Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία: Η τριάδα που θα κρίνει το μέλλον της Ευρωζώνης - Free Sunday
Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία: Η τριάδα που θα κρίνει το μέλλον της Ευρωζώνης
Πολύ δύσκολη η συνεννόηση με Γερμανία, «βόρειους».

Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία: Η τριάδα που θα κρίνει το μέλλον της Ευρωζώνης

Η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία έχουν τη δεύτερη, την τρίτη και την τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης. Συνολικά έχουν τεράστια επιρροή στις εξελίξεις, άλλοτε θετική και άλλοτε αρνητική.

Αν και δεν μπορούν να θεωρηθούν ενταγμένες στο λεγόμενο «μπλοκ του Νότου», προκαλούν με τα προβλήματα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους μια «αμυντική» αντίδραση της Γερμανίας και του λεγόμενου «Βορρά», που δυσκολεύει τη συνεννόηση στην Ευρωζώνη και στην Ε.Ε. και κάνει πιο δύσκολη την έξοδο από την κρίση.

Η απειλή του κορονοϊού

Ο κορονοϊός χτύπησε ιδιαίτερα σκληρά και τις τρεις εξαιρετικά σημαντικές χώρες της Ευρωζώνης. Αυτό επηρεάζει άμεσα την οικονομική κατάσταση και την προοπτική τους και μπορεί να έχει κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις. Το άθροισμα των θανάτων από κορονοϊό σε Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία έχει αφήσει πίσω του το φράγμα των 80.000 και συγκρίνεται με τους θανάτους στις ΗΠΑ. Ο αριθμός των κρουσμάτων κινείται γύρω στις 700.000 για τις τρεις χώρες μαζί, ενώ στις ΗΠΑ είναι διπλάσιος, γεγονός που προετοιμάζει για μια δύσκολη συνέχεια.

Σε ό,τι αφορά, πάντως, τους θανάτους από τον κορονοϊό, η κατάσταση στις τρεις χώρες είναι χειρότερη απ’ ό,τι στις ΗΠΑ, γιατί όλες μαζί έχουν έναν πληθυσμό της τάξης του 40% των ΗΠΑ.

Η σύγκριση της κατάστασης σε Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία με την κατάσταση στη Γερμανία είναι σε όφελος της τελευταίας, στην οποία οι θάνατοι, προς το παρόν, δεν ξεπερνούν τους 8.000.

Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι περίπου ειδυλλιακή συγκρινόμενη με όσα συμβαίνουν στη Γαλλία, στην Ιταλία και στην Ισπανία. Η Ιταλία πλήρωσε ακριβά το γεγονός ότι άργησε να πάρει τα αναγκαία περιοριστικά μέτρα, δίνοντας προτεραιότητα στη συνέχιση της λειτουργίας της οικονομίας, ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα της χώρας, που είναι το πιο αναπτυγμένο. Τελικά, όχι μόνο δεν μπόρεσε να προστατεύσει την οικονομία αλλά η διάδοση του κορονοϊού επέβαλε το «κλείσιμο» της οικονομίας με απότομο τρόπο.

Η Ισπανία επιβαρύνθηκε εξαιτίας του ανταγωνισμού των κομμάτων σε ένα σύνθετο πολιτικό περιβάλλον. Μέχρι το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου τα κομματικά επιτελεία οργάνωναν μαζικές εκδηλώσεις για να περάσουν τα μηνύματά τους.

Στη Γαλλία η κατάσταση είναι κάπως καλύτερη απ’ ό,τι στην Ιταλία και στην Ισπανία, αλλά στο ζήτημα της προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κορονοϊό οι επιδόσεις της είναι πιο κοντά σε εκείνες της Ιταλίας και της Ισπανίας απ’ ό,τι στης Γερμανίας.

Εξαιτίας του πλήγματος που δέχτηκαν από την πανδημία, οι τρεις χώρες ξεκινούν την προσπάθεια αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης σε δύσκολες συνθήκες και με μέτρια ψυχολογία.

Οικονομική επιδείνωση

Η εαρινή έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την οικονομία της Ε.Ε. των «27» έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μια βαθιά και άνιση ύφεση, μια αβέβαιη ανάκαμψη». Οι ειδικοί της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τονίζουν ότι «είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η Ε.Ε. έχει μπει στη βαθύτερη οικονομική ύφεση στην ιστορία της».

Συνοψίζουν την οικονομική προοπτική ως εξής: «Το οικονομικό αποτέλεσμα πρόκειται να καταρρεύσει το α΄ μισό του 2020, με τη μεγαλύτερη συρρίκνωση να πραγματοποιείται το β΄ τρίμηνο. Στη συνέχεια, η οικονομία θα αρχίσει να ανεβαίνει, υποθέτοντας ότι: α) τα περιοριστικά μέτρα θα αρθούν σταδιακά, β) μετά τη χαλάρωση των μέτρων η πανδημία θα παραμείνει υπό έλεγχο και γ) τα πρωτοφανή νομισματικά και δημοσιονομικά μέτρα που εφαρμόζονται από τα κράτη-μέλη και την Ε.Ε. θα είναι αποτελεσματικά για να περιορίσουν τον άμεσο οικονομικό αντίκτυπο της κρίσης, αλλά και για να περιορίσουν τη μόνιμη ζημιά στην οικονομία».

