Οικονομία: Κρίση με μεγάλη διάρκεια - Free Sunday
Οικονομία: Κρίση με μεγάλη διάρκεια
Ενέργεια, καύσιμα, πληθωρισμός και επιτόκια σε υψηλά επίπεδα

Οικονομία: Κρίση με μεγάλη διάρκεια

Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η κρίση στην Ουκρανία και οι σοβαρές οικονομικές παρενέργειές της θα έχουν διάρκεια.

Λόγοι γεωπολιτικοί, αλλά και καθαρά οικονομικοί, δημιουργούν ένα εξαιρετικά δύσκολο διεθνές περιβάλλον για οικονομίες με διαρθρωτικά προβλήματα, όπως η ελληνική.

Ο πόλεμος θα διαρκέσει

Με βάση τις τελευταίες εκτιμήσεις, ο πόλεμος στην Ουκρανία θα έχει διάρκεια.

Οι Ρώσοι προωθούν μεθοδικά τις θέσεις τους στην ανατολική και νοτιοανατολική Ουκρανία. Μάχονται με τους όρους που τους ευνοούν, σε ανοιχτό πεδίο και μεγάλες αποστάσεις έχοντας το πλεονέκτημα σε άρματα μάχης, τεθωρακισμένα, βαρύ πυροβολικό μεγάλου βεληνεκούς και πυραυλικά συστήματα. Είναι αρκετά κοντά στις βάσεις ανεφοδιασμού τους στη Ρωσία και έχουν πλήρη αεροπορική κάλυψη, με τα μαχητικά αεροσκάφη τους να εξορμούν από ρωσικά αεροδρόμια.

Παρά τις επιτυχίες που καταγράφουν οι Ρώσοι στα πεδία των μαχών, δεν έχουν καταφέρει ακόμη συντριπτικό πλήγμα στις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις που είναι κοντά στις περιοχές των αυτονομιστών στο Ντονέτσκ και στο Λουχάνσκ.

Πίσω από τις δηλώσεις του προέδρου Πούτιν κρύβεται μια ανησυχία για τη διάρκεια και το κόστος του πολέμου. Η ρωσική ηγεσία προειδοποιεί όσους προσφέρουν στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία ότι μπορεί να μετατραπούν σε νόμιμους στρατιωτικούς στόχους. Τονίζει ότι άμεση εμπλοκή τρίτων χωρών στον πόλεμο θα απαντηθεί με άμεσο και καταλυτικό τρόπο, ενώ αναφέρεται αρκετά συχνά και στην πιθανότητα χρήσης τακτικών πυρηνικών όπλων.

Ο Πούτιν και οι συνεργάτες του αντιλαμβάνονται ότι η επικράτησή τους στις ανατολικές και νοτιοανατολικές περιοχές της Ουκρανίας δεν θα είναι το τέλος του πολέμου, αλλά το ξεκίνημα μιας μεγάλης περιπέτειας.

Ο πρόεδρος της Ουκρανίας Ζελένσκι δηλώνει ότι δεν θα κάνει εδαφικές παραχωρήσεις στη Ρωσία. Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και η Ε.Ε. στηρίζουν την πολεμική προσπάθεια της Ουκρανίας με διάφορους τρόπους και προετοιμάζουν έναν πόλεμο φθοράς κατά των ρωσικών κατοχικών δυνάμεων.

Η ρωσική ηγεσία δημιουργεί από την πλευρά της δυναμική γεωγραφικής επέκτασης των εχθροπραξιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι έχει αρχίσει να προετοιμάζει επέμβαση στη Μολδαβία, στο όνομα της προστασίας των ρωσόφωνων αυτονομιστών της Υπερδνειστερίας, οι οποίοι αυτονομήθηκαν πριν από 30 χρόνια από τη Μολδαβία.

