Ευρωμαραθώνιος με τη νέα οικονομική κρίση - Free Sunday
Ευρωμαραθώνιος με τη νέα οικονομική κρίση
Θεσμικά κενά και διαφωνίες δυσκολεύουν την κοινή αντιμετώπιση.

Ευρωμαραθώνιος με τη νέα οικονομική κρίση

Η Ε.Ε. καλείται να αντιμετωπίσει την οικονομική και κοινωνική κρίση που προκαλεί ο κορονοϊός. Οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στο ότι το σοκ θα είναι μεγαλύτερο από αυτό που ακολούθησε τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009 και το ερώτημα είναι αν η Ε.Ε. στη σημερινή της μορφή μπορεί να αντιμετωπίσει την πρόκληση.

Γερμανικοί δισταγμοί

Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας με την οποία κρίνεται υπερβολική η χρήση της λεγόμενης ποσοτικής χαλάρωσης που εφάρμοσε από το 2014 η ΕΚΤ και αμφισβητείται η σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου το 2018 δημιουργεί πολιτικές αναταράξεις.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Φον ντερ Λάιεν, αντέδρασε σωστά υπερασπιζόμενη την ανεξαρτησία της ΕΚΤ και την υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου έναντι του εθνικού. Στη Γερμανία, όμως, έχουν αρχίσει να καταγράφονται οι πολιτικές συνέπειες από την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι στα μέτρα των αντιευρωπαίων της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία και των Φιλελευθέρων, που είναι κατά οποιασδήποτε πρόσθετης οικονομικής επιβάρυνσης της Γερμανίας ή οποιουδήποτε επιπλέον ρίσκου σε αναζήτηση κοινών λύσεων στα ευρωπαϊκά προβλήματα.

Το σημαντικότερο είναι ότι ένα μεγάλο μέρος των Χριστιανοδημοκρατών και των Χριστιανοκοινωνιστών την Βαυαρίας, που αποτελούν τον κορμό του κυβερνητικού συνασπισμού, εγκρίνουν την επιχειρηματολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου και στρέφονται ανοιχτά κατά της ΕΚΤ και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.

Την τάση αυτή προσπαθεί να αξιοποιήσει ο Φρίντριχ Μερτς, ένας από τους βασικούς διεκδικητές της ηγεσίας του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος. Πρόκειται για έναν εξαιρετικά ικανό και φιλόδοξο πολιτικό. Ήρθε σε ρήξη με τη Μέρκελ στο ξεκίνημα της περιόδου της ηγεσίας της στο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, πέρασε στον ιδιωτικό τομέα ως νομικός σύμβουλος πολυεθνικών επιχειρήσεων, πέτυχε θεαματικά σε επαγγελματικό και οικονομικό επίπεδο και επιχειρεί, στο τέλος της περιόδου Μέρκελ, τη μεγάλη πολιτική επιστροφή.

Διεκδίκησε την ηγεσία μετά την παραίτηση Μέρκελ από τη θέση της προέδρου του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος και έχασε με οριακή διαφορά στο κομματικό συνέδριο από την Κραμπ-Καρενμπάουερ, που είχε την υποστήριξη της Μέρκελ.

Η εκλεκτή της Μέρκελ βρέθηκε σύντομα σε πολιτικό αδιέξοδο και παραιτήθηκε με τη σειρά της από την ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, παραμένοντας στη θέση της υπουργού Άμυνας. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ο Μερτς έρχεται δεύτερος στις προτιμήσεις των Χριστιανοδημοκρατών, ενώ διεκδικεί ξανά την ηγεσία υιοθετώντας σε γενικές γραμμές ευρωσκεπτικιστικές απόψεις, με την έννοια ότι τάσσεται κατά οποιασδήποτε πρόσθετης επιβάρυνσης των Γερμανών φορολογουμένων.