Η εαρινή έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δημοσιεύτηκε στις αρχές Μαΐου και από τότε οι προγνώσεις έχουν γίνει ακόμη πιο αρνητικές. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) προειδοποιεί ταυτόχρονα ότι οι απώλειες για τη διεθνή οικονομία θα είναι μεγαλύτερες και πως υπάρχουν σοβαροί κίνδυνοι από μια πρόωρη χαλάρωση των μέτρων. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και η Επιτροπή προειδοποιούν από την πλευρά τους ότι αν υπάρξει δεύτερο κύμα κορονοϊού η πτώση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) στην Ευρωζώνη μπορεί να φτάσει και το 12%.

Για το σύνολο της Ευρωζώνης η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι η ανάπτυξη 1,2% που παρατηρήθηκε το 2019 θα δώσει τη θέση της σε πτώση του ΑΕΠ κατά 7,7% το 2020, ενώ θα υπάρξει δυναμική αύξηση του ΑΕΠ 6,3% το 2021. Στα τέλη του 2021 η οικονομία της Ευρωζώνης θα είναι σε κατώτερο επίπεδο απ’ ό,τι στα τέλη του 2019.

Η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία θα έχουν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τις χειρότερες επιδόσεις μετά την Ελλάδα.

Στην Ελλάδα θα περάσουμε από ανάπτυξη 1,9% το 2019 σε πτώση του ΑΕΠ κατά 9,7% το 2020 και σε ανάπτυξη 7,9% το 2021.

Στην Ιταλία, η οποία είχε αύξηση του ΑΕΠ μόλις 0,3% το 2019, θα ακολουθήσει πτώση 9,5% του ΑΕΠ το 2020 και αύξησή του 6,5% το 2021. Η Ιταλία θα έχει αθροιστικά τις μεγαλύτερες απώλειες, της τάξης των 3 μονάδων του ΑΕΠ, στη διάρκεια της επόμενης διετίας. Στις αρχές του 2022 η οικονομία της θα είναι αρκετά κάτω από τα επίπεδα του 2019, παρά το γεγονός ότι μαζί με την Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που δεν μπόρεσε να καλύψει τις απώλειες του ΑΕΠ από την προηγούμενη κρίση, προτού ξεσπάσει η νέα, που οφείλεται στον κορονοϊό.

Η Ισπανία θα περάσει από ανάπτυξη 2% το 2019 σε πτώση του ΑΕΠ 9,4% το 2020 και σε ρυθμό ανάπτυξης 7% το 2021.

Η Γαλλία, που είχε αύξηση του ΑΕΠ 1,3% το 2019 –περιορισμένη εξαιτίας των απεργιακών κινητοποιήσεων για το ασφαλιστικό το β΄ εξάμηνο του έτους–, θα έχει πτώση του ΑΕΠ 8,2% το 2020 και αύξησή του 7,4% το 2021.

Η προοπτική της δεύτερης, της τρίτης και της τέταρτης οικονομίας της Ευρωζώνης για την επόμενη διετία είναι συγκρίσιμη με εκείνη της Ελλάδας, που παραμένει ο αδύναμος κρίκος της Ευρωζώνης. Ιταλία, Ισπανία και Γαλλία θα τα πάνε χειρότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. και ακόμη χειρότερα σε σχέση με τη Γερμανία, η οποία θα περάσει από οριακή ανάπτυξη 0,6% το 2019 σε πτώση 6,5% του ΑΕΠ το 2020 και σε αύξησή του κατά 5,9% το 2021.

Έχουμε, λοιπόν, μια γενική εικόνα αδυναμίας για τις τρεις εξαιρετικά σημαντικές οικονομίες της Ευρωζώνης. Θα κινηθούν κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και της Ε.Ε., θα μείνουν ακόμη πιο πίσω σε σχέση με τη Γερμανία, ενώ η Ε.Ε. στο σύνολό της προβλέπεται να πάει χειρότερα από τις ΗΠΑ, που θα περάσουν από ανάπτυξη 2,3% το 2019 σε πτώση 6,5% του ΑΕΠ το 2020 και σε αύξησή του 4,9% το 2021.

Η κρίση του κορονοϊού είναι κι αυτή στα μέτρα της οικονομίας της Κίνας, η οποία άλλωστε είναι πολύ μπροστά από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Η Κίνα προβλέπεται να περάσει από ανάπτυξη 6,1% το 2019 σε ανάπτυξη μόλις 1% το 2020 και σε εξαιρετικά δυναμική ανάπτυξη 7,8% το 2021.

Οι εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν μπορούν να θεωρηθούν ακριβείς, επειδή στηρίζονται σε συγκεκριμένες υποθέσεις και η κατάσταση σε σχέση με την πανδημία είναι ρευστή και απρόβλεπτη. Πρέπει όμως να τους δώσουμε σημασία, γιατί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι ένας θεσμός με συνολική εικόνα για την ευρωπαϊκή οικονομία, ενώ παρακολουθεί συστηματικά τις εξελίξεις σε κάθε χώρα-μέλος ξεχωριστά.

Σημασία έχει η γενική εικόνα σε ό,τι αφορά τη σύγκριση των επιδόσεων, ποιοι δηλαδή είναι πιθανό να πάνε κάπως χειρότερα και ποιοι κάπως καλύτερα.

Κοινά χαρακτηριστικά

Οι οικονομίες της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Γαλλίας έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά που εξηγούν τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, αλλά και ιδιαιτερότητες.