Επομένως, ο Πούτιν επεκτείνει την αναταραχή προσπαθώντας να ενώσει τις περιοχές της Ουκρανίας με ρωσόφωνο πληθυσμό, με την Υπερδνειστερία, και να χρησιμοποιήσει τη Λευκορωσία και τη Μολδαβία σαν καταλύτες της αποσταθεροποίησης μιας ευρύτερης περιοχής.

Ο τρόπος που κινήθηκε σε βάρος της Πολωνίας διακόπτοντας τη ροή φυσικού αερίου προς αυτήν δείχνει ότι οι στόχοι του, σε ό,τι αφορά την αποσταθεροποίηση, περιλαμβάνουν και κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., όπως είναι η Πολωνία, η Βουλγαρία, η Λιθουανία, η Λετονία, η Εσθονία.

Η αναμέτρηση, λοιπόν, φαίνεται να κλιμακώνεται και να πηγαίνει σε βάθος χρόνου, γεγονός που επηρεάζει τις οικονομικές εξελίξεις στην Ε.Ε., την Ευρωζώνη και ειδικά στην Ελλάδα.

Οι εκτιμήσεις της ΕΚΤ

Την Πέμπτη 28 Απριλίου ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Λούις Ντε Γκίντος, παρουσίασε στην Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τα σημεία της ετήσιας έκθεσης της ΕΚΤ για το 2021 και τις πρώτες εκτιμήσεις της Τράπεζας για το 2022.

Όπως είπε, αναλυτικές εκτιμήσεις θα κάνει η ΕΚΤ τον Ιούνιο του 2022, οπότε θα παρουσιάσει όλα τα σενάρια με βάση όλες τις πολιτικο-στρατιωτικές παραδοχές.

Κατά τον κ. Ντε Γκίντος, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έσπασε τη δυναμική της ανάκαμψης στην Ευρωζώνη, ανεβάζοντας τον πληθωρισμό και ρίχνοντας τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας.

Οι πληθωριστικές πιέσεις ήταν έντονες και πριν από το ξέσπασμα του πολέμου, αλλά τώρα ενισχύονται με τη βοήθεια του αυξανόμενου κόστους της ενέργειας. Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη ήταν στο 5,5% τον Φεβρουάριο και έκανε άλμα στο 7,4% τον Μάρτιο. Οι επόμενοι μήνες θα είναι δύσκολοι, αλλά η ΕΚΤ περιμένει αποκλιμάκωση του πληθωρισμού από το β΄ εξάμηνο του 2022. Παρ’ όλα αυτά, οι ειδικοί της ΕΚΤ εκτιμούν ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη το δ΄ τρίμηνο του 2022 θα είναι πάνω από το 4% και πως θα χρειαστεί χρόνος για να υποχωρήσει ο πληθωρισμός σε έναν ετήσιο μέσο όρο 2% που είναι ο καταστατικός στόχος της ΕΚΤ.

Ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ διαβεβαίωσε τα μέλη της Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ότι δεν υπάρχει κίνδυνος για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ευρωζώνης και πως, παρά την υιοθέτηση μιας λιγότερο χαλαρής νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ, η προσαρμογή στις νέες συνθήκες θα είναι σταδιακή και ευέλικτη για να μη διολισθήσουμε σε ύφεση. Απέφυγε να κάνει την εκτίμηση για τον ρυθμό ανάπτυξης της Ευρωζώνης για το 2022, υπογράμμισε όμως ότι και με το χειρότερο σενάριο που επεξεργάζεται η Τράπεζα δεν θα υπάρξει αρνητικός ρυθμός ανάπτυξης.

Τα μέλη της Επιτροπής θέσαμε στον κ. Ντε Γκίντος και δύο άλλα ζητήματα που έχουν σχέση με τον πληθωρισμό. Η ΕΚΤ ακολουθεί χαλαρότερη νομισματική πολιτική από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, και αυτό αντανακλάται στην ισοτιμία ευρώ - δολαρίου. Το ευρώ βρίσκεται σε σχέση με το δολάριο ΗΠΑ στο χαμηλότερο σημείο της πενταετίας. Η εξέλιξη αυτή είναι καλή για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, εφόσον τους εξασφαλίζει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, δυσάρεστη όμως για τους Ευρωπαίους καταναλωτές, εφόσον κάνει ακριβότερες τις εισαγωγές που πληρώνονται σε δολάρια, όπως για παράδειγμα ο κύριος όγκος των καυσίμων.

