Γερμανία - Ευρωπαϊκή Ένωση, οι πολλοί συμβιβασμοί βλάπτουν - Free Sunday
Γερμανία - Ευρωπαϊκή Ένωση, οι πολλοί συμβιβασμοί βλάπτουν
Σοβαρός κίνδυνος ακινησίας μετά την εποχή Μέρκελ

Γερμανία - Ευρωπαϊκή Ένωση, οι πολλοί συμβιβασμοί βλάπτουν

Η Άνγκελα Μέρκελ συμπληρώνει τέσσερις θητείες στην καγκελαρία και αποχωρεί από την πολιτική έχοντας συμβάλλει στην εντυπωσιακή αλλαγή της Γερμανίας και σε μικρότερο βαθμό στην αλλαγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η «Frankfurter Allgemeine Zeitung» συνόψισε, με χαρακτηριστική εθνική υπερηφάνεια, τον ρόλο της γερμανικής ηγεσίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως εξής: «Έστω και ανεπίσημα, ο γερμανός καγκελάριος είναι άλλωστε και ο ηγέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Γερμανός καγκελάριος αποφασίζει σε μεγάλο βαθμό πως θα εξελιχθούν πανευρωπαϊκά τα πράγματα, το θέμα του χρέους, στον αγώνα για το κράτος δικαίου, στην αποδοχή των μεταναστών, στην αντιπαράθεση με την Κίνα και τη Ρωσία».

Αντιφατική εξέλιξη

Είναι γεγονός ότι με το πέρασμα του χρόνου ενισχύεται το ειδικό βάρος της Γερμανίας στην οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε αρκετές περιπτώσεις στη διαμόρφωση των πολιτικών εξελίξεων.

Υπάρχει όμως μια αντίφαση στην εξέλιξη της Γερμανίας, η οποία έγινε φανερή κατά τη διάρκεια της 16ετούς παραμονής της Μέρκελ στην εξουσία και κινδυνεύει να πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις στην μετά Μέρκελ εποχή.

Από τη μια η Γερμανία πράγματι ενίσχυσε το ειδικό βάρος της στην οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης των «27». Από την άλλη δυσκολεύεται, για διάφορους λόγους, να επιβεβαιώσει τον ηγετικό ρόλο της στην Ε.Ε.

Η σύγκριση με τη Γαλλία, τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, λύνει όλες τις απορίες.

Το 2005, στο ξεκίνημα της περιόδου Μέρκελ, το δημόσιο χρέος των δύο κρατών ήταν περίπου το ίδιο στο 67% του ΑΕΠ, κοντά στο ανώτατο όριο του 60% του ΑΕΠ που ορίζει το Σύμφωνο Σταθερότητας.

Στα 16 χρόνια που μεσολάβησαν, το δημόσιο χρέος της Γαλλίας εκτοξεύτηκε, με τη βοήθεια της οικονομικής κρίσης και στη συνέχεια με την κρίση της πανδημίας, στο 114% του ΑΕΠ ενώ της Γερμανίας αυξήθηκε οριακά στο 70% του ΑΕΠ. Η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης αρχίζει να μοιάζει με την τρίτη μεγαλύτερη, που είναι η υπερχρεωμένη Ιταλία. Αντίθετα, η Γερμανία απέφυγε την υπερχρέωση και μπορεί να κινηθεί πιο ελεύθερα και δυναμικά για να στηρίξει την οικονομία και την κοινωνία.

Στη διάρκεια της περιόδου Μέρκελ (2005-2021), το ποσοστό της βιομηχανίας στο ΑΕΠ έμεινε σταθερό στη Γερμανία γύρω στο 26% ενώ στη Γαλλία υποχώρησε από το 19,6% στο 16,3% του ΑΕΠ. Η ισχυρή βιομηχανία της Γερμανίας είναι η βάση για την εξωστρέφεια, τις εξαγωγικές επιδόσεις και το εμπορικό πλεόνασμα-ρεκόρ. Τοποθετεί τη γερμανική οικονομία στη δική της κατηγορία σε ό,τι αφορά τη συνεργασία με τις ΗΠΑ και την Κίνα, με την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει πολύ λιγότερες δυνατότητες.

