Ά.Παπαδόπουλος: «Αν διακοπεί πλήρως η ροή φυσικού αερίου από τη Ρωσία, τα αποθέματα δεν επαρκούν για όλο τον χειμώνα» - Free Sunday
Ά.Παπαδόπουλος: «Αν διακοπεί πλήρως η ροή φυσικού αερίου από τη Ρωσία, τα αποθέματα δεν επαρκούν για όλο τον χειμώνα»

Ά.Παπαδόπουλος: «Αν διακοπεί πλήρως η ροή φυσικού αερίου από τη Ρωσία, τα αποθέματα δεν επαρκούν για όλο τον χειμώνα»

Οι επιπτώσεις της ανόδου των τιμών θα μας επηρεάζουν απ’ ό,τι φαίνεται για τουλάχιστον 2 χρόνια ακόμη, δηλώνει στη Free Sunday ο καθηγητής του τμήματος Μηχανολόγων Μηχανικών του ΑΠΘ, Αγις Παπαδόπουλος.

Συμμερίζεστε την εντύπωση ότι τον τελευταίο καιρό παρατηρείται μια σταθερότητα κι ενίοτε υποχώρηση στις τιμές της ενέργειας;

Έχει υπάρξει πράγματι μία αποκλιμάκωση σε σχέση με τις ακραίες τιμές του καλοκαιριού, γεγονός που είναι προφανώς θετικό. Πρέπει, ωστόσο, να θυμηθούμε το εξής: Τον Φεβρουάριο του 2021, η τιμή του φυσικού αερίου ήταν στα 16 €/MWh, τον Φεβρουάριο του 2022 στα 99, τον Αύγουστο στα 240! Το ό,τι τώρα μειώθηκε στα 100 είναι βέβαια μία καλή είδηση, αλλά απέχει πολύ από το να μιλάμε για σταθεροποίηση και δη σε χαμηλά επίπεδα.

Οι παγκόσμιες αγορές είναι πολύ νευρικές, με αποτέλεσμα ακόμη και μικρά συμβάντα, όπως μία βλάβη σε έναν σταθμό αποϋγροποίησης φυσικού αερίου ή σε έναν αγωγό, να οδηγούν σε δυσανάλογες μεταβολές της τιμής. Οπότε πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί.

Ποιοι παράγοντες διαμορφώνουν τη διακύμανση των τιμών;

Στην Ευρώπη οι τιμές διαμορφώνονται βραχυπρόθεσμα από την επάρκεια των διαθέσιμων αποθεμάτων στα κράτη-μέλη σε σχέση με τη ζήτηση, οπότε καταλαβαίνετε ότι αν ο χειμώνας είναι σημαντικά πιο βαρύς ή σημαντικά πιο ήπιος του συνηθισμένου αυτό έχει άμεση επίδραση. Εξυπακούεται ότι απροσδόκητοι παράγοντες, όπως μια βλάβη ή μια δολιοφθορά σε έναν αγωγό ή μία πολιτική κρίση έχουν επίσης σημαντική επίδραση.

Μεσομακροπρόθεσμα, όμως, οι τιμές διαμορφώνονται από τα παγκοσμίως εκμεταλλεύσιμα αποθέματα, από την εξέλιξη της ζήτησης που είναι συνάρτηση της οικονομικής ανάπτυξης και βέβαια από τις πολιτικές επιλογές σε σχέση με το περιβάλλον, που υλοποιούνται μεταξύ άλλων μέσω της φορολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που προκαλεί η καύση του φυσικού αερίου, του πετρελαίου και του άνθρακα. Είναι ένα πολυπαραγοντικό και πολυσύνθετο πρόβλημα που επιτείνεται από γεωπολιτικούς συσχετισμούς και κρίσεις, αλλά και από την χρηματιστηριακή φύση της αγοράς ενέργειας, στην οποία, όπως σε όλα τα χρηματιστηριακά αγαθά, οι προσδοκίες και οι φόβοι έχουν άμεση επίδραση, συχνά ανεξάρτητα από τα πραγματικά δεδομένα.

