Νόμος-άλλοθι - Free Sunday
Νόμος-άλλοθι

Νόμος-άλλοθι

Την Παρασκευή ήταν προγραμματισμένο να ολοκληρωθεί η περίπου δεκαήμερη διαβούλευση για το σχέδιο νόμου για τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων. Το νομοσχέδιο αναμενόταν επί μακρόν, προκειμένου να δοθεί λύση στο ζήτημα της υπερχρέωσης των επιχειρήσεων, λύση την οποία η κοινή γνώμη συνοψίζει στη λέξη «κούρεμα». 

Ήδη έχει επισημανθεί ότι το νομοσχέδιο δεν δίνει λύσεις, διότι αφήνει απέξω οκτώ στις δέκα επιχειρήσεις, τους ελεύθερους επαγγελματίες και επιπροσθέτως δεν περιλαμβάνει διατάξεις για την ποινική ασυλία των τραπεζικών που θα υπογράψουν ρυθμίσεις και –ίσως– κουρέματα.

Είναι πράγματι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο κάτι που έλειπε; Μπορεί με αυτό ή με άλλο περιεχόμενο να βοηθήσει; Η απάντηση φοβούμαι είναι προφανής και ρητή: Όχι.

Πώς φτάσαμε ως εδώ

Το ζήτημα της αδυναμίας των οφειλετών να ανταποκριθούν στις δανειακές υποχρεώσεις τους αναφάνηκε δριμύ και διαρκώς επιδεινούμενο ήδη από το 2010. Το βασικό χαρακτηριστικό της αδυναμίας ήταν ότι ο οφειλέτης, είτε ιδιώτης, είτε ελεύθερος επαγγελματίας, είτε επιχείρηση, αθετούσε υποχρεώσεις, σχεδόν πάντα, απέναντι σε περισσότερα του ενός τραπεζικά ιδρύματα. Και να ήθελε να ρυθμίσει τις υποχρεώσεις του απέναντι στο ένα, δεν τα κατάφερνε με το άλλο. 

Όσες προσπάθειες καταβλήθηκαν από μέσους οφειλέτες να επιτευχθεί ένας συντονισμός μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων έπεφταν στο κενό. Έπρεπε να είναι κανείς ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ για να καταφέρουν να συνεργαστούν οι πιστωτές. Οι τράπεζες επέδειξαν –και εξακολουθούν να επιδεικνύουν– εξαιρετικό ατομισμό στο θέμα της είσπραξης οφειλών, ανταγωνιζόμενες μεταξύ τους, όπως τον καιρό των εύκολων χορηγήσεων. Σταμάτησαν μόνο μετά την κατάρρευση της κτηματαγοράς, η οποία μηδένισε τις εξασφαλίσεις και τους αφαίρεσε το κίνητρο των διώξεων του οφειλέτη.

Από την αρχή της κρίσης φάνηκε, και σύντομα έγινε αδιαμφισβήτητο, ότι με την πτώση του ΑΕΠ, τον συνεχώς μειούμενο κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων και τη μείωση των μισθών των φυσικών προσώπων θα ήταν αδύνατο να εξυπηρετηθούν δανειακές υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν υπό άλλες οικονομικές συνθήκες, οι οποίες δεν επρόκειτο να επιστρέψουν. Οι απομειώσεις οφειλών θα ήταν τότε –στην αρχή– μια λύση που θα μπορούσε να δουλέψει. Η επιλογή των πιστωτικών ιδρυμάτων όμως ήταν να σπρώξουν τα πράγματα στον χρόνο με αμφίβολου τύπου ρυθμίσεις (μέχρι και με αύξηση επιτοκίου), με κύριο αποτέλεσμα τον προσωρινό εξωραϊσμό των ισολογισμών και μετάθεση του ζητήματος στο μέλλον.

Το κακό είναι ότι το μέλλον… ήρθε! Μεσολάβησε και η θηριώδης επαύξηση των φορολογικών βαρών, συνοδευόμενη από τη θέσπιση αυστηρότατων και πολλαπλών ποινικών κυρώσεων για τους οφειλέτες Δημοσίου και ασφαλιστικών οργανισμών, με αποτέλεσμα οι οφειλέτες να στρέψουν το βλέμμα τους εκεί. Από τις τράπεζες δεν κινδύνευαν να πάνε φυλακή.

Κάποιοι λίγοι πλειστηριασμοί που έγιναν μέχρι τα τέλη του 2015 κατέληξαν στο να εισπράξει το Δημόσιο όλο το ποσό. Και κάπου εκεί οι τράπεζες τα παράτησαν και άρχισαν να παρακαλάνε (ουσιαστικά) τους οφειλέτες για ρύθμιση. Και πάλι καθεμία μόνη της, χωρίς συνεργασία με την άλλη σε περίπτωση κοινού οφειλέτη και με ένα Δημόσιο αδηφάγο να καιροφυλακτεί και όχι μόνο να αρνείται ρυθμίσεις και κουρέματα για τις δικές του απαιτήσεις αλλά και να αυξάνει τις διώξεις.

