Σουλτάνος για πόσο ακόμη; - Free Sunday
Σουλτάνος για πόσο ακόμη;

Σουλτάνος για πόσο ακόμη;

Το αποτυχόν πραξικόπημα απαντήθηκε ήδη με το καλά εδώ και καιρό σχεδιασμένο και προετοιμασμένο πραξικόπημα του Ερντογάν και της ηγετικής ομάδας του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ: Πριν ακόμη τεθεί σε ισχύ η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, οι εκκαθαρίσεις και οι συλλήψεις είχαν ανοίξει ήδη το κεφάλαιο μιας απόλυτης κυριαρχίας του κομματικού μηχανισμού.

Έτσι, το ερώτημα που τίθεται πλέον δεν είναι ούτε η συνταγματική μεταρρύθμιση που θα δίνει στον Πρόεδρο αρμοδιότητες σουλτάνου ούτε η μεθόδευσή της με ψηφοφορία στη Βουλή και δημοψήφισμα και αμέσως μετά πρόωρες εκλογές. Το ερώτημα είναι ποια προσχήματα κοινοβουλευτικού πλουραλισμού θα θελήσει να διατηρήσει ο Ερντογάν και, κυρίως, τι θα πράξει με τη σύνθεση της επόμενης Βουλής: Το κουρδικό κόμμα HDP είτε θα τεθεί εκτός νόμου είτε θα εμποδιστεί να φτάσει το πλαφόν του 10% που απαιτείται για την είσοδο στη Βουλή, με ανοιχτό το ερώτημα τι θα συμβεί με το εθνικιστικό ΜΗΡ που ψήφισε υπέρ της κατάστασης έκτακτης ανάγκης στη Βουλή. Αν, δηλαδή, θα παραμείνει ως κόμμα δορυφόρος του ΑΚΡ ή θα διεμβολιστεί από τη ρητορική και πρακτική του Ερντογάν και θα βρεθεί κι αυτό εκτός Βουλής.

Καθεστωτική αλλαγή

Με άλλα λόγια, μέχρι και το φθινόπωρο θα έχει συντελεστεί με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς ουσιαστική αντιπολίτευση, με δεδομένο το έλλειμμα ηγεσίας και προγραμματικής ταυτότητας του κεμαλικού Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, η καθεστωτική αλλαγή, με την εγκαθίδρυση ενός συγκεντρωτικού προσωποπαγούς καθεστώτος που θα παραπέμπει περισσότερο στην πρώην σοβιετική Κεντρική Ασία παρά στο προεδρικό μοντέλο της Γαλλίας και των ΗΠΑ.

Η χαμένη δυνατότητα

Το βράδυ της αποτυχημένης απόπειρας πραξικοπήματος ο Ερντογάν είχε την ευκαιρία να επιλέξει να διευρύνει την πολιτική του βάση, να ξεφύγει από τον αυτοεγκλωβισμό του στην αυταρχική εκτροπή των τελευταίων χρόνων και να τεθεί επικεφαλής ενός ευρύτατου δημοκρατικού μετώπου, να ξαναβρεί δηλαδή το χαμένο νήμα και τη δυναμική που είχε μέχρι και την εξέγερση του πάρκου Γκεζί στην Κωνσταντινούπολη το καλοκαίρι του 2013. Ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, αυτή η ευκαιρία ή εναλλακτική λύση ήταν μια υπόθεση εργασίας χωρίς βάση και αντίκρισμα.

Ο Ερντογάν μέχρι τις εκλογές του 2011, όπου συγκέντρωσε σχεδόν το 50% των ψήφων, είχε όντως μια διευρυμένη στήριξη πέραν του πολιτικού Ισλάμ, από τμήματα της κοινωνίας που τον θεωρούσαν πολιορκητικό κριό στην προσπάθεια κατεδάφισης της παράλληλης εξουσίας του κεμαλικού κατεστημένου και του βαθέος κράτους.

Τότε, λίγο μετά τις εκλογές του 2011 και με τη στρατιωτική ηγεσία αδρανοποιημένη μετά τη βροχή αποκαλύψεων και το κύμα διώξεων που ακολούθησε για τα σχέδια πραξικοπήματος με τις κωδικές ονομασίες «Βαριοπούλα» και «Εργκένεκον», ο Ερντογάν θα μπορούσε να επιδιώξει ρόλο υπεράνω κομμάτων, αν διάλεγε να εκπροσωπήσει το σύνολο του ευρύτατου κοινωνικού και πολιτικού μετώπου που τον στήριξε από το 2002 και μετά στη συγκρουσιακή συγκατοίκησή του με τη στρατιωτική ηγεσία.

Το μυστικό του Ερντογάν

Ο Ερντογάν, όμως, είχε, απ’ ό,τι φαίνεται, κρυφή ατζέντα την εγκαθίδρυση μιας απόλυτης προσωποπαγούς εξουσίας, μια επιλογή που είχε από τότε μέχρι και σήμερα καθοριστικές συνέπειες και επιπτώσεις:
  • Πρώτον, δεν άφηνε περιθώρια πραγματικού πολιτικού πλουραλισμού και, κυρίως, δεν επέτρεπε την αμφισβήτηση της εκπροσώπησης του πολιτικού Ισλάμ από τα πολυπλόκαμα δίκτυα του ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν.
  • Αντίθετα, η άσφαιρη και αναξιόπιστη αντιπολίτευση του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος υπό τον Μπαϊκάλ και στη συνέχεια τον Κιλιτζάρογλου ήταν και ακίνδυνη και βολική ως πρόσχημα πολυκομματισμού.