Θεωρείτε εύλογες τις μέχρι τώρα αυξήσεις των τιμών; Θα μπορούσαν να είναι μικρότερες;

Η αλήθεια είναι ότι για τους οικιακούς καταναλωτές ως τώρα η αύξηση των τιμών φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού είναι μικρότερη από αυτήν που καταγράφεται στο χρηματιστήριο ενέργειας και στις αγορές χονδρικής. Κι αυτό επειδή υπάρχει σημαντική επιδότηση από το κράτος, τόσο άμεσα από τον κρατικό προϋπολογισμό, όσο και με την έκτακτη φορολόγηση των κερδών των παραγωγών ενέργειας. Παραμένει βέβαια το ερωτηματικό, για πόσο ακόμη θα μπορεί να επιδοτεί το κράτος τις τιμές λιανικής, αν οι τιμές χονδρικής παραμείνουν τόσο υψηλές;

Αντίθετα, για τους εμπορικούς και βιομηχανικούς καταναλωτές η αύξηση είναι σημαντική και οδηγεί πολλές παραγωγικές επιχειρήσεις, αλλά και οργανισμούς όπως οι Δήμοι και οι ΔΕΥΑ, σε δύσκολες καταστάσεις.

Η άνοδος των τιμών της ενέργειας έχει πλέον αναχθεί σε όλη την Ευρώπη σε πολιτικό μέγεθος. Πόσο απειλούνται οι κυβερνήσεις πανευρωπαϊκά;

Οι επιπτώσεις της ανόδου των τιμών θα μας επηρεάζουν απ’ ό,τι φαίνεται για τουλάχιστον 2 χρόνια ακόμη. Το μίγμα υψηλών τιμών ενέργειας και στασιμοπληθωρισμού είναι εξαιρετικά επιβαρυντικό για την οικονομία αλλά και για τον κάθε μεμονωμένο πολίτη. Αν όλα αυτά τα δούμε σε συνδυασμό με τη ριζοσπαστικοποίηση του πολιτικού σκηνικού σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, και σκεφτούμε ότι οι συνέπειες της πολλαπλής αυτής κρίσης επηρεάζουν σημαντικά τμήματα της κοινωνίας και δη τα πιο ευάλωτα, τα επόμενα χρόνια θα είναι κρίσιμα.

Από την άλλη, πρέπει κανείς να επισημάνει ότι πολλές φορές σε δύσκολες καταστάσεις οι κοινωνίες δείχνουν μεγάλη ωριμότητα, αρκεί βέβαια οι πολιτικές ηγεσίες να εξηγήσουν με ειλικρίνεια πώς έχει η κατάσταση και να αρχίσουν να λαμβάνουν μέτρα για τη διόρθωση των εσφαλμένων επιλογών που έγιναν.

Εδώ και πολλούς μήνες, γίνεται συζήτηση για έναν «δύσκολο χειμώνα». Μέχρι στιγμής δεν επιβεβαιώθηκαν. Είναι νωρίς ακόμη;

Είναι όντως νωρίς, ο χειμώνας είναι ακόμη μπροστά μας. Αυτή τη στιγμή οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες φαίνεται να έχουν γεμίσει τις αποθήκες τους, ενώ οι προσπάθειες εξοικονόμησης ενέργειας αρχίζουν να αποδίδουν. Ωστόσο, στην απευκταία περίπτωση μίας πλήρους διακοπής της ροής φυσικού αερίου από τη Ρωσία, τα αποθέματα δεν επαρκούν για όλο τον χειμώνα. Κατά συνέπεια, δεν μπορούμε ακόμη να μιλάμε για λήξη συναγερμού, ενώ βεβαίως και το κόστος της ενέργειας παραμένει υψηλό.

Τι θα συνιστούσε κατά την γνώμη σας έναν δύσκολο χειμώνα;

Ένας συνδυασμός παρατεταμένων, πολύ κακών καιρικών συνθηκών και μίας ραγδαίας επιδείνωσης του γεωπολιτικού σκηνικού, με συνέπεια διακοπές στη ροή ενέργειας προς την Ευρώπη. Αυτό θα ήταν ένα πολύ κακό σενάριο.