Στα κοινά χαρακτηριστικά τους πρέπει να συμπεριλάβουμε τη μεγάλη εξάρτηση από τον τουρισμό και τις σχετικές υπηρεσίες, μια αρκετά δύσκολη δημοσιονομική κατάσταση, ένα χρέος που υπερβαίνει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, υψηλές δημόσιες δαπάνες, ιδιαίτερα σε ορισμένους τομείς, όπως το ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό. Και η αγορά εργασίας είναι αρκετά προβληματική, ιδιαίτερα στην Ισπανία και στον Νότο της Ιταλίας.

Η Ιταλία είχε δημοσιονομικό έλλειμμα μόλις 1,6% το 2019, σχεδιασμένο να αποτρέψει την παραπέρα αύξηση του δημόσιου χρέους, που είναι στο 134,8% του ΑΕΠ, το δεύτερο υψηλότερο στην Ευρωζώνη μετά της Ελλάδας. Το δημοσιονομικό έλλειμμα, όμως, προβλέπεται να φτάσει στο 11,1% του ΑΕΠ το 2020, εκτοξεύοντας το χρέος του ιταλικού Δημοσίου στο 158,9% του ΑΕΠ. Η αύξηση του ιταλικού χρέους κατά 25 μονάδες μέσα σε έναν χρόνο είναι πολύ σοβαρή εξέλιξη για το σύνολο της Ευρωζώνης, εφόσον το δημόσιο χρέος είναι τεράστιο σε απόλυτους αριθμούς και πλησιάζει τα 2,5 τρισ. ευρώ.

Η Ισπανία θα περάσει από έλλειμμα 2,8% του ΑΕΠ το 2019 σε έλλειμμα 10,1% του ΑΕΠ το 2020, που θα υποχωρήσει σε 6,7% του ΑΕΠ το 2021. Το δημόσιο χρέος της αναμένεται να αυξηθεί κατά περίπου 20 μονάδες, από 95,5% του ΑΕΠ σε 115,6% του ΑΕΠ.

Ανάλογη πορεία θα ακολουθήσει η Γαλλία. Το δημοσιονομικό έλλειμμά της ήταν 3% το 2019, θα αυξηθεί σε 9,9% του ΑΕΠ το 2020, ενώ προβλέπεται να υποχωρήσει σε 4% του ΑΕΠ το 2021. Και της Γαλλίας το δημόσιο χρέος θα αυξηθεί κατά περίπου 20 μονάδες μέσα σε έναν χρόνο, από 96,1% του ΑΕΠ σε 116,5% του ΑΕΠ.

Ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός των τριών εξαιρετικά σημαντικών οικονομιών της Ευρωζώνης εξηγεί και την προσωρινή κατάργηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας στην Ευρωζώνη. Όταν οι τρεις από τις τέσσερις σημαντικότερες οικονομίες δεν μπορούν να προσαρμοστούν, είναι αναπόφευκτη η τροποποίηση του γενικού πλαισίου.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδας, η οποία βέβαια κινείται σε πολύ χαμηλότερο οικονομικό επίπεδο, θα είναι πολύ καλύτερες απ’ ό,τι των τριών χωρών. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Επιτροπής, η Ελλάδα θα περάσει από πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ το 2019 σε έλλειμμα 6,4% του ΑΕΠ το 2020, το οποίο θα περιοριστεί σε 2,1% του ΑΕΠ το 2021. Αδύνατο σημείο μας το δημόσιο χρέος, το οποίο μέσα σε έναν χρόνο θα κερδίσει περίπου 20 μονάδες, για να ανέβει από το 176,6% του ΑΕΠ στο 196,4% του ΑΕΠ.

Η δημοσιονομική υπεροχή της Γερμανίας επιβεβαιώνεται στις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Θα περάσει από πλεόνασμα 1,4% το 2019 σε έλλειμμα 7% του ΑΕΠ το 2020, το οποίο θα περιοριστεί σε έλλειμμα 1,5% το 2021. Το δημόσιο χρέος της Γερμανίας θα αυξηθεί από 59,8% του ΑΕΠ το 2019 –λίγο κάτω από το όριο του 60% του ΑΕΠ που προβλέπει η ΟΝΕ– σε 75,6% του ΑΕΠ το 2020.

Και στο θέμα του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους Ιταλία, Ισπανία και Γαλλία μπαίνουν, εξαιτίας του κορονοϊού, σε μια επικίνδυνη περιοχή, με δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης του 10% του ΑΕΠ και τριψήφιο χρέος σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ. Προς το παρόν βρισκόμαστε σε περίοδο εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων που επιτρέπουν την εξυπηρέτηση του σημαντικού δημόσιου χρέους των τριών χωρών χωρίς μεγάλη δημοσιονομική επιβάρυνση. Αυτό όμως μπορεί να αλλάξει, με αποτέλεσμα να βρεθούν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση.

Την εικόνα επιβαρύνει η προοπτική αύξησης της ανεργίας. Στην Ισπανία, η οποία ταλαιπωρείται από διαχρονικά υψηλά ποσοστά ανεργίας, η ανεργία θα αυξηθεί από 14,1% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού το 2019 σε 18,9% το 2020, για να υποχωρήσει στο 17% το 2021. Η καμπύλη της ανεργίας της μοιάζει εντυπωσιακά με τη δική μας.