Έθεσα στον αντιπρόεδρο της ΕΚΤ και το θέμα της δύσκολης ισορροπίας μεταξύ ενίσχυσης του λαϊκού εισοδήματος που πλήττεται από την έξαρση του πληθωρισμού και αποφυγής εισοδηματικών αυξήσεων που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τις πληθωριστικές πιέσεις. Τόνισα ότι σαν πολιτικοί είμαστε προβληματισμένοι από το αποτέλεσμα των εκλογών στη Γαλλία, όπου τα χαμηλά εισοδήματα, αλλά και συνολικά οι εργάτες και οι υπάλληλοι, προτίμησαν τη Λεπέν από τον Μακρόν.

Ο κ. Ντε Γκίντος απάντησε συμφωνώντας ότι πρέπει να υπάρξουν οι αναγκαίες μισθολογικές αυξήσεις, αλλά πως πρέπει να συνδέονται με την αύξηση της παραγωγικότητας για να μην συμβάλλουν και αυτές στην αύξηση του πληθωρισμού. Το πρόβλημα είναι ότι το λαϊκό εισόδημα χρειάζεται άμεση ενίσχυση, ενώ η αύξηση της παραγωγικότητας είναι αποτέλεσμα μιας σύνθετης διαδικασίας που χρειάζεται χρόνο.

Το βέβαιο είναι ότι η ελληνική οικονομία έχει μπροστά της μια περίοδο υψηλού πληθωρισμού. Η ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων εξασθενίζει, σε πρώτη φάση, τη διεθνή ανταγωνιστικότητά της, όπως δείχνουν ο διπλασιασμός του εμπορικού ελλείμματος τον Ιανουάριο του 2022 σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2021 και ο τριπλασιασμός του τον Φεβρουάριο του 2022 σε σχέση με τον Φεβρουάριο του 2021.

Παράλληλα, φαίνεται ότι φτάνουμε στο τέλος της περιόδου των χαμηλών επιτοκίων, με το επιτόκιο του δεκαετούς ομολόγου του Ελληνικού Δημοσίου να κινείται πλέον πάνω από το ψυχολογικό φράγμα του 3%.

Το Ελληνικό Δημόσιο βγήκε στις διεθνείς αγορές με ομόλογο επταετούς διάρκειας. Συγκεντρώθηκε 1,5 δισ. ευρώ, οι προσφορές ήταν πολλαπλάσιες και το τελικό επιτόκιο γύρω στο 2,4%, αυξημένο σε σχέση με το παρελθόν, αλλά εξαιρετικά ικανοποιητικό αν λάβουμε υπόψη τις δύσκολες διεθνείς συνθήκες και τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα πραγματικά επιτόκια δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου είναι εντυπωσιακά αρνητικά, αν σκεφτούμε ότι ο πληθωρισμός «τρέχει» με ετήσιο ρυθμό 8,5%. Ο υψηλός ελληνικός πληθωρισμός είναι ευεργετικός και σε ό,τι αφορά το ύψος του χρέους του Δημοσίου, σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ. Ο υψηλός πληθωρισμός ανεβάζει το ονομαστικό ΑΕΠ μειώνοντας έτσι το χρέος του Δημοσίου, σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ.

Στην παγίδα του φυσικού αερίου

Η προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας στις νέες συνθήκες δυσχεραίνεται από την πολύ μεγάλη εξάρτησή της από το φυσικό αέριο. Τα καύσιμα και ειδικά το φυσικό αέριο είναι αυτά που ενισχύουν τις πληθωριστικές πιέσεις.

