχτηκαν θετικά τις παρεμβάσεις Μητσοτάκη στη ΔΕΘ από εκείνους που υποδέχτηκαν θετικά τις παρεμβάσεις Τσίπρα, ενώ η πρωθυπουργική εικόνα του Μητσοτάκη κινείται πλέον σε άλλα επίπεδα από εκείνη του Τσίπρα.

Παράλληλα, όλες οι μετρήσεις δείχνουν εντυπωσιακή βελτίωση των προσδοκιών και της ψυχολογίας επιχειρήσεων και καταναλωτών.

Το μέτρο σύγκρισης, όμως, της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν είναι η κυβέρνηση Τσίπρα, αλλά οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία. Για να φτάσουμε σε σταθερή ετήσια οικονομική ανάπτυξη της τάξης του 3%-4% και να βάλουμε τέλος στην ανησυχητική αύξηση της μερικής απασχόλησης και της δημιουργίας της γενιάς των 360 ευρώ, πρέπει να αλλάξουμε μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης. Η μεγαλύτερη πρόκληση για την ελληνική οικονομία είναι η προσέλκυση επενδύσεων στη μεταποίηση, για να αναζωογονηθούν αστικά κέντρα, ιδιαίτερα στην περιφέρεια, τα οποία συμπληρώνουν μία δεκαετία παραγωγικής συρρίκνωσης και κοινωνικής αποδυνάμωσης.

Η επενδυτική, αναπτυξιακή στροφή που επιχειρεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη απειλείται από νέους κινδύνους, όπως είναι η κατάρρευση της Thomas Cook και η στασιμότητα-ύφεση της γερμανικής οικονομίας, ενώ δημιουργούνται νέες ευκαιρίες από την πολιτική των μεταρρυθμίσεων και την οικονομική διπλωματία κορυφής του Μητσοτάκη και τη θετική έναντι της Ελλάδας στάση των Ευρωπαίων εταίρων σε επίπεδο Eurogroup, του Ντράγκι και της Λαγκάρντ.

Μεγάλο πλήγμα

Η κατάρρευση της Thomas Cook κινδυνεύει να δημιουργήσει αλυσιδωτή αντίδραση στην ελληνική οικονομία.

Πρώτον, υπολογίζεται ότι οι αθετημένες υποχρεώσεις της Thomas Cook προς Έλληνες ξενοδόχους είναι της τάξης των 230 εκατ. ευρώ. Ο υπολογισμός δεν είναι ακριβής, γιατί υπάρχουν πολλές μικρομεσαίες μονάδες των οποίων η έκθεση στην Thomas Cook δεν έχει διευκρινιστεί, ενώ, από την άλλη πλευρά, υπάρχουν απαιτήσεις που ήταν ασφαλισμένες σε οργανισμούς εξαγωγικών πιστώσεων.

Είναι φανερό, όμως, ότι αυτά τα 230 εκατ. ευρώ θα λείψουν από τον τουριστικό τομέα, ενώ το πρόβλημα θα περάσει και σε άλλους κλάδους.

Δεύτερον, οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης άρχισαν ήδη να κάνουν υπολογισμούς για τις πιθανές επιπτώσεις που θα έχει η πτώχευση της Thomas Cook στον τραπεζικό κλάδο.

Σύμφωνα με τους ειδικούς της Moody’s, η έκθεση των ελληνικών τραπεζών σε εγχώριες επιχειρήσεις στον κλάδο της παροχής υπηρεσιών διαμονής και διατροφής ανέρχεται στο 10,8% των συνολικών επιχειρηματικών δανείων.

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη προχώρησε στην πλήρη άρση των capital controls και τον μετεκλογικό Αύγουστο συνεχίστηκε η αύξηση των καταθέσεων κατά 1,1 δισ. ευρώ.

