Ο λογαριασμός για την Ελλάδα - Free Sunday
Ο λογαριασμός για την Ελλάδα
Θα πληρώσουμε ακριβά την επεκτατική στρατηγική του Πούτιν

Ο λογαριασμός για την Ελλάδα

Η ρωσική γενική επίθεση στην Ουκρανία ήρθε την πιο ακατάλληλη στιγμή για την Ελλάδα.

Στην οικονομία μεγαλώνουν τα προβλήματα και αυξάνεται η πιθανότητα για μια νέα οικονομική μας ταλαιπωρία. Στο ενεργειακό η κατάσταση έχει ξεφύγει από τον έλεγχο, ενώ στο επίπεδο της διεθνούς πολιτικής μπορεί να δοκιμαστούμε μεταξύ ευρωπαϊκής αδράνειας και τουρκικής επιθετικότητας.

Η οικονομία

Τα βασικά οικονομικά στοιχεία μάς προειδοποιούν για έντονες αναταράξεις. Το δημοσιονομικό χρέος στο 200% του ΑΕΠ. Το δημοσιονομικό έλλειμμα περίπου 10% του ΑΕΠ το 2020 και 9% του ΑΕΠ το 2021. Το εμπορικό έλλειμμα αυξήθηκε 35% το 2021 με τη βοήθεια των ακριβών εισαγωγών καυσίμων. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών πάνω από 6% του ΑΕΠ το 2020 και λίγο πιο χαμηλά το 2021. Επιστρέψαμε αισίως και στα δίδυμα ελλείμματα, ταυτόχρονα δημοσιονομικό και έλλειμμα εξωτερικών συναλλαγών.

Σύμφωνα με το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, η δυναμική ανάπτυξη του 2022 θα οδηγήσει σε περίπου αυτόματη διόρθωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και τα κονδύλια του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης θα συμβάλλουν στην ανάπτυξη και την ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.

Προεξοφλείται επίσης ότι ο τουρισμός θα φτάσει το 2022 στα επίπεδα ρεκόρ του 2019 και πως η αγορά ακινήτων θα συνεχίσει την εντυπωσιακή της άνοδο χωρίς να εξελιχθεί σε φούσκα.

Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης πάσχει από την προεξόφληση θετικών εξελίξεων οι οποίες συνήθως δεν πραγματοποιούνται.

Το ίδιο, άλλωστε, συμβαίνει και με την COVID-19. Το Μαξίμου έχει φτάσει στο σημείο να θεωρεί ότι η πανδημία πέρασε και πως δεν επηρεάζει πλέον την οικονομική και κοινωνική ζωή ενώ καταγράφονται σταθερά 60,70,80 ή και 90 θάνατοι την ημέρα.

Το 2020 είχαμε 5.000 θανάτους από την πανδημία και ήμασταν, σύμφωνα με την άποψη της κυβερνητικής ηγεσίας, έτοιμοι να βγούμε από τη δοκιμασία. Ακολούθησε το 2021 με 16.000 θανάτους και το λεγόμενο τελευταίο μίλι. Το πρώτο δίμηνο του 2022 έχουμε 5.000 θανάτους, όσους το σύνολο του 2020 και σύμφωνα με το νέο κυβερνητικό αφήγημα περίπου δεν τρέχει τίποτα.

Επομένως οι θετικές προγνώσεις της κυβερνητικής ηγεσίας για την πορεία της οικονομίας, με ενεργειακή κρίση, COVID-19 και εδώ και μερικά 24ωρα εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, έχει κατά την άποψη μου μικρές πιθανότητες πραγματοποίησης.

Δεν πάμε για ουσιαστική βελτίωση αλλά για ανάδειξη των γνωστών διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας σε περίοδο πολυδιάστατης διεθνούς κρίσης. Τα ελλείμματα θα συνεχιστούν όπως και η υπερχρέωση, η διεθνής ανταγωνιστικότητα θα υποβαθμιστεί κι άλλο, ο ενεργειακός λογαριασμός θα αυξηθεί, ο COVID-19 είναι πάντα μαζί μας και οι τουρίστες μπορεί να μην έρθουν στους αριθμούς που θα θέλαμε.

Είναι άλλωστε εντυπωσιακή η ικανότητα του οικονομικού επιτελείου να περιορίζει την αξιοπιστία του μέσα από εξωπραγματικές εκτιμήσεις. Στη ΔΕΘ και λίγο αργότερα ο Μητσοτάκης έβλεπε ελάχιστη επιβάρυνση από την άνοδο του κόστους της ενέργειας. Τον Δεκέμβριο η κυβέρνηση εμφάνισε προϋπολογισμό με πρόγνωση πληθωρισμού 0,8% για το 2022. Στις αρχές του 2022, όταν ο ετήσιος πληθωρισμός έκανε άλματα προς το 5 και στο 6%, δόθηκαν διαβεβαιώσεις ότι οι πληθωριστικές πιέσεις δεν θα διαρκούσαν παρά λίγους μήνες.

