Το μέλλον μας κρίνεται σε Ρώμη, Βερολίνο και Παρίσι - Free Sunday
Το μέλλον μας κρίνεται σε Ρώμη, Βερολίνο και Παρίσι
Ο Μάριο Ντράγκι σε νέα ειδική αποστολή μεγάλης ευρωπαϊκής σημασίας.

Το μέλλον μας κρίνεται σε Ρώμη, Βερολίνο και Παρίσι

Μπορεί η κρίση που συνδέεται με τον Covid-19 να ανέδειξε τις αδυναμίες και τις ελλείψεις της Ε.Ε., ταυτόχρονα όμως φανέρωσε την ολοένα μεγαλύτερη αλληλεξάρτηση των κρατών-μελών.

Η πανδημία φέρνει ανατροπές και ανακατατάξεις σε μεγάλες χώρες της Ε.Ε., από τις οποίες θα εξαρτηθεί, σε μεγάλο βαθμό, η πορεία της Ελλάδας.

Η επιστροφή του Ντράγκι

Με τον Μάριο Ντράγκι συναντήθηκα δύο φορές στη ζωή μου. Η πρώτη ήταν τη δεκαετία του ’70, στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (MIT) στη Βοστώνη. Εγώ ήμουν προπτυχιακός φοιτητής στη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων Σλόαν (ο Σλόαν ήταν ο ιδρυτής της General Motors) και ο Ντράγκι μεταπτυχιακός φοιτητής στην ίδια σχολή του MIT.

Η δεύτερη και πιο ουσιαστική συνάντησή μας ξεκίνησε 40 χρόνια αργότερα, το 2014, και εξελίχθηκε μέχρι το 2019. Εγώ ήμουν από τότε μέλος της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Αυτός ερχόταν κάθε τρεις μήνες στην Επιτροπή, στα πλαίσια των θεσμικών υποχρεώσεών του, για να μας αναλύσει την πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και να απαντήσει σε ερωτήσεις μας.

Επρόκειτο για μία τρίωρη συνεργασία του προέδρου της ΕΚΤ με τους ευρωβουλευτές, κάθε τρεις μήνες, στην οποία φρόντιζα να είμαι πάντα παρών για δύο βασικούς λόγους.

Πρώτον, η ΕΚΤ είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην αντιμετώπιση της κρίσης στην Ευρωζώνη και προσδιόριζε σε μεγάλο βαθμό με τις αποφάσεις της τις εξελίξεις στην Ελλάδα.

Δεύτερον, ο Ντράγκι είναι μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, που συνδυάζει μεγάλες αρετές.

Έχει φοβερές επιστημονικές γνώσεις σε οικονομικά θέματα και αντιμετωπίζεται από πολλούς σαν ένα είδος αυθεντίας.

Έχει μεγάλη πορεία σε υπεύθυνες θέσεις στην Ιταλία. Μεταξύ των άλλων, έχει διατελέσει διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Ιταλίας.

Έχει περάσει με επιτυχία και από τον ιδιωτικό τομέα, στον εξαιρετικά ανταγωνιστικό τραπεζικό, χρηματοπιστωτικό κλάδο.

Με εντυπωσίασε το γεγονός ότι στις συζητήσεις που είχαμε στην Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής συνδύαζε την τεχνοκρατική ενημέρωση με την πολιτική τοποθέτηση, ιδιαίτερα όταν έκρινε ότι ευρωσκεπτικιστές και αντιευρωπαίοι ευρωβουλευτές έβαζαν στο στόχαστρο την ΕΚΤ και την πολιτική της. Μπορούσε να σταθεί με χαρακτηριστική άνεση απέναντι σε όλους τους επικριτές, από ορισμένους Γερμανούς ευρωβουλευτές που περνούσαν τη γραμμή της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Γερμανίας και ήθελαν να «ψαλιδίσουν» τις αρμοδιότητες και την πολιτική της ΕΚΤ μέχρι τους Έλληνες «αντιμνημονιακούς» ευρωβουλευτές δεξιάς ή αριστερής τάσης.