Από την άλλη πλευρά, τον Αύγουστο ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της συνολικής χρηματοδότησης της εγχώριας οικονομίας διαμορφώθηκε σε -0,7% από -0,4% τον προηγούμενο μήνα. Τεράστιο παραμένει το πρόβλημα των κόκκινων δανείων, στα οποία η Ελλάδα έχει το ρεκόρ στην Ευρωζώνη σαν ποσοστό επί του συνόλου των δανείων. Προωθείται ένα σχήμα εγγύησης στοιχείων ενεργητικού (Asset Protection Scheme) το οποίο θα περιορίσει τα κόκκινα δάνεια στο χαρτοφυλάκιο των τραπεζών κατά 20-30 δισ. και θα στηρίζεται σε παραλλαγή σχεδίου που εφαρμόστηκε ήδη στην Ιταλία.

Είναι, πάντως, τεράστια η απόσταση που χωρίζει το τραπεζικό σύστημα από την επαρκή και με ανταγωνιστικούς όρους χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και είναι άγνωστο το χρονικό διάστημα που θα χρειαστεί για να καλυφθεί.

Τα προβλήματα που προκαλεί η κατάρρευση της Thomas Cook στις ελληνικές τράπεζες μπορεί, αν δεν ελεγχθούν έγκαιρα, να δυσκολέψουν τις προσπάθειες ενίσχυσης της αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας για να πάρουν τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου επενδυτική βαθμίδα από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης και να ανοίξει έτσι ο δρόμος για την είσοδο της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

Τρίτον, η κατάρρευση της Thomas Cook στερεί από την Ελλάδα 2,8 εκατομμύρια τουρίστες τον χρόνο και κάνει πιο δύσκολη τη συνέχιση των τουριστικών ρεκόρ σε αφίξεις και έσοδα.

Κατά τη γνώμη μου, η αγορά θα καλύψει το μεγαλύτερο μέρος του κενού που αφήνει η Thomas Cook με διάφορους τρόπους.

Άμεση υπήρξε η αντίδραση της TUI, που αποτελεί τον ισχυρότερο παίκτη μεταξύ των Ευρωπαίων tour operators. Έστειλε τον διευθύνοντα σύμβουλό της στην Αθήνα για να εκτιμήσει την κατάσταση και να διεκδικήσει μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς. Ο γερμανικός όμιλος εμφανίζεται αποφασισμένος να δώσει νέες ευκαιρίες στον τουριστικό τομέα της πατρίδας μας.

Θα πρέπει να περιμένουμε και κάποιου είδους ανασυγκρότηση και επανεκκίνηση της Thomas Cook, εφόσον σε αυτήν πρωταγωνιστεί η κινεζική Fosun, η οποία έχει θέσει υπό τον έλεγχό της και το Club Méditerranée.

Θα υπάρξουν ενδιαφέρουσες εξελίξεις, πρέπει να θεωρείται βέβαιο όμως ότι στις συνθήκες που διαμορφώνονται οι ξενοδόχοι μας θα δεχτούν νέες πιέσεις στις τιμές. Αποδεικνύεται στην πράξη ότι η αύξηση του φορολογικού φορτίου του τουριστικού τομέα από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν σε βάρος της διεθνούς ανταγωνιστικότητας ενός κλάδου που λειτουργεί σε ένα σκληρό διεθνές περιβάλλον με υψηλό, όπως αποδεικνύεται, ρίσκο.

Αναγκαία στροφή

Οι περιπέτειες του ελληνικού τουρισμού αναδεικνύουν την αναγκαία στροφή σε παραγωγικές επενδύσεις στη μεταποίηση.

Πρέπει να αυξηθεί η συμβολή του δευτερογενούς τομέα της οικονομίας στο ΑΕΠ για να μπορέσουμε να επιτύχουμε τα αναπτυξιακά ρεκόρ που έχουμε ανάγκη και να υπάρξουν νέες θέσεις εργασίας, πλήρους απασχόλησης και με ικανοποιητικές αποδοχές.

