Ο κορονοϊός, τα ΜΜΕ και η μάχη για την κοινή γνώμη - Free Sunday
Ο κορονοϊός, τα ΜΜΕ και η μάχη για την κοινή γνώμη
Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται θύμα των ΜΜΕ, αλλά μοιάζει περισσότερο με θύμα του εαυτού του.

Ο κορονοϊός, τα ΜΜΕ και η μάχη για την κοινή γνώμη

Οι ειδικές συνθήκες στις οποίες λειτουργούμε εξαιτίας του κορονοϊού επηρεάζουν τον τρόπο λειτουργίας των ΜΜΕ, τη στρατηγική των κομμάτων και τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης.

Σε αυτή τη φάση ο μεγάλος χαμένος –από δημοσκοπική άποψη– είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Προσπαθεί να καλύψει τις απώλειές του σε επικοινωνιακό και πολιτικό επίπεδο προβάλλοντας τη θεωρία μιας συνωμοσίας συμφερόντων εναντίον του, η οποία κάνει δύσκολη την εκλαΐκευση της πολιτικής του και προστατεύει την κυβέρνηση από τις συνέπειες των λαθών και των παραλείψεών της.

Ανύπαρκτο το μπλοκ

Το μπλοκ συμφερόντων που επικαλείται ο ΣΥΡΙΖΑ είναι, κατά την άποψή μου, ανύπαρκτο. Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στην ιδιοκτησία των μεγάλων τηλεοπτικών σταθμών για να καταλήξουμε στο ασφαλές συμπέρασμα ότι οι πολιτικές προτιμήσεις είναι σε γενικές γραμμές μοιρασμένες, με την κυβέρνηση να έχει το πλεονέκτημα.

Σε καμία περίπτωση όμως δεν υπάρχει ένα μπλοκ συμφερόντων που συνωμοτεί από το πρωί μέχρι το βράδυ υπέρ της κυβέρνησης και κατά του ΣΥΡΙΖΑ, αφήνοντας την κοινή γνώμη στο σκοτάδι.

Το τελευταίο διάστημα όλες οι μετρήσεις δείχνουν ενίσχυση του ρόλου της τηλεόρασης και της αξιοπιστίας της. Ο τρόπος που οι μεγάλοι τηλεοπτικοί σταθμοί καλύπτουν τα ζητήματα που σχετίζονται με τον κορονοϊό τραβάει την προσοχή του κοινού και μεγαλώνει την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τα ΜΜΕ, τα οποία έχουν πίσω τους μια μεγάλη περίοδο έντονης αμφισβήτησης της αξιοπιστίας και των κινήτρων τους.

Με βάση τα στοιχεία για την τηλεθέαση από τη 17η Φεβρουαρίου –οπότε άρχισε να εκπέμπει ξανά το Mega– μέχρι τις 19 Απριλίου, πρώτος σταθμός σε τηλεθέαση είναι ο ΣΚΑΪ με τηλεμερίδιο 15%. Ο ΣΚΑΪ –ιδιοκτησίας Γιάννη Αλαφούζου– κινείται ιδεολογικά και πολιτικά στο πλαίσιο της κεντροδεξιάς και μαζί με την «Καθημερινή» –που ελέγχεται από τον Θέμη Αλαφούζο– έχουν σαφή φιλοκυβερνητικό προσανατολισμό.

Αυτό, όμως, δεν καταργεί την ανεξαρτησία τους. Αρκεί να σημειώσουμε ότι στην περίπτωση των αμφιλεγόμενων vouchers την πιο συστηματική κριτική κατά των κυβερνητικών επιλογών έκανε η «Καθημερινή».

Δεύτερος σε τηλεθέαση είναι ο ΑΝΤ1 –ιδιοκτησίας Κυριακού–, ο οποίος πάντα προσέχει στις ενημερωτικές εκπομπές τον ΣΥΡΙΖΑ και δεν μπορεί να θεωρηθεί δεσμευμένος υπέρ της κυβέρνησης.

Στην 3η και 4η θέση είναι ο Star και ο Alpha. Ο Star έχει –για την περίοδο που εξετάζουμε– το ίδιο μερίδιο τηλεθέασης, 13,9%, με τον ΑΝΤ1, ενώ στην 4η θέση είναι ο Alpha με 11%.

