«Απογείωση» επενδύσεων - οικονομίας σε σύνθετο περιβάλλον - Free Sunday
«Απογείωση» επενδύσεων - οικονομίας σε σύνθετο περιβάλλον
Καθοριστικός ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης

«Απογείωση» επενδύσεων - οικονομίας σε σύνθετο περιβάλλον

Μετά από μια μεγάλη περίοδο κρίσης και δυσκολιών άρχισαν να έρχονται καλά νέα για την ελληνική οικονομία. Το β’ τρίμηνο του 2021 καταγράφηκε εντυπωσιακός ρυθμός ανάπτυξης σε σχέση με το β’ τρίμηνο του 2020. Ο τουρισμός πήγε καλύτερα από τις προβλέψεις –γεγονός που θα αποτυπωθεί στα οικονομικά στοιχεία για το γ’ τρίμηνο του 2021–, ενώ από τον Οκτώβριο αρχίζει να αυξάνεται η οργανωμένη ροή κονδυλίων απ’ το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης προς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και διά μέσω αυτού προς τις επιχειρήσεις.

Η κατάσταση και η προοπτική βελτιώνονται, αλλά το περιβάλλον εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά σύνθετο. Έχουμε μία νέα ενεργειακή κρίση σε πλήρη εξέλιξη, η πανδημία είναι πάντα μαζί μας και δεν αποκλείεται μία χειμερινή έξαρση, ενώ τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και η δυσκολία στην προσέλκυση νέου τύπου παραγωγικών επενδύσεων μπορεί να επηρεάσουν τις εξελίξεις.

Τα στοιχεία και οι προγνώσεις

Το β’ τρίμηνο του 2021 η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε κατά 16,4% σε σχέση με το β’ τρίμηνο του 2020. Ανάλογες εντυπωσιακές αυξήσεις του ΑΕΠ σε ετήσια βάση εμφάνισαν όλες οι μεγάλες οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου: 18,7% η οικονομία της Γαλλίας, 17,6% η οικονομία της Ισπανίας και 17,3% της Ιταλίας. Είναι λογικό οι οικονομίες που γνώρισαν τη μεγαλύτερη πτώση το 2020 να σημειώνουν και τη μεγαλύτερη ανάκαμψη το 2021.

Στο σύνολο της Ευρωζώνης, το ΑΕΠ αυξήθηκε σε ετήσια βάση το β’ τρίμηνο του 2021 κατά 14,3%, ενώ χώρες που γνώρισαν μικρότερη πτώση το 2020 σημειώνουν μικρότερη αύξηση το 2021. Έτσι, στη Γερμανία έχουμε αύξηση του ΑΕΠ το β’ τρίμηνο του 2021 κατά 9,4% και στην Ολλανδία κατά 10,4%.

Επομένως, η αύξηση-ρεκόρ του ΑΕΠ στις χώρες του Νότου δεν δείχνει –προς το παρόν– μία ποιοτική αναβάθμιση της οικονομίας τους στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, αλλά οφείλεται στη μεγαλύτερη πτώση του 2020.

Βελτιώνεται όμως και η προοπτική της ελληνικής οικονομίας, με αποτέλεσμα να αναθεωρούνται προς τα πάνω οι προγνώσεις του υπουργείου Οικονομικών για την οικονομική ανάπτυξη. Μετά από την πτώση 8,2% του ΑΕΠ που είχαμε το 2020 λόγω της πανδημίας, αναμένουμε τώρα αύξηση του ΑΕΠ κατά 6,1% το 2021 και μία επίσης εξαιρετικά δυναμική αύξηση 4,5% το 2022.

Με βάση αυτά τα στοιχεία, η ελληνική οικονομία θα επιστρέψει στα μέσα του 2022 στα επίπεδα του τέλους του 2019, έχοντας μπροστά της μία πενταετία ικανοποιητικής έως δυναμικής ανάπτυξης.