Και σε ό,τι αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, η Γερμανία προόδευσε κατά την περίοδο Μέρκελ με έναν τρόπο που ενίσχυσε το συγκριτικό της πλεονέκτημα έναντι της Γαλλίας, της Ιταλίας και των άλλων οικονομιών της Ευρωζώνης. Την περίοδο 2005-2021 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Γερμανίας αυξήθηκε από 32.270 σε 38.180. Μια αργή αλλά σταθερή πρόοδος.

Στη Γαλλία, η αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν μικρή και αβέβαιη, από 31.740 σε 33.640 (τα στοιχεία από πίνακα της εφημερίδας «Τα Νέα», 25-26/09/2021). Σαν αποτέλεσμα της οικονομικής στασιμότητας που χαρακτηρίζει την Ιταλία, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ υποχώρησε από 29.860 το 2005 σε 27.300 ευρώ το 2021.

Η περίοδος Μέρκελ ξεκίνησε με τη Γερμανία να έχει συγκρίσιμο κατά κεφαλήν ΑΕΠ με τη Γαλλία και λίγο μεγαλύτερο από της Ιταλίας και έφτασε στο τέλος της με την ισχυρότερη οικονομία της Ευρωζώνης να έχει μεγαλώσει πολύ την απόσταση που τη χωρίζει από τη δεύτερη και την τρίτη.

Ακόμη και στο ξεκίνημα της περιόδου της πανδημίας, η γερμανική οικονομία είχε πολύ καλύτερη συμπεριφορά από τη γαλλική. Το γερμανικό ΑΕΠ έπεσε 4,6% το 2020 ενώ το γαλλικό ΑΕΠ έπεσε 7,9%.

Οι καλύτερες αναπτυξιακές επιδόσεις της Γερμανίας της επέτρεψαν να περιορίσει το ποσοστό ανεργίας από 11,2% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού το 2005 σε 3,7% το 2021. Αντίθετα, η Γαλλία συνεχίζει να υποφέρει από αρκετά υψηλό ποσοστό ανεργίας εφόσον ήταν 8,5% το 2005 και κινείται γύρω στο 7% το 2021.

Το οικονομικό γερμανικό συγκριτικό πλεονέκτημα είναι πολύ μεγαλύτερο από ό,τι αφήνουν να εννοηθεί τα στοιχεία που ανέφερα. Η Γερμανία έχει σταθερά εμπορικό πλεόνασμα ρεκόρ, ενώ έχει δημιουργήσει μια δική της ζώνη επιρροής στην κεντρική και στην ανατολική Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς να υπάρχει άλλο κράτος-μέλος της Ε.Ε. που να έχει αποκτήσει, με το πέρασμα του χρόνου, τέτοια οικονομική διασύνδεση και βάθος.

Δεν υπάρχει, λοιπόν, αμφιβολία ότι η Μέρκελ αφήνει τη Γερμανία συγκριτικά πολύ ισχυρότερη, στο πλαίσιο της Ε.Ε., από ό,τι στο ξεκίνημα της 16ετούς θητείας της στην καγκελαρία.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η Γερμανία ηγείται της Ε.Ε. σε όλα τα ζητήματα μεγάλης σημασίας, με βάση όσα περιγράφει με εθνική υπερηφάνεια η «Frankfurter Allgemeine Zeitung».

Η Μέρκελ απέφυγε να πάρει πρωτοβουλία σε πολλά ζητήματα ή καθυστέρησε τις αποφάσεις θεωρώντας ότι ο χρόνος λειτουργούσε υπέρ της Γερμανίας, έστω και αν τα ευρωπαϊκά προβλήματα δεν μπορούσαν να περιμένουν.

Εξαιτίας ενός δύσκολου ιστορικού παρελθόντος, που σφράγισαν κατά περιόδους ο μιλιταρισμός και ο ναζισμός, η γερμανική πολιτική τάξη είναι ιδιαίτερα διστακτική σε ζητήματα που έχουν σχέση με τις αμυντικές δαπάνες, τη στρατιωτική παρουσία εκτός συνόρων, τη δημιουργία του λεγόμενου ευρωστρατού.