Όταν έφτασε το τέλος της θητείας του Ντράγκι στην ΕΚΤ, θεώρησα ότι η Ευρωζώνη και η ευρωπαϊκή ενοποίηση είχαν χάσει έναν πολύτιμο υποστηρικτή τους και πως η Κριστίν Λαγκάρντ δύσκολα θα μπορούσε να καλύψει το μεγάλο κενό, παρά την εντυπωσιακή επαγγελματική της πορεία στα καλύτερα δικηγορικά γραφεία των ΗΠΑ, το πέρασμά της από το υπουργείο Οικονομικών της Γαλλίας και την επιτυχημένη θητεία της στη διοίκηση του ΔΝΤ.

Τα πρώτα βήματα της Λαγκάρντ ήταν αβέβαια και ενίσχυσαν τους φόβους μου. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια ατυχή δήλωση που έκανε, ότι την ΕΚΤ δεν την ενδιαφέρουν τα spreads των επιτοκίων, που είχε οδηγήσει στην αύξηση των επιτοκίων δανεισμού του ιταλικού Δημοσίου και στη δημιουργία μιας εικόνας σύγχυσης και αστάθειας στην Ευρωζώνη. Τα πρώτα αβέβαια βήματα της Λαγκάρντ ακολούθησαν δυναμικές πρωτοβουλίες και σωστές επιλογές, που εμπλούτισαν τη θετική παράδοση που δημιούργησε ο Ντράγκι.

Αν ο Ντράγκι αντιμετωπίζεται ως «σωτήρας του ευρώ» με την πολιτική που συνόψισε στη φράση του «οτιδήποτε χρειαστεί» για τη στήριξη του ευρώ, η Λαγκάρντ διαπρέπει πρωταγωνιστώντας στην αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας και δίνοντας το καλό παράδειγμα στις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης, πολλές από τις οποίες δυσκολεύονται στην αντιμετώπιση της κρίσης.

Η νέα αποστολή

Οι πρωτοβουλίες του Ντράγκι υπέρ της Ευρωζώνης βοήθησαν μεταξύ των άλλων στη σταθεροποίηση της ιταλικής και της ελληνικής οικονομίας.

Η Ιταλία, όμως, παραμένει ο μεγάλος οικονομικός και πολιτικός ασθενής της Ευρωζώνης. Η οικονομία της χτυπήθηκε σκληρά από την πανδημία λόγω της μεγάλης εξάρτησής της από τον τουρισμό, τις υπηρεσίες, τις μικρομεσαίες και τις πολύ μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις. Επιπλέον, το πολιτικό περιβάλλον είναι σύνθετο και ασταθές, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει και η κυβέρνηση Κόντε, παρά την υψηλή δημοτικότητα του πρωθυπουργού.

Πάνω από την Ιταλία ρίχνει απειλητική τη σκιά του ο δεξιόστροφος και ο ακροδεξιός λαϊκισμός των ευρωσκεπτικιστών και των αντιευρωπαίων. Η Λέγκα του Σαλβίνι καταγράφει στις δημοσκοπήσεις ποσοστά της τάξης του 24% και τα Αδέλφια της Ιταλίας της Μελόνι κινούνται γύρω στο 16%. Υπάρχει λοιπόν ένα 40% σκληρών δεξιόστροφων ευρωσκεπτικιστών και αντιευρωπαίων που αναζητεί δυνάμεις πρόθυμες να συνεργαστούν με αυτό για να ελέγξει την πολιτική κατάσταση. Στην αντίθετη περίπτωση, ο Σαλβίνι θα ήθελε να προκαλέσει πρόωρες εκλογές, αν και την τελευταία φορά που το επιχείρησε η Λέγκα δεν το πέτυχε. Απλώς βρέθηκε εκτός κυβερνητικού συνασπισμού, με το Δημοκρατικό Κόμμα της κεντροαριστεράς να την αντικαθιστά στη νέα κυβέρνηση Κόντε, σε συνεργασία με το Κίνημα Πέντε Αστέρων.