Στην Ελλάδα έχουμε τον χειρότερο συνδυασμό. Μία διαχρονική αδυναμία να προετοιμαστούμε για την επόμενη ενεργειακή κρίση. Έχουμε συμπληρώσει πεντηκονταετία περιοδικών ενεργειακών κρίσεων, που μας βρίσκουν πάντα απροετοίμαστους να πληρώνουμε τον μεγαλύτερο λογαριασμό.

Επιπλέον, ο Μητσοτάκης προχώρησε σε μία βίαιη και βιαστική απολιγνιτοποίηση σε όφελος του φυσικού αερίου, το οποίο επέλεξε σαν καύσιμο της μεταβατικής περιόδου. Το αποτέλεσμα ήταν να χτυπηθεί η ελληνική οικονομία από την εντυπωσιακή αύξηση των διεθνών τιμών του φυσικού αερίου που προηγήθηκε του πολέμου στην Ουκρανία και να έχει μετατραπεί σήμερα σε όμηρο του Πούτιν. Ο πρόεδρος της Ρωσίας χρησιμοποιεί την ενεργειακή εξάρτηση της Ε.Ε. και της Ελλάδας από τη Ρωσία σαν γεωπολιτικό όπλο στον πόλεμο που διεξάγει εναντίον της Ουκρανίας.

Απ’ ό,τι φαίνεται, ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του έχουν πολύ μεγάλη εξάρτηση από τους επιχειρηματικούς ομίλους που έχουν επενδύσει στο φυσικό αέριο και μικρά χρονικά περιθώρια για να βελτιώσουν το μείγμα της ενεργειακής τους πολιτικής.

Η απομάκρυνση από τον λιγνίτη έγινε βιαστικά, χωρίς πρόγραμμα και υπέρ συγκεκριμένων συμφερόντων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Γερμανία, που ηγείται της πράσινης μετάβασης της Ε.Ε., άρχισε να αυξάνει ξανά την ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη και σκληρό άνθρακα, όταν έγινε φανερό ότι οι διεθνείς τιμές του φυσικού αερίου είχαν ξεφύγει. Το ποσοστό της ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη και σκληρό άνθρακα στη Γερμανία είναι της τάξης του 30% του συνόλου, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα είναι μονοψήφιο.

Είναι τέτοια η προχειρότητα της ενεργειακής πολιτικής της κυβέρνησης, ώστε συχνά καλύπτουμε το ενεργειακό μας έλλειμμα με πανάκριβες εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας από χώρες των Δυτικών Βαλκανίων. Σε πολλές περιπτώσεις, οι πανάκριβες εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας προέρχονται από λιγνιτικές μονάδες αυτών των χωρών, οι οποίες είναι παλαιότερες και πιο ρυπογόνες από τις δικές μας.

Στο Μαξίμου έχουν αρχίσει να διαπιστώνουν την ανάγκη άμεσης αύξησης της ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη. Η ελλιπής συντήρηση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ και η έλλειψη αναγκαίων αποθεμάτων λιγνίτη για να λειτουργήσουν στέκονται εμπόδιο στην άμεση ενεργοποίησή τους.

Η νέα φαντασίωση

Αντιμέτωπος με το ενεργειακό αδιέξοδο το οποίο προκάλεσαν οι επιλογές του, ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης δημιούργησε σκόπιμα την εντύπωση ότι θα λύσουμε γρήγορα το ενεργειακό επιταχύνοντας την εκμετάλλευση δυνητικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου.

Η αποχώρηση της Total από τις έρευνες και απ’ ό,τι φαίνεται και της Exxon έβαλε γρήγορα τέλος σε ένα υπεραισιόδοξο σενάριο, το οποίο ήρθε να αντικαταστήσει τα σενάρια για τον αγωγό East Med που έχουν ήδη εγκαταλειφθεί.

Δεν υπάρχουν γρήγορες και εύκολες λύσεις στο ενεργειακό. Από κάπου όμως πρέπει να ξεκινήσουμε για να μην υπάρξει η οικονομική κατάρρευση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.