Σε συνέντευξή του στα γερμανικά ΜΜΕ τόνισε ότι «ο ισχυρισμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πως το ευρωπαϊκό δίκαιο υπερέχει πάντοτε του εθνικού δικαίου είναι απλά εσφαλμένος, όταν διατυπώνεται με τόσο απόλυτο τρόπο».

Ο Μερτς υπογραμμίζει ότι «το ερώτημα είναι κατά πόσο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει τον τελευταίο λόγο ακόμη και σε αρμοδιότητες που μόνο από κοινού μπορούν να ασκήσουν τα εθνικά και τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα».

Κατά την άποψή του, η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας «δεν δεσμεύει την ΕΚΤ ως ολότητα, παρά μόνο τη γερμανική κεντρική τράπεζα ως τμήμα του ευρωσυστήματος».

Είναι φανερό ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Γερμανίας, με 26% συμμετοχή στα κεφάλαια της ΕΚΤ, είναι εντελώς απαραίτητη για την αποτελεσματική λειτουργία του ευρωσυστήματος. Ενδεχόμενη διαφοροποίησή της ή αποχώρησή της από τις διάφορες εκδοχές του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης θα προκαλούσε ανυπέρβλητες δυσκολίες.

Ο Μερτς εκφράζει έναν ευρωσκεπτικισμό που βρίσκει απήχηση σε ψηφοφόρους του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, των Φιλελευθέρων και της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία. Η άποψη που εκφράζει είναι ενταγμένη σε μια στρατηγική ανοίγματος των Χριστιανοδημοκρατών προς τα δεξιά τους, ώστε να συμπιέσουν προς όφελός τους τα ποσοστά των Φιλελευθέρων και της Εναλλακτικής για τη Γερμανία.

Το πρόβλημά του είναι ότι οι Χριστιανοδημοκράτες κάλυψαν το τελευταίο διάστημα, εξαιτίας της αποτελεσματικής αντιμετώπισης της κρίσης του κορονοϊού από την κυβέρνηση, τις σημαντικές απώλειες που είχαν ιδιαίτερα προς τους Πράσινους, ενίσχυσαν τα δημοσκοπικά τους ποσοστά προς το 40% και δεν χρειάζεται να υιοθετήσουν την ατζέντα πολιτικών δυνάμεων που κινούνται στα δεξιά τους.

Η πίεση, πάντως, που ασκεί ο Μερτς αναμένεται να επηρεάσει την κυβερνητική πολιτική, εφόσον η Μέρκελ θα αναζητήσει, όταν το κρίνει σκόπιμο, έναν συμβιβασμό που θα προσφέρει κάτι και στους δεξιόστροφους επικριτές της.

Αυτό σημαίνει ότι μεγαλώνουν τα εμπόδια που αντιμετωπίζει η ΕΚΤ στην προσπάθειά της να στηρίξει την ευρωπαϊκή οικονομία και να τη βοηθήσει να ξεπεράσει την κρίση του κορονοϊού. Η ΕΚΤ έχει προχωρήσει ή ανακοινώσει αγορές στοιχείων ενεργητικού ύψους 950 δισ. δολαρίων για να αντιμετωπιστεί η κρίση του κορονοϊού, αλλά οι αγορές της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ είναι της τάξης των 2,4 τρισ. δολαρίων. Επομένως, αυτό που φαίνεται υπερβολικό στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας και σε ένα σημαντικό τμήμα της πολιτικής της τάξης μπορεί να είναι ανεπαρκές με βάση τα κριτήρια που ισχύουν διεθνώς.

Αναζητώντας τα κονδύλια

Η κόντρα γύρω από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που εφάρμοσε από το 2014 μέχρι το 2019 η ΕΚΤ και τώρα αναβιώνει για να συμβάλει στην αντιμετώπιση της κρίσης του κορονοϊού είναι μέρος μιας ευρύτερης αντιπαράθεσης για το ύψος των παρεμβάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και τον τρόπο χρηματοδότησής τους.