Την καλή προοπτική απέδωσε με δηλώσεις του στην εφημερίδα «Τα Νέα» ο Καναδός επενδυτής Πρεμ Γουάτσα –μεγαλομέτοχος της Fairfax– ο οποίος έχει δεσμεύσει κεφάλαια της τάξης του 1,5 δισ. ευρώ σε επενδύσεις στην Ελλάδα. Θεωρεί ότι η αύξηση του ΑΕΠ μπορεί να φτάσει το 8% το 2021 και να κινηθεί σε ανάλογα επίπεδα το 2022. Όπως χαρακτηριστικά είπε στην εφημερίδα «Τα Νέα»: «Το θεσμικό πλαίσιο έχει καταστεί εξαιρετικά φιλικό για το επιχειρείν, ενώ έχουν μειωθεί οι φορολογικοί συντελεστές. Οι βελτιώσεις αυτές, σε συνδυασμό με την ελαχιστοποίηση του κινδύνου χώρας, όπως αυτή αποτυπώνεται στην πτώση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων, αναμένεται να οδηγήσουν σε κύμα επενδύσεων τα επόμενα χρόνια. Αυτό που θα δείτε δεν έχει ξαναγίνει».

Το Ταμείο Ανάκαμψης

Η αύξηση των επενδύσεων και η δυναμική ανάπτυξη θα στηριχθούν κυρίως στα κονδύλια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης. Εκτιμάται ότι θα εκδηλωθούν αλλεπάλληλα κύματα προσφοράς δανείων με εξαιρετικά ευνοϊκά, περίπου μηδενικά επιτόκια, συνολικού ύψους 20 δισ. ευρώ.

Το Δημόσιο θα εισφέρει ως 12,7 δισ. ευρώ και εκτιμάται ότι οι τράπεζες θα συμπληρώσουν τη δανειακή προσπάθεια με κεφάλαια 7,6 δισ. ευρώ.

Επιπλέον, θα υπάρξει συμμετοχή των ιδιωτών επενδυτών με δικά τους κεφάλαια, που θα είναι της τάξης του 20% της συνολικής επένδυσης και μπορεί να κινηθούν στο επίπεδο των 5 δισ. ευρώ.

Τα χρήματα θα δίνονται από το Δημόσιο στις τράπεζες σε «πακέτα» εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, τα οποία θα συμπληρώνονται κάθε φορά που θα προχωράει η έγκριση ιδιωτικών επενδύσεων.

Αν υπολογίσουμε και τα δωρεάν χρήματα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, το προφίλ ορισμένων επενδύσεων θα αποτελείται από δανειακά κεφάλαια, ίδια συμμετοχή ιδιωτών σε χρήμα και σε είδος και δωρεάν κονδύλια απ’ το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης.

Πρόκειται για μία προσπάθεια χωρίς ιστορικό προηγούμενο, που στηρίζεται στη στροφή της Ε.Ε. υπέρ περισσότερης αλληλεγγύης για να καλυφθούν σε βάθος χρόνου οι συνέπειες της κρίσης της πανδημίας και αμοιβαιοποίησης του χρέους μέσω εξόδου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις διεθνείς αγορές.

Σημαντικό ρόλο θα παίξει και το νέο ΕΣΠΑ, το οποίο προβλέπει χρηματοδοτήσεις 20,9 δισ. ευρώ από ευρωπαϊκά κονδύλια και άλλα 5,3 δισ. ευρώ από την εθνική συμμετοχή. Το ΕΣΠΑ 2021-2027 περιλαμβάνει 13 περιφερειακά προγράμματα –ένα για κάθε περιφέρεια της χώρας– και 9 τομεακά που θα τα διαχειρίζονται τα αρμόδια υπουργεία.

Η ενεργειακή κρίση

Υπάρχουν πολλά νέα στοιχεία, τα οποία δικαιολογούν την αισιοδοξία για το μέλλον. Η προσπάθεια που καταβάλλεται σε επίπεδο Ε.Ε. είναι μεγάλη και η διαχείριση των κονδυλίων θα γίνει μέσω των τραπεζών με κριτήρια και μεθόδους που θα είναι καλύτερες σε σχέση με προηγούμενα ευρωπαϊκά «πακέτα».

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν τέσσερις σοβαρές δυσκολίες, οι οποίες πρέπει να ξεπεραστούν για να μπει η ελληνική οικονομία σε φάση σταθερής και δυναμικής ανάπτυξης. Διαφορετικά, θα έχουμε καλές επιδόσεις το 2021 και το 2022 και μετά θα αρχίσει να υποχωρεί σταδιακά ο ρυθμός της ετήσιας ανάπτυξης.