Η προσέλκυση, όμως, μεγάλων ξένων επενδύσεων για νέες παραγωγικές δραστηριότητες είναι μία εξαιρετικά σύνθετη υπόθεση. Δεν αρκούν τα μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη για ουσιαστική μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, πρέπει να γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί σε όλα, από το κόστος της χρηματοδότησης μέχρι το ασφαλιστικό και ενεργειακό κόστος.

Επιπλέον, χρειάζεται αλλαγή νοοτροπίας για να υποστηριχθούν οι μεγάλες παραγωγικές επενδύσεις που έχουμε ανάγκη σε επίπεδο περιφέρειας, δήμου, τοπικής κοινωνίας.

Διαφορετικά, οι ξένοι επενδυτές θα επιλέξουν άλλους επενδυτικούς προορισμούς εντός ή και εκτός Ε.Ε.

Γκρίζα σύννεφα

Την προσέλκυση ξένων επενδυτών στη μεταποίηση και την άνοδο του αναπτυξιακού ρυθμού της οικονομίας σε σταθερή βάση δυσχεραίνει η κατάσταση που επικρατεί στη γερμανική οικονομία.

Η Γερμανία, με την εξαιρετικά ανταγωνιστική και εξωστρεφή βιομηχανία της, έχει αρχίσει να πληρώνει ακριβά την εμπορική διαμάχη ΗΠΑ-Κίνας και τη γενικότερη τάση του Προέδρου Τραμπ να προκαλεί προβλήματα στο διεθνές εμπόριο στο όνομα της εφαρμογής του δόγματος «πρώτα η Αμερική».

Το 2017 η γερμανική οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμό 2,8%, το 2018 με ρυθμό 1,5%, ενώ το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών του Βερολίνου (DIW) και το Ινστιτούτο για την Παγκόσμια Οικονομία του Κιέλου (IfW) προβλέπουν πλέον για το 2019 ανάπτυξη μόλις 0,4%-0,5%.

Η διαφαινόμενη στασιμότητα της γερμανικής οικονομίας έχει τεράστια σημασία για την Ευρωζώνη, την Ε.Ε. και φυσικά την Ελλάδα. Όπως σημείωσε ο Ντράγκι στην τελευταία εμφάνισή του στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της οποίας είμαι μέλος, στη Γερμανία αναλογεί το 28% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης και το 39% –πραγματικά εντυπωσιακό– της προστιθέμενης αξίας στη μεταποίηση στο σύνολο της Ευρωζώνης.

Η βιομηχανική-εξαγωγική «ατμομηχανή» της Ε.Ε. χάνει τον δυναμισμό της σε μια περίοδο κατά την οποία χρειαζόμαστε τη συμβολή της για να ανεβάσουμε τον αναπτυξιακό ρυθμό της ελληνικής οικονομίας και να πάμε σταδιακά σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο.

Ο Σόιμπλε, εξαιρετικά επιτυχημένος υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας την περίοδο 2009-2017, παρενέβη ως πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Βουλής της Γερμανίας για να ζητήσει την υπέρβαση της πολιτικής που επεξεργάστηκε και εφάρμοσε στη Γερμανία και σε μεγάλο βαθμό στην Ευρωζώνη, για να αντιμετωπιστεί η επιβράδυνση της οικονομίας.

Όπως είπε σε εκδήλωση στο Βερολίνο την περασμένη Τετάρτη: «Αυτό περιλαμβάνει το ρίσκο να σκεφτούμε νέα πράγματα, έξω από το status quo. […] Μια προθυμία να αμφισβητήσει κανείς, σε κάποιον βαθμό, την ίδια του τη νοοτροπία, ενδεχομένως ακόμη και το παραδοσιακό μας μοντέλο –πρώτα απ’ όλα να αποταμιεύουμε, μετά να επενδύουμε τις αποταμιεύσεις–, γιατί φαίνεται πως δεν είναι αρκετά δυναμικό, δεδομένων των προκλήσεων στις οποίες πρέπει να απαντήσουμε».