Ενεργειακό αδιέξοδο

Τους τελευταίους μήνες η Ελλάδα έκανε, με ευθύνη Μητσοτάκη, αποφασιστικά βήματα προς το πλήρες ενεργειακό αδιέξοδο.

Το λάθος στρατηγικής σημασίας που έκανε ο πρωθυπουργός –για το οποίο τον προειδοποίησα– ήταν η πρόωρη και πρόχειρη απολιγνιτοποίηση με ταυτόχρονη ενίσχυση της εξάρτησης από το εισαγόμενο φυσικό αέριο και σκόπιμη υποτίμηση της ηλεκτροκίνησης και της υποδομής και των παραγωγικών επενδύσεων που συνδέονται με αυτήν.

Βρεθήκαμε, λοιπόν, χωρίς την παραδοσιακή άμυνα του λιγνίτη, με απόλυτη εξάρτηση σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας από το φυσικό αέριο και έχοντας αναβάλλει τις μεγάλες κινήσεις για την πράσινη μετάβαση για την επόμενη τετραετία.

Σε αυτό το σκηνικό ήρθε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η αξιοποίηση των ρωσικών εξαγωγών φυσικού αερίου και πετρελαίου σαν ισχυρό γεωπολιτικό όπλο για να ολοκληρώσει το ενεργειακό μας αδιέξοδο.

Το αδιέξοδο αυτό είναι καταναλωτικό, με την έννοια ότι στενάζουν τα νοικοκυριά και περιορίζουν την παρουσία τους στην αγορά για να μπορέσουν να πληρώσουν τον λογαριασμό του ηλεκτρικού.

Είναι ταυτόχρονα και παραγωγικό γιατί η Ελλάδα έχει διαχρονικά υψηλό κόστος ενέργειας και τους τελευταίους μήνες επιτυγχάνει πανευρωπαϊκά ρεκόρ στις χονδρικές τιμές ενέργειας εξαιτίας της απόλυτης σύνδεσης της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας με την πορεία της διεθνούς τιμής του φυσικού αερίου.

Για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ο πρωθυπουργός έπρεπε να κάνει τρεις κινήσεις.

Πρώτον, να πάει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να ζητήσει λόγω πουτινικής ανωτέρας βίας μείωση του κόστους των τιμών των ρύπων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη, για όσο διάστημα μας εκβιάζει ο Πούτιν με τις υψηλές τιμές του φυσικού αερίου.

Δεύτερον, να αλλάξει τον τρόπο λειτουργίας του Χρηματιστηρίου Ενέργειας το οποίο καταλήγει να ευνοεί τους κερδοσκόπους σε βάρος των νοικοκυριών, των μικρομεσαίων και της βιομηχανίας μας.

Τρίτον, να οργανώσει μια πανεθνική προσπάθεια υπέρ της ηλεκτροκίνησης, της προσέλκυσης σοβαρών επενδυτών για ηλεκτρικά αυτοκίνητα, για παραγωγή μπαταριών, για την ταχύτερη ανάπτυξη δικτύων και αποθήκευσης σε σχέση με τις ΑΠΕ, για την οργάνωση ενεργειακών κοινοτήτων με λαϊκή συμμετοχή.

Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι στις προτεραιότητες Μητσοτάκη, ο οποίος εμφανίζεται δέσμιος του ισχυρού κυκλώματος φυσικού αερίου που έχει δημιουργηθεί στη χώρα μας με δική του ευθύνη.

Το δημόσιο έχει ήδη δαπανήσει 2 δισ. ευρώ για να μετριάσει τις επιπτώσεις της νέας ενεργειακής κρίσης στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Εκφράζονται ερωτήματα – χαρακτηριστικές οι δηλώσεις του Ν. Ανδρουλάκη– για το ποιοι ακριβώς ωφελούνται από αυτές τις επιδοτήσεις. Εάν, δηλαδή, καταλήγουν να ευνοούν την κατανάλωση ή τη συστηματική κερδοσκοπία. Η κυβέρνηση ετοιμάζεται να δαπανήσει άλλα 3 δισ. δημόσιου χρήματος με την ίδια αναποτελεσματικότητα. Πέντε δισ. δημόσιου χρήματος είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση, είναι ισόποσο με τα ετήσια δάνεια και τις επιδοτήσεις που θα λάβουμε από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης. Η σύγκριση δείχνει πόσο εύκολα μπορεί να χαθεί η αναπτυξιακή προοπτική μέσα από την απώλεια ελέγχου της κατάστασης στον κρίσιμο τομέα της ενέργειας.