Συνολικά, η ελληνική οικονομία δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει την ένταξή της στην ΕΟΚ –μετέπειτα Ε.Ε.– για να ανέβει κατηγορία. Αντίθετα, έμεινε πίσω στον εσωτερικό ανταγωνισμό της Ε.Ε. καταγράφοντας τα τελευταία 40 χρόνια μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 1%. Αποτέλεσμα της διαχρονικής αναπτυξιακής μας υστέρησης –την οποία αναλύω στο νέο μου βιβλίο «Κάτω από τον Πήχη»– είναι να έχουμε κατά κεφαλήν ΑΕΠ γύρω στα δύο τρίτα του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Η οικονομία μας βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με μία νέα ενεργειακή κρίση και αυτή τη φορά είναι εντελώς απροετοίμαστη. Η κυβέρνηση ετοιμάζεται να δαπανήσει τουλάχιστον 500 εκατ. ευρώ για να στηρίξει χαμηλότερα και μεσαία εισοδήματα και να περιοριστεί η ενεργειακή φτώχεια στον δύσκολο χειμώνα 2021-2022 που έχουμε μπροστά μας.

Η ενεργειακή κρίση όμως δεν απειλεί μόνο τον προϋπολογισμό των νοικοκυριών. Εξαιτίας των διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας και της μεγάλης εξάρτησής της από τα εισαγόμενα καύσιμα και την εισαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια, πλήττεται η διεθνής ανταγωνιστικότητά της.

Επιπλέον, το 37% των κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης που είναι δεσμευμένα στην πράσινη-ενεργειακή μετάβαση μπορεί να αποδειχθούν λιγότερο αποτελεσματικά απ’ ό,τι θα θέλαμε. Η δέσμευση πολλών δισ. ευρώ σε επενδύσεις στην ενέργεια χωρίς προοπτική μείωσης του κόστους της για την ελληνική οικονομία, προκαλεί δικαιολογημένο προβληματισμό.

Τα γνωστά προβλήματα

Η προοπτική της σταθερής και δυναμικής ανάπτυξης απειλείται και από τα γνωστά διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, τα οποία ήρθαν ξανά στο προσκήνιο εξαιτίας της κρίσης της πανδημίας.

Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, το ελληνικό δημόσιο χρέος (χρέος γενικής κυβέρνησης) έκανε ένα εντυπωσιακό άλμα από το 180,5% το 2019 σε 208,8% το 2021. Η ανάλογη πορεία του χρέους της Ευρωζώνης ήταν από 85,8% το 2019 σε 102,4% το 2021. Η ελληνική οικονομία κουβαλάει ένα δημόσιο χρέος, το οποίο είναι –σαν ποσοστό του ΑΕΠ– υπερδιπλάσιο του χρέους της Ευρωζώνης και υπερ-τριπλάσιο του ορίου του 60% του ΑΕΠ, που προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.

Η αύξηση του χρέους περνάει –προς το παρόν– δημοσιονομικά απαρατήρητη, γιατί οι τόκοι που καταβάλλουμε για την εξυπηρέτησή του μειώθηκαν από 3% του ΑΕΠ το 2019 σε 2,7% του ΑΕΠ το 2021. Οι ανάλογοι αριθμοί για την Ευρωζώνη είναι 1,6% και 1,4%. Δείχνουν ότι η υποχώρηση των επιτοκίων στην Ευρωζώνη διευκολύνει δημοσιονομικά στη διαχείριση του χρέους, αλλά και πως σε ό,τι αφορά τους τόκους η Ελλάδα κινείται στα διπλάσια επίπεδα από την Ευρωζώνη, σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ.

