Η κυβέρνηση Τραμπ «σκότωσε» το ουδέτερο διαδίκτυο - Free Sunday
Η κυβέρνηση Τραμπ «σκότωσε» το ουδέτερο διαδίκτυο

Η κυβέρνηση Τραμπ «σκότωσε» το ουδέτερο διαδίκτυο

Από τις 14 Δεκεμβρίου 2017 η απόφαση μιας ανεξάρτητης αρχής στις ΗΠΑ έχει προκαλέσει αναταραχή σε ολόκληρο τον κόσμο, καθώς η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών (Federal Communications Commission – FCC, η αντίστοιχη αμερικανική ΕΕΤΤ) προχώρησε στην κατάργηση μιας από τις σημαντικότερες αποφάσεις που είχαν ληφθεί επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα, η οποία διασφάλιζε μια βασική αρχή στο διαδίκτυο: την ουδετερότητα.

Τι είναι η ουδετερότητα δικτύου
Η αρχή αυτή, πολύ συνοπτικά, λέει ότι το σύνολο της διαδικτυακής δραστηριότητας θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ισότιμα και ουδέτερα. Πιο περιγραφικά, αν φανταστούμε το διαδίκτυο ως μια τεράστια λεωφόρο, τα δεδομένα/οχήματα που κινούνται σε αυτήν δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε καμία διαφορετική μεταχείριση που να σχετίζεται με την ταχύτητα μετάδοσής τους ή τη χρέωση ανάλογα με τον χρήστη, το περιεχόμενο, τον ιστότοπο, την πλατφόρμα, την εφαρμογή, το είδος του συνδεδεμένου εξοπλισμού ή τη μέθοδο επικοινωνίας.
Ουσιαστικά, η αρχή της δικτυακής ουδετερότητας –έννοια που εισήγαγε το 2003 ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια Τιμ Γου– λέει ότι οι πάροχοι υπηρεσιών διαδικτύου δεν μπορούν κατά το δοκούν να επεμβαίνουν στη λειτουργία του, για παράδειγμα περιορίζοντας την πρόσβαση σε κάποια δεδομένα ή δείχνοντας προτίμηση στην προώθηση άλλων. Αντιθέτως, όλα τα δεδομένα που κινούνται στο internet, σύμφωνα με την αρχή αυτή, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ισότιμα και ο χρήστης να έχει πρόσβαση σε αυτά χωρίς εμπόδια ή προβλήματα.

«Δημόσιο αγαθό»
Την αρχή αυτή η FCC είχε προσπαθήσει το 2015 να τη μετατρέψει σε νόμο, αποφασίζοντας ότι οι πάροχοι υπηρεσιών διαδικτύου (internet service providers – ISPs, δηλαδή οι εταιρείες που παρέχουν συνδέσεις με το διαδίκτυο) είναι «κοινοί μεταφορείς» (common carriers) οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να παρέχουν –με βάση τους κανόνες που υφίστανται– τις υπηρεσίες τους σε όλους τους πολίτες που πληρώνουν γι’ αυτές, χωρίς καμία παρέμβαση στο περιεχόμενο των υπηρεσιών αυτών.
Μάλιστα, μετά από προσφυγή στο Εφετείο της Ένωσης Τηλεπικοινωνιών των ΗΠΑ κατά της απόφασης της FCC, το δικαστήριο τον Ιούνιο του 2016 απέρριψε το αίτημα για ανατροπή της απόφασης, χαρακτηρίζοντας το διαδίκτυο δημόσιο αγαθό και όχι αγαθό πολυτελείας. Ωστόσο, η νίκη αυτή των οπαδών της ουδετερότητας του δικτύου δεν θα κρατούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Η μεγάλη ανατροπή
Πρέπει να σημειωθεί ότι η κυβέρνηση Τραμπ από την αρχή της θητείας της είχε καταστήσει σαφές ότι αντιτίθεται στην απόφαση της FCC. Ο νέος πρόεδρός της, Ατζίτ Πάι, ανακοίνωσε άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του ότι προτίθεται να «εκσυγχρονίσει» τις πολιτικές της FCC, ώστε να «ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα της σύγχρονης αγοράς» και σύντομα έκανε τους στόχους του πραγματικότητα. Στις 18 Μαΐου 2017 η FCC ψήφισε ώστε να μειώσει τις παρεμβάσεις της ως προς την ουδετερότητα του διαδικτύου και στις 14 Δεκεμβρίου, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες προσωπικοτήτων από τον χώρο της επιστήμης της Πληροφορικής, όπως ο δημιουργός του Παγκόσμιου Ιστού (World Wide Web) Τιμ Μπέρνερς-Λι, επικύρωσε την απόφασή της.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα νέα δεδομένα, οι ISPs χαρακτηρίζονται πάροχοι υπηρεσιών πληροφορίας, οι νομικοί φραγμοί για την παραβίαση της ουδετερότητας του δικτύου μειώνονται μέχρι σχεδόν εξάλειψής τους και ο έλεγχος των πρακτικών των εταιρειών αυτών περνά από την FCC στην πολύ μικρότερη σε μέγεθος και χωρίς αποφασιστικό ρόλο Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου (Federal Trade Commission – FTC), ενώ ως σήμερα η Επιτροπή Επικοινωνιών μπορούσε να παρέμβει άμεσα αν διαπιστωνόταν ότι ένας πάροχος συμπεριφέρεται με τρόπο που δεν συνάδει με τις ορθές πρακτικές ή ακόμη κι αν υπήρχε υποψία ότι προτίθεται να συμπεριφερθεί με τέτοιον τρόπο.