Στην Ιταλία η ανεργία θα αυξηθεί από 10% το 2019 σε 11,8% το 2020, για να υποχωρήσει στο 10,7% το 2021. Την κατάσταση περιπλέκουν η διαφορά μεταξύ Βορρά και Νότου της χώρας, η μεγάλη παράλληλη οικονομία και η οικονομική περιθωριοποίηση μεγάλου αριθμού πολιτών.

Στη Γαλλία το ποσοστό ανεργίας θα αυξηθεί από 8,5% το 2019 σε 10,1% το 2020, για να υποχωρήσει οριακά στο 9,7% το 2021.

Το γερμανικό πλεονέκτημα επιβεβαιώνεται με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ανεργία 3,2% το 2019, που θα αυξηθεί σε μόλις 4% το 2020, για να υποχωρήσει στο 3,5% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού το 2021.

Ιταλικές ιδιαιτερότητες

Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επισημαίνει ενδιαφέρουσες ιδιαιτερότητες για την οικονομία καθεμιάς από τις τρεις χώρες.

Σε ό,τι αφορά την Ιταλία, σημειώνει ότι είναι σημαντικό το ρίσκο για μια επίδοση που θα είναι χειρότερη από την προβλεπόμενη, επειδή η οικονομία δέχεται διάφορες πιέσεις.

Υπογραμμίζει ότι τα βοηθήματα που έχει αποφασίσει η κυβέρνηση συνασπισμού δεν θα καλύψουν ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων, εφόσον η εποχική εργασία έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις, ενώ πολλοί κινούνται στην παράλληλη οικονομία ή έχουν απογοητευτεί και έχουν αποσυρθεί από την αγορά εργασίας.

Οι ειδικοί της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προειδοποιούν για τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η ιταλική οικονομία με τον ακόλουθο τρόπο: «Το υψηλό και αυξανόμενο δημόσιο χρέος και μια πιθανή αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων του τραπεζικού τομέα μπορεί να επηρεάσουν τις χρηματοδοτικές συνθήκες. Η αλλαγή στη συμπεριφορά των καταναλωτών, που μπορεί για προληπτικούς λόγους να αυξήσουν τις αποταμιεύσεις τους, και μια παρατεταμένη κάμψη στην αγορά εργασίας μπορεί να ρίξουν κι άλλο την εγχώρια ζήτηση, να προκαλέσουν βλάβη στον οικονομικό ιστό της Ιταλίας, περιορίζοντας την προοπτική ανάπτυξης και δημιουργώντας προβλήματα στην αναμενόμενη ανάκαμψη».

Τέλος, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προειδοποιεί για μεγάλη πτώση των εσόδων του Δημοσίου: «Τα δημόσια έσοδα πρόκειται να μειωθούν σημαντικά εξαιτίας της πτώσης στην οικονομική δραστηριότητα. Η μεγαλύτερη μείωση αναμένεται στα έσοδα από τη φορολογία των επιχειρήσεων εξαιτίας της πτώσης των κερδών τους. Το μικρότερο μισθολογικό κόστος θα προκαλέσει μείωση στις εισφορές για την κοινωνική ασφάλιση και μικρότερη απόδοση του φόρου εισοδήματος, ενώ τα έσοδα από τους έμμεσους φόρους θα αντανακλούν την πτώση στην ιδιωτική κατανάλωση».

Ισπανική υποχώρηση

Οι ειδικοί της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κάνουν ενδιαφέρουσες επισημάνσεις για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ισπανικής οικονομίας.

Προβλέπουν μεγάλη κάμψη στον τουρισμό και στις δραστηριότητες που συνδέονται με αυτόν, όπως είναι η εστίαση, οι ξενοδοχειακές και άλλες υπηρεσίες και οι συγκοινωνίες. Η μεγάλη πτώση θα είναι χαρακτηριστικό και του λιανικού εμπορίου.

Εκτιμούν ότι ο δευτερογενής τομέας θα επιστρέψει σε κάποιου είδους κανονικότητα πριν από τον τουρισμό και τις υπηρεσίες, υπολογίζουν όμως ότι θα υπάρξει μεγάλη πτώση των επενδύσεων, της τάξης του 20,7%, το 2020, που θα ακολουθηθεί από αύξηση 10,3% το 2021. Σημειώνεται ότι οι επενδύσεις αναλογούσαν το 2019 στην Ισπανία στο 19,4% του ΑΕΠ, αρκετά κοντά στον μέσο όρο της Ευρωζώνης.

Το 2019 παρατηρήθηκε αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος στην Ισπανία, για πρώτη φορά από το 2012. Το έλλειμμα αυξήθηκε από το 2,5% στο 2,8% του ΑΕΠ –κοντά στο όριο του 3% του ΑΕΠ της ΟΝΕ– εξαιτίας των αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων και της προσπάθειας σχηματισμού κυβέρνησης συνασπισμού Σοσιαλιστών-Podemos με την άμεση ή έμμεση στήριξη των αυτονομιστών της Καταλονίας.

Η δημοσιονομική χαλάρωση προηγήθηκε της κρίσης του κορονοϊού κι αυτό παίζει σημαντικό ρόλο στην αξιολόγηση της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης της Ισπανίας.

Προβλέπεται, τέλος, σημαντική μείωση στην ιδιωτική κατανάλωση εξαιτίας της ψυχολογίας της κρίσης, η οποία θα ξεπεράσει την πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, με αποτέλεσμα να υπάρξει σοβαρή αύξηση στην αποταμίευση.