Δικαιολογημένη ανησυχία προκαλεί και η εξέλιξη του δημοσιονομικού ελλείμματος. Το πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ το 2019 μετατράπηκε σε δημοσιονομικό έλλειμμα 9,7% του ΑΕΠ το 2020, το οποίο αναμένεται να αυξηθεί ελαφρά σε έλλειμμα 10% του ΑΕΠ το 2021. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του οικονομικού επιτελείου –οι οποίοι σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά είναι συνήθως υπερβολικά αισιόδοξοι και αλλάζουν συχνά– το δημοσιονομικό έλλειμμα θα περιοριστεί το 2022 σε 3,2% του ΑΕΠ. Όλη η Ευρωζώνη έχει μπει σε περίοδο μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων: 7,2% του ΑΕΠ, το 2020 και 8% του ΑΕΠ το 2021 με προοπτική να πέσει στο 3,8% του ΑΕΠ το 2022. Η Ελλάδα έχει ξανά από τα υψηλότερα δημοσιονομικά ελλείμματα, ενώ το έλλειμμα του Ελληνικού Δημοσίου είναι το μεγαλύτερο στην Ευρωζώνη με δεύτερο της Ιταλίας.

Η διόρθωση του ελλείμματος είναι αναγκαία, εφόσον από τα τέλη του 2022 θα επιστρέψουμε –με τον έναν ή τον άλλον τρόπο– στους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας. Το οικονομικό επιτελείο θεωρεί ότι το ξεπέρασμα της πανδημίας θα οδηγήσει στη μείωση των δαπανών για τη στήριξη της οικονομίας και πως οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης θα αυξήσουν τα έσοδα του Δημοσίου. Επενδύει λίγο πολύ σε μια αυτόματη διόρθωση του δημοσιονομικού ελλείμματος για να μην παρθούν δύσκολα μέτρα σε μια περίοδο κατά την οποία η ανάληψη πολιτικού κόστους θα μπερδέψει τον πολιτικό, εκλογικό σχεδιασμό του Μαξίμου.

Παρατηρείται μία τάση ωραιοποίησης της κατάστασης με χαρακτηριστική την ενημέρωση για πλεόνασμα-ρεκόρ στα ασφαλιστικά ταμεία για το 2022, ενώ όλοι γνωρίζουμε ότι είναι βαριά επιδοτούμενα από τον κρατικό προϋπολογισμό και πως το ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό έλλειμμα βρίσκεται σε απαγορευτικά υψηλά επίπεδα σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ.

Προβληματισμό προκαλεί και η αρνητική εξέλιξη του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Από έλλειμμα της τάξης του 2,2% του ΑΕΠ το 2019, περάσαμε σε εξαιρετικά υψηλό έλλειμμα της τάξης του 7,8% του ΑΕΠ το 2020 και 7,6% του ΑΕΠ το 2021, το οποίο προβλέπεται να διατηρηθεί στο 5,3% του ΑΕΠ το 2022.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η πανδημία δεν επηρέασε το πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ευρωζώνης. Ήταν 2,3% του ΑΕΠ το 2019, 2,2% του ΑΕΠ το 2020, προβλέπεται να αυξηθεί σε 3,1% του ΑΕΠ το 2021 και να παραμείνει στα ίδια επίπεδα το 2022.

Η διαφορετική πορεία της Ελλάδας με την Ευρωζώνη σε ό,τι αφορά το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναδεικνύει το μεγάλο πρόβλημα διεθνούς ανταγωνιστικότητας που αντιμετωπίζουμε. Η πτώση των τουριστικών εσόδων λόγω της πανδημίας μεγάλωσε το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ενώ διευρύνεται και το εμπορικό έλλειμμα, εφόσον οι εισαγωγές αυξάνονται περισσότερο από τις εξαγωγές.

Είμαστε λοιπόν πίσω στα δίδυμα ελλείμματα, μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα και μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, στην προ μνημονίων περίοδο.

Όλα αυτά τα ζητήματα πρέπει να αντιμετωπιστούν, γιατί διαφορετικά θα σταθούν εμπόδιο στη διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης.

Η πανδημία

Ένας άλλος παράγοντας αβεβαιότητας είναι η πανδημία που φαίνεται να επιμένει. Σε αυτό το κύμα της πανδημίας «τρέχουμε» με 25 ως 30 θανάτους την ημέρα, μία από τις χειρότερες επιδόσεις στην Ε.Ε. Στο προηγούμενο κύμα της πανδημίας, οι ημερήσιες απώλειες από τον COVID-19 ήταν υπερδιπλάσιες, ενώ προς το παρόν δεν παρατηρείται τάση νέας αύξησής τους.

