Ιω.Κωνσταντινίδης, καθ.ΠΑΜΑΚ: Η ρωσοφιλία στην Ελλάδα είναι αποτύπωση της αντι-συστημικότητας - Free Sunday
Ιω.Κωνσταντινίδης, καθ.ΠΑΜΑΚ: Η ρωσοφιλία στην Ελλάδα είναι αποτύπωση της αντι-συστημικότητας

Ιω.Κωνσταντινίδης, καθ.ΠΑΜΑΚ: Η ρωσοφιλία στην Ελλάδα είναι αποτύπωση της αντι-συστημικότητας

Την εκτίμηση ότι η ρωσοφιλια που εκδηλώνεται τον τελευταίο καιρό στην Ελλάδα είναι η αποτύπωση στην τρέχουσα συγκυρία της καχυποψίας μας έναντι της Δύσης, κάνει ο αν. καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Γιάννης Κωνσταντινίδης, ο οποίος χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη προσέγγιση παγιωμένο χαρακτηριστικό της πολιτικής μας κουλτούρας, το οποίο ανιχνεύεται ακόμη και στην προεπαναστατική περίοδο του 1821.

Ο κ. Κωνσταντινίδης επισημαίνει όμως ότι οι υψηλοί δείκτες ρωσοφιλίας συνυπάρχουν με υψηλούς δείκτες φιλευρωπαϊσμού και τονίζει τη διαπίστωση ότι το τμήμα του πληθυσμού που είναι έτοιμο να εκφράσει μια ενεργητική προτίμηση στη Ρωσία έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή των ΗΠΑ, όπως για παράδειγμα να δηλώσει ότι θα προτιμούσε να στείλει το παιδί του να σπουδάσει ή να εργαστεί στη Ρωσία, δεν ξεπερνά το 3%-4%, την ίδια στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ένωση κερδίζει το 70% των προτιμήσεων και οι ΗΠΑ το 25%.

FS619 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ

Και να λοιπόν που ένας στους πέντε Έλληνες αποδίδει την ευθύνη της καταστροφής της Ουκρανίας στις ΗΠΑ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι στην επιτιθέμενη Ρωσία. Είναι αυτή μια ακόμα ένδειξη της παραδοσιακής ελληνικής ρωσοφιλιάς, που κρατά από την εποχή της προετοιμασίας ακόμη της Ελληνικής Επανάστασης;

Είναι αλήθεια πως η στάση της ελληνικής κοινής γνώμης έναντι της ρωσικής εισβολής αποκλίνει από αυτήν άλλων ευρωπαϊκών λαών. Το 1/3 των Ελλήνων δηλώνουν ότι κατανοούν την εισβολή, ακόμα και αν τη θεωρούν μη αποδεκτή, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης δεν ξεπερνούν το 15%. Οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία δεν κερδίζουν τη συγκατάθεση παρά μόνο του 30% των Ελλήνων, ενώ στις ευρωπαϊκές χώρες το ποσοστό ξεπερνά το 50%. Η απροθυμία καταδίκης της ρωσικής εισβολής από μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινής γνώμης είναι αναμφισβήτητα η αποτύπωση στην τρέχουσα συγκυρία ενός παγιωμένου χαρακτηριστικού της πολιτικής κουλτούρας μας: της καχυποψίας μας έναντι της Δύσης. Μιας καχυποψίας που πράγματι εντοπίζεται από την προεπαναστατική περίοδο, όταν τα κίνητρα των δυτικότροπων Φαναριωτών αμφισβητούνταν μπροστά στα αντίστοιχα των ρωσόφιλων στρατηγών.

Θέλετε να πείτε ότι η ρωσοφιλία είναι προϊόν του αντι-δυτικισμού;