Star και Alpha, που αθροίζουν τηλεθέαση της τάξης του 25%, είναι ιδιοκτησίας Βαρδινογιάννη, που έχει καλές σχέσεις τόσο με τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και με τη ΝΔ και καλύτερες με τη Φώφη Γεννηματά και το Κίνημα Αλλαγής.

Ακολουθούν στην 5η και 6η θέση –με μονοψήφιο μερίδιο τηλεθέασης– το Open του Σαββίδη, που έχει πάντα καλές σχέσεις με τον ΣΥΡΙΖΑ, και το Mega του Μαρινάκη, που έχει κακές σχέσεις με τον ΣΥΡΙΖΑ και στηρίζει τη ΝΔ, χωρίς όμως να δεσμεύεται από τις επιλογές της. Δεν πρόκειται πάντως για μεγάλες τηλεοπτικές δυνάμεις, εφόσον το Open έχει τηλεμερίδιο 6,5% και το Mega 5,9%.

Ακολουθούν, στην 7η και 8η θέση, δύο κρατικά κανάλια, η ΕΡΤ1 και η ΕΡΤ2, που αθροίζουν τηλεμερίδιο 7,3%. Δεν είναι δυνάμεις που προσδιορίζουν τις εξελίξεις στον χώρο της ενημέρωσης. Στηρίζουν, όπως θα περίμενε κανείς, την κυβέρνηση, αλλά όχι με επιθετικό και βάναυσο τρόπο εις βάρος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως γινόταν επί ΣΥΡΙΖΑ.

Δύο τηλεοπτικά κανάλια που δεν έχουν πανελλαδική άδεια αλλά επηρεάζουν τις εξελίξεις είναι το Action24, με φιλελεύθερα, ποιοτικά χαρακτηριστικά, και το Kontra, με χαρακτηριστικά σκληρού πυρήνα ΣΥΡΙΖΑ.

Με βάση την ιδιοκτησία και τις επιλογές των καναλιών, το μπλοκ συμφερόντων που υποτίθεται ότι φιμώνει τον ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύεται ανύπαρκτο. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πέφτει θύμα του δογματισμού της, εφόσον φτάνει στο σημείο να αντιμετωπίζει την καθημερινή ενημέρωση του κ. Τσιόδρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας ως… πολιτική παρέμβαση χωρίς αντίλογο. Στη στρεβλή αντίληψη της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ο λοιμωξιολόγος Τσιόδρας έχει καθαρά πολιτικό ρόλο και θα έπρεπε σε καθετί που λέει να υπάρχει… πολιτικός αντίλογος.

Η συσπείρωση των ΜΜΕ που ενοχλεί τον ΣΥΡΙΖΑ έχει σχέση με την αντιμετώπιση της πανδημίας και όχι με τη στήριξη της κυβέρνησης, όπως υποστηρίζει η ηγεσία του. Οι πολίτες αξιολογούν θετικά τον ρόλο των ΜΜΕ σε αυτή τη φάση. Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα της Metron Analysis για τη διαΝΕΟσις, ο βαθμός εμπιστοσύνης των πολιτών για τα ΜΜΕ αυξήθηκε 13 μονάδες για την τηλεόραση, 8 για το ραδιόφωνο και 5 για τις εφημερίδες.

Ανύπαρκτα και τα «χρυσά κουτάλια»

Για να στηρίξει τη θεωρία της μιντιακής συνωμοσίας σε βάρος του ο ΣΥΡΙΖΑ προβάλλει την εικόνα ΜΜΕ που ευημερούν με δημόσιο χρήμα, το οποίο μάλιστα η κυβέρνηση στερεί από το ΕΣΥ και τις ΜΕΘ για να το μοιράσει απλόχερα σε καναλάρχες και εκδότες.