Θα πρέπει να περιμένουμε την αλλαγή του καιρού για να αξιολογήσουμε σε ποιο βαθμό μας προστατεύει το πρόγραμμα εμβολιασμού και πόσο μεγάλο είναι το ρίσκο εξαιτίας της μετάλλαξης Δέλτα.

Σε έναν έως δύο μήνες θα έχουμε τις απαντήσεις, οι οποίες θα επηρεάσουν αναπόφευκτα την οικονομική πολιτική. Επιδίωξη της κυβέρνησης είναι να περάσουμε την πανδημία χωρίς πρόσθετα μέτρα και lockdown, τα οποία μπορεί να σπάσουν την αναπτυξιακή δυναμική και να προκαλέσουν νέες μεγάλες δημοσιονομικές επιβαρύνσεις.

Δύσκολη αναζήτηση

Με βάση το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης, τα κονδύλια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης θα αξιοποιηθούν κυρίως για επενδύσεις στην πράσινη-ενεργειακή μετάβαση, την ψηφιακή μετάβαση, την τεχνολογία, την καινοτομία και τον τουρισμό. Θα υποστηριχθούν επίσης οι συνέργειες, οι εξαγορές και οι συγχωνεύσεις σε μια προσπάθεια να γίνει ο ιδιωτικός τομέας περισσότερο ανταγωνιστικός και εξωστρεφής.

Το πρόβλημα όμως είναι ότι οι παραγωγικές επενδύσεις πρέπει να είναι προσαρμοσμένες στις νέες τάσεις της παγκόσμιας οικονομίας.

Γι’ αυτό, από το ξεκίνημα της τετραετίας είχα προτείνει να προχωρήσουμε στην πλήρη ηλεκτροκίνηση των λεωφορείων και των ταξί σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ενώ στη συνέχεια ζήτησα από την κυβέρνηση να ακολουθήσει το παράδειγμα του Ντράγκι και της Ιταλίας και να εκδώσει το ελληνικό Δημόσιο πράσινο ομόλογο ύψους 5 δισ. ευρώ προκειμένου να αποκτήσουμε νέες δυνατότητες γρήγορης χρηματοδότησης της πράσινης-ενεργειακής μετάβασης και προσέλκυσης μεγάλων ξέων επενδύσεων νέου τύπου.

Δυστυχώς, δεν κινούμαστε με τους ρυθμούς της εποχής. Βρισκόμαστε στο δεύτερο μισό της τετραετίας και μόλις ανακοινώθηκε ο διαγωνισμός για την προμήθεια 750 «πράσινων» λεωφορείων. Τα 350 από αυτά θα είναι ηλεκτροκίνητα, τα 300 θα κινούνται με φυσικό αέριο και τα 100 θα είναι υβριδικά. Το βέβαιο είναι ότι με αυτό το μίγμα και με έναν διαγωνισμό που προβλέπει τουλάχιστον άλλον ενάμισι χρόνο για την παράδοση των λεωφορείων δεν πρόκειται να δημιουργήσουμε έγκαιρα την υποδομή και την εσωτερική αγορά που θα μπορούσε να προσελκύσει μεγάλους ξένους επενδυτές στην ηλεκτροκίνηση, τα συστήματα μπαταριών και τη σχετική βασική υποδομή.

Ενδεικτική της δυσκολίας προσέλκυσης νέου τύπου παραγωγικών επενδύσεων και των περιορισμένων φιλοδοξιών της κυβέρνησης είναι η περίπτωση της επένδυσης της Next.e.GO στην Ελλάδα. Πρόκειται για μία εταιρεία κατασκευής ηλεκτροκίνητων αυτοκινήτων, που ξεκίνησε από το Άαχεν της Γερμανίας, βρέθηκε το 2019 σε οικονομική αδυναμία, υπέβαλε αίτηση πτώχευσης τον Μάρτιο του 2020 που έγινε δεκτή και στη συνέχεια πέρασε στον έλεγχο του ND Group.