Ο Γάλλος ασθενής

Οι προγνώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι μέτριες έως αρνητικές και για τη γαλλική οικονομία, η οποία είναι η δεύτερη σημαντικότερη στην Ευρωζώνη μετά τη γερμανική.

Όπως παρατηρούν οι ειδικοί της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το 2019 ήταν μια δύσκολη χρονιά για τη γαλλική οικονομία, κυρίως εξαιτίας των απεργιακών κινητοποιήσεων που πραγματοποιήθηκαν το δ΄ τρίμηνο του χρόνου κατά της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης της κυβέρνησης.

Ο ρυθμός ανάπτυξης έπεσε από 1,7% το 2018 στο 1,3% το 2019 και η οικονομική δραστηριότητα έδειχνε τάσεις ανάκαμψης τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο, καθώς σταμάτησαν οι κινητοποιήσεις και η κυβέρνηση έβαλε στο «ψυγείο» την ασφαλιστική μεταρρύθμιση.

Κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή: «Οι δείκτες οικονομικού κλίματος κατέρρευσαν τον Μάρτιο, ύστερα από την επιβολή περιοριστικών μέτρων για τον έλεγχο του κορονοϊού. Οι έρευνες δείχνουν ότι ειδικά οι υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένου του τομέα της λιανικής, επηρεάστηκαν πολύ. Οι συνέπειες του ξεσπάσματος του κορονοϊού αναμένεται να εμφανιστούν στα στοιχεία του α΄ τριμήνου, αλλά θα είναι ακόμη πιο σημαντικές το β΄ τρίμηνο, εξαιτίας της παράτασης της περιόδου του εγκλεισμού.

»Οι συνέπειες για ορισμένους τομείς μπορεί να είναι μακροπρόθεσμες, ειδικά στην εστίαση, στις ξενοδοχειακές υπηρεσίες, στην ψυχαγωγία, στις μεταφορές και στον ευρύτερο τομέα του τουρισμού».

Στην εαρινή έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επισημαίνεται ότι θα υπάρξει ανάλογη εξέλιξη με την Ισπανία, δηλαδή η πτώση στην ιδιωτική κατανάλωση θα είναι μεγαλύτερη από τη μείωση της αγοραστικής δύναμης, με αποτέλεσμα να υπάρξει σημαντική αύξηση στις αποταμιεύσεις των νοικοκυριών το 2020.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνοψίζει τις γενικότερες δυσκολίες της γαλλικής οικονομίας με τον ακόλουθο τρόπο: «Τα δημοσιονομικά μέτρα θα πρέπει να απαλύνουν τις δυσκολίες σε ό,τι αφορά τη ρευστότητα των επιχειρήσεων και να βοηθήσουν την ανάκαμψη. Παρ’ όλα αυτά, η ανάκαμψη σε επενδύσεις εξοπλισμού θα αντιμετωπίσει δυσκολίες εξαιτίας ενός παρατεταμένου σοκ στη ζήτηση σε τομείς όπως είναι ο συγκοινωνιακός εξοπλισμός. Προσαρμοσμένες σε μια εξωτερική ζήτηση που πέφτει, οι εξαγωγές αναμένεται να βυθιστούν το 2020, ειδικά σε τομείς που έχουν σχέση με τον τουρισμό. […] η σε γενικές γραμμές ουδέτερη συμβολή του ισοζυγίου εξαγωγών στην αύξηση του ΑΕΠ το 2020 αναμένεται να επιδεινωθεί το 2021».

Επισημαίνεται ότι υπάρχει σοβαρό ρίσκο τα πράγματα να πάνε χειρότερα από τις εκτιμήσεις εξαιτίας πιθανών εξελίξεων στην παγκόσμια οικονομία και της αρνητικής επίδρασης σε τομείς που έχουν σχέση με τον τουρισμό.

Τέλος, ως αποτέλεσμα της κρίσης του κορονοϊού εγκαταλείπεται προσωρινά η προσπάθεια να περιοριστούν οι δημόσιες δαπάνες, οι οποίες στη Γαλλία κινούνται σε επίπεδα-ρεκόρ, σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ. Οι δημόσιες δαπάνες προβλέπεται να αυξηθούν το 2020 κατά 7 μονάδες και να φτάσουν σε ένα εντυπωσιακό 62,5% του ΑΕΠ, που δίνει άλλη διάσταση στο δημοσιονομικό πρόβλημα της Γαλλίας.

Πολιτική αβεβαιότητα

Η κρίση του κορονοϊού χτυπάει ιδιαίτερα σκληρά τις οικονομίες της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Γαλλίας, δηλαδή τις τρεις από τις τέσσερις μεγαλύτερες της Ευρωζώνης. Δημιουργείται έτσι ένας οικονομικός χώρος με μέτριες επιδόσεις και σοβαρά προβλήματα, ενώ υπάρχουν και πολιτικοί παράγοντες που ενισχύουν τους δισταγμούς των Γερμανών και των «βορείων» για μια παρέμβαση σε ευρωπαϊκό επίπεδο που θα διευκόλυνε τις τρεις σημαντικές οικονομίες της Ευρωζώνης.

Τα καλά πολιτικά νέα για την Ιταλία είναι ότι ξεφουσκώνει με εντυπωσιακό ρυθμό η Λέγκα του Σαλβίνι, που έχει ακροδεξιά, αντιευρωπαϊκά χαρακτηριστικά. Από το 34,3% που πήρε στις εκλογές του περασμένου Μαΐου έχει πέσει σε ένα δημοσκοπικό 24,5%, με τάσεις παραπέρα μείωσης.