Ο κορονοϊός χτυπάει –σε αντίθεση με αυτά που υποστηρίζει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ– και τα ΜΜΕ. Τον Μάρτιο παρατηρήθηκε πτώση των διαφημιστικών εσόδων τους κατά 45%-50% σε σχέση με τον Μάρτιο του 2019 και εκτιμάται ότι η πτώση μπορεί να φτάσει για ορισμένους μήνες στο 70%, στερώντας από τη διαφημιστική πίτα του 2020 150-200 εκατ. ευρώ.

Επομένως, τα «χρυσά κουτάλια» με τα οποία υποτίθεται ότι τρώνε οι καναλάρχες και οι εκδότες έχουν σχέση με τη γόνιμη φαντασία των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, όχι όμως με τη σκληρή πραγματικότητα που διαμορφώνει η κρίση του κορονοϊού.

Ακόμη και η κυκλοφορία των εφημερίδων δυσκολεύεται από τις λιγότερο συχνές επισκέψεις στο περίπτερο –λόγω κορονοϊού– και τον φόβο ότι το χαρτί μπορεί να μην είναι εντελώς ακίνδυνο στις σημερινές συνθήκες.

Οι απλήρωτοι εργαζόμενοι στην «Αυγή» και στο «Documento» –έντυπα του σκληρού πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ– και ο έρανος μεταξύ των αναγνωστών που κάνει η φιλο-ΣΥΡΙΖΑ «Εφημερίδα των Συντακτών» στην προσπάθειά της να επιβιώσει δείχνουν πόσο μεγάλες είναι οι δυσκολίες για τα ΜΜΕ και ειδικά για τον Τύπο. Η απόφαση της κυβέρνησης να επιβάλει τη διανομή των ημερήσιων εφημερίδων από τα σουπερμάρκετ είναι ένα μέτρο υπέρ του Τύπου και του πλουραλισμού, που δεν δείχνει διάθεση καθυπόταξης των οικονομικά εξασθενημένων ΜΜΕ.

Με βάση τη θεωρία που αναπτύσσει ο ΣΥΡΙΖΑ, το ανύπαρκτο μπλοκ συμφερόντων που συνωμοτεί σε βάρος του τρέφεται με κρατικό διαφημιστικό χρήμα.

Όμως τις αποφάσεις για στήριξη των δοκιμαζόμενων ΜΜΕ τις είχε πάρει η κυβέρνηση Τσίπρα πριν από την εκδήλωση της κρίσης του κορονοϊού. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη πήγε να τις εφαρμόσει, αλλά στη συνέχεια εγκατέλειψε την προσπάθεια, γιατί η μέθοδος ΣΥΡΙΖΑ στηριζόταν στη χορήγηση δωρεάν οικονομικής βοήθειας σε συγκεκριμένα ΜΜΕ, προκαλώντας εσωτερικές τριβές στον δοκιμαζόμενο κλάδο.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη προτίμησε να ενισχύσει –στο μέτρο του δυνατού– τα ΜΜΕ με ένα πρόγραμμα επικοινωνίας για την αντιμετώπιση του κορονοϊού. Έτσι, ξεπέρασε τη διαμάχη για το ποιος θα πάρει το ζεστό χρήμα δίνοντας κάτι σε όλους και συνδύασε τη μερική ενίσχυση των ΜΜΕ με έναν καλό κοινωνικό σκοπό, που είναι η προστασία μας από την πανδημία.

Η αλλαγή πολιτικής προκάλεσε και ορισμένες διαμαρτυρίες. Χαρακτηριστικό το σχόλιο στην εφημερίδα «Παρόν» (26/4/2020), η οποία έχει έντονη κριτική διάθεση προς την κυβέρνηση: «Η κυβέρνηση δεν υλοποίησε έτοιμες αποφάσεις ύψους 16 εκατ. ευρώ για τον περιφερειακό Τύπο και 7,5 εκατ. ευρώ για τις εφημερίδες πανελλαδικής κάλυψης. Ακύρωσε τη νομοθεσία τον περασμένο Δεκέμβριο, ενώ πέρασαν τέσσερις μήνες, εκ των οποίων ο τελευταίος μέσα στην καρδιά της πανδημίας».

Προβληματική είναι η επιχειρηματολογία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και στο θέμα της απαλλαγής των καναλιών από την υποχρέωση να καταβάλουν το τέλος για τις τηλεοπτικές άδειες για το 2020. Σε συνθήκες κορονοϊού οι τηλεοπτικοί σταθμοί απαλλάσσονται από μια υποχρέωση της τάξης των 20 εκατ. ευρώ.

Ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του, οι οποίοι διαμαρτύρονται για το «δώρο» της κυβέρνησης Μητσοτάκη προς τους καναλάρχες, ήταν πολύ πιο γενναιόδωροι προς αυτούς, και μάλιστα προ κορονοϊού.

Η κυβέρνηση Τσίπρα ξεκίνησε διαφημίζοντας 300 εκατ. ευρώ που θα έδιναν οι ενδιαφερόμενοι για τις τηλεοπτικές άδειες και θα πήγαιναν σε καλούς κοινωνικούς σκοπούς, όπως ήταν τα σχολικά γεύματα σε περιοχές με μεγάλα προβλήματα.

Τα 300 εκατ. που θα κατέβαλλαν άμεσα οι καναλάρχες μετατράπηκαν σε περίπου 200 εκατ. σε βάθος δεκαετίας. Στη διάρκεια της περιόδου Τσίπρα οι καναλάρχες κατέβαλλαν μία ή το πολύ δύο ετήσιες δόσεις και για να το κάνουν αυτό η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μείωσε τον φόρο στην τηλεοπτική διαφήμιση στο 5%, δίνοντάς τους έτσι πολλαπλάσια χρήματα από αυτά που αναλογούσαν στην ετήσια δόση για τις τηλεοπτικές άδειες.

Η διευκόλυνση επί Μητσοτάκη είναι μικρότερης κλίμακας και φυσικά στις σχετικές συνθήκες που δημιουργεί στο σύνολο της οικονομίας ο κορονοϊός.

Αστήρικτες καταγγελίες

Ξεκινώντας από τη βασική θέση ότι υπάρχει ένα μπλοκ συμφερόντων στα ΜΜΕ που χρηματοδοτείται απλόχερα από την κυβέρνηση και κινείται, με τη μορφή ενημερωτικού οδοστρωτήρα, σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ, τα στελέχη και φιλικοί προς την παράταξη αρθρογράφοι τραβάνε την επιχειρηματολογία στα άκρα.

Χαρακτηριστικό το σχόλιο πολιτικού συντάκτη της «Εφημερίδας των Συντακτών» (21/4/2020) υπό τον εντυπωσιακό τίτλο «Από τον Τσαουσέσκου στον Μωυσή!». Υποτίθεται ότι φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ παρουσιάζουν συστηματικά τον Μητσοτάκη σαν… Μωυσή.

Γνωστός ιστορικός συγκρίνει από τις στήλες της «Εφημερίδας των Συντακτών», με αφορμή τη συμπλήρωση 53 ετών από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, την κατάσταση που επικρατούσε επί δικτατορίας στα ΜΜΕ με την κατάσταση που υποτίθεται ότι επικρατεί σήμερα. Γράφει σχετικά: «Τέλος, το ζήτημα της ασφυξίας της ενημέρωσης τότε και σήμερα. Δεν γίνεται με διοικητικά μέτρα, αλλά υπάρχει τεράστιο και ακόμη αδιερεύνητο ζήτημα διαφθοράς και ελέγχου των ΜΜΕ με την ανάδειξη των χειρότερων στοιχείων τους, τόσο πριν από τη δικτατορία όσο και σήμερα. Ο Γεώργιος Γεωργαλάς, ο Σάββας Κωνσταντόπουλος και ο Βύρων Σταματόπουλος δεν στέκουν μόνοι σε αυτό το σκοτεινό πάνθεο των αρνητικών ηρώων της διαμόρφωσης της κοινής γνώμης στην Ελλάδα. Περιμένουν κι άλλους να καταλάβουν θέσεις γύρω τους».

Θύμα του ιδιοτελούς πολιτικού παραλογισμού της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και ο αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρης Παπαδημούλης. Με αφορμή τη δημοσίευση της έκθεσης της οργάνωσης Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (RSF) για τον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου (World Press Freedom Index) προσπάθησε να εμφανίσει την Ελλάδα σαν μια χώρα στην οποία φιμώνονται συστηματικά τα ΜΜΕ.