Με τη σειρά του, το ND Group ελέγχεται από τον επενδυτή Ναζίφ Ντεστάνι, ο οποίος δραστηριοποιείται με έδρα το Ντουμπάι έχοντας αναπτύξει έναν διεθνή επιχειρηματικό όμιλο με 12.000 υπαλλήλους. Ο Ντεστάνι ξεκίνησε την επιχειρηματική του δραστηριότητα το 1999 καλύπτοντας ανάγκες του εκστρατευτικού σώματος της Γερμανίας στο Κόσοβο, ενώ έχει αναδειχθεί σε μεγάλο επενδυτή και ευεργέτη στο Τέτοβο της Βόρειας Μακεδονίας.

Επιδίωξη του ND Group είναι να κάνει μία επένδυση 100 εκ. ευρώ στην Ελλάδα στην κατασκευή εργοστασίου συναρμολόγησης ηλεκτροκίνητων αυτοκινήτων και στην ίδρυση κέντρου τεχνολογίας και καινοτομίας. Η επενδυτική στρατηγική του ομίλου και της Next.e.GO Mobile –που ελέγχεται από αυτόν– είναι τα νέα μικρά ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα πόλης σε προσιτές τιμές και αλλαγή του τρόπου παραγωγής τους.

Σύμφωνα με τα σχέδια της εταιρείας, θα επενδύσει στα λεγόμενα μικρο-εργοστάσια, τα οποία θα μπορεί να είναι κερδοφόρα και με μια ετήσια παραγωγή μόλις 10.000 οχημάτων.

Η επένδυση συμφωνήθηκε κατ’ αρχήν με την Enterprise Greece τον Δεκέμβριο του 2020 και η Next.e.GO Mobile βρίσκεται ακόμη στην αναζήτηση της κατάλληλης τοποθεσίας με λιμενικές εγκαταστάσεις και σύνδεση με το σιδηροδρομικό δίκτυο.

Αντίθετα, η επένδυση της εταιρείας στη Βουλγαρία –η οποία συμφωνήθηκε με την κυβέρνηση της χώρας μόλις τον Ιούλιο του 2021– βρίσκεται ήδη στη φάση των χωματουργικών εργασιών για την κατασκευή του εργοστασίου στην πόλη Λόβετς και θα είναι μεγαλύτερη από της Ελλάδας. Θα φτάσει τα 143 εκατ. ευρώ με κρατική επιδότηση της τάξης των 34 εκατ. ευρώ. Η πρώτη δόση της επιδότησης θα καταβληθεί με την έναρξη της παραγωγής και το υπόλοιπο μόλις η ετήσια παραγωγή φτάσει στο επίπεδο των 20.000 οχημάτων.

Η Ελλάδα φαίνεται να παίζει υποδεέστερο ρόλο σε σχέση με τη Βουλγαρία στα επενδυτικά σχέδια μιας αυτοκινητοβιομηχανίας με περιορισμένες δυνατότητες, που είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί να μας πάει στη νέα εποχή.

Εν τω μεταξύ, οι μεγάλες ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες κάνουν μαζικές επενδύσεις στην παραγωγή ηλεκτροκίνητων οχημάτων με στόχο να ανταγωνιστούν τους κινεζικούς γίγαντες που έχουν το προβάδισμα, ενώ η αμερικανική Tesla έχει επιλέξει τη Γερμανία σαν ευρωπαϊκή βάση εξόρμησής της. Η παραγωγή ηλεκτροκίνητων οχημάτων κάνει άλματα, εφόσον η Ε.Ε. κινείται προς απαγόρευση της παραγωγής αυτοκινήτων με μηχανές εσωτερικής καύσης μέχρι το 2035. Υπάρχουν και χώρες όπως η Νορβηγία και αυτοκινητοβιομηχανίες όπως η Hyundai που θέλουν να επιτύχουν την κατάργηση της παραγωγής και κυκλοφορίας νέων αυτοκινήτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης μέχρι το 2030.

Συγκρίνοντας τις πρωτοβουλίες που αναπτύσσουμε με το επενδυτικό παρελθόν μας, νομίζουμε ότι κινούμαστε γρήγορα και αποτελεσματικά. Στην πραγματικότητα έχουμε μείνει ήδη πολύ πίσω στις νέου τύπου επενδύσεις με βάση τα διεθνή και ευρωπαϊκά κριτήρια και πρέπει να δούμε πώς θα καλύψουμε τη χαμένη απόσταση.