Προς το παρόν η Γερμανία και οι «βόρειοι» λένε «όχι» στην αύξηση του ισχνού ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, στην πρόσθετη οικονομική επιβάρυνσή τους μέσω αύξησης της καθαρής συνεισφοράς τους, στην αμοιβαιοποίηση του χρέους μέσω της έκδοσης ευρωομολόγων ή ειδικού κορονοομολόγου.

Η διάσταση απόψεων οδηγεί σε πολιτικούς ελιγμούς και γύρω από το θέμα του υπό δημιουργία Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Φον ντερ Λάιεν, προσπαθεί να ξεπεράσει τις αντιθέσεις μεταξύ των κρατών-μελών μέσω της χρηματοδότησης του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης από την έξοδο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις αγορές. Με αυτή τη μέθοδο επιδιώκει να συγκεντρώσει ένα ποσό ανώτερο των 300 δισ. ευρώ, το οποίο θα ενισχύσει τις ευρωπαϊκές οικονομίες ανάλογα με τις ανάγκες τους και με τη μορφή δανείων με χαμηλό επιτόκιο ή και δωρεάν χρηματοδότηση.

Ο λεγόμενος «Νότος» θεωρεί ότι η πρόσθετη χρηματοδότηση που πρέπει να εξασφαλιστεί επιβάλλεται να είναι της τάξης του 1-1,5 τρισ. ευρώ, με έμφαση στη δωρεάν χρηματοδότηση. Από την πλευρά τους, η Γερμανία με ήπιο τρόπο και οι «βόρειοι» με ιδιαίτερα δυναμικό τρόπο θέλουν να κρατήσουν την πρόσθετη χρηματοδότηση στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο, να δοθεί έμφαση στα χαμηλότοκα δάνεια, και θέτουν ζήτημα τρόπου αποπληρωμής και επιβάρυνσης των μελλοντικών ευρωπαϊκών προϋπολογισμών, εφόσον αποκλείουν την αύξηση της χρηματοδότησης του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού.

Η συζήτηση αυτή, που αναμένεται να οδηγήσει σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα στη διάρκεια των επόμενων εβδομάδων, επιβάλλει προς το παρόν ελιγμούς και συμβιβασμούς. Χαρακτηριστική η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με την οποία Συντηρητικοί, Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, Φιλελεύθεροι, Σοσιαλιστές και Πράσινοι στηρίζουν τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, αποφεύγουν όμως να αναφερθούν στο ύψος των κονδυλίων, στη σχέση δανείων και δωρεάν χρηματοδότησης και στην κατανομή τους. Κρίθηκε ότι σε αυτή τη φάση οι πολιτικές ομάδες πρέπει να μείνουν ενωμένες παρά τις διαφωνίες τους, για να υποχρεώσουν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εντάξει πλήρως το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και στον δημοκρατικό έλεγχο που ασκεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Το θέμα της δωρεάν χρηματοδότησης είναι στρατηγικής σημασίας για χώρες όπως η Ελλάδα, οι οποίες αντιμετωπίζουν ήδη πρόβλημα υπέρογκου δημόσιου χρέους.

Το ελληνικό χρέος θεωρείται βιώσιμο ακόμη και στις συνθήκες που δημιουργεί η κρίση του κορονοϊού, ενισχύει όμως δυσλειτουργίες της ελληνικής οικονομίας και τις αμφιβολίες για την προοπτική της.

Ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, Ρέγκλινγκ, διαβεβαιώνει ότι η διαφαινόμενη αύξηση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου ως ποσοστού επί του ΑΕΠ δεν θέτει σε αμφισβήτηση τη βιωσιμότητά του, εφόσον, όπως υποστηρίζει, περισσότερο από το ήμισυ βρίσκεται στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και έχει πολύ χαμηλά επιτόκια. Τονίζει ότι το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους είναι χαμηλότερο ως ποσοστό επί του ΑΕΠ από πολλών χωρών της Ευρωζώνης και αυτό το κάνει διαχειρίσιμο.

