Στο 17,9% οι συστηματικοί καπνιστές στην Ελλάδα - Free Sunday
Στο 17,9% οι συστηματικοί καπνιστές στην Ελλάδα

Στο 17,9% οι συστηματικοί καπνιστές στην Ελλάδα

Ο επιπολασμός του καπνίσματος στον πληθυσμό της Ελλάδας καταγράφει σταθερή μείωση, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε ενήλικες και εφήβους σε πανελλαδικό επίπεδο. Τα αποτελέσματα των ερευνών παρουσιάστηκαν πρόσφατα σε εκδήλωση που διοργάνωσαν το Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος και η Ελληνική Αντικαρκινική Εταιρεία.

Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας, κ. Ευάγγελος Φιλόπουλος, παρουσίασε τα επιδημιολογικά δεδομένα του καπνίσματος στους ενήλικες, τα κυριότερα από τα οποία είναι:

• Ο επιπολασμός του καπνίσματος στον ενήλικο πληθυσμό ανέρχεται στο 27,5%, σταθερά και σημαντικά μειούμενος, πλησιάζοντας τον μέσο όρο της Ε.Ε. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 17,9% του πληθυσμού είναι συστηματικοί καπνιστές, ενώ το 9,6% περιστασιακοί, δηλαδή καπνίζουν λιγότερα από 7 τσιγάρα την εβδομάδα.

• Η αύξηση της ηλικίας έναρξης του καπνίσματος και τα υψηλά ποσοστά διακοπής αποδεικνύονται και από το γεγονός ότι τα ποσοστά των συστηματικών καπνιστών είναι ακόμη πιο χαμηλά στις «ακραίες» ηλικίες. Μεταξύ 18 και 24 ετών 7,9% δήλωσαν συστηματικοί καπνιστές, μεταξύ 25 και 34 ετών 9,9% και σε ηλικίες άνω των 65 ετών 7,4%.

• «Πρώην καπνιστές» δηλώνουν 32,8% του ενήλικου πληθυσμού. Το 95% των πρώην καπνιστών διέκοψε το κάπνισμα πριν από περισσότερο από έξι μήνες. Από το σύνολο των καπνιστών, το 65,1% δηλώνει ότι σκέφτεται να διακόψει το κάπνισμα το επόμενο διάστημα.

Από την πλευρά του, ο διευθυντής του Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας, κ. Παναγιώτης Μπεχράκης, παρουσίασε τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης για την έκθεση του πληθυσμού στο παθητικό κάπνισμα:

• Το 94,6% των πολιτών εκτίθεται σε παθητικό κάπνισμα σε ετήσια βάση.

• Το 72% δηλώνει ότι νιώθει θυμό όταν επισκέπτεται κλειστούς δημόσιους χώρους όπου δεν απαγορεύεται το κάπνισμα, ενώ το 81,1% πιστεύει ότι η μη εφαρμογή του νόμου για το παθητικό κάπνισμα αποτελεί σημείο πολιτιστικής υποβάθμισης της χώρας.

• Το 87,5% θεωρεί σημαντικό τον εθνικό στόχο για τη μείωση του καπνίσματος.

• Το 96% επικροτεί την ανάπτυξη στοχευμένων δραστηριοτήτων για τη μείωση του καπνίσματος στη σχολική ηλικία.

Τέλος, η κ. Άννα Κοκκέβη, επιστημονική υπεύθυνη των ερευνών του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ), παρουσίασε τα στοιχεία που αποδεικνύουν τη μεταστροφή της νοοτροπίας της νέας γενιάς, όπως αποτυπώνεται με τη μείωση του καπνίσματος για τους έφηβους-μαθητές της ΣΤ΄ Δημοτικού, της Β΄ Γυμνασίου και της Α΄ Λυκείου, ηλικίας 11,5, 13,5 και 15,5 ετών αντίστοιχα:

• Το 15,5% των εφήβων ηλικίας 11-15 ετών έχει καπνίσει έστω και μία φορά σε όλη του τη ζωή.

• Το κάπνισμα δεν διαφέρει σημαντικά μεταξύ των φύλων, με εξαίρεση το κάπνισμα σε όλη τη ζωή μεταξύ των 15χρονων (34,4% στα κορίτσια έναντι 27,5% στα αγόρια).

• Την τελευταία 20ετία (1998-2018) το κάπνισμα τουλάχιστον μία φορά σε όλη τη ζωή των 15χρονων μειώθηκε από 46,3% σε 30,9% και το καθημερινό κάπνισμα από 13,7% σε 8,1%. Επιπλέον, το πρόσφατο κάπνισμα (τουλάχιστον μία φορά τις τελευταίες 30 ημέρες πριν από τη διεξαγωγή της έρευνας) μειώθηκε από 26% σε 17,4%.

• Μεταξύ των 15χρονων που αναφέρουν χρήση ηλεκτρονικού τσιγάρου (έστω μία φορά σε όλη τους τη ζωή), ποσοστό 32,3% δεν έχει καπνίσει ποτέ συμβατικό τσιγάρο. Το ποσοστό των 15χρονων μαθητών που έχουν κάνει χρήση ηλεκτρονικού τσιγάρου έχει διπλασιαστεί σε σχέση με το 2014 (15,4%).

Τα μηνύματα που λαμβάνουμε από τη νέα γενιά, όπως προκύπτει από τα πιο πάνω στοιχεία, είναι θετικά, καθώς διαπιστώνεται αλλαγή συμπεριφοράς και τάσεων. Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το 2018 χρήση ηλεκτρονικού τσιγάρου έστω και μία φορά σε όλη τη ζωή ανέφερε ένας στους τρεις 15χρονους (36,7%), σε υψηλότερο ποσοστό τα αγόρια (39,7%) συγκριτικά με τα κορίτσια (33,7%). Η χρήση ηλεκτρονικού τσιγάρου από τους εφήβους γεννά το ερώτημα κατά πόσο αυτό μπορεί να αποτελέσει «πύλη εισόδου» των ανηλίκων στο κάπνισμα.

«Η διαχρονική παρακολούθηση της συμπεριφοράς του καπνίσματος στους εφήβους και οι έγκαιρες παρεμβάσεις πρόληψης θα πρέπει να αποτελούν προτεραιότητα στον τομέα της δημόσιας υγείας, με δεδομένο πως σε αυτή την ηλικία ξεκινούν και υιοθετούνται επικίνδυνες συμπεριφορές για την υγεία, οι οποίες συνεχίζονται και στην ενήλικη ζωή» σημειώνει η κ. Κοκκέβη.