Είναι καλό να θυμόμαστε ότι οι ροές ενέργειας δεν περιλαμβάνουν μόνο το ρωσικό φυσικό αέριο, αλλά και το υγροποιημένο φυσικό αέριο από τις ΗΠΑ, την Αλγερία και τις αραβικές χώρες καθώς επίσης και τις ροές πετρελαίου από όλες τις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες. Είναι ένα μεγάλο και σύνθετο σύστημα, όπου μια διαταραχή σε έναν κρίκο της αλυσίδας, είτε αφορά την εξόρυξη είτε τη μεταφορά, μπορεί να έχει μείζονες επιπτώσεις σε όλο το σύστημα.

Μπορούν οι «27» να βρουν τα κοινά τους συμφέροντα που θα τους οδηγήσουν σε μια κοινή πολιτική;

Φοβάμαι ότι είναι δύσκολο, επειδή δεν έχουν όλες οι χώρες τις ίδιες ανάγκες, τις ίδιες προτεραιότητες αλλά και τα ίδια μέσα για την αντιμετώπιση της κρίσης. Αν δούμε τις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης, η Γερμανία εξαρτάται άμεσα από το φυσικό αέριο όχι μόνο ως καύσιμο, αλλά και ως πρώτη ύλη για την πολύ σημαντική χημική βιομηχανία που έχει. Διαθέτει, όμως, τους οικονομικούς πόρους να υποστηρίξει την οικονομία της και δείχνει αποφασισμένη να τους χρησιμοποιήσει, αποκτώντας έτσι ένα συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με άλλα κράτη-μέλη.

Η Γαλλία και η Ιταλία εξαρτώνται λιγότερο από το ρωσικό φυσικό αέριο, αλλά δεν διαθέτουν τα οικονομικά μέσα να στηρίξουν τους καταναλωτές τους στο βαθμό που μπορεί να το κάνει η Γερμανία. Αυτό εξηγεί, μεταξύ άλλων, και τη διαφορά στην πολιτική των χωρών, τη δυσκολία να βρεθεί μία κοινά αποδεκτή πολιτική που να καλύπτει τις ανάγκες όλων και τις τριβές που προκύπτουν και είναι κάτι περισσότερο από ορατές.

Με ποιους κανόνες και τι κόστος για την ευρωπαϊκή οικονομία θα είναι εφικτή η πλήρης απεξάρτηση από τη ρωσική ενεργειακή πρώτη ύλη;

Η απεξάρτηση από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες προϋποθέτει βραχυπρόθεσμα την ανάπτυξη υποδομών για τη χρήση υγροποιημένου φυσικού αερίου από όλους τους άλλους προμηθευτές στον κόσμο και μεσοπρόθεσμα την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, μαζί με τα δίκτυα μεταφοράς και τις υποδομές αποθήκευσης ενέργειας, σε τέτοιο βαθμό που να μην εξαρτόμαστε από τους υδρογονάνθρακες εν γένει, όχι μόνο τους ρωσικούς.

Πρέπει να επισημανθεί ότι και πριν την κρίση ο στόχος της Ευρώπης ήταν να καταστεί ανθρακικά ουδέτερη ως το 2050, με το σχέδιο για την Πράσινη Μετάβαση. Υπό αυτήν την έννοια, η κρίση λειτουργεί ως καταλύτης επιτάχυνσης της διαδικασίας απεξάρτησης από τους υδρογονάνθρακες. Βεβαίως απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η Κομισιόν έχει εκτιμήσει πως για την επίτευξη του ενδιάμεσου στόχου μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά 55% ως το 2030, θα χρειαστούν επενδύσεις 260 δις € ετησίως, οι οποίες ωστόσο είναι παραγωγικές και κατεξοχήν αναπτυξιακές.