Η αφορμή για την κατάρρευση της τελευταίας κυβέρνησης Κόντε ήταν η διαμάχη για την αξιοποίηση των 209 δισ. ευρώ τα οποία είχε εξασφαλίσει η Ιταλία κυρίως μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης. Ο Ρέντσι, πρώην πρωθυπουργός και πρώην ηγέτης του Δημοκρατικού Κόμματος, προσπάθησε να επιβάλει τους όρους του στον κυβερνητικό συνασπισμό ως επικεφαλής του κόμματος Ζωντανή Ιταλία, που καταγράφει δημοσκοπικό ποσοστό της τάξης του 3%. Απέσυρε τους δύο υπουργούς του κόμματός του από την κυβέρνηση συνασπισμού και ανέδειξε την έλλειψη σταθερής πλειοψηφίας της κυβέρνησης Κόντε στη Γερουσία. Η διαπίστωση ότι η κυβέρνηση είναι πολιτικά δυσλειτουργική προκάλεσε την παραίτηση Κόντε. Στη συνέχεια ο Ρέντσι προώθησε την υποψηφιότητα Ντράγκι για την πρωθυπουργία, για να αποφύγει την πολιτική απομόνωση και να κερδίσει χρόνο σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τη θέση του.

Δυνατή υποψηφιότητα

Εμφανίζονται πρόθυμοι να στηρίξουν τον σχηματισμό κυβέρνησης υπό τον Ντράγκι το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο είναι η βασική δύναμη σταθερότητας στην Ιταλία, η Forza Italia του Μπερλουσκόνι και η Ζωντανή Ιταλία του Ρέντσι. Οι δύο τελευταίοι το κάνουν για λόγους τακτικής. Ο Μπερλουσκόνι φιλοδοξεί να γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο Ρέντσι να συνεχίσει να πρωταγωνιστεί στις εξελίξεις, παρά το γεγονός ότι έχει περιορισμένη εκλογική βάση.

Οι άλλες πολιτικές δυνάμεις αντιτίθενται στον σχηματισμό κυβέρνησης Ντράγκι, αλλά… δυσκολεύονται να το πουν.

Το Κίνημα Πέντε Αστέρων έκανε τα τελευταία χρόνια μια εντυπωσιακή στροφή υπέρ της Ε.Ε. και της υπευθυνότητας, με αποτέλεσμα να έχει χάσει, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, τη μισή εκλογική του δύναμη. Ο ιδρυτής του, Μπέπε Γκρίλο, και πολλά στελέχη αντιτίθενται στην υποστήριξη του Ντράγκι και στη συμμετοχή του Κινήματος Πέντε Αστέρων σε κυβερνητικό σχηματισμό, φαίνεται όμως να επικρατεί η τάση των ρεαλιστών. Οι τελευταίοι εκτιμούν ότι μια νέα αντιευρωπαϊκή στροφή του Κινήματος Πέντε Αστέρων θα το αποδυνάμωνε πλήρως, ενώ η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες θα του στερούσε περίπου το 50% των εδρών που έχει στη Βουλή και στη Γερουσία. Είναι πιθανό λοιπόν το Κίνημα Πέντε Αστέρων να στηρίξει τον σχηματισμό κυβέρνησης Ντράγκι.

Και ο Σαλβίνι δυσκολεύεται να αντιπαρατεθεί με τον Ντράγκι. Η Λέγκα είναι ισχυρή στις βόρειες περιοχές της Ιταλίας, όπου βρίσκεται η έδρα των πιο δυναμικών και εξωστρεφών επιχειρήσεων. Τα συμφέροντα που υποστηρίζουν τον Σαλβίνι –ο οποίος εμφανίζεται ως δυναμικός υποστηρικτής του ιδιωτικού τομέα– επιδιώκουν μια μεταρρύθμιση της οικονομίας, την οποία ο Ντράγκι θα μπορούσε να προωθήσει με αποτελεσματικό τρόπο.

Επομένως, ο «Σούπερ Μάριο» είναι ένας αντίπαλος, για τα περισσότερα πολιτικά κόμματα της Ιταλίας, με χαρακτηριστικά εθνικού κεφαλαίου. Μπορεί να μη συγκρουστούν απευθείας μαζί του, για να μην αναλάβουν το σχετικό πολιτικό κόστος, σίγουρα όμως θα προσπαθήσουν να τον περιορίσουν στα μέτρα τους ή και να τον υπονομεύσουν.