Με ανάρτησή του στο διαδίκτυο ο Παπαδημούλης υποστήριξε ότι: «Η Ελλάδα βρίσκεται, σε θέματα ελευθερίας του Τύπου, ανάμεσα στην Πολωνία και την Ουγγαρία του ακροδεξιού Όρμπαν, πολύ πίσω απ’ όλες τις υπόλοιπες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Αυτή η τραγική εικόνα αποτελεί στίγμα για τη χώρα και αφορά όχι μόνο τα ΜΜΕ αλλά και κάθε δημοκρατικό πολίτη».

Είναι γνωστό ότι ο επικεφαλής της ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ ταυτίζει τον Μητσοτάκη με τον Όρμπαν, σε μια μάταιη προσπάθεια να αναδείξει τα ακροδεξιά χαρακτηριστικά του φιλελεύθερου Έλληνα πρωθυπουργού.

Επιβάλλονται οι εξής παρατηρήσεις σε σχέση με τα λογικά και πολιτικά άλματα του Παπαδημούλη.

Η Ελλάδα κατατάσσεται στην 65η θέση μεταξύ των 180 χωρών του πίνακα. Η κατάταξη για το 2020 είναι απαράδεκτα χαμηλή, αλλά είναι ακριβώς η ίδια κατάταξη –65η θέση– με το 2019, οπότε τις αποφάσεις έπαιρναν ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ και δεν είχαν επιβληθεί οι «μέθοδοι Όρμπαν» από τον Μητσοτάκη στα ΜΜΕ.

Αναφορικά με την Πολωνία και την Ουγγαρία που επικαλείται ο Παπαδημούλης για να στηρίξει την κατασκευή του, η συγκριτική θέση της Ελλάδας βελτιώθηκε επί Μητσοτάκη το 2020 σε σχέση με το 2019 επί Τσίπρα.

Η ίδια η έκθεση μοιάζει αρκετά προβληματική, εφόσον καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ελευθερία των ΜΜΕ είναι περισσότερο κατοχυρωμένη στον Νίγηρα (57η θέση) και στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη (58η θέση), ενώ η Ελλάδα μοιάζει πολύ με το… Κόσοβο (70ή θέση). Αν σκεφτούμε μάλιστα ότι στις πρώτες 30 θέσεις πολύ προωθημένης κατοχύρωσης της ελευθερίας των ΜΜΕ συμπεριλαμβάνονται η Τζαμάικα (6η), η Κόστα Ρίκα (7η), η Ουρουγουάη (19η), η Ναμίμπια (23η) και η Γκάνα (30ή), αντιλαμβανόμαστε ότι, παρά τα υπαρκτά προβλήματα στον χώρο των ΜΜΕ στην Ελλάδα, είναι μεγαλύτερα τα προβλήματα στην αξιολόγηση του Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου από τη συγκεκριμένη οργάνωση.

Οι ιδιοτελείς πολιτικές υπερβολές του ΣΥΡΙΖΑ για τον ρόλο των ΜΜΕ στην Ελλάδα και τη σχέση τους με την κυβέρνηση αποτελούν μέρος του ευρύτερου αφηγήματος για τον Μητσοτάκη που είναι σαν τον Όρμπαν, το επιτελικό κράτος που μοιάζει με το μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς και τις φασίζουσες απόψεις και τάσεις που υποτίθεται ότι κυριαρχούν στη ΝΔ και κρατούν «αιχμάλωτο» τον πρωθυπουργό προσδιορίζοντας την πολιτική του.

Ο κορονοϊός συσπειρώνει

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ συγχέει σκόπιμα τη συσπείρωση που προκαλεί η απειλή της πανδημίας γύρω από τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση με την υποτιθέμενη κυριαρχία –σε επίπεδο δικτατορίας– φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ.

Η συσπείρωση γύρω από τους ηγέτες και τις κυβερνήσεις σε συνθήκες κορονοϊού είναι μια παγκόσμια τάση και οφείλεται στην ανάγκη των πολιτών να συμβάλουν στην οργανωμένη αντιμετώπιση της απειλής.

