Η επιστήμη του ψεκασμού και της συνωμοσίας - Free Sunday
Η επιστήμη του ψεκασμού και της συνωμοσίας
Οι σύγχρονοι ψεκασμοί γίνονται με drones

Η επιστήμη του ψεκασμού και της συνωμοσίας

Σε έρευνα της εταιρείας Pulse RC για την «Καθημερινή» καταγράφηκε το εύρημα πως οι μισοί Έλληνες (53%) πιστεύουν πως ο κορονοϊός είναι ανθρώπινο δημιούργημα. Το 30% θεωρεί πως πρόκειται για σκόπιμο δημιούργημα, το 23% για δημιούργημα κατά λάθος. Μόλις το 37% πιστεύει πως είναι δημιούργημα της φύσης (αυτό που θεωρείται ως επιστημονικό δεδομένο) και οι υπόλοιποι δεν γνωρίζουν.

Σε παλιότερη έρευνα, του 2013, της Metron Analysis, που είχε δημοσιεύσει το «Έθνος της Κυριακής», το 33,3% των ερωτηθέντων πίστευε ότι μας ψεκάζουν, το 58,4 πίστευε ότι δεν μας ψεκάζουν και οι υπόλοιποι είχαν δηλώσει ότι δεν ξέρουν.

Αμφότερες οι έρευνες προκάλεσαν ειρωνικά σχόλια για το υψηλό ποσοστό ψεκασμένων και συνωμοσιολόγων και όχι λίγοι παρατήρησαν ότι δεν υπάρχει σωτηρία. Η δημοσιοποίηση της πρώτης έρευνας έγινε παραμονές των πανελλήνιων εξετάσεων που τώρα εξελίσσονται, από τις οποίες θα προκύψουν οι φετινοί υποψήφιοι επιστήμονες. Αυτοί τους οποίους αργότερα το 1/3 των συμπολιτών μας δεν θα εμπιστεύεται.

Οι πανελλήνιες εξετάσεις θεωρούνται εδώ και χρόνια καταξιωμένη διαδικασία, διότι είναι αδιάβλητη και επιτρέπει στους καλύτερους να διακριθούν. Επί της διαδικασίας έτσι έχει το πράγμα, αλλά: το εξεταζόμενο αντικείμενο σε συντριπτικό ποσοστό συνίσταται στη δυνατότητα απομνημόνευσης, οι επιστήμες έχουν διαχωριστεί στη λογική της επιλεκτικής χρησιμότητας (εφόσον γίνω μαθηματικός, δεν μου χρειάζονται τα φιλολογικά και αντίστροφα) και, κυρίως, πρόκειται για εξετάσεις κατάταξης και όχι εξετάσεις επίδοσης ή πιστοποίησης καταλληλότητας.

Περίπου 8 στους 10 υποψηφίους κάθε χρόνο «περνούν» σε κάποια σχολή, ΑΕΙ ή ΤΕΙ, ασχέτως επιδόσεως. Η όποια επίδοση στις εξετάσεις δεν επιβεβαιώνει την ικανότητα (… και τη σκοπιμότητα!) του να γίνει κανείς επιστήμονας, αλλά απλώς καθορίζει τη σειρά και την πόρτα εισόδου. Η πλειονότητα των υποψηφίων καταλήγουν σε διαφορετική σχολή από αυτήν που στόχευαν και υποχρεώνονται στη συνέχεια να συμβιβαστούν. Αν σε αυτό προστεθεί και η οικονομική δυσπραγία, τότε γίνεται κατανοητό ότι ο μειωμένων βαθμολογικών προσόντων εισελθών μετατρέπεται σε μειωμένου κινήτρου σπουδαστή.