Κατά συνέπεια, ακόμα κι αν σχηματιστεί κυβέρνηση Ντράγκι, θα έχει κι αυτή μια δύσκολη και αβέβαιη πορεία, με βάση όσα ισχύουν στην Ιταλία. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι αν υπάρχει μία προσωπικότητα που μπορεί να βγάλει την Ιταλία από τη στασιμότητα της τελευταίας εικοσαετίας, αυτή είναι ο «Σούπερ Μάριο».

Έχει το κύρος και τις γνώσεις για να συνεννοείται με τους Γερμανούς, τους Ολλανδούς και άλλους οικονομικά ισχυρούς που σε αρκετές περιπτώσεις αποφεύγουν τις ευρωπαϊκές υποχρεώσεις τους.

Μπορεί να εκπροσωπήσει με καλύτερο τρόπο τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα της Ιταλίας και του λεγόμενου Νότου και να λειτουργήσει σαν γέφυρα μεταξύ των «φειδωλών» της Ευρωζώνης και αυτών που έχουν σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα στην οικονομία τους.

Η βελτίωση της οικονομικής πορείας της Ιταλίας έχει τεράστια σημασία για την Ευρωζώνη και ειδικά για την Ελλάδα. Πρόκειται για την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης και ο συνδυασμός στασιμότητας και υπερχρέωσης –το δημόσιο χρέος έχει φτάσει ήδη το 160% του ΑΕΠ– δημιουργεί προβλήματα συνοχής και αποτελεσματικότητας της Ευρωζώνης. Όσο για την Ελλάδα –η οποία βρίσκεται σε μια ασταθή οικονομική ισορροπία–, απειλείται από ένα ιταλικό «ατύχημα», το οποίο θα προκαλούσε νέα κρίση στην Ευρωζώνη και θα οδηγούσε στην επιστροφή μας στον δανεισμό με εξαιρετικά υψηλά επιτόκια. Στη χειρότερη περίπτωση θα προκαλούσε νέο αποκλεισμό του ελληνικού Δημοσίου από τις διεθνείς αγορές και αναγκαστική προσφυγή σε νέο μνημόνιο, με τους Ευρωπαίους εταίρους να μας εξασφαλίζουν πρόσθετο δανεισμό έναντι συγκεκριμένων όρων.

Η οικονομική σκέψη του Μάριο Ντράγκι –με βάση την ανταλλαγή απόψεων που είχε με τους ευρωβουλευτές την περίοδο 2014-2019– είναι ταυτόχρονα τεχνοκρατική, παραγωγική αλλά και κοινωνικά ευαίσθητη. Μου είχε κάνει εντύπωση ότι σε περίοδο που εφαρμοζόταν στην Ευρωζώνη πολιτική δραστικής συρρίκνωσης των δημόσιων δαπανών, αυτός έδινε προτεραιότητα στην ποιότητα και όχι στο ύψος των δημόσιων δαπανών. Επιχειρηματολογούσε υπέρ μιας δύσκολης αλλαγής στην κατανομή τους υπέρ των δημόσιων επενδύσεων για να διευκολυνθεί η οικονομική ανάπτυξη και να ελεγχθεί το δημόσιο χρέος.

Η πρωτοβουλία που ανέλαβε ο Ντράγκι στην Ιταλία έχει τεράστια σημασία για τις Βρυξέλλες και την Αθήνα.

Δοκιμασία για Μακρόν

Ενώ στην Ιταλία η πρωτοβουλία που αναπτύσσεται γύρω από τον Ντράγκι δημιουργεί ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον, στη Γαλλία η κρίση της πανδημίας αλλάζει τον πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων υπέρ της Λεπέν.

Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση, στην περίπτωση που στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του Μαΐου 2022 έχουμε την επανάληψη της μονομαχίας Μακρόν-Λεπέν, ο Μακρόν θα επικρατούσε οριακά με 52% έναντι 48% της Λεπέν.