Οι Γερμανοί πολιτικοί δίνουν απόλυτη προτεραιότητα στους οικονομικούς υπολογισμούς, αν και είναι φανερό ότι η άσκηση οικονομικής επιρροής έχει συγκεκριμένα όρια στην

γεωπολιτική.

Επομένως, μπορεί η Μέρκελ να ενίσχυσε τη Γερμανία και τη δυνατότητα της να ηγηθεί της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα το κάνει. Όσο ισχυρότερη γίνεται η Γερμανία τόσο πιο φανερό γίνεται το έλλειμμα ευρωπαϊκής ηγεσίας που τη χαρακτηρίζει.

Υπάρχει κι ένα ζήτημα εσωτερικής λειτουργίας του πολιτικού συστήματος της Γερμανίας, το οποίο δεν φαίνεται να επιβραβεύει ευρωπαϊκού επιπέδου πρωτοβουλίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το άνοιγμα των γερμανικών συνόρων και της κοινωνίας στους πρόσφυγες και τους μετανάστες το 2015 και το 2016 προκάλεσε μεγάλη κοινωνική και πολιτική αντίδραση, με αποτέλεσμα να χάσουν οι Χριστιανοδημοκράτες ένα σημαντικό τμήμα της εκλογικής τους βάσης, το οποίο κινήθηκε προς τη σκληρή δεξιά έως ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία.

Οι μεγάλες αλλαγές

Στο τέλος της περιόδου Μέρκελ έχουν προχωρήσει, σε μεγάλο βαθμό, σημαντικές αλλαγές στη Γερμανία, που επηρεάζουν και τον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο ρόλο της.

Πρώτον, με πρωτοβουλία της Μέρκελ έχει δημιουργηθεί μια ευρύτερη συναίνεση γύρω από ζητήματα μεγάλης οικονομικής και κοινωνικής σημασίας. Η Μέρκελ κυβέρνησε στο κέντρο, έστω και αν αυτό απογοήτευε ανά διαστήματα πολλά στελέχη και τη δεξιά πτέρυγα του κόμματος της.

Δεύτερον, χρηματοδοτήθηκε απλόχερα η ανάπτυξη των ανατολικών περιοχών της χώρας, που αποτέλεσαν μεταπολεμικά την Ανατολική Γερμανία, χωρίς να χαθεί ο έλεγχος των δημόσιων οικονομικών και με παράλληλη ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της γερμανικής οικονομίας.

Η Γερμανία είναι πλέον η μόνη ευρωπαϊκή οικονομία που μπορεί να παραμείνει μεγάλη, με παγκόσμια κριτήρια, σε βάθος δεκαετίας.

Τρίτον, η οικονομική ισχύς της Γερμανίας της επέτρεψε να ενισχύσει την επιρροή της στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, όπου οι Γερμανοί καταλαμβάνουν σημαντικές θέσεις στο οργανόγραμμα, και να περάσει τις θέσεις της για τους στόχους της οικονομικής ανάπτυξης και της πράσινης μετάβασης, στο σύνολο της Ε.Ε.

Τέταρτον, η Μέρκελ κατάφερε να αλλάξει τη διεθνή εικόνα της Γερμανίας ανοίγοντας τα σύνορα, το 2015-2016, στους πρόσφυγες και στους μετανάστες. Από την εικόνα της Γερμανίας με χαρακτηριστικά οικονομικού οδοστρωτήρα της Ευρωζώνης περάσαμε στην εικόνα μιας Γερμανίας που σηκώνει με δική της πρωτοβουλία πρόσθετα βάρη και είναι αλληλέγγυα σε αυτούς που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη.

Πέμπτον, κατά την περίοδο της Μέρκελ ενισχύθηκε το κύρος της καγκελαρίας και των δημοκρατικών θεσμών της Γερμανίας, με τη βοήθεια του καλού προσωπικού παραδείγματος που έδινε η ίδια η καγκελάριος. Η επιτυχία της Μέρκελ φάνηκε και στο εκλογικό αποτέλεσμα, εφόσον οι δεξιοί λαϊκιστές της Εναλλακτικής για τη Γερμανία υποχώρησαν από το 12,6% των εκλογών του 2017 στο 10,3% ενώ η Αριστερά –κυρίως με ρίζες στην πρώην Ανατολική Γερμανία– έπεσε από το 9,2% στο 4,9%.