Αυτή η συσπείρωση ισχύει ακόμη και για ηγέτες όπως ο Μπόρις Τζόνσον και ο Ντόναλντ Τραμπ, που έκαναν σοβαρά λάθη στην αρχική αντιμετώπιση του κορονοϊού και συνεχίζουν με ορισμένες άστοχες ή αμφιλεγόμενες παρεμβάσεις.

Στην περίπτωση του Μητσοτάκη και της κυβέρνησης, η συσπείρωση της κοινής γνώμης γύρω από την εξουσία ξεπέρασε ακόμη και τα ποσοστά της Μέρκελ και αποτελεί ιστορικό ρεκόρ.

Είχε προηγηθεί η πολύ καλή διαχείριση της κρίσης του Έβρου, με τον Μητσοτάκη να βάζει στη θέση του τον Ερντογάν και να ενισχύει ακόμη περισσότερο τη δημόσια εικόνα του. Η έγκαιρη λήψη μέτρων που οδήγησε στον περιορισμό των θανάτων από κορονοϊό στην Ελλάδα, σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα σε σχέση με την Ευρωζώνη, προκάλεσε μια πρωτοφανή συσπείρωση γύρω από τον Μητσοτάκη και την κυβέρνηση.

Είναι τέτοια η επιτυχία της κυβερνητικής πολιτικής στην αντίληψη των πολιτών, ώστε αλλάζει η ψυχολογία τους και η αντίληψη που έχουν για το πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς.

Σύμφωνα με την έρευνα της Metron Analysis για τη διαΝΕΟσις, 86% των πολιτών πιστεύουν ότι τα πράγματα στη χώρα κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, παρά την επερχόμενη νέα οικονομική κρίση.

Στη διάρκεια του τελευταίου πενταμήνου αυξήθηκε, σύμφωνα με την ίδια έρευνα (δύο απαντήσεις), το ποσοστό των αισιόδοξων από 30% σε 40%, αυτών που αισθάνονται σιγουριά από 6% σε 26% και αυτών που δηλώνουν υπερήφανοι από 14% σε 24%.

Παράλληλα, οι ανασφαλείς μειώθηκαν από 38% σε 31% και οι απογοητευμένοι από 27% σε 10%.

Σε σχέση με την αντίστοιχη έρευνα του 2018, η εμπιστοσύνη στον πρωθυπουργό αυξήθηκε κατά 14 μονάδες και στην κυβέρνηση κατά 13 μονάδες.

Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας συνδυάζονται με τα αποτελέσματα δημοσκοπήσεων που δείχνουν την πρωθυπουργική εικόνα του Μητσοτάκη περίπου 2,5 φορές ισχυρότερη από την πρωθυπουργική εικόνα του Τσίπρα και τα δημοσκοπικά ποσοστά της ΝΔ να είναι 40άρια, δηλαδή περίπου διπλάσια του ΣΥΡΙΖΑ.

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ερμηνεύει τη συσπείρωση του κόσμου γύρω από την εξουσία σε περίοδο μεγάλου κινδύνου και τη θετική αξιολόγηση του έργου του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης με στενά πολιτικά, κομματικά κριτήρια.

Εκτιμά ότι μπορεί να ανοίξει τον δρόμο σε έναν εκλογικό αιφνιδιασμό και προσπαθεί να προετοιμάσει τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ για μια πρόωρη εκλογική αναμέτρηση. Ανεβάζει τους τόνους της κριτικής προς την κυβέρνηση για να συσπειρώσει τον σκληρό πυρήνα των υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ. Προβάλλει το αφήγημα της συνωμοσίας ΜΜΕ-κυβέρνησης σε βάρος της ριζοσπαστικής Αριστεράς για να δικαιολογηθεί για την επικοινωνιακή, πολιτική αδυναμία της και ελπίζοντας σε μια πρώτη συσπείρωση των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ.

