Δίκη και "Δίκη" - Free Sunday
Δίκη και "Δίκη"

Δίκη και "Δίκη"

Να το πούμε από την αρχή: Η δίκη της Ελένης Τοπαλούδη δεν είχε δυσκολία. Οι δράστες είχαν ομολογήσει στην προδικασία, τα περιθώρια διαφοροποίησης στη δίκη ήταν ελάχιστα και η όποια προσπάθεια θα ήταν ο ένας κατηγορούμενος να φορτώσει κάτι περισσότερο στον άλλον.

Η λογική πρόβλεψη ήταν εξ αρχής η ενοχή και ισόβια και για τους δύο κατηγορουμένους. Ασχέτως της φόρτισης κοινού και παραγόντων, αυτές οι δίκες είναι εύκολες. Δεν υπάρχει κίνδυνος καταδίκης αθώου. Το αν αυτός που θα καταδικαστεί, τιμωρηθεί βαρύτερα ή ελαφρότερα από όσο του αναλογεί, σπανίως απασχολεί την κοινή γνώμη, ενώ καθημερινά απασχολεί ιδιαίτερα τους ειδικούς: δικηγόρους και δικαστές.

Στις δίκες που δεν υπάρχει "μυστήριο", αλλά η υπόθεση έχει λάβει δημοσιότητα, είναι συνηθισμένο φαινόμενο οι εισαγγελικές αγορεύσεις να έχουν στοιχεία υπερβολής, όπως και στοιχεία νουθεσίας, αλλά και στοιχεία εντυπωσιασμού, που απευθύνονται στο πέραν της αιθούσης κοινό.

Να θυμίσουμε ότι ο Εισαγγελέας είναι αρμόδιος για την ποινική δίωξη και την στήριξη της κατηγορίας στο ακροατήριο. Τις ανακριτικές πράξεις τις κάνουν άλλοι, ο Εισαγγελέας τις εποπτεύει και αξιολογεί. Ο ρόλος του, ειδικά στη δίκη, είναι εισηγητικός, επομένως ο λόγος του μπορεί άνετα να είναι τεχνοκρατικός, υπερβολικός, ουδέτερος, υπερβατικός, συναισθηματικός, οξύς ή άτονος για τον απλό λόγο ότι, ο Εισαγγελέας δεν έχει την ευθύνη της τελικής απόφασης. Το τεράστιο ηθικό βάρος της τελικής ορθής κρίσης το έχουν οι Δικαστές ή και οι ένορκοι στα μικτά δικαστήρια.

Αφηρημένα, ας πούμε και ότι ο ρόλος του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου είναι κατά τι ευκολότερος, μιας και συνήθως το δευτεροβάθμιο δίνει την τελική λύση.

Η αγόρευση της κ. Εισαγγελέως στην συγκεκριμένη δίκη, όπως αυτή αναπαράχθηκε από τα μέσα, δεν ξέφυγε από αυτό που συμβαίνει καθημερινά και σε δίκες που δεν απασχολούν τη δημοσιότητα. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε από μερίδα του δικηγορικού κόσμου στο σκέλος εκείνο που κατέκρινε τους συνηγόρους υπεράσπισης, το οποίο ερμηνεύτηκε από ορισμένους και ως κρίση κατά του συνόλου του δικηγόρων.

Ουδέν μεμπτό και εδώ. Οι ρόλοι Εισαγγελέα και Υπερασπιστή σε κάθε ποινική δίκη είναι, κατ΄ αρχήν ρόλοι αντιδικίας, οπότε επιτρέπονται οι εκατέρωθεν βολές, ενίοτε και οι συγκαλυμμένες προσβολές. Αυτό που έχει σημασία είναι να τηρείται το μέτρο της ευπρέπειας στις διατυπώσεις και οι κανόνες της δίκης. Τ

ευθύνη της τήρησης των κανόνων της δίκης την έχει ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, ο οποίος οφείλει να παρέμβει εφόσον ο ίδιος θεωρήσει ότι παραβιάζονται. Ο ίδιος θα συστήσει στους παράγοντες τις δίκης να τηρήσουν το μέτρο ή την ευπρέπεια στη συμπεριφορά και τις διατυπώσεις τους. Άσχετα από αυτό, ο κάθε δικηγόρος που "βάλλεται" από τον Εισαγγελέα έχει (ή πρέπει να έχει) το κύρος και την ετοιμότητα να αντιδράσει, πάντα στα πλαίσια της δίκης και των κανόνων της.

Το ίδιο ισχύει και για τον Εισαγγελέα βεβαίως, όταν παρατηρείται η αντίστροφη συμπεριφορά. Σημαντικό να τονιστεί ότι και ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου και ο Εισαγγελέας και ο Υπερασπιστής μπορεί να επιλέξουν να προσπεράσουν μία "προσβολή" ή μία "παράτυπη" συμπεριφορά (ή αντίθετα να την υπερτονίσουν), επειδή ο καθένας από αυτούς (και μόνο αυτός) σταθμίζει τα συμβάντα ανάλογα με το ρόλο του και την συνολική επιδίωξή του στη δίκη και αξιολογεί πώς θα αντιδράσει σε κάθε περίπτωση. Ο καθένας από αυτούς έχει προσωπικά την αποκλειστική θεσμική ευθύνη.