Τι σημαίνει
Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται τεχνικά και ακατανόητα, ωστόσο έχουν ιδιαίτερη σημασία για την ομαλή και ελεύθερη λειτουργία του διαδικτύου στον πλανήτη. Πλέον τα νέα δεδομένα που δημιουργούνται μπορούν να επιτρέπουν σε έναν πάροχο υπηρεσιών διαδικτύου, για παράδειγμα, να «κόβει» την ταχύτητα μεταφοράς δεδομένων από κάποιους ιστοχώρους επ’ ωφελεία κάποιων άλλων ή να αποκλείει κάποιους ιστοχώρους από την πρόσβαση των συνδρομητών του.
Και αν κάποιος νομίζει ότι αυτά δεν γίνονται, ήδη η FCC έχει παρέμβει σε ανάλογες περιπτώσεις, όπως αυτή του παρόχου Comcast, ο οποίος «έπνιγε» υπηρεσίες Ρ2Ρ, όπως το BitTorrent, ενώ το δημοφιλές Netflix έφτασε στο σημείο να κατηγορεί δημόσια πάροχο ότι μείωνε την ταχύτητα του streaming της υπηρεσίας και η υπόθεση να καταλήγει στα δικαστήρια. Σε αδρές γραμμές, με τη νέα απόφαση της FCC εκτιμάται ότι κάθε πάροχος θα μπορεί σύμφωνα με τις επιθυμίες του να μπλοκάρει την πρόσβαση του χρήστη σε συγκεκριμένο υλικό ή να δίνει υψηλές ταχύτητες σε συγκεκριμένο περιεχόμενο και πολύ αργές σε άλλο, με αποτέλεσμα οι χρήστες να εγκαταλείπουν το «αργό» περιεχόμενο.

Υπέρ και κατά
Όσοι είναι υπέρ της ουδετερότητας του δικτύου θέτουν ακόμη και ζητήματα ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης, αλλά και στρεβλώσεων στην αγορά, καθώς οι πάροχοι ενδεχομένως να ζητούν υψηλότερες χρεώσεις για πρόσβαση σε ένα πιο «πλούσιο» διαδίκτυο ή να απαιτούν από τους δημιουργούς περιεχομένου επιπλέον χρήματα για να τους παρέχουν υψηλή ποιότητα υπηρεσιών.
Από την άλλη, όσοι αντιτάσσονται στην ουδετερότητα του διαδικτύου –μεταξύ των οποίων και ο γνωστός καθηγητής του ΜΙΤ Νίκολας Νεγκροπόντε– επισημαίνουν ότι η υπερβολική παρεμβατικότητα της FCC μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των επενδύσεων, στρέβλωση του ανταγωνισμού, πιθανή αύξηση της φορολογίας και νομικό χάος λόγω υπερβολικής ρύθμισης.
Το βέβαιο είναι ότι το τοπίο θα αλλάξει μετά την απόφαση της FCC, ενώ στην Ευρώπη η Ε.Ε. δέχεται κριτική ότι οι κανόνες της για την ουδετερότητα του διαδικτύου είναι διάτρητοι, υποχρεώνοντας χώρες-μέλη να προχωρούν στη δημιουργία δικού τους πλαισίου για να τη διασφαλίσουν.