Η κοινή γνώμη δεν εκτιμά σε συνθήκες κορονοϊού τις πολιτικές υπερβολές του Σαλβίνι, ενώ η Λέγκα πληρώνει ακριβά το γεγονός ότι ο κορονοϊός θερίζει στη Λομβαρδία, μια εξαιρετικά αναπτυγμένη βόρεια περιφέρεια της Ιταλίας, η οποία ελέγχεται πολιτικά από τη Λέγκα. Στο πλαίσιο της ιταλικής αποκέντρωσης, την ευθύνη για το σύστημα υγείας την έχει η περιφέρεια. Οι κακές επιδόσεις της Λομβαρδίας –στην οποία αναλογούν οι μισοί θάνατοι που έχουν καταγραφεί στην Ιταλία– χρεώνονται πολιτικά στη Λέγκα.

Σε μεγάλη δημοσκοπική πτώση βρίσκεται και το Κίνημα Πέντε Αστέρων, το οποίο έχει περάσει από τον αντιευρωπαϊσμό σε μια πιο εποικοδομητική στάση, με αποτέλεσμα να έχει χάσει πάνω από τη μισή του δύναμη και να γράφει δημοσκοπικά ποσοστά της τάξης του 15%. Η σημαντικότερη δύναμη του κυβερνητικού συνασπισμού είναι το Δημοκρατικό Κόμμα της κεντροαριστεράς, με δημοσκοπικό ποσοστό της τάξης του 22%. Σε ανοδική φάση βρίσκεται ένα σκληρό έως ακροδεξιό κόμμα, τα Αδέλφια της Ιταλίας, που καταγράφει ποσοστά της τάξης του 12% και συμπληρώνει την προσπάθεια της Λέγκας. Οι κυβερνητικές δυνάμεις, το Δημοκρατικό Κόμμα και το Κίνημα Πέντε Αστέρων, είναι δημοσκοπικά συγκρίσιμες με το άθροισμα της Λέγκας και του κόμματος Αδέλφια της Ιταλίας, γεγονός που κάνει τον Μπερλουσκόνι, ηγέτη του κεντροδεξιού Forza Italia, να επιδιώκει ρόλο ρυθμιστή. Όμως, με δημοσκοπικά ποσοστά κατώτερα του 6% και ηλικία γύρω στα 85, ο πρώην πρωθυπουργός δεν μπορεί να ελπίζει σε πολλά.

Η ιταλική κοινή γνώμη εμφανίζεται βαθύτατα δυσαρεστημένη με τη στάση των Βρυξελλών και του Βερολίνου στην αντιμετώπιση της υγειονομικής και οικονομικής κρίσης στην Ιταλία εξαιτίας του κορονοϊού. Η συντριπτική πλειονότητα των Ιταλών θεωρεί ότι δεν υπήρξε σοβαρή ευρωπαϊκή στήριξη για την αντιμετώπιση των δυσκολιών. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν η δικαιολογημένη δυσαρέσκεια των Ιταλών θα οδηγήσει στην ενίσχυση των σκληρών δεξιών έως ακροδεξιών αντιευρωπαϊκών δυνάμεων ή στην ενίσχυση των κυβερνητικών δυνάμεων, που διαφωνούν με τις επιλογές της Ε.Ε. αλλά επιμένουν ευρωπαϊκά.

Βασικό πλεονέκτημα των τελευταίων είναι η ολοένα αυξανόμενη δημοτικότητα του πρωθυπουργού Κόντε, που έχει βέβαια την υποστήριξη των δύο κυβερνητικών κομμάτων, χωρίς να ανήκει σε αυτά.

Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ιταλία βλέπουν τα τελευταία χρόνια τα ποσοστά τους να πολλαπλασιάζονται και να διαιρούνται ανάλογα με τη συγκυρία. Αυτή η πολιτική αβεβαιότητα ενισχύει τους δισταγμούς των Ευρωπαίων που θα μπορούσαν να στηρίξουν την ιταλική οικονομία. Διστάζουν να αναλάβουν ένα πολιτικό ρίσκο στο εσωτερικό των χωρών τους παίρνοντας μια πρωτοβουλία που τελικά θα μπορούσε να ωφελήσει έναν μελλοντικό κυβερνητικό συνασπισμό Λέγκας και κόμματος Αδέλφια της Ιταλίας.

Ακριβώς αντίστροφο πολιτικό υπολογισμό κάνουν στην περίπτωση της Ισπανίας. Στην Ισπανία χρειάστηκαν αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις για να υπάρξει κυβέρνηση συνασπισμού Σοσιαλιστών και Podemos, ενός κόμματος με χαρακτηριστικά ΣΥΡΙΖΑ. Οι Σοσιαλιστές πήραν στις εκλογές του Νοεμβρίου 2019 28%, ενώ οι Podemos και οι αριστεροί σύμμαχοί τους περιορίστηκαν στο 12,8%. Μπόρεσαν όμως να σχηματίσουν κυβέρνηση αξιοποιώντας την υποχώρηση του άλλοτε πανίσχυρου κεντροδεξιού Λαϊκού Κόμματος στο 20,8%. Το Λαϊκό Κόμμα βλέπει τα ποσοστά του να υποχωρούν σε όφελος του ακροδεξιού Vox, που πήρε 15,1% στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, ενώ οι φιλελεύθεροι Ciudadanos (Πολίτες), που φιλοδοξούσαν να συμπληρώσουν την πολιτική προσπάθεια του Λαϊκού Κόμματος, έπεσαν στις εκλογές του Νοεμβρίου από το 15,9% που είχαν πάρει στις εκλογές του Απριλίου 2019 σε μόλις 6,8%. Μέσα από αυτό το μπερδεμένο πολιτικό σκηνικό αναδείχθηκε ο κυβερνητικός συνασπισμός Σοσιαλιστών-Podemos, ο οποίος στηρίζεται στην υποστήριξη ή έστω στην ανοχή αυτονομιστικών κομμάτων της Καταλονίας.