Και κατέληξε αναζητώντας έναν συμβιβασμό μεταξύ της πολιτικής που εφάρμοσε και αυτής που χρειάζονται σήμερα η Γερμανία και η Ευρωζώνη: «Να είμαστε περισσότερο ευέλικτοι, περισσότερο θαρραλέοι, αλλά να μην το παρακάνουμε».

Η τελευταία μάχη

Την περασμένη Δευτέρα ο Μάριο Ντράγκι παρουσίασε, για 30ή και τελευταία φορά, στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου την πολιτική που εφαρμόζει η ΕΚΤ. Τον ευχαριστήσαμε για τη συμβολή του στη διάσωση του ευρώ και στην έξοδο της Ευρωζώνης από την οικονομική κρίση.

Υπερασπίστηκε με δυναμικό τρόπο τις τελευταίες αποφάσεις της ΕΚΤ προτού αναλάβει, την 1η Νοεμβρίου, την προεδρία της ΕΚΤ η Κριστίν Λαγκάρντ.

Ο Ντράγκι ξεκίνησε την προσπάθεια στα τέλη του 2011, όταν είχαμε την εκδήλωση μιας δεύτερης ύφεσης στην οικονομία της Ευρωζώνης, η ελληνική κρίση ήταν στο αποκορύφωμά της και πολλοί αμφισβητούσαν την προοπτική της Ευρωζώνης.

Με το κύρος και τις γνώσεις του επέβαλε μια πρωτοποριακή νομισματική πολιτική, εξουδετερώνοντας τις γερμανικές αντιδράσεις και καλύπτοντας ένα τεράστιο κενό στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Η ΕΚΤ λειτούργησε σαν πραγματική κεντρική τράπεζα χωρίς να υπάρχει ενιαίος προϋπολογισμός στην Ευρωζώνη ούτε πλήρης συντονισμός της οικονομικής πολιτικής των κρατών-μελών.

Η τελευταία μάχη που έδωσε ο Ντράγκι στην ΕΚΤ ήταν ιδιαίτερα σκληρή, εφόσον στους παραδοσιακούς επικριτές του, όπως είναι οι κεντρικοί τραπεζίτες της Γερμανίας και της Ολλανδίας, προστέθηκε και ο κεντρικός τραπεζίτης της Γαλλίας.

Με πρωτοβουλία του Ντράγκι τα επιτόκια έγιναν ακόμη πιο αρνητικά, ξεκίνησε ξανά το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, το οποίο είχε φτάσει στο τέλος του το 2018, και προστέθηκαν νέα μέτρα διευκόλυνσης και στήριξης του τραπεζικού συστήματος σε βάθος χρόνου, μέχρι να πλησιάσει ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη το 2%, που είναι ο στόχος της ΕΚΤ.

Οι περισσότεροι ειδικοί καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι αποφάσεις Ντράγκι δημιουργούν ένα περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων και εξαιρετικά χαλαρής νομισματικής πολιτικής για πολλά χρόνια, τουλάχιστον οκτώ, και είναι, ως έναν βαθμό, δεσμευτικές για τη Λαγκάρντ, η οποία θα τον αντικαταστήσει.

Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ του διεθνούς οικονομικού Τύπου, περισσότερα από το 1/3 των μελών του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ διαφώνησαν με τις επιλογές του. Σε αυτό συμπεριλαμβάνονται οι κεντρικοί τραπεζίτες κρατών-μελών της Ευρωζώνης στα οποία αναλογεί πολύ πάνω από το 50% του συνολικού ΑΕΠ της Ευρωζώνης.

Η τελευταία πρωτοβουλία του Ντράγκι προκάλεσε και την παραίτηση της Γερμανίδας Λαουτενσλέγκερ από το Εκτελεστικό Συμβούλιο της ΕΚΤ. Είναι η τέταρτη παραίτηση Γερμανού αξιωματούχου από το Εκτελεστικό Συμβούλιο της ΕΚΤ κατά τη διάρκεια της οκταετίας Ντράγκι και αυτό δείχνει την ένταση και τη διάρκεια της σύγκρουσής του με τους επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Γερμανίας.