Θύμα της επιτυχίας της

Ύστερα από μια δύσκολη εκλογική αναμέτρηση, οι Χριστιανοδημοκράτες και ο υποψήφιος τους για την καγκελαρία, Άρμιν Λάσετ, μετράνε την πολιτική ζημιά που έχουν πάθει και προσπαθούν να χαράξουν πορεία για το μέλλον.

Το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα έπεσε από το 33% των εκλογών του 2017 σε ένα ισχνό 24,1% ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες, με υποψήφιο τον Όλαφ Σολτς, ακολούθησαν αντίστροφη πορεία και ανέβηκαν από το 20,5% στο 25,7%. Κατέλαβαν την πρώτη θέση και έχουν το προβάδισμα σε ό,τι αφορά την προσπάθεια σχηματισμού κυβερνητικού συνασπισμού.

Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι οι Χριστιανοδημοκράτες έπεσαν, ως ένα βαθμό, θύματα της επιτυχίας της Μέρκελ.

Ύστερα από 16 χρόνια παρουσίας της στην καγκελαρία ήταν δύσκολο για πολλούς ψηφοφόρους να προτιμήσουν ξανά το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα χωρίς τις εγγυήσεις που πρόσφερε η παρουσία της Μέρκελ.

Ήταν η πρώτη φορά που καγκελάριος στη Γερμανία δεν διεκδίκησε την επανεκλογή του. Επιπλέον, η δεσπόζουσα παρουσία της Μέρκελ στην κυβέρνηση και στην πολιτική ζωή, εμπόδισε την ανάδειξη ενός ισχυρού συνεχιστή του έργου της.

Παραιτήθηκε από την ηγεσία του Κόμματος και αντικαταστάθηκε πρώτα από την Κραμπ-Καρενμπάουερ και στη συνέχεια τον Λάσετ, παρέμεινε όμως στην Καγκελαρία. Αυτό σημαίνει ότι ο Λάσετ πήγε σε μια δύσκολη εκλογική αναμέτρηση χωρίς να μπορεί να προβληθεί σαν καγκελάριος και χωρίς να μπορεί να πείσει τους ψηφοφόρους που αμφέβαλλαν για την αποτελεσματικότητα του. Εάν η Μέρκελ είχε παραδώσει έγκαιρα εκτός από την ηγεσία του Κόμματος και την Καγκελαρία στον νέο ηγέτη των Χριστιανοδημοκρατών, η εκλογική του μοίρα θα ήταν, πιθανότατα, καλύτερη.

Παραμένοντας στην καγκελαρία, η Μέρκελ κατέληξε να προβάλλει, έμμεσα, τον αντικαγκελάριο και υπουργό Οικονομικών Σολτς. Στην τελική ευθεία της προεκλογικής αναμέτρησης τα ποσοστά του Σολτς εκτοξεύθηκαν καθώς πολλοί ψηφοφόροι θεώρησαν ότι αυτός ήταν ο συνεχιστής του έργου της Μέρκελ και ο εγγυητής της παράτασης μιας περιόδου σταθερότητας και αποτελεσματικότητας. Ο Σολτς ήταν το νούμερο δύο ενός επιτυχημένου κυβερνητικού συνασπισμού με νούμερο ένα την Μέρκελ, ενώ ο Λάσετ ήταν απλά ο υποψήφιος των Χριστιανοδημοκρατών για την καγκελαρία που είχε περάσει με επιτυχία τις εξετάσεις σαν πρωθυπουργός της Βορείου Ρηνανίας-Βεστφαλίας, δεν είχε όμως καταξιωθεί σε ομοσπονδιακό επίπεδο.

Διπλή ανατροπή

Έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα είχαμε στη Γερμανία μια διπλή εκλογική, πολιτική ανατροπή.