Σε μεγάλο βαθμό, ναι. Η εικόνα της Ρωσίας στα μάτια της ελληνικής κοινής γνώμης ήταν σε όλη την περίοδο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου πολύ θετική. Τα ποσοστά θετικών αξιολογήσεων της Ρωσίας στην Ελλάδα συγκρίνονταν μόνο με εκείνα σε χώρες με στενούς πολιτικούς και ιστορικούς δεσμούς με τη Ρωσία, όπως η Βουλγαρία για παράδειγμα. Το ίδιο υψηλά ήταν τα ποσοστά αντι-αμερικανισμού στην Ελλάδα σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο, με εξαίρεση ίσως την περίοδο της οικονομικής κρίσης, όταν η ευθύνη των δεινών των μνημονίων αποδόθηκε στη Γερμανία, με τις ΗΠΑ μάλιστα να κερδίζουν στα μάτια της ελληνικής κοινής γνώμης τον ρόλο του «καλού ενδιάμεσου» που προσπαθούσε να μειώσει το βάρος από τις πλάτες της, και ο αντι-αμερικανισμός αντικαταστάθηκε, προσωρινά τουλάχιστον, από τον αντι-γερμανισμό. Με δεδομένο τον αδιαφιλονίκητα κομβικό ρόλο των ΗΠΑ και των δυτικών συμμάχων τους για την πορεία των ελληνικών πραγμάτων σε όλη την περίοδο από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η ρωσοφιλία δεν ήταν παρά αντανάκλαση της εχθρότητας έναντι των αμερικανικών και συμμαχικών ενεργειών ή παραλείψεων. Μια πεισματάρικη αντίδραση στις ΗΠΑ ή ευρύτερα στη Δύση, που κάλυπτε την ανάγκη ύπαρξης μιας φαντασιακής εναλλακτικής.

Συνεπώς, δεν αποδέχεται η ελληνική κοινωνία τη γνωστή καραμανλική ρήση, ότι «ανήκομεν εις την δύσιν»;

Η ελληνική κοινωνία δεν ήταν και δεν είναι έτοιμη να ισχυριστεί κάτι τέτοιο. Για αυτό και οι υψηλοί δείκτες ρωσοφιλίας συνυπάρχουν με υψηλούς δείκτες φιλευρωπαϊσμού. Το τμήμα του πληθυσμού που είναι έτοιμο να εκφράσει μια ενεργητική προτίμηση στη Ρωσία έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή των ΗΠΑ, όπως για παράδειγμα να δηλώσει ότι θα προτιμούσε να στείλει το παιδί του να σπουδάσει ή να εργαστεί στη Ρωσία, δεν ξεπερνά το 3%-4%, την ίδια στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ένωση κερδίζει το 70% των προτιμήσεων και οι ΗΠΑ το 25%. Υπό την έννοια αυτή, η ρωσοφιλία δεν είναι ένδειξη προτίμησης από την ελληνική κοινωνία της Ρωσίας σε βάρος της Δύσης, αλλά έκφραση διαμαρτυρίας της κοινωνίας έναντι των κατά καιρούς επιλογών των ΗΠΑ και της Δύσης. Και εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι η σύνδεση αυτή έχει καλλιεργηθεί κατά το παρελθόν από πολιτικές ηγεσίες που στράφηκαν προς τη Ρωσία την επαύριον μιας ρήξης με τη Δύση, όπως για παράδειγμα από την κυβέρνηση Τσίπρα τις ημέρες του δημοψηφίσματος του 2015 ή από την κυβέρνηση Παπανδρέου τον πρώτο καιρό μετά την ανάληψη της εξουσίας τη δεκαετία του ’80. Τέτοιες κινήσεις συνέβαλαν στη διαμόρφωση της ρωσοφιλίας ως του αντίδοτου στον αντί-δυτικισμό.

Δεν υπάρχει όμως και μια πιο βαθιά ρίζα στη ρωσοφιλία, η οποία σχετίζεται με την κοινή ορθόδοξη πίστη; Όταν το 1999, η Ελλάδα συμμετείχε στις επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ στο Κόσοβο, δεν γέμιζαν οι δρόμοι από διαδηλώσεις υπέρ των αδελφών Σέρβων;

Υπάρχει σίγουρα μια ταυτοτική διάσταση στη ρωσοφιλία της ελληνικής κοινής γνώμης, κάτι που άλλωστε επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι θετικές αξιολογήσεις για τη Ρωσία είναι σαφώς περισσότερες μεταξύ εκείνων που δηλώνουν ότι έχουν ισχυρή θρησκευτική και εθνική ταυτότητα. Όμως, την εποχή των βομβαρδισμών του Βελιγραδίου, στους δρόμους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης είχαν βρεθεί κατά βάση πολίτες αριστερού ιδεολογικού προσανατολισμού που δεν μοιράζονται τα χαρακτηριστικά της ισχυρής θρησκευτικής ή εθνικής ταυτότητας. Κίνητρο της συμμετοχής τους στις διαμαρτυρίες ήταν μάλλον η φυσική και εδραιωμένη εναντίωσή τους στο κατεστημένο του διεθνούς οικονομικού και πολιτικού συστήματος, το οποίο αποτυπώνεται άλλοτε στην παγκοσμιοποίηση, άλλοτε στο ΝΑΤΟ και άλλοτε στους τεχνοκράτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για τους ίδιους ανθρώπους που συμμετείχαν και σε διαδηλώσεις κατά του πολέμου στο Ιράκ ή υπέρ της δημιουργίας παλαιστινιακού κράτους παλαιότερα. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι η ρωσοφιλία είναι περισσότερο μια αποτύπωση της αντί-συστημικότητας και για αυτό την εντοπίζουμε εντονότερα στα άκρα του συστήματος.