Έλλειψη εμπιστοσύνης

Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, με την κοινή γνώμη να κατηγορεί τις τράπεζες ως επίσημους τοκογλύφους και ένα μεγάλο κομμάτι του πολιτικού κόσμου να κατηγορεί ευθέως τις τραπεζικές διοικήσεις για διαπλοκή και αθέμιτες χορηγήσεις, η ελληνική Δικαιοσύνη ξεκίνησε έρευνες για απιστία λόγω επισφαλών χορηγήσεων ή επισφαλών ρυθμίσεων. 

Το «κακό» ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν, όταν διώχθηκαν σχεδόν σε όλες τις μείζονες περιπτώσεις, και υπό πολιτική πίεση, στελέχη επιχειρήσεων για καθαρά επιχειρηματικές επιλογές (εξαγορές, συγχωνεύσεις) οι οποίες αργότερα αποδείχθηκαν όχι απλώς επωφελείς αλλά σωτήριες για ορισμένους ομίλους. Το ότι τα στελέχη αθωώθηκαν στη συνέχεια είναι αδιάφορο. Ποιος μπλέκει, και μάλιστα με δικά του έξοδα και υπό πολιτική «κριτική», στις μακρόσυρτες και αργόσυρτες ελληνικές δικαστικές διαδρομές; Σήμερα οι μισές διοικήσεις τραπεζών είναι κατηγορούμενες ή ελέγχονται.

Αλήθεια, πόσοι από τους Έλληνες δικαστές και εισαγγελείς έχουν σπουδές, έστω απλές, σε οικονομικά, λογιστικά και χρηματοοικονομικά θέματα; Πόσοι και πώς έχουν έρθει σε επαφή με το σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό σύστημα και κατανοούν πώς λειτουργεί; Ας μη γελιόμαστε, ποινική ασυλία στα στελέχη σημαίνει επίσημη έλλειψη εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη.

Σε αυτό το περιβάλλον είναι βέβαιο πως ουδείς θα αναλάβει την ευθύνη να υπογράψει όχι κούρεμα, αλλά ούτε μια απλή ευνοϊκή ρύθμιση.

Όλα αυτά θα μπορούσαν να λειτουργήσουν στην αρχή της κρίσης, αν οι τράπεζες έκαναν σωστά τη δουλειά τους (ανάλυση, πρόβλεψη, απόφαση, συνεργασία) και αν η πολιτική και η Δικαιοσύνη ενεργούσαν ορθόδοξα και όχι υπό το βάρος κραυγών και συνθημάτων του τύπου «ξεπουλήθηκε η χώρα στις τράπεζες και στα συμφέροντα».

Τυπικά ελληνικός και αναποτελεσματικός νόμος

Η μόνη χρησιμότητα του νομοσχεδίου (όποια και να είναι η τελική του μορφή όταν ψηφιστεί) είναι να πιστοποιήσει και επισήμως το κοινό μυστικό ότι τα περισσότερα των χρεών δεν μπορούν πλέον να πληρωθούν, άρα δεν έχει νόημα να ρυθμιστούν. 

Για κάποιες, λιγότερες περιπτώσεις ίσως δοθεί κάποια λύση. Θα είναι προσωρινή και επισφαλής. Το νομοσχέδιο διαπνέεται (και αυτό!) από τη φιλοσοφία της κρατικής παρέμβασης, αφού κρατικά διορισμένοι λειτουργοί θα αναλάβουν να τρέξουν τις διαδικασίες και στο τέλος ένα δικαστήριο θα κληθεί να τις επικυρώσει.

Μια αγορά που δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να λειτουργήσει μόνη της δεν είναι δυνατό να τρέξει τώρα υπό κρατική εποπτεία. Άλλος ένας τυπικά ελληνικός και αναποτελεσματικός νόμος που παρεμβαίνει πατερναλιστικά (και με σκοπιμότητα) αντί να ωθήσει την αγορά στο να λειτουργήσει σωστά και ελεύθερα.

Άλλοθι δίνεται για τις συνέπειες των ζημιών που θα καταγραφούν και εκτόνωση στην κοινή γνώμη ότι –δήθεν– το κράτος έκανε το καθήκον του.

Μεταρρύθμιση θα ήταν η αλλαγή νοοτροπίας και στον τραπεζικό τομέα και στην ελληνική Δικαιοσύνη. Κρατικοδίαιτος επί δεκαετίες, ο τραπεζικός τομέας δεν αποδείχθηκε αρκετά ώριμος στο να τρέξει σε συνθήκες ανταγωνισμού και απελευθέρωσης –έστω αλά ελληνικά– της αγοράς. Αντιστοίχως, η ελληνική Δικαιοσύνη δεν παρακολούθησε και δεν προσαρμόστηκε εγκαίρως στις αλλαγές. Για την πολιτική… το συγκεκριμένο νομοσχέδιο τα λέει όλα!

Οι μεταρρυθμίσεις στη γνώση και στη νοοτροπία όμως δεν νομοθετούνται…