Οι Podemos υποχρεώνουν κάθε τόσο τους Σοσιαλιστές σε παροχές και αύξηση των δημοσίων δαπανών για να δικαιολογήσουν στην εκλογική τους βάση τη συνεργασία με την κεντροαριστερά, που μέχρι τον Νοέμβριο θεωρούσαν θανάσιμο πολιτικό αντίπαλο. Οι συνέπειες της υπερβολικής αύξησης των δημοσίων δαπανών είχαν αρχίσει να φαίνονται στο έλλειμμα και στη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ισπανικής οικονομίας πριν από την κρίση του κορονοϊού.

Προφανώς οι Γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες που βρίσκονται στην εξουσία και τα κυβερνητικά κόμματα των βόρειων χωρών δεν καίγονται από επιθυμία να πάρουν αποφάσεις που θα τους εκθέσουν στην κριτική των κομμάτων της αντιπολίτευσης στις χώρες τους και θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενδεχόμενες υπερβολές των Podemos.

Πιο σταθερή είναι η πολιτική κατάσταση στη Γαλλία. Στις προεδρικές εκλογές θα έχουμε, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, επανάληψη της μονομαχίας του 2017, μεταξύ Μακρόν και Λεπέν. Το Μάιο του 2017 ο Μακρόν είχε επικρατήσει με άνεση της Λεπέν στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, με 66,1% έναντι 33,9%.

Η κατάσταση είχε αλλάξει στις αρχές του 2020 εξαιτίας της μεγάλης λαϊκής δυσαρέσκειας με την οικονομική και κοινωνική κατάσταση και την ασφαλιστική-συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, που τελικά εγκαταλείφθηκε. Τα ποσοστά που έδιναν οι δημοσκοπήσεις ήταν της τάξης του 55% για τον Μακρόν και του 45% για τη Λεπέν, η οποία έκανε ό,τι μπορούσε για να εκμεταλλευτεί τη λαϊκή δυσαρέσκεια με τον Μακρόν και την κυβέρνηση και να αλλάξει την ακροδεξιά εικόνα που είχε το κόμμα της Συναγερμός για τη Δημοκρατία. Όπως είχε δηλώσει τον περασμένο Ιανουάριο: «Ο Εμανουέλ Μακρόν είναι ο τελευταίος σπασμός του παλαιού συστήματος. Μας τον παρουσίασαν σαν ανανεωτή και κοιτάξτε τι συμβαίνει. Η Γαλλία είναι βυθισμένη στη βία εδώ και 14 μήνες. Μας είπε το 2017 “εγώ ή το χάος” κι έχουμε χάος χωρίς διακοπή απ’ όταν ανέλαβε την εξουσία».

Η Λεπέν ενίσχυσε τη θέση της και προβάλλοντας την πολιτική της σε θέματα μετανάστευσης, ασκώντας κριτική στην παγκοσμιοποίηση, επισημαίνοντας τις αδυναμίες και τα προβλήματα της Ε.Ε. και καταγγέλλοντας τον ισλαμισμό.

Προ κορονοϊού ο Μακρόν είχε θετικές γνώμες της τάξης του 33% και αρνητικές της τάξης του 67%. Η συσπείρωση που προκάλεσε η κρίση και οι πρωτοβουλίες που πήρε ωφέλησαν το ηγετικό του προφίλ και έφτασε να έχει θετικές γνώμες της τάξης του 50%. Από τα τέλη του Απριλίου, όμως, τα ποσοστά του έχουν υποχωρήσει στο 40%, καθώς οι Γάλλοι αντιλαμβάνονται ότι η κρίση του κορονοϊού έχει συνέχεια και περνάει στην οικονομική και κοινωνική κατάσταση.

Το πολιτικό πλεονέκτημα εξακολουθεί να ανήκει στον Μακρόν, αλλά δεν μπορεί να γίνει ασφαλής πρόγνωση για τις πολιτικές εξελίξεις μέχρι τις προεδρικές του 2022. Η χρονική παράταση της πανδημίας, η εκδήλωση ενός δεύτερου κύματος το φθινόπωρο και τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που συνδέονται με αυτήν μπορεί να επηρεάσουν καταλυτικά τις εξελίξεις.

Στην αντίληψη των Γερμανών και των «βορείων» η Γαλλία είναι μια πιο ασφαλής χώρα από πολιτική άποψη σε σχέση με την Ιταλία και την Ισπανία, εξακολουθεί όμως να υπάρχει ένα μεγάλο ερωτηματικό σε σχέση με τις δυνατότητες της Λεπέν.

Σκληρή άμυνα

Με την Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία να μένουν ακόμη πιο πίσω σε σχέση με τη Γερμανία και τις αναπτυγμένες βόρειες χώρες της Ε.Ε. εξαιτίας της κρίσης του κορονοϊού, περιορίζεται ακόμη περισσότερο ο ευρωπαϊκός ζήλος των τελευταίων.