Εκτιμάτε ότι η αντιπαράθεση της Δύσης με τη Ρωσία θα μπορούσε να ωφελήσει τις κομματικές δυνάμεις που προβάλλουν την αντι-συστημικότητα στην Ελλάδα; Λέτε ότι η συνεπής φιλορωσική στάση θα εκτιμηθεί από την ελληνική κοινή γνώμη;

Οι πρώτες μετρήσεις μετά την εισβολή στην Ουκρανία κατέγραψαν σημαντική αύξηση της δύναμης κομμάτων του ακροδεξιού χώρου, που έχουν πεντακάθαρα αποφύγει να καταδικάσουν τις ρωσικές επιθέσεις. Μεταξύ όσων αποδίδουν την ευθύνη της εισβολής στη Δύση, τα ποσοστά που λαμβάνουν τα κόμματα αυτά προσεγγίζουν αθροιστικά το 15%. Δεν παρατηρήθηκε το ίδιο με τη δύναμη του ΚΚΕ, μια ακόμα ένδειξη ότι η ρωσοφιλία δεν πρέπει να ταυτίζεται με φιλο-κομμουνιστικές θέσεις. Η ακροδεξιά αντι-συστημικότητα είναι άλλωστε διεθνώς εκείνη που ευνοείται στη συγκυρία της τελευταίας δεκαετίας, επωφελούμενη από τα δυσεπίλυτα ζητήματα της μετανάστευσης και της φτωχοποίησης. Μια σημαντική ένδειξη της σύνδεσης της ρωσοφιλίας με την ακροδεξιά αντίληψη στην ελληνική περίπτωση είναι το γεγονός ότι τα υψηλά ποσοστά κατανόησης της ρωσικής επίθεσης –αυτό το 1/3 του πληθυσμού που δηλώνει ότι η εισβολή είναι κατανοητή– συνοδεύονται από τα υψηλότερα σε όλη την Ευρώπη ποσοστά υπέρ της άποψης ότι θα πρέπει να μειωθεί ο αριθμός των προσφύγων που θα εισέλθουν στη χώρα, παρά το αναμενόμενα πολύ μεγάλο κύμα εξόδου από την Ουκρανία τις επόμενες εβδομάδες – άποψη που συμμερίζεται το 25% των Ελλήνων και μόλις το 15% των λοιπών Ευρωπαίων.

Και ο Βλαντιμίρ Πούτιν ως πρόσωπο; Είναι κάποια δικά του πολιτικά χαρακτηριστικά μέρος της ερμηνείας του έκδηλου ελληνικού φιλορωσισμού της συγκυρίας;

Ο Πούτιν μοιάζει ξένος ως προς το υπόδειγμα του δίκαιου, έντιμου ή προοδευτικού ηγέτη, δηλαδή ως προς τα υποδείγματα πολιτικών που καταγράφονται στην ιστορία ως φωτεινά παραδείγματα. Συντηρεί ένα αυταρχικό σύστημα διακυβέρνησης, εκλέγεται υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες και αντιμάχεται κάθε έννοια ατομικής ελευθερίας και επιλογής. Υπό την έννοια αυτή, δεν έχει κανένα από τα στοιχεία που θεωρητικά θα έλκυαν το ευρύ κοινό. Και όμως, δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι για ένα διόλου αμελητέο τμήμα του ελληνικού εκλογικού σώματος –της τάξης του 15%– ο αυταρχισμός ως συμπεριφορά ή ο αντι-φιλελευθερισμός ως αξιακό σύστημα είναι θεμιτά χαρακτηριστικά ενός ηγέτη. Αν σε αυτά τα επιχειρήματα προσθέσουμε και το γεγονός ότι ο Πούτιν προβάλλεται ως αντίπαλος του διεθνούς οικονομικού και πολιτικού κατεστημένου, μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε τον λόγο για τον οποίο είναι ένα πρόσωπο ευρείας απήχησης στην Ελλάδα.