Έστω λοιπόν ότι μπήκε κάποιος σε μια σχολή με επίδοση κάτω από τη βάση. Μειωμένη επίδοση τεκμαίρεται μειωμένα προσόντα. Κακά τα ψέματα, όλοι αυτό σκεφτόμαστε. Για τα παλιότερα χρόνια, όλοι κάτι έχουμε ακούσει για το «πολιτικό πέντε», κοινώς τη διευκόλυνση στις πανεπιστημιακές εξετάσεις με συνδικαλιστική ή κομματική υποστήριξη, και το «ακαδημαϊκό τέταρτο», κοινώς την καθυστέρηση έναρξης του μαθήματος διότι ο καθηγητής και οι φοιτητές έχουν άλλες δουλειές. Αυτά είναι και ολίγον γλαφυρές αναμνήσεις του παρελθόντος. Σήμερα, λέγεται, οι κομματικές νεολαίες μοιράζουν θέσεις σε σεμινάρια και σημειώσεις για να περαστούν μαθήματα.

Μέχρι πρόσφατα ο καμβάς συμπληρωνόταν από το πανεπιστημιακό άσυλο υπέρ των πάσης φύσεως ανόμων και παρανόμων, όπως και από επεισόδια βίας εις βάρος καθηγητών που ήθελαν απλώς να λειτουργήσουν ως καθηγητές.

Αλήθεια, σε ποια υπόληψη θα είχατε έναν επιστήμονα γνωρίζοντας (ή υποψιαζόμενοι με βεβαιότητα) ότι μπήκε με βαθμό κάτω από τη βάση, τελείωσε με το πάσο του σε πέντε, έξι, επτά χρόνια (αντί για τέσσερα), ότι δέχτηκε «σπρώξιμο» λόγω σχέσεων με παρατάξεις και κόμματα, ότι εν πάση περιπτώσει (όπως πολλοί λέμε) «αν μπεις, θα βγεις»;

Πόσο θα ανέβει στην εκτίμησή σας ένας μαθηματικός που δεν μπορεί να γράψει μια παράγραφο με σωστή σύνταξη ή ένας φιλόλογος που χρειάζεται αριθμομηχανή για να κάνει πράξεις;

Πόσο περισσότερο θα εκτιμήσετε έναν επιστήμονα που από τη λήψη του πτυχίου του διορίστηκε κάπου κι έκτοτε απλώς εφαρμόζει εγκυκλίους, εντός ωραρίου, χωρίς καμία προσωπική πρωτοβουλία ή αντίσταση; Που αρνείται να διαβάσει και να εφαρμόσει μόνος του έναν νόμο ή να αντιμετωπίσει μια κατάσταση αυτενεργώντας, αν προηγουμένως δεν λάβει οδηγία από ανώτερο «για να είναι καλυμμένος»;

Συμβαίνουν αυτά στο Δημόσιο, εδώ και χρόνια, συμβαίνουν ωστόσο και στον ιδιωτικό μας τομέα, ιδίως στο κομμάτι εκείνο που έχει εξασφαλισμένες συναλλαγές με το Δημόσιο. Με στόχο έναν ήρεμο καθημερινό βίο, μια πρόωρη συνταξιοδότηση κι ένα καλό εφάπαξ.

Αν κοιτάξουμε πίσω στον χρόνο, ίσως δούμε ότι αυτού του κύρους επιστήμονες παρήγε η χώρα επί δεκαετίες. Επιστήμονες από τους οποίους ουδείς απαιτούσε να συνεχίσουν να επιμορφώνονται ή να επιδεικνύουν αποτελεσματικότητα.

Αν συνυπολογίσουμε και το γεγονός ότι στο πρόσφατο παρελθόν οι επιστήμονες πληρώνονταν σε πολλές περιπτώσεις τα μισά από τους ανειδίκευτους, ίσως αντιληφθούμε ότι αφαιρέσαμε τα κίνητρα απ’ οποιονδήποτε να σπουδάσει, να αριστεύσει και να προοδεύσει.

Όλα αυτά και ο άκριτος πληθωρισμός επιστημόνων μάς δημιούργησαν το «γιατρουδάκι», τον «δικηγοράκο», τον «καθηγητάκο» και όλα τα συναφή.