Στις προεδρικές του 2017 το ποσοστό του Μακρόν στον δεύτερο γύρο ήταν περίπου διπλάσιο αυτού της Λεπέν και πολλοί πολιτικοί αναλυτές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ηγέτις της γαλλικής άκρας Δεξιάς δεν επρόκειτο να συνέλθει μετά από μία τόσο μεγάλη ήττα.

Η Λεπέν απομακρύνθηκε από την ακροδεξιά παράδοση που είχε δημιουργήσει ο πατέρας της και πέρασε από το Εθνικό Μέτωπο στον Εθνικό Συναγερμό, σε μια προσπάθεια να απευθυνθεί στους συντηρητικούς ψηφοφόρους. Στη συνέχεια υποστήριξε διάφορα κινήματα διαμαρτυρίας και κοινωνικούς αγώνες, για να φέρει σε δύσκολη θέση τον Μακρόν και την ελεγχόμενη από αυτόν κυβερνητική πλειοψηφία.

Η Γαλλία έχει το πιο αναπτυγμένο και δαπανηρό κράτος στην Ε.Ε., αλλά δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την πανδημία, με αποτέλεσμα οι πολίτες να δοκιμάζονται από τη μεγάλη διάρκεια και έντασή της και τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειές της.

Οι δημοτικές εκλογές οδήγησαν σε ταπεινωτική ήττα την παράταξη του Μακρόν, που μοιάζει περισσότερο με ένα σύστημα υποστήριξής του παρά με κόμμα με λαϊκές ρίζες. Στις δημοτικές εκλογές το κόμμα της Λεπέν δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει την αδυναμία των προεδρικών, κυβερνητικών δυνάμεων, εφόσον τα μεγαλύτερα κέρδη τα κατέγραψαν οι Πράσινοι, οι Σοσιαλιστές και οι κεντροδεξιοί Ρεπουμπλικάνοι.

Η δυναμική όμως φαίνεται να είναι διαφορετική σε ό,τι αφορά τις προεδρικές εκλογές. Ο Μακρόν έχει πραγματοποιήσει δεξιά στροφή σε ζητήματα όπως η επιβολή της έννομης τάξης και η αντιμετώπιση του προσφυγικού-μεταναστευτικού, επιδιώκοντας να περιορίσει το κοινό στο οποίο απευθύνεται η Λεπέν. Σύμφωνα πάντως με τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, μπορεί και να συμβάλει στην απενοχοποίηση του Εθνικού Συναγερμού και της επιχειρηματολογίας του.

Τα ποσοστά δημοτικότητας του Μακρόν είναι σε αυτή τη φάση της προεδρικής πενταετίας του πολύ υψηλότερα από αυτά που κατέγραφαν ο Σαρκοζί και ο Ολάντ. Είναι όμως τέτοιες οι διαστάσεις της πανδημίας στη Γαλλία, ώστε ενισχύεται η αβεβαιότητα. Ενδεχόμενη υποχώρηση της δημοτικότητας του Μακρόν χωρίς την ανάδειξη ισχυρών προεδρικών υποψηφίων στον χώρο της κεντροδεξιάς ή της κεντροαριστεράς θα ενίσχυε την πιθανότητα επικράτησης της Λεπέν στις προεδρικές του Μαΐου 2022.

Αυτά που πρόκειται να συμβούν στο Παρίσι θα προσδιορίσουν σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις στις Βρυξέλλες και στην Αθήνα.

Γερμανική νευρικότητα

Η έκρηξη του σοσιαλδημοκράτη υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας, Όλαφ Σολτς, κατά της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Φον ντερ Λάιεν, όπως και τα δηλητηριώδη δημοσιεύματα της εφημερίδας «Bild» κατά της επιτρόπου Στέλλας Κυριακίδου, αναδεικνύουν, εκτός από τη διαμάχη που έχει ξεσπάσει για την πορεία του εμβολιασμού, και τη νευρικότητα που επικρατεί στη γερμανική πολιτική τάξη.