Τι θα κερδίσει η Ελλάδα από την αξιοποίηση κοιτασμάτων όπως αυτό στα Γιάννενα και της συνεργασίας με την EXXON MOBIL;

Στον βαθμό που οι έρευνες τεκμηριώσουν την ύπαρξη αξιόλογων και οικονομικά αξιοποιήσιμων κοιτασμάτων, η Ελλάδα θα μπορέσει να καλύψει ένα σημαντικό μέρος των αναγκών της σε φυσικό αέριο για τα προσεχή 10 έως 20 χρόνια. Θα μπορέσει δηλαδή να το αξιοποιήσει ως καύσιμο-γέφυρα στην πορεία προς τον στόχο ανθρακικής ουδετερότητας ως το 2050. Αυτό θα είναι μια πολύ θετική εξέλιξη, διότι ως χώρα και ως κοινωνία έχουμε επενδύσει σε υποδομές, αρκεί να θυμηθεί κανείς τα δίκτυα φυσικού αερίου στις ελληνικές πόλεις, τις οποίες πρέπει να αποσβέσουμε.

Ωστόσο, καλό είναι να παραμείνουμε συγκρατημένοι στις προσδοκίες μας, καθώς απαιτούνται αρκετά χρόνια ερευνών ώσπου να καταστούν τα πιθανολογούμενα κοιτάσματα εμπορικά αξιοποιήσιμα, αρκεί κανείς να δει την αντίστοιχη εξέλιξη στην Κύπρο.

Είναι σε αντίστιξη αυτά τα προγράμματα με την ευρωπαϊκή στρατηγική υδρογόνου;

Σε καμία περίπτωση. Για την επίτευξη του στόχου της ανθρακικά ουδέτερης Ευρώπης θα χρειαστούμε ένα εύρος τεχνολογικών λύσεων, όπως είναι το υδρογόνο, τα βιοκαύσιμα και η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, που όλες μαζί θα λειτουργούν συμπληρωματικά. Ως την επίτευξη του στόχου το 2050 θα συνεχίσουμε να χρειαζόμαστε, έστω και με φθίνοντα ρυθμό, συμβατικά καύσιμα, κυρίως το φυσικό αέριο, για την κάλυψη των αναγκών μας.

Υπάρχει πλέον θέμα απολιγνιτοποίησης;

Η απολιγνιτοποίηση πρέπει να γίνει. Η κλιματική κρίση είναι μια αδυσώπητη πραγματικότητα την οποία πρέπει να αντιμετωπίσουμε, αν και πλέον αποτελεί κοινή πεποίθηση μεταξύ των ειδικών ότι ο στόχος του περιορισμού της αύξησης θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό ως το 2050 δυστυχώς δεν είναι πλέον εφικτός. Ο λιγνίτης είναι, δυστυχώς, το καύσιμο με τις μεγαλύτερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις και τον χειρότερο βαθμό απόδοσης.

Είναι εύλογο ότι για λόγους διασφάλισης της ενεργειακής επάρκειας στις συνθήκες της παρούσας κρίσης παρατείνουμε τη χρήση του λιγνίτη, και αν χρειαστεί πρέπει να μπορέσουμε να το κάνουμε και στο μέλλον. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί αυτό να αποτελέσει αφορμή για επιστροφή στην ενεργειακή πολιτική των δεκαετιών του ΄60 ή του ΄70. Άλλωστε, με την φορολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, ο λιγνιτικά παραγόμενος ηλεκτρισμός δεν είναι πλέον φθηνός.

Αν η παρούσα κρίση είχε εμφανιστεί μετά τον «εξηλεκτρισμό» της οικονομικής δραστηριότητας, θα την αντιμετωπίζαμε πιο εύκολα ή πιο δύσκολα;

Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι ο εξηλεκτρισμός της οικονομίας, που περιλαμβάνει από τη θέρμανση των κτιρίων με αντλίες θερμότητας μέχρι την ηλεκτροκίνηση των οχημάτων, έχει περιβαλλοντικά και οικονομικά νόημα μόνο εφόσον ο ηλεκτρισμός παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Επομένως, εφόσον προχωρήσουμε στη χρήση των ανανεώσιμων πηγών για παραγωγή ηλεκτρισμού από το 35-40% που είναι στην Ελλάδα σήμερα, στο 80-90% που είναι ο στόχος, τότε ο εξηλεκτρισμός της οικονομίας θα μας επιτρέπει να αντιμετωπίζουμε πολύ πιο εύκολα ανάλογες κρίσεις.