Από τα τέλη του Ιουλίου, αρχές Αυγούστου του 2021 ενισχύθηκε θεαματικά, δημοσκοπικά και πολιτικά η θέση του Σολτς. Αυτό συνέβη ύστερα από μια περίοδο μεγάλων απογοητεύσεων. Στο κομματικό συνέδριο του Δεκεμβρίου 2019, ο Σολτς διεκδίκησε την ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος αλλά ηττήθηκε από τους εκπροσώπους της αριστερής πτέρυγας.

Τον Αύγουστο του 2020 το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα όρισε τον Σολτς υποψήφιο καγκελάριο στις εκλογές του 2021. Εκείνη την περίοδο τα δημοσκοπικά ποσοστά των Σοσιαλδημοκρατών ήταν κολλημένα στο 15% και οι περισσότεροι αναλυτές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ανάδειξη του σε υποψήφιο καγκελάριο για λογαριασμό των Σοσιαλδημοκρατών ήταν περισσότερο ένα είδος κομματικής τιμωρίας από την κυρίαρχη στο εσωτερικό του κόμματος αριστερή τάση.

Τελικά, ο Σολτς μπόρεσε να αξιοποιήσει τις αδυναμίες του Λάσετ και της υποψήφιας των Πρασίνων, Μπέρμποκ, να περάσει στην κοινή γνώμη σαν συνεχιστής του έργου της Μέρκελ και σαν ηγέτης ικανός να φέρει σημαντικές αλλαγές υπέρ των μη προνομιούχων και να κάνει τη μεγάλη ανατροπή.

Η δεύτερη ανατροπή συντελείται με βάση το εκλογικό αποτέλεσμα και μετατρέπει τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους σε πρωταγωνιστές των εξελίξεων. Οι Πράσινοι ανέβασαν το ποσοστό τους από 9% το 2017 σε ένα εξαιρετικά ικανοποιητικό 14,8%. Οι Φιλελεύθεροι ενίσχυσαν, οριακά το ποσοστό τους, από 10,8% σε 11,5%.

Στη νέα σύνθεση της Ομοσπονδιακής Βουλής έχουμε 206 βουλευτές του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (+53), 196 των Χριστιανοδημοκρατών-Χριστιανοκοινωνιστών (-50), 118 των Πρασίνων (+51), 92 των Φιλελευθέρων (+12), 83 της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (-11) και 39 της Αριστεράς (-30).

Με αυτή την κατανομή των δυνάμεων το πιθανότερο σενάριο για τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης είναι ένας συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων.

Λιγότερο πιθανό, αλλά χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί, είναι το σενάριο σχηματισμού κυβέρνησης Χριστιανοδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2017 η Μέρκελ είχε πάρει την πρωτοβουλία για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού με τους Φιλελεύθερους και τους Πράσινους, σε μια προσπάθεια να αποφύγει τον σχηματισμό «μεγάλου» συνασπισμού με τους Σοσιαλδημοκράτες. Η κυβερνητική συνεργασία Χριστιανοδημοκρατών, Σοσιαλδημοκρατών –των δύο κομμάτων που άλλοτε είχαν ποσοστά της τάξης του 40-45%– αντιμετωπίζεται από ένα σημαντικό τμήμα της κοινής γνώμης σαν υπερβολικά συστημική.

Η Μέρκελ, λοιπόν, κινήθηκε για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού με τους Φιλελεύθερους και τους Πράσινους σαν εναλλακτική λύση στον «μεγάλο» συνασπισμό στον οποία κατέληξε.

Οι διαπραγματεύσεις πήγαιναν αρκετά καλά έως ότου ο ηγέτης των Φιλελευθέρων, Λίντνερ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κόμμα του δεν είχε εξασφαλίσει αυτά που επιθυμούσε.

Μετά τις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές, οι διαπραγματεύσεις ακολουθούν την αντίστροφη πορεία. Ο 42χρονος Λίντνερ συνομιλεί με τη 40χρονη ηγέτιδα των Πρασίνων, Μπέρμποκ, και άλλα στελέχη του κόμματος για να καταλήξουν σε κοινές θέσεις προτού αρχίσουν τις διαπραγματεύσεις με τον Σολτς και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα.