Το μήνυμα του Ντράγκι προς τους επικριτές του είναι απλό. Όσο απομακρύνεται ο στόχος του πληθωρισμού του 2% στην Ευρωζώνη και η οικονομική ανάπτυξη είναι κατώτερη των εκτιμήσεων που είχαν γίνει τα προηγούμενα εξάμηνα, η ΕΚΤ έχει υποχρέωση να παρεμβαίνει. Κατά την άποψή του, οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών θα μπορούσαν να κάνουν καλύτερη δουλειά και να περιορίσουν την αναγκαιότητα των παρεμβάσεων της ΕΚΤ προχωρώντας στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία, κάνοντας πιο παραγωγικό το μείγμα των δημοσίων δαπανών με περισσότερες δημόσιες επενδύσεις και αξιοποιώντας, όπου υπάρχει, τον δημοσιονομικό χώρο.

Στηρίζει την προσπάθεια

Απαντώντας σε ερώτησή μου στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο Ντράγκι άφησε σαφώς να εννοηθεί ότι εάν συνεχίσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη στον δρόμο των καλών δημοσιονομικών επιδόσεων και των μεταρρυθμίσεων, τα ελληνικά ομόλογα θα εξασφαλίσουν επενδυτική βαθμίδα από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης και η Ελλάδα θα μπορέσει να πάρει μέρος, έστω καθυστερημένα, στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, που ξεκίνησε ξανά με δική του πρωτοβουλία και παρά τις αντιρρήσεις που εκφράστηκαν.

Με τον Ντράγκι να έχει θετική άποψη για την προοπτική της ελληνικής οικονομίας και τη Λαγκάρντ να υιοθετεί σε μεγάλο βαθμό την πολιτική του και να τάσσεται δημόσια υπέρ της μελλοντικής μείωσης του πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος, μπορούμε να πούμε ότι η προοπτική χρηματοδότησης του ελληνικού χρέους και γενικότερα της ελληνικής οικονομίας βελτιώνεται. Ήδη υπάρχουν θετικές εξελίξεις, οι οποίες μέχρι πριν από μερικούς μήνες έμοιαζαν αδιανόητες. Το επιτόκιο στο δεκαετές ομόλογο του ελληνικού Δημοσίου βρίσκεται ήδη κάτω από το 1,4%, ενώ το επιτόκιο στο δεκαετές ομόλογο της Πορτογαλίας –μιας χώρας που μπήκε σε πρόγραμμα και η οικονομία της ήταν μέχρι το 2014 συγκρίσιμη με τη δική μας– κινείται κάτω από το 0,2%!

Καλή είναι και η διάθεση των Ευρωπαίων εταίρων έναντι της ελληνικής κυβέρνησης, εάν κρίνουμε από τις εργασίες του EuroWorking Group την περασμένη Πέμπτη. Το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της κυβέρνησης Μητσοτάκη παίρνει καλούς βαθμούς, ενώ οι διαφορές που υπάρχουν στην εκτίμηση του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2020, της τάξης του 1 δισ. ευρώ, αναμένεται να ξεπεραστούν χωρίς τη λήψη πρόσθετων μέτρων.

Θετικές είναι και οι εκτιμήσεις για τις προσπάθειες που γίνονται να περιοριστούν τα κόκκινα δάνεια, ενώ περιμένουν την κατάθεση του προϋπολογισμού για το 2020 στις 15 Οκτωβρίου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για να έχουν πληρέστερη άποψη.