Η χρεοκοπία ξανάφερε στην επιφάνεια την αναγκαιότητα της επιβίωσης μέσω της επαρκούς κατάρτισης και έβαλε στο μυαλό των νέων ανθρώπων την ανάγκη να αναπτύξουν την επιστήμη και τα προσόντα, για να ξεκολλήσουν από το τέλμα. Όπως γινόταν και μεταπολεμικά, που οι σπουδές άνοιγαν δρόμους και έδιναν ευκαιρίες. Τώρα, βέβαια, ο ανταγωνισμός είναι σκληρότερος και το πεδίο δράσης, ουσιαστικά, βρίσκεται έξω από τη χώρα, στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία.

Έχουμε καταφέρει να έχουμε υγειονομικούς που αρνούνται να εμβολιαστούν, αρνούμενοι ουσιαστικά την επιστήμη τους. Δικηγόρους που ονομάζουν τις τράπεζες τοκογλύφους, θεωρώντας ότι λένε κάτι σοβαρό, καταργώντας κάθε ορισμό της δικής τους επιστήμης. Φιλόλογους (φυσικούς, μαθηματικούς…) που θα διδάξουν στα ιδιαίτερα για να γίνει ο υποψήφιος φιλόλογος, που θα διδάξει άλλους υποψηφίους για να γίνουν φιλόλογοι, που θα διδάξουν στα ιδιαίτερα: ένα κλειστό, μη παραγωγικό κύκλωμα, χαμηλών τελικά απαιτήσεων, που αναπαράγει αδιέξοδα. Γεωπόνους (τι είναι αυτό;) που έγιναν δάσκαλοι.

Είτε μέσα από την απουσία οποιασδήποτε διαδικασίας αξιολόγησης και στην εκπαίδευση και στον εργασιακό χώρο του Δημοσίου, είτε μέσα από τις ασφυκτικές φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις του ιδιωτικού τομέα, είτε μέσα από τις οριζόντιες μισθολογικές ρυθμίσεις, έχουμε καταφέρει να υποβαθμίσουμε όποιον φέρει τον τίτλο του επιστήμονα σε ταλαίπωρο εργαζόμενο που και παλεύει να επιβιώσει και συμβιβάζεται με τη μετριοκρατία και τις οριζόντιες πολιτικές.

Όταν οι μισοί, τουλάχιστον, επιστήμονες σε αυτή τη χώρα έχουν αποκοπεί από κάθε διαδικασία επιμόρφωσης ή εξέλιξης από τότε που πήραν πτυχίο, είναι λογικό να έχουν δημιουργήσει έλλειμμα εμπιστοσύνης στα μάτια της κοινής γνώμης. Είναι φυσιολογικό, τελικά, για την κοινή γνώμη να μην εμπιστεύεται κανέναν. Και, ίσως, τα ποσοστά αυτών που δεν εμπιστεύονται τα πορίσματα της επιστήμης να είναι τελικά, και κατά τρόπο θαυμαστό, μικρά!

Η νέα γενιά της χρεοκοπίας έχει καταλάβει ότι οι «άπλες» του παρελθόντος τελείωσαν ανεπιστρεπτί. Ότι η επίδοση, η αξιολόγηση, η διαρκής βελτίωση, είναι αυτή που θα φέρει, με σκληρούς όρους είναι αλήθεια, την προσωπική πρόοδο. Ότι η με αξιοκρατικούς, και μόνο, όρους κατάταξη, προώθηση, ανταμοιβή είναι ο τρόπος να πάμε μπροστά. Μέχρι τότε, μέχρι να αλλάξει η παρούσα γενιά, φυσιολογικά, θα πιστεύουμε ότι μας ψεκάζουν, ενώ ταυτόχρονα θα βλέπουμε τους νέους να μεταναστεύουν.