Η ελληνική κυβέρνηση, πάντως, ετοιμάζεται να αξιοποιήσει τα δάνεια με τον μηχανισμό SURE, ύψους 100 δισ. ευρώ, για τη διατήρηση της απασχόλησης και τα δάνεια ύψους 200 δισ. ευρώ από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων προς τις επιχειρήσεις με έμφαση στις μικρομεσαίες, και αφήνει γι’ αργότερα τα δάνεια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, συνολικού ύψους 240 δισ. ευρώ, για την αντιμετώπιση των άμεσων ή έμμεσων συνεπειών της πανδημίας. Ταυτόχρονα, επισημαίνει ότι ο δανεισμός, έστω με προνομιακούς όρους, έχει όρια για μια οικονομία σαν την ελληνική.

Η ώρα των τραπεζών

Η συζήτηση που γίνεται για το εύρος των κοινών πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση της κρίσης περνάει αναπόφευκτα και στο θέμα των τραπεζών.

Είναι γνωστό ότι οι «βόρειοι» εμφανίζονται εξαιρετικά διστακτικοί στην προώθηση της τραπεζικής ένωσης, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή εγγύηση των καταθέσεων. Από την άλλη πλευρά, είναι αρκετές οι συστημικές τράπεζές τους –με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Deutsche Bank– οι οποίες δεν πηγαίνουν καλά εδώ και αρκετά χρόνια και πρόκειται να δοκιμαστούν εξαιτίας της κρίσης του κορονοϊού.

Η κατάσταση βέβαια είναι πιο σύνθετη σε ό,τι αφορά τις ιταλικές και κυρίως τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα. Είναι ενδεικτική η μεγάλη πτώση των μετοχών τους το τελευταίο διάστημα και εξαιτίας του αποκλεισμού των ελληνικών τραπεζικών μετοχών από τους βασικούς δείκτες MSCI και τον υποβιβασμό τους στον δείκτη MSCI Small Cap.

Οι τραπεζικές μετοχές κινούνται σε ιστορικά χαμηλά, η νέα κρίση ξέσπασε πριν από την προγραμματισμένη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους, δημιουργείται νέα γενιά κόκκινων δανείων, πέφτουν ξανά οι τιμές των ακινήτων με αποτέλεσμα να περιορίζεται η αξία των εγγυήσεων που έχουν στη διάθεσή τους οι τράπεζες και η δυνατότητα ρευστοποίησής τους, χάνεται και το πλεονέκτημα του αναβαλλόμενου φόρου, εφόσον προϋποθέτει την ύπαρξη σταθερής κερδοφορίας.

Η πρωτοβουλία Στουρνάρα υπέρ της δημιουργίας μιας Bad Bank θα περιόριζε το πρόβλημα των κόκκινων δανείων για το τραπεζικό σύστημα, που οφείλεται στην επιδείνωση της κατάστασης και στην ανεπάρκεια του σχεδίου «Ηρακλής» για τον περιορισμό των μη εξυπηρετούμενων δανείων μέσω τιτλοποίησης.

Είναι φανερό ότι το τραπεζικό σύστημα χρειάζεται γρήγορες και αποτελεσματικές λύσεις για να μπορέσει να χρηματοδοτήσει την αντιμετώπιση της κρίσης του κορονοϊού και στη συνέχεια την ανάκαμψη της οικονομίας. Η ΕΚΤ το στηρίζει χαλαρώνοντας κανονισμούς και προβλέψεις, αλλά αυτό δεν αρκεί στο εξαιρετικά δύσκολο περιβάλλον στο οποίο λειτουργούν.

Διαμάχη για τον τουρισμό

Δύσκολη αποδεικνύεται η συνεννόηση και σε ό,τι αφορά τον τουρισμό.