Το πρόβλημα με τη μέθοδο που ακολουθούν ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του είναι ότι μπορεί να μετατρέψουν τις πρόωρες εκλογές σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Η διενέργεια πρόωρων βουλευτικών εκλογών δεν περιλαμβάνεται στον πολιτικό σχεδιασμό του κ. Μητσοτάκη. Δεν αποκλείεται όμως, αν συνεχίσει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να διαλαλεί την επικοινωνιακή, πολιτική της αδυναμία με έναν επιθετικό, σε βάρος της κυβέρνησης, τρόπο, να αποφασίσει να κλείσει τον λογαριασμό που σκόπιμα ανοίγει ο Τσίπρας.

Η επόμενη μέρα

Η επόμενη μέρα, πάντως, της επιστροφής σε κάποιου είδους κανονικότητα, προβλέπεται να είναι εντελώς διαφορετική σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης.

Τα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα θα αποκτήσουν ξανά κυρίαρχο ρόλο, με την ανησυχία για τη δημόσια υγεία να παραμένει, αλλά όχι τόσο τονισμένη.

Οι αποφάσεις που θα πάρει, υποχρεωτικά, η κυβέρνηση θα προκαλέσουν αναπόφευκτα αντιδράσεις. Ήδη, με βάση έρευνα της κοινής γνώμης, η πλειοψηφία των πολιτών αντιτίθεται στο άνοιγμα των σχολείων τον Μάιο-Ιούνιο, πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές. Διάφοροι επαγγελματικοί κλάδοι, από τους δικαστικούς λειτουργούς μέχρι τους οδηγούς ταξί, εκφράζουν διαφορετικές από την κυβέρνηση απόψεις για το πώς πρέπει να οργανωθεί το πέρασμα στη νέα κανονικότητα.

Είναι λογικό να περιμένουμε ότι τα ποσοστά-ρεκόρ συσπείρωσης γύρω από την κυβέρνηση και έγκρισης της πολιτικής της θα αρχίσουν σταδιακά να υποχωρούν σε πιο ρεαλιστικά επίπεδα.

Σε διάστημα πέντε-έξι μηνών η κατάσταση θα είναι διαφορετική και εξαιτίας της διαφαινόμενης νέας οικονομικής κρίσης. Με ποσοστά μείωσης του ΑΕΠ της τάξης του 10%, ένα εξαιρετικά δύσκολο τουριστικό καλοκαίρι και σοβαρές πιθανότητες να φτάσει η ανεργία, για ένα διάστημα, στο 22% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι η επόμενη μέρα θα είναι διαφορετική σε ό,τι αφορά την ψυχολογία των πολιτών και τα δημοσκοπικά ποσοστά.

Δεν πρόκειται όμως να έχουμε περιορισμό του πλεονεκτήματος της ΝΔ έναντι του ΣΥΡΙΖΑ ανάλογο με εκείνον που παρατηρήθηκε, αντίστροφα, το 2015. Τότε ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ είχαν δώσει ψεύτικες υποσχέσεις στους πολίτες και ήταν απόλυτα υπεύθυνοι για τα προβλήματα που προέκυψαν από τη σύγκρουση με την Ευρωζώνη.

Ο Μητσοτάκης και η κυβέρνηση της ΝΔ κινούνται στη βάση της απόλυτης ειλικρίνειας, εξηγώντας, σε κάθε βήμα τους, τα προβλήματα και τις επιλογές. Η νέα οικονομική κρίση έχει χαρακτηριστικά ανωτέρας βίας, δεν έχει σχέση με κυβερνητικές επιλογές και πλήττει όλες, χωρίς εξαίρεση, τις χώρες.

Η ενισχυμένη αξιοπιστία του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης θα αποδειχθεί πολύτιμη για την επόμενη φάση του δημόσιου βίου. Από την πλευρά του, ο ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύει να πέσει θύμα των ιδιοτελών πολιτικών υπερβολών του και των θεωριών συνωμοσίας ΜΜΕ-κυβέρνησης σε βάρος του.

Με αυτά που λέει, περιορίζει δραστικά την αξιοπιστία του, τη δυνατότητα να αξιοποιήσει τα μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που θα βρει μπροστά της η κυβέρνηση Μητσοτάκη, και κάνει πολύ πιο δύσκολη τη διατύπωση εναλλακτικών προτάσεων που θα δεχτεί ευνοϊκά η ευρύτερη κοινή γνώμη.