Είναι προφανές ότι όταν τρίτοι, μη μετέχοντες στη δίκη, αποφασίζουν ότι προσβλήθηκαν από την αγόρευση του ενός ή του άλλου παράγοντα και αντιδρούν δημοσίως με δηλώσεις και αρθρογραφία, ενεργούν εκτός πλαισίου. Διαρκούσης της δίκης, αρμόδιοι να ενεργήσουν είναι μόνο οι παράγοντες αυτής, αυστηρά και μόνο εντός των πλαισίων αυτής. Μετά το πέρας, τυχόν πειθαρχικά παραπτώματα κάθε παράγοντα, μπορούν να ελεγχθούν, αφού (και αν ...) υποβληθούν οι αναφορές αρμοδίως. Μετά μπορεί να γίνει και κριτική.

Οι δημόσιες δηλώσεις τρίτων (ειδικά νομικών) συνιστούν αθέμιτη παρέμβαση στη διάρκεια της δίκης και ατόπημα. Ενδεχομένως να θεωρηθεί (ασχέτως προθέσεων) και προσπάθεια επηρεασμού μελλοντικών συμπεριφορών σε άλλες δίκες, με όπλο τη δημοσιότητα των μέσων.

Τούτο δεν αλλάζει, ακόμη και αν οι παρεμβάσεις ζητήθηκαν (κάκιστα όταν συμβαίνει) από παράγοντα της δίκης.

Συνιστα ατόπημακαι πλήρη ασέβεια προς το χώρο της Δικαιοσύνης η "μπούκα" (συγχωρέστε με αλλά περί αυτού πρόκειται) δικηγόρου - συνδικαλιστή στη αίθουσα της δίκης και η διακοπή αυτής για να "ενημερώσει" το Δικαστήριο, ουσιαστικά για συνδικαλιστικού τύπου αίτημα - διαμαρτυρία.

Πολύ περισσότερο για ατομική ανακοίνωση του Προέδρου του δικηγορικού συλλόγου Αθηνών. Η συγκεκριμένη ενέργεια μπορεί να συνιστά και ποινικό αδίκημα, ωστόσο ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου έχει το δικαίωμα (και την ευθύνη) να σταθμίσει εάν τη συγκεκριμένη στιγμή αξίζει ή πρέπει να ασχοληθεί με αυτό.

Η δικαστική αίθουσα δεν είναι πλατεία. Η μεταφορά στις δικαστικές αίθουσες παλαιάς κοπής και νοοτροπίας συνδικαλιστικών συμπεριφορών, πατερναλιστικού τύπου, υποβιβάζει το κύρος του δικηγορικού σώματος και ευτελίζει τη Δικαιοσύνη.

Η παρουσία του συνδικαλιστή δε, υποβαθμίζει και το κύρος του συγκεκριμένου παριστάμενου δικηγόρου, ο οποίος τεκμαίρεται ότι δεν θα έπρεπε να χρειάζεται "υπερασπίσεως" και ότι μπορεί να τα βγάλει πέρα. Αλλά και αυτός, ως παράγοντας της δίκης, έχει την ευχέρεια να το ανεχθεί ή όχι, στα πλαίσια της συνολικής εκτίμησης του υπερασπιστικού έργου.

Να σημειώσουμε εδώ ότι οι δικηγορικοί σύλλογοι αποτελούν ένα ιδιότυπο υβρίδιο: είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ασκούν δημόσια λειτουργία και συμβουλεύουν την Κυβέρνηση) στο οποίο ο δικηγόρος εγγράφεται υποχρεωτικά με κυβερνητική πράξη, αλλά και ταυτόχρονα συνδικαλιστικό σωματείο, που κηρύσσει απεργίες. Το ασύμβατο των δύο λειτουργιών είναι περίπου προφανές.

Η δίκη Τοπαλούδη, δυστυχώς, ανέδειξε την γενικότερη παθολογία, στην οποία μετέχουν αναπόφευκτα και όσοι δεν θα έπρεπε. Αυτού του είδους οι υποθέσεις λαμβάνουν υψηλή δημοσιότητα, κατά την οποία υπερτονίζονται ως εμπόρευμα τα απλοϊκώς συναισθηματικά, στοιχεία: αποτροπιασμός, κλάμα, οργή, κατακραυγή, "ανατριχιαστικές λεπτομέρειες" και ότι άλλο παρακολουθεί κανείς στα μέσα. Τίποτα από όλα αυτά δεν αποτελεί αυτούσιο αντικείμενο της κανονικής δίκης, η οποία προϋποθέτει νηφαλιότητα, αποστασιοποίηση και ακριβή στάθμιση των περιστατικών με βάσεις τους κανόνες.

Η δημοσιότητα βέβαια (κάκιστα) δεν δεσμεύεται από αυτά, πολύ περισσότερο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (αρένα κανονική). Πρόκειται για την άλλη "δίκη", η οποία είναι αδιάφορη. Για την ακρίβεια, θα έπρεπε να είναι αδιάφορη, σε οποιονδήποτε είναι νομικός, υπό οποιαδήποτε ιδιότητα. Όταν όμως η πραγματική δίκη είναι, όπως είπαμε στην αρχή "εύκολη", ανοίγει ο δρόμος σε κάποιους να ασχοληθούν με την άλλη "δίκη", στοχεύοντας σε ίδια (ατομικά, συνδικαλιστικά, πολιτικά) οφέλη.

Ο μύθος θα έλεγε, ότι πρέπει να αντισταθούμε στον κατήφορο όλοι οι νομικοί και να πάμε αντίθετα στο ρεύμα. Να αναδείξουμε πίστη στην ιδιότητά μας, αυτοπεριορισμό και σοβαρή ηθική συμπεριφορά. Μακριά από τη δημοσιότητα του εύκολου εντυπωσιασμού.

Δεν γαληνεύουν οι ψυχές με κραυγές.