Κρίσιμο τεστ στις αρχές του Δεκεμβρίου, οπότε θα αποφασιστεί εάν η εφαρμογή των συμφωνηθέντων επιτρέπει τη συνέχιση της επιστροφής των κερδών των κεντρικών τραπεζών από τη διαχείριση των ελληνικών ομολόγων (SMPs και ANFAs) στο ελληνικό Δημόσιο. Θα μάθουμε επίσης αν θα συνυπολογιστούν τα SMPs και ANFAs στα έσοδα του προϋπολογισμού του 2020 με τη δέσμευση να κατευθυνθούν σε δημόσιες επενδύσεις. Εάν συμβεί αυτό, θα έχει γίνει ένα μεγάλο βήμα στην κατεύθυνση της μείωσης του πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος και της τόνωσης των επενδυτικών δαπανών.

Η διπλωματία Μητσοτάκη

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας, αναφερόμενος στις επαφές που είχε ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης με οικονομικούς και επιχειρηματικούς παράγοντες στη Νέα Υόρκη, τόνισε τα εξής: «Έχουμε ήδη κάποιες ενέργειες, από την Blackstone, αναφορικά με την αγορά ξενοδοχείων, από την ExxonMobil, που ενδιαφέρεται για υδρογονάνθρακες νοτίως της Κρήτης, από διάφορα κεφάλαια, επενδυτικά, κατά βάση, που ενδιαφέρονται για την πορεία των τραπεζών, μετά την εφαρμογή και της νέας πρότασης που έχει καταθέσει η ελληνική πλευρά για το Asset Protection Scheme, δηλαδή την απαλλαγή του ισολογισμού των τραπεζών από περίπου 30 δισ. από κόκκινα δάνεια».

Ο κ. Μητσοτάκης εξηγεί σε όλους τους ενδιαφερόμενους πώς ακριβώς θα διαχειριστεί την ελληνική οικονομία και τις δυνατότητες που προσφέρονται σε όσους επενδύσουν σε αυτήν. Οι παρεμβάσεις του αντιμετωπίστηκαν ιδιαίτερα θετικά στη Νέα Υόρκη, όπως και στις Βρυξέλλες.

Η εξαιρετικά επιτυχημένη διπλωματία κορυφής που εφαρμόζει προκαλεί αμηχανία στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος το τελευταίο διάστημα δίνει έμφαση στα fake news, όπως, για παράδειγμα, ότι δεν υπήρχε προγραμματισμένη συνάντηση Μητσοτάκη-Τραμπ, η οποία τελικά ματαιώθηκε λόγω της πολιτικής κρίσης που ξέσπασε στις ΗΠΑ. Εντύπωση επίσης προκαλεί ο ισχυρισμός του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι ο Μητσοτάκης πήγε απροετοίμαστος στη Νέα Υόρκη για τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και τις οικονομικές επαφές που είχε, ενώ στα έγκυρα διεθνή ΜΜΕ διατυπώνονται διαμετρικά αντίθετες εκτιμήσεις. Ο Μητσοτάκης θεωρείται ικανός και καλά προετοιμασμένος ηγέτης, που προχωράει σε αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και δίνει νέα ώθηση και προοπτική στην ελληνική οικονομία.

Η αξιοπιστία του Μητσοτάκη στα οικονομικά θέματα είναι στο εξωτερικό υψηλότερη και απ’ ό,τι είναι στην Ελλάδα.

Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι έχουν δημιουργηθεί νέες δυνατότητες για τη χρηματοδότηση του ελληνικού χρέους και της ελληνικής οικονομίας, με πιο συμφέροντες όρους. Η βελτίωση του οικονομικού και επιχειρηματικού κλίματος φέρνει νέες επενδύσεις στον τουρισμό, ενώ ευνοείται και ο κλάδος της ενέργειας, όπου όμως βρισκόμαστε ακόμη στο ξεκίνημα της προσπάθειας. Το ζητούμενο είναι μεγάλες παραγωγικές επενδύσεις στη μεταποίηση, για να πάμε σε αναπτυξιακούς ρυθμούς της τάξης του 3% και να αρχίσει η σταδιακή διαρθρωτική αλλαγή της οικονομίας μας.