Ελληνική οικονομία: Από την έξοδο από τα μνημόνια στην ανάκαμψη; - Free Sunday
Ελληνική οικονομία: Από την έξοδο από τα μνημόνια στην ανάκαμψη;

Ελληνική οικονομία: Από την έξοδο από τα μνημόνια στην ανάκαμψη;

Η πρόσφατη αναβάθμιση της αξιολόγησης της μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, από τη Moody’s, από Β3 σε Β1 φαίνεται ότι ενθάρρυνε τους επενδυτές να συμμετάσχουν στην έκδοση του 10ετούς ομολόγου, ύψους 2,5 δισ. ευρώ, που εξέδωσε το Ελληνικό Δημόσιο. Ωστόσο, στον αντίποδα αυτής της προσεκτικά ενθαρρυντικής εξέλιξης βρέθηκε η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αυξημένη εποπτεία της χώρας, που είδε το φως της δημοσιότητας στις 27 Φεβρουαρίου. Στο ενδιάμεσο, επίμονες προκλήσεις πολιτικής οικονομίας συνεχίζουν να παρεμποδίζουν τον χρηματοπιστωτικό τομέα και άλλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Σήμερα, ούτε η τρέχουσα κυβέρνηση –που έχει μετατραπεί στον καλύτερο εταίρο των δανειστών της χώρας– ούτε η πιθανή ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Κυριάκο Μητσοτάκη του κεντροδεξιού κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης απειλούν τη σταθερότητα της Ελλάδας. Είναι αλήθεια ότι τα περίπου 30 δισ. ευρώ καταθέσεων υποστηριζόμενα από την κυβέρνηση που λειτουργούν ως εγγύηση για πιθανούς επενδυτές, μαζί με τις επεκτάσεις ωρίμανσης του χρέους από τους δανειστές, κάνουν ένα 10ετές ομόλογο με επιτόκιο γύρω στο 3,9% να μοιάζει με καλή επενδυτική ευκαιρία.

«Η συνεχιζόμενη μεταρρυθμιστική προσπάθεια σιγά-σιγά αποδίδει καρπούς για την οικονομία» ανέφερε η Moody’s σε ανακοίνωση προς τον Τύπο που περιέγραφε την έκθεσή της. «Παρ’ ότι η πρόοδος μοιάζει να σταματά από καιρού εις καιρόν και στόχοι καθυστερούν ή και δεν επιτυγχάνονται, η μεταρρυθμιστική πορεία μοιάζει όλο και περισσότερο ασφαλής, με καλές προοπτικές για περαιτέρω πρόοδο και χαμηλό ρίσκο αντίστροφης πορείας». Βέβαια, όπως προειδοποίησε το Bloomberg, η αξιολόγηση Β1 βρίσκεται ακόμη 4 βαθμίδες κάτω από το επενδυτικό επίπεδο.

Σύμφωνα με την έκθεση αυξημένης εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, παρ’ ότι η Ελλάδα έχει μειώσει σημαντικά τις ανισορροπίες του προϋπολογισμού και μια σειρά από εκκρεμείς μεταρρυθμίσεις ολοκληρώθηκαν έως το τέλος του 2018, «η ελληνική κυβέρνηση θα χρειαστεί να ολοκληρώσει τις υπόλοιπες (σ.σ.: μεταρρυθμίσεις) για να εκταμιευτούν…» 970 εκατ. ευρώ, με την απόφαση εκταμίευσής τους να αναβάλλεται μέχρι το Eurogroup της 11ης Μαρτίου.

Η Ελλάδα πρέπει να ολοκληρώσει 16 μεταρρυθμίσεις σε κρίσιμους τομείς, όπως η ενέργεια και η αγορά εργασίας, ωστόσο τα πιο προβληματικά ζητήματα εντοπίζονται στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η υλοποίηση από πλευράς των τεσσάρων συστημικών τραπεζών (Alpha Bank, Eurobank, ΕΤΕ και Τράπεζα Πειραιώς) της δέσμευσής τους να υιοθετήσουν εργαλεία για την επίλυση του ζητήματος των NPLs καθυστερεί πολύ. Μία εξαιρετικά σημαντική μεταρρύθμιση αφορά την αλλαγή του ν. 3869/2010, που αφορά την αναδιάρθρωση του χρέους υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Ο αποκαλούμενος «νόμος Κατσέλη» προστατεύει τα στεγαστικά δάνεια για πρώτη κατοικία και αν αλλάξει στο πλαίσιο που απαιτούν οι δανειστές, θα οδηγήσει στην εκταμίευση των 970 εκατ. ευρώ μέσα στον μήνα.

Εν ολίγοις, η έκθεση της Επιτροπής όχι μόνο εμφανίζεται σκληρή έναντι των ανολοκλήρωτων μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης, αλλά μοιάζει να είναι σε «κόντρα» με τη λογική της Moody’s για την αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας, που βασίζεται κυρίως στην πρόοδο που παρατηρείται στις μεταρρυθμίσεις.

Ποτήρι μισογεμάτο ή μισοάδειο;

Το πολιτικό ρίσκο έχει μειωθεί μετά την χωρίς προηγούμενο αναστροφή της κυβέρνησης του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα όσον αφορά τα προγράμματα διάσωσης. Από τον Μάιο του 2017, μετά την πολύ καθυστερημένη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος, η παρούσα κυβέρνηση μοιάζει να συντάσσεται σε όλα τα ζητήματα με τους δανειστές. Ειδικά στο μέτωπο της οικονομίας, είναι αλήθεια ότι σε ονομαστικούς όρους οι ανισορροπίες του προϋπολογισμού έχουν μειωθεί σημαντικά και πλέον καταγράφεται ένα μικρό και ελέγξιμο έλλειμμα. Παράλληλα, η ανάπτυξη για το 2018 αναμένεται επισήμως να είναι άνω του 2% – ακόμα όχι επαρκής για να δώσει αέρα στα πανιά της ελληνικής οικονομίας. Για τα επόμενα τέσσερα χρόνια η Επιτροπή προβλέπει ανάπτυξη λίγο πάνω από το 2%, ενώ το ΔΝΤ δίνει μέσο ρυθμό ανάπτυξης πιο κοντά στο 1%-1,5%.

