Θανάσης Παπαγεωργίου: «Θέατρο χωρίς κρίση δεν νοείται, είναι άχρηστο» - Free Sunday
Θανάσης Παπαγεωργίου: «Θέατρο χωρίς κρίση δεν νοείται, είναι άχρηστο»

Θανάσης Παπαγεωργίου: «Θέατρο χωρίς κρίση δεν νοείται, είναι άχρηστο»

Ο Θανάσης Παπαγεωργίου μετά από μία διετία στο θέατρο Στοά, όπου απέσπασε διθυραμβικές κριτικές για τον μονόλογο «Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης», παρουσιάζει την παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά από 24 Σεπτεμβρίου για έξι μοναδικές παραστάσεις. Στην FS μιλάει για τον Μάρκο, το ρεμπέτικο τραγούδι και το θέατρο στην Ελλάδα της κρίσης.

Πώς προέκυψε το έργο της Νάνσης Τουμπακάρη που είναι βασισμένο στην αυτοβιογραφία του Βαμβακάρη σύμφωνα με το βιβλίο της Αγγελικής Βέλλου-Κάιλ; Και πώς τελικά το έργο αυτό έφτασε στα χέρια σας;

Η Νάνση σκέφτηκε πριν από χρόνια να μετατρέψει σε θεατρικό μονόλογο την αυτοβιογραφία που είχε γράψει η Κάιλ. Το είχε δώσει και σε κάποιους ηθοποιούς να το δούνε. Στα χέρια μου έφτασε μετά από οκτώ χρόνια, αν θυμάμαι καλά, σε μια εντελώς τυχαία συνάντηση που είχα μαζί της, όπου και την πρωτογνώρισα. Το διάβασα το ίδιο βράδυ που μου το έστειλε και το άλλο πρωί της ανακοίνωσα την απόφασή μου να το ανεβάσω.

Η παράσταση είναι ένας μονόλογος σε πρώτο πρόσωπο. Τι, νομίζετε, ώθησε τον Βαμβακάρη να αφηγηθεί την αυτοβιογραφία του;

Απ’ ό,τι λέει και ο ίδιος, είχε μεγάλη ανάγκη να «εξομολογηθεί» γι’ αυτά που οι άλλοι ονόμαζαν αμαρτίες, προκειμένου να αποδείξει ότι ήταν απόρροια μιας βασανισμένης ζωής. Ο Μάρκος δεν πιστεύει ότι έκανε τίποτα κακό στη ζωή του. Τα μόνα του αμαρτήματα, λέει, ήταν το χασίσι, οι γυναίκες και το μπουζούκι, αλλά αυτά δεν θεωρούνται αμαρτήματα και γι’ αυτό ζητά την κατανόησή μας, πιστεύοντας ότι κάθε άνθρωπος στη θέση του τα ίδια θα έκανε.

Στο παρασκήνιο της ζωής του Μάρκου παρακολουθούμε ταυτόχρονα τη διαδρομή της Ελλάδας, τα σημαντικότερα γεγονότα που σημάδεψαν τη χώρα. Πόσο τον επηρεάζει το γενικότερο πολιτικό πλαίσιο στο οποίο ζει;

Κανέναν μας δεν αφήνει ανεπηρέαστο η κοινωνικοπολιτική κατάσταση της εποχής που ζούμε. Όλοι μας είμαστε δέκτες και πομποί του πλατύτερου κοινωνικού μας περίγυρου, που επηρεάζεται ολοκληρωτικά από την πολιτική κατάσταση. Ένα παιδί που μεγαλώνει μέσα στον πόλεμο δεν μπορεί να έχει καμία σχέση με ένα παιδί που δεν τον γνώρισε ποτέ. Ακούγοντας τη ζωή του Μάρκου παρακολουθούμε αναγκαστικά τις περιόδους που τα έζησε. Κι αυτές δεν είναι καθόλου ασήμαντες: δύο δικτατορίες, δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, η καταστροφή του 1922 και το κύμα των προσφύγων(που σφράγισε τα μουσικά του ακούσματα), η γερμανική κατοχή, ο εμφύλιος. Νομίζω ότι έζησε μέσα στη χειρότερη περίοδο αυτής της χώρας.