Αναδεικνύονται υπό την πίεση του κορονοϊού δύο μεγάλα θεσμικά κενά της Ε.Ε. Δεν προβλέπεται από τις συνθήκες συνεργασία σε ζητήματα δημόσιας υγείας, ενώ έως τώρα ο τουρισμός αποτελεί υποσημείωση σε σχέση με τη συνεργασία στον οικονομικό, δημοσιονομικό και νομισματικό τομέα.

Η Ελλάδα δίνει μια δύσκολη μάχη για να περιορίσει τις απώλειες στην τουριστική περίοδο. Μαζί με την Κύπρο, είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη εξάρτηση από τον τουριστικό τομέα: 21% του ΑΕΠ έχει άμεση ή έμμεση σχέση με τον τουρισμό, ενώ το ποσοστό ανεβαίνει στο 26% σε ό,τι αφορά την απασχόληση.

Η κυβέρνηση και οι παράγοντες του χώρου δίνουν μια δύσκολη μάχη με τον χρόνο, εφόσον πρέπει να λυθούν ζητήματα που έχουν σχέση με την προστασία της δημόσιας υγείας, για να πάμε στη συνέχεια στην ικανοποιητική λειτουργία των αεροπορικών συγκοινωνιών και του τουριστικού τομέα.

Προς το παρόν επικρατεί σύγχυση, την οποία περιγράφει ο αντιπρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, Α. Σουλούνιας («Τα Νέα» 15/5): «Η Κομισιόν μόλις προχθές ανακοίνωσε τα δικά της υγειονομικά πρωτόκολλα για τον τουρισμό και τις μεταφορές. Την ίδια στιγμή, τα κράτη-μέλη, μαζί και η Ελλάδα, οργανώνουν το ίδιο σε εθνικό επίπεδο. Επιπλέον, οι tour operators φτιάχνουν τις δικές τους υγειονομικές οδηγίες, που σε ορισμένες περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με ολόκληρα βιβλία!!!».

Υπογραμμίζει επίσης ότι: «Τα πρωτόκολλα λειτουργίας των μεταφορών και των τουριστικών επιχειρήσεων θα πρέπει να είναι ρεαλιστικά, εφαρμόσιμα και βιώσιμα, ούτως ώστε να μην αυξάνεται υπέρογκα το κόστος, για επιχειρήσεις και ταξιδιώτες. Είναι οξύμωρο στα αεροπλάνα οι τουρίστες να ταξιδεύουν ακουμπώντας ο ένας τον άλλον και στις παραλίες να τους λέμε να κρατούν αποστάσεις ή στα εστιατόρια να απαιτούνται αποστάσεις δύο μέτρων πλάτη με πλάτη στις καρέκλες!».

Είναι πολύ δύσκολο για την Ε.Ε. να καλύψει τα τεράστια κενά σε ό,τι αφορά την πολιτική της στα θέματα δημόσιας υγείας και στα θέματα τουρισμού στη διάρκεια των επόμενων εβδομάδων προκειμένου να μη χαθεί η τουριστική περίοδος σχεδόν στο σύνολό της.

Τη συνεννόηση δυσχεραίνει η απόκλιση σε ό,τι αφορά τα συμφέροντα των κυβερνήσεων και των κρατών-μελών. Σε περίοδο μεγάλης ύφεσης οι κυβερνήσεις των μεγάλων κρατών της Ευρωζώνης, ιδιαίτερα της Γερμανίας και της Γαλλίας, έχουν συμφέρον να ενισχύσουν τον εσωτερικό τουρισμό σε βάρος της μετακίνησης των πολιτών τους σε Ελλάδα, Ισπανία και άλλους τουριστικούς προορισμούς που παραδοσιακά προτιμούν. Ταυτόχρονα, επιδιώκουν να περιορίσουν το πολιτικό ρίσκο, αποφεύγοντας την κριτική για πρόωρο άνοιγμα των συνόρων που μπορεί να μεγαλώσει τη διάδοση του κορονοϊού.