Η κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει στην αποσύνδεση, στο μέτρο του δυνατού, της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας από το φυσικό αέριο.

Έχει υποχρέωση να αλλάξει τον τρόπο λειτουργίας του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, που λειτουργεί σε βάρος της πραγματικής οικονομίας και σε όφελος κερδοσκόπων.

Πρέπει να βρει τρόπους για μεγάλη αύξηση της συμμετοχής του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή και μεγάλη μείωση συμμετοχής του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή.

Υποχρέωση της κυβέρνησης επίσης είναι η επιβολή λογικών περιορισμών στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας και καυσίμων, όπως και η επιβολή έκτακτης φορολογίας στα υπερκέρδη των εταιρειών ενέργειας και στις εντυπωσιακές χρηματιστηριακές υπεραξίες που πραγματοποιούν, στη βάση των «ουρανοκατέβατων κερδών».

Η δημοσιονομική διαχείριση

Το ενεργειακό πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα και αποτελεσματικά γιατί, εκτός από τον πληθωρισμό, επιβαρύνει και τα δημόσια οικονομικά.

Σε γενικές γραμμές, η Ελλάδα τείνει να αποκτήσει ξανά σοβαρό δημοσιονομικό πρόβλημα.

Οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης ήταν το 2018 87,2 δισ. ευρώ. Το 2020 εκτινάχτηκαν στα 99 δισ. ευρώ, προκειμένου να αντιμετωπιστούν και οι συνέπειες της Covid-19. Το 2021 ανέβηκαν στα 103 δισ. ευρώ, παρά το γεγονός ότι περιορίστηκε η στήριξη της οικονομίας για λόγους Covid-19.

Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι η πανδημία μετατράπηκε για πολλούς υπουργούς και κυβερνητικά στελέχη σε λευκή επιταγή για αύξηση δαπανών.

Τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης ήταν το 2018 στα 88,8 δισ. ευρώ. Το 2021 αυξήθηκαν στα 90,3 δισ. ευρώ και το πρώτο τρίμηνο το 2022 κινούνται σταθερά πάνω από τους στόχους.

Το πρόβλημα είναι ότι η αύξηση των εσόδων δεν καλύπτει την πολύ μεγαλύτερη αύξηση των δαπανών και ότι επιτυγχάνεται κυρίως με την αύξηση των καταναλωτικών φόρων, οι οποίοι είναι πληθωριστικοί και περιορίζουν δραστικά το λαϊκό εισόδημα.

Σαν αποτέλεσμα της χαλαρής δημοσιονομικής διαχείρισης περάσαμε από πλεόνασμα 1,6 δισ. ευρώ στη γενική κυβέρνηση το 2018, σε έλλειμμα 16,7 δισ. ευρώ το 2020 και σε έλλειμμα 13,5 δισ. ευρώ το 2021.

Το δημοσιονομικό έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκε το 2020 στο 10,2% του ΑΕΠ, ποσοστό που παραπέμπει στην ελληνική κρίση, αλλά μειώθηκε στο 7,4% του ΑΕΠ το 2021 με τη βοήθεια των αυξημένων καταναλωτικών φόρων.

Οι δυσλειτουργίες στον ενεργειακό τομέα απορροφούν τεράστια ποσά. Τα δισεκατομμύρια που προκύπτουν από την παραγωγή ενέργειας με ΑΠΕ, αντί να κατευθυνθούν στην πράσινη μετάβαση, μετατρέπονται σε επιδοτήσεις στην κερδοσκοπία στον ενεργειακό τομέα.

Σε αυτά προστίθενται τεράστια ποσά από τον κρατικό προϋπολογισμό, τα οποία εξασφαλίζονται μέσα από τη μεγάλη αύξηση των καταναλωτικών πόρων και τη συμπίεση του λαϊκού εισοδήματος.