Untitled design min

Ο Πειραιάς τι ρόλο παίζει στη ζωή και στο έργο του;

Ο Μάρκος μπορεί να γεννήθηκε στη Σύρα και να του καρφιτσώσανε το προσωνύμιο «το συριανάκι», αλλά είναι παιδί του Πειραιά. Πήγε εκεί λαθρεπιβάτης από τα 13 του περίπου και άρχισε να κάνει όλες τις δουλειές για να ζήσει. Χαμάλης στο λιμάνι, εργάτης στα καράβια, εκδορέας και πολλές άλλες δουλειές του ποδαριού για να «τη βγάλει». Εκεί γνώρισε το μπουζούκι, εκεί πρωτοπήγε σε τεκέ, εκεί γνώρισε τις γυναίκες όλων των ειδών, εκεί έστησε μαγαζί, εκεί παντρεύτηκε, όλα τα έκανε εκεί. Πρέπει να δεχτούμε ότι η Σύρος είναι μόνο η γενέτειρα και το μέρος όπου πρωτογνώρισε τη φτώχεια και τη μιζέρια, που δεν του πήγαινε καθόλου.

Πολλοί λένε πως το ρεμπέτικο είναι για την Ελλάδα ό,τι η τζαζ για τις ΗΠΑ. Η «περιθωριακή» μουσική που τελικά έγινε ο εθνικός ύμνος μιας χώρας. Τι είναι για σας το ρεμπέτικο; Τι συμβολίζει το είδος και οι εκπρόσωποί του;

Αλήθεια είναι και δεν είναι τυχαίο ότι ο Στέλιος Βαμβακάρης συνέθεσε μπλουζ με το μπουζούκι του και μάλιστα με ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Το ρεμπέτικο, μαζί με το δημοτικό, είναι η μουσική και το τραγούδι του λαού, η μουσική που πηγάζει από τα αισθήματα του λαού και μιλάει για τα προβλήματα που τον καίνε. Φυσικό είναι, λοιπόν, να συμβολίζει τον λαό, που αναδεικνύει αυτούς τους συνθέτες και τραγουδιστές σαν ραψωδούς του. Κάθε χώρα και κάθε λαός διαθέτει μια τέτοια μουσική, είτε λέγεται ρεμπέτικο είτε μπλουζ, φάδος ή αμανές.

Αν αύριο ερχόταν το τέλος του κόσμου και σας ζητούσαν να διαλέξετε τρία τραγούδια του Βαμβακάρη, ώστε να διαφυλαχτούν σε μια πολιτισμική κάψουλα, ποια θα ήταν αυτά;

Δεν υπάρχει πιο δύσκολη απάντηση. Μπορεί να υπάρχουν κάποια που δεν θα με πείραζε να χαθούν, αλλά τα υπόλοιπα είναι τόσο πολλά, που δύσκολα επιλέγεις τρία. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν θα διάλεγα τραγούδια από τα πολύ γνωστά του, τα πιασάρικα, αυτά που προωθούν οι δισκογραφικές εταιρείες για να πουλήσουν. Υπάρχουν αριστουργήματα λιγότερο γνωστά στο πλατύ κοινό, από αυτά που έχουν βγει από τα βάθη της καρδιάς του. Εντελώς πρόχειρα: «Ψεύτικος είναι ο ντουνιάς και ψεύτικ’ η ζωή μας», «Ώρες με θρέφει ο λουλάς κι ώρες αδυνατάω» και ο μοναδικός αμανές που είπε «Είναι πικρός ο θάνατος».