Καταλήγουν στο συμπέρασμα, ανεξάρτητα από πολιτική τοποθέτηση, ότι δεν αξίζει να αναλάβουν πρόσθετες ευρωπαϊκές δεσμεύσεις που θα μπορούσαν τελικά να τους δημιουργήσουν οικονομικά και πολιτικά προβλήματα χωρίς να βελτιώσουν αισθητά την κατάσταση και την προοπτική της οικονομίας των τριών εξαιρετικά σημαντικών χωρών της Ευρωζώνης.

Παίζουν, λοιπόν, άμυνα σε όλα τα ευρωπαϊκά θέματα, με αποτέλεσμα να γίνεται ακόμη πιο δύσκολη η κοινή έξοδος των ευρωπαϊκών οικονομιών από την κρίση.

Πρώτον, αρνούνται να δεχτούν οποιαδήποτε αύξηση στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, εφαρμόζοντας βρετανική λογική συνεχούς περιορισμού του σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες, για να μην υπάρξει οποιαδήποτε αύξηση στην καθαρή συνεισφορά τους.

Το εκπληκτικό είναι ότι ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός σε ό,τι αφορά την επταετία 2021-2027 είναι «παγωμένος» στο 1% του ΑΕΠ των 27 κρατών-μελών παρά το γεγονός ότι έχει μεσολαβήσει η κρίση του κορονοϊού, που έχει οδηγήσει σε τεράστια αύξηση των δημοσίων δαπανών κάθε κράτους ξεχωριστά.

Λένε επίσης «όχι» ακόμη και στη μερική αμοιβαιοποίηση του χρέους με την έκδοση ευρωομολόγου ή έστω κορονοομολόγου. Αρνούνται να μοιραστούν το σχετικό οικονομικό ρίσκο με Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, που τάσσονται υπέρ της έκδοσης ευρωομολόγου, με το σκεπτικό ότι μπορεί να καθυστερήσει την ανάκαμψη της δικής τους οικονομίας.

Ακόμη και στο υπό δημιουργία Ταμείο Ανάκαμψης εμφανίζονται άκαμπτοι. Δεν θέλουν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να βγει στις διεθνείς αγορές για μεγάλα ποσά αξιοποιώντας τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και θέλουν η όποια βοήθεια δοθεί να έχει χαρακτήρα χαμηλότοκων δανείων και όχι δωρεάν χρηματοδότησης με τη μορφή που επιδιώκει και η ελληνική κυβέρνηση, για να μπει ένα φρένο στην υπερχρέωση του ελληνικού Δημοσίου.

Και στο θέμα της πολιτικής της ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόζει η ΕΚΤ η Γερμανία και οι «βόρειοι» εκφράζουν με διάφορους τρόπους επιφυλάξεις, με την έννοια ότι θεωρούν ότι υπάρχει νομισματική χρηματοδότηση των δημοσιονομικά αδύναμων ή και ασυνεπών. Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης που κρίνει υπερβολικό το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ στη μορφή που εφαρμόζεται από το 2014 ενισχύει την επιχειρηματολογία τους υπέρ μιας λιγότερο παρεμβατικής ΕΚΤ. Το αξιοσημείωτο είναι ότι η ΕΚΤ από την περίοδο του Ντράγκι βρίσκεται κάθε τόσο στην ανάγκη να καλύπτει βασικές ελλείψεις στην οικονομική και δημοσιονομική πολιτική που εφαρμόζεται στην Ευρωζώνη και έχει καταλήξει να δέχεται κριτική από αυτούς που τελικά της επιβάλλουν, με τους δικούς τους δισταγμούς και αντιρρήσεις, αυτές τις μεγάλης κλίμακας παρεμβάσεις.

Από τη στιγμή που υποβαθμίζονται οικονομικά χώρες με μεγάλο ειδικό βάρος στην Ευρωζώνη, όπως είναι η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία, δημιουργείται εκ των πραγμάτων ένας οικονομικός διχασμός που δυσκολεύει ακόμη περισσότερο τη συνεννόηση και την εφαρμογή κοινής πολιτικής για την έξοδο από την κρίση.

Η Ελλάδα πληρώνει ακριβά αυτή την εξέλιξη. Εναρμονίζει τις κινήσεις της με εκείνες της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, χωρίς να υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να περάσει η πολιτική που υποστηρίζει. Ταυτόχρονα, οι πολύ μεγάλες απαιτήσεις των τριών σημαντικών οικονομιών της Ευρωζώνης προκειμένου να σταθεροποιήσουν και στη συνέχεια να βελτιώσουν την κατάστασή τους περιορίζουν τη δυνατότητα ανοιγμάτων υπέρ της Ελλάδας από τη Γερμανία και τους «βόρειους». Η πατρίδα μας έχει βέβαια μεγαλύτερα προβλήματα από την Ιταλία, την Ισπανία και κυρίως τη Γαλλία, και χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης. Επειδή όμως έχει μικρά οικονομικά μεγέθη, θα μπορούσε να επωφεληθεί πιο εύκολα από κάποια ανοίγματα των οικονομικά ισχυρών της Ε.Ε., τα οποία όμως γίνονται πολύ δύσκολα υπό την πίεση που ασκούν τα μεγάλα μεγέθη της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Γαλλίας.