Η κυβέρνηση, αντί να προχωρήσει στην αλλαγή του τρόπου προσδιορισμού των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας, περιορίζοντας έτσι τα βάρη για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, προτιμά να δαπανά δισεκατομμύρια δημόσιου χρήματος για τη συντήρηση ενός μη βιώσιμου, από οικονομική και κοινωνική άποψη, συστήματος στον ενεργειακό τομέα.

Η δέσμευση δισεκατομμυρίων δημόσιου χρήματος υπέρ της κερδοσκοπίας στον ενεργειακό τομέα συνδυάζεται με μια γενικότερη χαλάρωση της δημοσιονομικής διαχείρισης, η οποία παίρνει με το πέρασμα του χρόνου προεκλογικά χαρακτηριστικά.

Εντύπωση προκάλεσαν αποφάσεις της κυβέρνησης, που παρουσιάστηκαν αναλυτικά από τα «Νέα» και τη «Δημοκρατία», για δωρεάν αύξηση της κοινωνικής ασφάλισης κατά 150 εργάσιμες ημέρες σε κατηγορίες εργαζομένων, όπως και η επιστροφή των αιρετών σε καθεστώς διπλών συντάξεων.

Το ασφαλιστικό έλλειμμα έχει διευρυνθεί τα τελευταία χρόνια και αποτελεί μία από τις βασικές αιτίες για την επιστροφή σε σημαντικό δημοσιονομικό έλλειμμα. Οι δαπανηρές διευκολύνσεις που κάνει η κυβέρνηση σε βάρος των προβληματικών οικονομικών της κοινωνικής ασφάλισης αναδεικνύουν τον κίνδυνο μιας προεκλογικής δημοσιονομικής διαχείρισης, χωρίς να υπάρχουν τα αναγκαία περιθώρια.

Και σε άλλα ζητήματα, όπως η επιδότηση της ιδιωτικής ΤΡΑΙΝΟΣΕ με εκατοντάδες εκατομμύρια σε βάθος χρόνου, η κυβέρνηση περνάει το λάθος μήνυμα ότι «λεφτά υπάρχουν».

Είναι γεγονός ότι ο πρωθυπουργός, κ. Μητσοτάκης, έχει εξασφαλίσει σημαντικά κονδύλια για την ελληνική οικονομία από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης. Η Ελλάδα θα ωφεληθεί τα επόμενα χρόνια με επιδοτήσεις και δάνεια που θα αναλογούν, σε ετήσια βάση, σε 3 έως 3,5% του ΑΕΠ.

Όμως η επιβάρυνση της οικονομίας μόνο από τα ακριβότερα καύσιμα και την ακριβότερη ενέργεια είναι υπερδιπλάσια σαν ποσοστό του ΑΕΠ από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις και δανειοδοτήσεις στα πλαίσια του Ταμείου Ανάκαμψης.

Επιπλέον, η ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων, ιδιαίτερα στον κατασκευαστικό τομέα, δημιουργεί τεράστια προβλήματα στον προγραμματισμό και στην εκτέλεση των έργων. Δεν υπάρχει πλήρης και αποτελεσματικός μηχανισμός αναθεώρησης των ολοένα αυξανόμενων τιμών στις κατασκευές, από τα καύσιμα μέχρι τα οικοδομικά υλικά, και έτσι δημιουργούνται οι συνθήκες για μεγάλες καθυστερήσεις ή και απώλεια κονδυλίων σε βάθος χρόνου.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ελληνική οικονομία έχει μπροστά της μια μεγάλη περίοδο δοκιμασίας. Εάν δεν ελεγχθεί το ενεργειακό κόστος και δεν υπάρξει αποτελεσματικότερη δημοσιονομική διαχείριση, θα κινδυνεύσουμε με φαινόμενα στασιμοπληθωρισμού σε μια περίοδο κατά την οποία πιστεύαμε ότι είχαμε αφήσει τα πολύ δύσκολα πίσω μας.