Ο Σολτς δεν έχει αντίρρηση στην πρωτοβουλία που πήραν, γνωρίζοντας ότι τα δύο μικρότερα κόμματα έχουν σημαντικές διαφορές τις οποίες θα πρέπει να γεφυρώσουν με κάποιο τρόπο προτού επιχειρήσουν να έρθουν σε συνεννόηση με τους Σοσιαλδημοκράτες. Ο Λίντνερ, για παράδειγμα, είναι υπέρ της δημοσιονομικής πειθαρχίας, του περιορισμού των ευρωπαϊκών κονδυλίων και φυσικά υπέρ της μείωσης της φορολογίας. Αντίθετα, οι Πράσινοι υποστηρίζουν μια πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική στη Γερμανία, χωρίς το συνταγματικά κατοχυρωμένο «φρένο χρέους», αύξηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων και μεγαλύτερες μεταβιβάσεις πόρων υπέρ λιγότερο αναπτυγμένων κρατών και περιοχών, επιβολή μεγαλύτερης φορολογίας στους πιο εύπορους πολίτες και στις επιχειρήσεις για να χρηματοδοτηθεί η δημόσια παρέμβαση στην πράσινη μετάβαση.

Υπάρχουν βέβαια και πολλά κοινά σημεία μεταξύ Πρασίνων και Φιλελευθέρων, όπως είναι η υπεράσπιση των κανόνων του κράτους Δικαίου, η αυστηρή κριτική στην πολιτική του Ερντογάν, η θέληση να επιταχυνθεί η πράσινη μετάβαση με διαφορετική έμφαση όμως στην κρατική ή την ιδιωτική χρηματοδότηση. Λίντνερ και Μπέρμποκ εκπροσωπούν τη νέα γενιά πολιτικών της Γερμανίας και είναι ενδεικτικό ότι η νεολαία στήριξε με την ψήφο της δυναμικά τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους.

Ο κίνδυνος της αδράνειας

Στη Γερμανία πραγματοποιούνται προκαταρκτικές συνομιλίες μεταξύ Πρασίνων και Φιλελευθέρων για να υπάρξουν στη συνέχεια, αφού συμφωνηθούν κάποιες κοινές θέσεις, συνομιλίες μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων για τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης. Με βάση τη μέθοδο που ακολουθείται στη Γερμανία, οι διαπραγματεύσεις θα είναι εξαντλητικές και από αυτές θα προκύψει ένα λεπτομερειακό κυβερνητικό πρόγραμμα εκατοντάδων σελίδων.

Εάν διαρκέσουν πέραν της 20ης Δεκεμβρίου, η Μέρκελ θα σπάσει το ρεκόρ του Χέλμουτ Κολ, σε ό,τι αφορά την παραμονή στην Καγκελαρία.

Ο τρόπος λειτουργίας του γερμανικού συστήματος κάνει πιο δύσκολη τη γερμανική ηγεμονία στην Ε.Ε. την οποία περιγράφει η «Frankfurter Allgemeine Zeitung». Τα ευρωπαϊκά θέματα συζητήθηκαν ελάχιστα σε αυτή την προεκλογική αναμέτρηση. Προτού η νέα γερμανική κυβέρνηση αρχίσει να διαπραγματεύεται με τις άλλες κυβερνήσεις της Ε.Ε. θα πρέπει να έχει καταλήξει μέσα από μια εξαιρετικά σύνθετη διαπραγμάτευση στη σύνθεση και το πρόγραμμά της.

Ένα σωρό συμβιβασμοί στο εσωτερικό της Γερμανίας για να υπάρξουν στη συνέχεια άλλοι συμβιβασμοί, αυτή τη φορά σε επίπεδο Ε.Ε.

Γνωρίζοντας πόσο δυναμικές είναι οι παγκόσμιες εξελίξεις και πόσο πιεστικά είναι τα άλυτα προβλήματα που έχουν συσσωρευθεί στην Ε.Ε., είναι λογικό να αμφιβάλλουμε ότι ο συνδυασμός γερμανικής και ευρωπαϊκής μεθόδου θα δώσει έγκαιρα θετικά αποτελέσματα. Το πιθανότερο είναι ότι ο Σολτς θα είναι πιο προσεκτικός και διστακτικός σαν καγκελάριος και από τη Μέρκελ.