Με βάση τις τρέχουσες προβλέψεις, η Ελλάδα δεν έχει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί με ρυθμό τέτοιον που θα της επιτρέψει να αποπληρώνει το χρέος της μακροπρόθεσμα. Τα οικονομικά προβλήματα της χώρας δεν εξαφανίστηκαν με το τέλος του προγράμματος τον περασμένο Αύγουστο. Καθώς υποχωρεί η ακραία πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα, η χώρα και η παραγωγική της βάση αρχίζουν να σταθεροποιούνται, ωστόσο παραμένει άπιαστη μια ισχυρή ανάκαμψη που θα ανατρέψει τις απώλειες που προκάλεσε η μακρά κρίση. Για την ώρα, η επιτυχία των τριών διαδοχικών προγραμμάτων διάσωσης περιορίζεται κυρίως στην εξάλειψη των «δίδυμων ελλειμμάτων» –του προϋπολογισμού και των τρεχουσών συναλλαγών–, καθώς και στις μισθολογικές περικοπές, που έκαναν ξανά ανταγωνιστικούς τομείς της οικονομίας. Ωστόσο, οι περικοπές αυτές προκάλεσαν εκτεταμένες «παράπλευρες απώλειες», αφήνοντας τους εργαζόμενους με περιορισμένη αγοραστική δύναμη.

Όπως αναγνωρίζει και η έκθεση της Επιτροπής, οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένουν κάτω από το 13%, το χαμηλότερο σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης. Το έλλειμμα επενδύσεων υπολογίζεται τώρα στα περίπου 80 δισ. ευρώ. Μια «έκρηξη» επενδύσεων είναι απαραίτητη για μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ, αλλά και για αυξημένη παραγωγικότητα.

Εμπόδιο σε αυτό είναι η χαμηλή αποδοτικότητα της αγοράς εργασίας της χώρας και ένα επίμονα υψηλό κενό παραγωγής, όπου το πιθανό (πλήρους απασχόλησης) ΑΕΠ και το πραγματικό ΑΕΠ απέχουν πολύ. Σε αυτό το πλαίσιο, το πιθανό ΑΕΠ μπορεί να μειωθεί όταν υπάρχει brain drain ή γηρασμένος πληθυσμός. Το ΑΕΠ μπορεί να πέσει, επίσης, ή να μείνει στάσιμο όταν οι αποσβέσεις κεφαλαίου είναι υψηλότερες από τις νέες επενδύσεις, πράγμα που προκαλεί μεγάλο επενδυτικό έλλειμμα. Ο υψηλός φόρος στην εργασία, που επιβλήθηκε για την επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% που απαιτείται από τους δανειστές, μαυρίζει κι άλλο την ήδη σκοτεινή εικόνα. Επιπροσθέτως, ο βαρύς αυτός φόρος είναι η κύρια αιτία που η Ελλάδα έχει τη χαμηλότερη αποδοτικότητα της αγοράς εργασίας στην Ευρώπη.

Ταυτόχρονα, καθώς οι εξαγωγές είχαν τη μεγαλύτερη συμμετοχή στον ρυθμό ανάπτυξης της χώρας το 2018, μια άλλη ανησυχία είναι ότι, καθώς η παγκόσμια οικονομία επιβραδύνεται, οι ελληνικές εξαγωγές ενδέχεται να γίνουν λιγότερες, που θα σημαίνει ότι οποιαδήποτε αύξηση στο ΑΕΠ θα πρέπει να έρθει από την εγχώρια κατανάλωση, τις ξένες άμεσες επενδύσεις ή άλλους τομείς.

Τελευταίο, αλλά εξίσου σημαντικό, η ελληνική πολιτική δεν στηρίζεται ακόμη στην αξιοκρατία, αλλά στον φαβοριτισμό και τις «αρπαχτές». Ακόμα χειρότερα, η οικονομική κρίση άφησε πολλούς ανθρώπους με χαμηλά ή μέτρια προσόντα χωρίς δουλειά. Κάποιοι από αυτούς επιχειρούν να μπουν στην πολιτική για να βγάζουν τα προς το ζην, χωρίς να ενδιαφέρονται για προσόντα και ιδεολογίες. Η χαμηλή ποιότητα της πολιτικής είναι αληθινά απογοητευτική και η αδυναμία του κρατικού μηχανισμού κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα.

Ένα νέο κύμα «πελατειασμού» (και από την τρέχουσα κυβέρνηση) και ένα πνεύμα «δικαιωματισμού» σε διάφορα τμήματα του πληθυσμού δεν αναφέρονται στις εκθέσεις ούτε της Moody’s ούτε της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ωστόσο, και οι δύο τάσεις υποσκάπτουν σοβαρά τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της Ελλάδας. Αυτό θα μπορούσε να προμηνύει ένα νέο κύμα θυμωμένου εθνικιστικού λαϊκισμού στους δύσκολους καιρούς που βρίσκονται μπροστά μας.

*Ο Θεόδωρος Κ. Πελαγίδης είναι καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιά και συνεργάτης του Ινστιτούτου Brookings. To άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στον ιστοχώρο του Ινστιτούτου (https://www.brookings.edu/blog/up-front/2019/03/06/greek-economy-from-bailout-program-exit-to-recovery/).