Η περίοδος Μέρκελ φτάνει στο τέλος της με τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2021. Η καγκελάριος δεν πρόκειται να διεκδικήσει πέμπτη θητεία και έχει ξεκινήσει μια νέα μάχη, για τη διαδοχή στον χώρο των Χριστιανοδημοκρατών και την πολιτική επικράτηση.

Τα δημοσιεύματα της «Bild» θεωρούνται μια προσπάθεια μετάθεσης ευθυνών για τη δύσκολη υγειονομική κατάσταση της Γερμανίας από τον υπουργό Υγείας, Γενς Σπαν, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στην επίτροπο, αρμόδια για θέματα Υγείας, Κυριακίδου.

Ο Σπαν είναι μία από τις τρεις-τέσσερις προσωπικότητες των Χριστιανοδημοκρατών που διεκδικουν το χρίσμα για την καγκελαρία. Μέχρι πριν από λίγους μήνες ήταν εξαιρετικά δημοφιλής. Τώρα όμως βρίσκεται στο στόχαστρο πολιτικών αντιπάλων και φίλων, επειδή η Γερμανία καταγράφει υψηλό αριθμό θανάτων και κρουσμάτων, τα περιοριστικά μέτρα δημιουργούν προβλήματα στην οικονομία χωρίς να αποδίδουν τα αναμενόμενα, ενώ παρατηρείται, όπως σε όλη την Ε.Ε., καθυστέρηση και στον εμβολιασμό του πληθυσμού.

Η «Bild» εμφανίζει τον Σπαν να διαφωνεί με την επιλογή της Μέρκελ υπέρ μιας ευρωπαϊκής λύσης στην προμήθεια και τη διανομή των εμβολίων. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο υπουργός Υγείας προτιμούσε να χειριστούν το θέμα η Γερμανία και άλλες τρεις μεγάλες χώρες, αφήνοντας στο περιθώριο τους υπόλοιπους 23, και είχε προειδοποιήσει για την υποτιθέμενη ανεπάρκεια της Κυριακίδου.

Και η έκρηξη του αντικαγκελάριου και υπουργού Οικονομικών, Σολτς, σε βάρος της Φον ντερ Λάιεν για το θέμα των εμβολίων φαίνεται να έχει σχέση με τις πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της Γερμανίας.

Οι Χριστιανοδημοκράτες εμφανίζονται δημοσκοπικά κυρίαρχοι, αλλά δεν έχουν αποφασίσει ακόμη ποιος θα είναι ο υποψήφιός τους για την καγκελαρία, ενώ φοβούνται το «σοκ» που μπορεί να προκαλέσει στην κεντροδεξιά το τέλος της εποχής Μέρκελ.

Οι Σοσιαλδημοκράτες βρίσκονται σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας. Μοιράζονται τις ευθύνες και τη φθορά της εξουσίας με τους Χριστιανοδημοκράτες σε μία εξαιρετικά δύσκολη περίοδο, με τις δημοσκοπήσεις να τους εμφανίζουν καθηλωμένους λίγο πάνω από το 15%. Τη δεύτερη θέση μετά τους Χριστιανοδημοκράτες, που κινούνται γύρω στο 35%, διεκδικούν οι Πράσινοι, με δημοσκοπικά ποσοστά της τάξης του 20%. Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, μπορεί να ανοίξει ο δρόμος για την πρωταγωνιστική συμμετοχή των Πρασίνων στον επόμενο κυβερνητικό συνασπισμό. Αυτός θα μπορούσε να στηριχτεί στη συνεργασία Χριστιανοδημοκρατών-Πρασίνων ή να είναι ένα εναλλακτικό σχήμα, με τους Πράσινους να έχουν την καγκελαρία και τους Σοσιαλδημοκράτες και την Αριστερά να συμμετέχουν στην κυβέρνηση.

Σε αυτό το σκηνικό, οι Σοσιαλδημοκράτες επιτίθενται στη Φον ντερ Λάιεν και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επιδιώκοντας να ενισχύσουν τη θέση τους έναντι των Πρασίνων.

Όσα συμβαίνουν στη Γερμανία στην πορεία προς τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου επηρεάζουν άμεσα τις εξελίξεις σε Βρυξέλλες και Αθήνα.