Το κόστος της αστάθειας

Η ελληνική οικονομία θα υποστεί αναπόφευκτα και το κόστος της γεωπολιτικής αστάθειας που προκάλεσε με τις επιθετικές πρωτοβουλίες του ο Πούτιν.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σε κατάσταση πολιτικής σύγχυσης και στρατηγικής αδυναμίας κι αυτό μπορεί να επηρεάσει αρνητικά το ήδη χαμηλό επίπεδο λειτουργίας της.

Δεν υπάρχει κοινή ευρωπαϊκή στρατηγική για την αντιμετώπιση του κύματος ακρίβειας που πλήττει τις ευρωπαϊκές οικονομίες, για την αντιμετώπιση της νέας ενεργειακής κρίσης, ούτε υπάρχει αξιόλογη κοινή στρατηγική για την αντιμετώπιση της ρωσικής επιθετικότητας. Το κόστος για την Ελλάδα θα είναι άμεσο και έμμεσο. Μπορεί να μη βρει την ευρωπαϊκή οικονομική στήριξη που έχει ανάγκη σε μια περίοδο κατά την οποία η οικονομία μας πολιορκείται από προβλήματα και αυξάνονται οι πιθανότητες για μια νέα ελληνική περιπέτεια.

Μπορεί επίσης να βρούμε μπροστά μας με διάφορους τρόπους την τουρκική επιθετικότητα. Ο Ερντογάν έχει δημιουργήσει ένα αξιοπερίεργο δίδυμο με τον Πούτιν με κοινά χαρακτηριστικά. Επιδιώκουν και οι δύο την αναβίωση των «αυτοκρατοριών» των χωρών τους. Άλλοτε συνεργάζονται και άλλοτε συγκρούονται, αλλά πάντα για να καλύψουν το γεωστρατηγικό κενό που αφήνει ο σταδιακός περιορισμός της παρουσίας των δυτικών δυνάμεων και η απροθυμία τους να αναλάβουν δράση και γεωπολιτικό ρίσκο.

Επομένως, αυτά που συμβαίνουν σε βάρος της Ουκρανίας μπορεί να συμβάλλουν σε αρνητικές εξελίξεις στην ανατολική Μεσόγειο και απευθείας σε βάρος της Κύπρου και της Ελλάδας.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει κάνει τις σωστές κινήσεις σε ό,τι αφορά τη στρατιωτική συμμαχία με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ και έχει θωρακίσει την εθνική άμυνα, με αποτελεσματικό τρόπο, έναντι της τουρκικής επιθετικότητας.

Όμως, το κυρίαρχο στοιχείο της νέας κρίσης είναι για την Ελλάδα το οικονομικό και το ενεργειακό, όπου η κυβέρνηση περνάει σταθερά κάτω από τον πήχη παρά τις προσδοκίες που δημιούργησε η επικράτηση Μητσοτάκη σε ό,τι αφορά την αναδιοργάνωση, τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και ειδικά του στρατηγικής συμμαχίας ενεργειακού τομέα.

Η διαχείριση του κόστους

Η οικονομία είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα παρουσιάσει σοβαρή επιδείνωση.

Η κλιμάκωση όμως της διεθνοπολιτικής κρίσης δίνει τη δυνατότητα στην κυβερνητική ηγεσία να υποστηρίξει ότι δεν ευθύνεται αυτή για τον μεγάλο οικονομικό λογαριασμό αλλά οι διεθνοπολιτικές ανατροπές που έφερε ο Πούτιν.

Υπάρχει πάντα κι ένα στοιχείο συσπείρωσης του κόσμου που ανησυχεί γύρω από την εξουσία, η οποία παίρνει σε τελική ανάλυση τις αποφάσεις και έχει τις υπογραφές που μετράνε.

Δημιουργούνται έτσι οι συνθήκες ώστε να συγκρατηθεί, με τις κατάλληλες κινήσεις, η δημοσκοπική και πολιτική πτώση της Νέας Δημοκρατίας. Τα δημοσκοπικά ποσοστά της Νέας Δημοκρατίας υποχώρησαν από το 37-38% το καλοκαίρι του 2021 στο 31-32% στις αρχές του 2022, με τάση να πέσουν κάτω από το ψυχολογικό φράγμα του 30%.

Η κλιμάκωση της διεθνούς κρίσης δίνει την ευκαιρία στον Μητσοτάκη να σταθεροποιήσει δημοσκοπικά και πολιτικά τη Νέα Δημοκρατία με τις κατάλληλες πολιτικές κινήσεις. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν οι κινήσεις του θα συμβάλλουν και στη βελτίωση της κατάστασης και της προοπτικής της ελληνικής οικονομίας.

Η απάντηση που δίνω στην βάση όσων παρατηρώ στο Μαξίμου και στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης είναι όχι.