Η πορεία προς μια σουλτανική εξουσία είχε ως πρώτη συνέπεια τη σκληρή σύγκρουση με τα δίκτυα του ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν –που είναι εγκατεστημένος στις ΗΠΑ από το 1999– αμέσως μετά την εξέγερση του πάρκου Γκεζί: Τα φιλικά προς τον ιμάμη ΜΜΕ αποκάλυπταν καθημερινά σκάνδαλα διαφθοράς που άγγιζαν την ίδια την οικογένεια Ερντογάν, ενώ ο πρωθυπουργός και ηγέτης του ΑΚΡ απαντούσε με κύμα εκκαθαρίσεων και διώξεων, κυρίως στην αστυνομία και στο δικαστικό σώμα. Το πολιτικό σκηνικό άλλαξε ριζικά καθώς ο Ερντογάν αναζήτησε τη στήριξη και συνεργασία της στρατιωτικής ηγεσίας με κοινό αντίπαλο τον Γκιουλέν, στις μηχανορραφίες του οποίου απέδωσε τις αποκαλύψεις για τις υποθέσεις «Εργκένεκον» και «Βαριοπούλα». Αυτή η συμμαχία χωρίς αρχές ήταν η πρώτη κίνηση επαναφοράς των ενόπλων δυνάμεων της Τουρκίας ως παράγοντα, και μάλιστα καθοριστικό, στη διαμόρφωση των εσωτερικών πολιτικών ισορροπιών.

Η de facto συμμαχία με το βαθύ κράτος της στρατιωτικής ηγεσίας εκ των πραγμάτων περιόρισε και την ηγετική εμβέλεια του Ερντογάν, πέραν της επιρροής του ΑΚΡ στα στρώματα της κοινωνίας που ήθελαν αυθεντικό εκδημοκρατισμό. Η σκληρή καταστολή των διαδηλώσεων στο πάρκο Γκεζί προειδοποίησε όλους όσοι έτρεφαν ακόμη αυταπάτες ότι ο αυταρχισμός Ερντογάν όχι μόνο δεν διαφέρει από αυτόν του κεμαλικού κατεστημένου αλλά λόγω του προσωποπαγούς χαρακτήρα της εξουσίας μπορεί να είναι και χειρότερος.

Κουρδικό κουβάρι

Στην πορεία για την απόλυτη εξουσία ο Ερντογάν θα αρνιόταν για δεύτερη φορά τον εαυτό του, το ίδιο το πρόσφατο παρελθόν του, στην άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας σε ένα δεύτερο μέτωπο, το Κουρδικό.

Από το 2002 και μετά, η πλειοψηφία των Κούρδων στη ΝΑ Τουρκία στήριζε τον Ερντογάν, καθώς ο νεο-οθωμανικός πολιτικός λόγος του ΑΚΡ είχε κατά κύριο λόγο σουνιτικές ισλαμικές αναφορές που μπορούσαν να αποτελέσουν κοινό παρονομαστή ενότητας των Κούρδων και των Τούρκων μουσουλμάνων. Έτσι, ο Ερντογάν στον χειρισμό του Κουρδικού εμφανιζόταν να έχει πολλαπλάσια ευελιξία από το δόγμα των κεμαλικών «Τουρκία, ένα έθνος - ένα κράτος».

Στο Κουρδικό ο Ερντογάν έκανε από το 2011 μέχρι και το 2015 τα μεγαλύτερα και πιο τολμηρά ανοίγματα: Ο έμπιστος συνεργάτης του και επικεφαλής της Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΜΙΤ), Χακάν Φιντάν, είχε σχεδόν σε καθημερινή βάση συνομιλίες με τον έγκλειστο στο Ιμραλί Οτσαλάν, το αποτέλεσμα των οποίων ήταν η απόφαση του ιστορικού Κούρδου ηγέτη να καλέσει τους αντάρτες να σταματήσουν την ένοπλη δράση για να αναζητηθεί πολιτική λύση περιορισμένης αυτονομίας σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης.

Όλα τινάχτηκαν στον αέρα μετά τις εκλογές του Απριλίου του 2015, όταν το HDP, το φιλοκουρδικό κόμμα, ξεπέρασε το πλαφόν του 10%, μπήκε στη Βουλή και στέρησε από το ΑΚP και την κυβέρνηση Νταβούτογλου την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. Το τι επακολούθησε είναι γνωστό: ο Ερντογάν κήρυξε τον πόλεμο στους Κούρδους εντός και εκτός συνόρων, κατά του ΡΚΚ στη ΝΑ Τουρκία και της αδελφής ομογάλακτης οργάνωσης PYD στη ΒΑ Συρία. Εξυπακούεται ότι σε μια πολεμική επιχείρηση όχι πλέον κλασικού ανταρτοπόλεμου αλλά πολέμου πόλεων ο στρατός και η ηγεσία του έχουν τον βαρύνοντα, αν όχι τον καθοριστικό, ρόλο.

Έτσι, είναι ξεκάθαρο ότι αν προ της απόπειρας πραξικοπήματος η δίψα για την απόλυτη εξουσία είχε οδηγήσει τον Ερντογάν σε αυτοακύρωση, σήμερα μπορεί να αναδειχθεί στον παράγοντα που θα τον οδηγήσει σε απόλυτο αδιέξοδο.