«Πάγωμα» της ενιαίας αγοράς

Το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχει δημιουργήσει ο κορονοϊός στη σωστή λειτουργία της Ε.Ε. είναι το «πάγωμα» της ενιαίας αγοράς. Θεωρητικά, η κατάσταση θα βελτιωθεί μόλις υποχωρήσει η πανδημία, μπορεί όμως να δημιουργηθεί μια δυναμική παράκαμψης των κανόνων στους οποίους στηρίζεται η ενιαία αγορά.

Έχει σταματήσει να λειτουργεί η ζώνη Σένγκεν, εφόσον έχουν επιβληθεί αυστηροί περιορισμοί στις μετακινήσεις από το ένα κράτος-μέλος στο άλλο, και μάλιστα με πρωτοβουλία των κυβερνήσεων και όχι των Βρυξελλών, που θα μπορούσαν, θεωρητικά, να ορίσουν κάποιους κοινούς κανόνες.

Έχουν σταματήσει οι περιορισμοί σε ό,τι αφορά τις κρατικές ενισχύσεις, με αποτέλεσμα οι οικονομικά ισχυρότερες χώρες να επιδοτούν τις δικές τους επιχειρήσεις σε βάρος των ίσων όρων ανταγωνισμού σε συνθήκες κρίσης. Από το 1,9 τρισ. ευρώ κρατικών ενισχύσεων που είχε εγκρίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το 52% αναλογεί στη Γερμανία, το 17% στη Γαλλία και το 16% στην Ιταλία. Όποιος έχει χρήματα αποκτά τη δυνατότητα να στηρίξει τις επιχειρήσεις του σε βάρος του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού.

Σε βάρος της λειτουργίας της ενιαίας αγοράς είναι και οι διμερείς διακρατικές συμφωνίες, τις οποίες φαίνεται να προτιμούν όσοι επείγονται να βρουν κάποια λύση στο πρόβλημα του τουρισμού, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.

Οι διμερείς συμφωνίες είναι αποτέλεσμα της διαπίστωσης πως δεν μπορεί να υπάρξει γρήγορη και αποτελεσματική λύση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δημιουργεί όμως σοβαρές παρενέργειες. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Ιταλίας, η οποία και σε αυτό το ζήτημα αισθάνεται ριγμένη, εφόσον Γερμανία και Γαλλία προετοιμάζουν το αμοιβαίο άνοιγμα των συνόρων τους υπό την προϋπόθεση να κρατήσουν και οι δύο κλειστά τα σύνορα με την Ιταλία. Μπορεί η Γερμανία να αντιμετωπίζει με καλύτερο τρόπο την πανδημία, όμως τα μεγέθη σε ό,τι αφορά τους θανάτους και τα κρούσματα είναι σε γενικές γραμμές συγκρίσιμα στην Ιταλία και τη Γαλλία. Αποτέλεσμα του «παγώματος» της ενιαίας αγοράς είναι και η μαζική επιστροφή εργαζομένων στις χώρες προέλευσής τους. Χαρακτηριστική η περίπτωση της Ρουμανίας. Μετά την ένταξή της στην Ε.Ε., το 2007, την εγκατέλειψαν 4 εκατομμύρια Ρουμάνοι σε αναζήτηση εργασίας στη Δυτική Ευρώπη. Εκτιμάται ότι ήδη το 1/3 από αυτούς επέστρεψε στη χώρα και αναζητεί εργασία. Μία ακόμη από τις βασικές ελευθερίες που συνδέονται με τη λειτουργία της ενιαίας αγοράς «παγώνει» εξαιτίας της κρίσης του κορονοϊού.

Η Ε.Ε. έχει μια παράδοση αντιμετώπισης των προβλημάτων μέσα από χρονοβόρες διαδικασίες και τους αναγκαίους πολιτικούς συμβιβασμούς. Το ερώτημα είναι αν υπάρχει ο χρόνος για να ωριμάσει η γνώριμη ευρωπαϊκή διαδικασία και να φτάσει σε θετικό αποτέλεσμα.