Στα σημερινά ρεμπετάδικα συχνάζουν νέα παιδιά. Πώς το εξηγείτε;

Παρηγοριά ότι δεν θα χαθεί τίποτα. Δεν συχνάζουν απλώς, τα ακούω και παίζουν το όργανο, ξέρουν πολλά τραγούδια ρεμπέτικα και τα λένε σωστά και με πάθος. Συναντιέμαι στου Ζωγράφου με μια παρέα εικοσάρηδες φοιτητές που έχουν τεράστιο ρεπερτόριο. Ήταν από τους πρώτους θεατές της παράστασης…

Έτυχε να γνωρίσετε τον Βαμβακάρη. Τι εικόνες σάς έχουν μείνει από αυτές τις δύο συναντήσεις – την πρώτη, που ήσασταν ακόμη παιδί, αλλά και αργότερα, όταν τον συναντήσατε σε μεγαλύτερη ηλικία;

Από την πρώτη δεν θυμάμαι τίποτα περισσότερο από κάποιους ανεβασμένους πάνω σε μια έδρα, σαν του σχολείου, κι ένα πιάνο στο βάθος, όπου ο πιανίστας μάς είχε γυρισμένη την πλάτη κι αυτό μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Από τη δεύτερη, έναν γλυκύτατο γέροντα, κουρασμένο, καταδεχτικό, που με πολλή αγάπη δέχτηκε την πρότασή μου να μας γράψει μουσική και με έστειλε στον Στέλιο, τον γιο του, επειδή ο ίδιος αδυνατούσε.

Εσείς πως «γνωρίσατε» το ρεμπέτικο τραγούδι;

Τα χρόνια της Κατοχής στην Καισαριανή ο πατέρας μου είχε έναν φίλο που του χτύπαγε τα μεσάνυχτα το παράθυρο –τότε υπήρχε υποχρεωτική συσκότιση– και του έβαζε να ακούει τραγούδια σε ένα γραμμόφωνο που κουβαλούσε μαζί του. Ένα βράδυ ξύπνησα και τον είδα κι εγώ. Κρατούσε ένα γραμμόφωνο με χωνί και είχε έναν τρόπο που όταν μεγάλωσα έμαθα ότι λέγεται μεράκλωμα. Θυμάμαι και το τραγούδι: «Ό,τι κι αν πω, δεν σε ξεχνώ». Αργότερα, μετά το 1948, πήγαμε οικογενειακώς σε μια «οικογενειακή ταβέρνα» –έτσι λέγανε τότε τα ρεμπετομάγαζα–, στου «Καλαματιανού», στις Τζιτζιφιές, όπου χωρίς να το ξέρω άκουσα από κοντά τον Μάρκο, τον Παπαϊωάννου, τον Χατζηχρήστο, τον Καρίπη…

Σαράντα οκτώ χρόνια στο θέατρο Στοά. Υπάρχει σοβαρό θέατρο στην Ελλάδα της κρίσης;

Όταν έχει μεράκι, μπορεί να κάνει. Σοβαρό θέατρο στην Ελλάδα υπάρχει, απλώς δεν προβάλλεται, γιατί δεν συμφέρει, όπως πάντα. Αυτά που προβάλλονται είναι εκείνα στα οποία σπρώχνουν τον πολύ τον κόσμο για ευνόητους λόγους. Κι εμείς, όταν ξεκινήσαμε, όλη η γενιά του 1970, και ο Κουν πριν από μας, και ο Ροντήρης, και ο Ρώτας πιο πριν, και άλλοι πολλοί, όλοι σηκώσαμε κεφάλι μέσα σε καιρούς κρίσης. Θέατρο χωρίς κρίση δεν νοείται, είναι άχρηστο. Το θέατρο υπάρχει όπου υπάρχει ανισότητα, καταδίωξη και αδικία. Εξαρτάται πού ανήκεις. Από δω ή από κει.

INFO

«Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης»

της Νάνσης Τουμπακάρη

Σκηνοθεσία - ερμηνεία: Θανάσης Παπαγεωργίου

Σκηνικό & ενδυματολογική επιμέλεια: Λέα Κούση

24-29 Σεπτεμβρίου

Δημοτικό Θέατρο Πειραιά