«Δεν είναι αθώοι» - Free Sunday
«Δεν είναι αθώοι»

«Δεν είναι αθώοι»

«Αθώος» στην καθομιλουμένη σημαίνει συχνά «απονήρευτος», «άνθρωπος που δεν μπορεί να κάνει κακό». Κάποιες φορές σημαίνει «άνθρωπος που δεν έχει υστεροβουλία» και, καταχρηστικά, μπορεί να σημαίνει, με δόση ειρωνείας, «άνθρωπος αφελής». Προφανώς, δεν μιλούμε για τη Χρυσή Αυγή, αυτού του είδους η ερμηνεία της λέξης δεν την αφορά. Ή μήπως με έναν τρόπο την αφορά;

Στις εκλογές της 7ης Οκτωβρίου 2009 η Χρυσή Αυγή είχε πάρει 19.624 ψήφους. Τρία χρόνια μετά, στις εκλογές του Μαΐου 2012, η Χρυσή Αυγή έλαβε 440.966 ψήφους (πέμπτη με 7%) και στις εκλογές του Ιουνίου του ίδιου έτους έλαβε 426.025 ψήφους (πέμπτη με 7% πάλι). Το 2015 ήταν τρίτη, με 388.387 ψήφους και 6,28%. Αν μιλάμε, τόσα χρόνια, για εκτόξευση του ΣΥΡΙΖΑ από το 3% στο 36%, για τη Χρυσή Αυγή τι μπορούμε να πούμε;

Εκτοξεύτηκε κι αυτή στα χρόνια της υστερικής, άλογης και τυφλής διαμαρτυρίας, τότε που η κατάθλιψη της χρεοκοπίας οδηγούσε τις μάζες σε άρνηση της πραγματικότητας, τότε που το κίνημα της «πλατείας» άνθισε και η Χρυσή Αυγή συμπορεύτηκε με την Αριστερά, τότε που το να είσαι αντιμνημονιακός ήταν η πιο «λογική» θέση.

Η Χρυσή Αυγή χαστούκιζε, τραμπούκιζε και έβριζε σκαιώς όποιον θεωρούσε αντίπαλο, αλλά αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο στο να ψηφιστεί από σχεδόν μισό εκατομμύριο ψηφοφόρους. Λογικό, θα πει κανείς, στη χώρα του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;». Η πολιτική ανάλυση και η ψύχραιμη αποτίμηση των δεδομένων δεν μας χαρακτηρίζει άλλωστε.

Τα γιαούρτια και τα νερά που εκτόξευε το άλλο άκρο του φάσματος δεν διέφεραν από τα χαστούκια και τα ρόπαλα της Χρυσής Αυγής παρά μόνο στην ένταση. Βία παράλογη ήταν, η οποία έπαιρνε και ευθεία πολιτική κάλυψη μέσω του χιούμορ: «το νεράκι είναι δροσιστικό». Αν είναι δικαιολογημένο να καταβρέξω τον πολιτικό αντίπαλο, είναι θέμα χρόνου να τον χαστουκίσω και λίγου ακόμη χρόνου να τον μαχαιρώσω. Απευθυνόμενος κανείς στις μάζες, πρέπει να έχει τεράστια αυτοσυγκράτηση και μεγάλη συγκρότηση για να αντιληφθεί ότι συμβάλει και νομιμοποιεί τις εκτροπές.

Ήταν «φυσικό» να υπάρξουν δολοφονίες, διότι όταν η καταδίκη της βίας δεν είναι απερίφραστη, άνευ όρων και, κυρίως, άνευ κλίμακας, η κλίμακα παύει να κάνει τη διαφορά. Κι εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα ακολούθησε η δολοφονία των δύο στελεχών της Χρυσής Αυγής, μόλις σαράντα μέρες μετά. Για καμία από τις δολοφονίες δεν πρέπει να είμαστε περήφανοι, για καμία δεν πρέπει να εφησυχάζουμε. Επρόκειτο περί πολιτικών δολοφονιών, απότοκων του ηλεκτρισμένου κλίματος που είχε διαμορφωθεί με ευθύνη ολόκληρου του πολιτικού προσωπικού της χώρας εκείνη την εποχή. Το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού αυτού κραύγαζε και το μικρότερο σιωπούσε, αρνούμενο να αρθρώσει λογικό και νηφάλιο λόγο.

Κατηγορείται η τότε κυβέρνηση ότι ανέχτηκε επί μακρόν τη δράση της Χρυσής Αυγής. Σωστό είναι αυτό, όπως σωστό είναι ότι και η επόμενη κυβέρνηση τη χάιδεψε αρκετά, με δηλώσεις του τύπου «δεν υπάρχουν ευπρόσδεκτες και μη ψήφοι». Γιατί; Μα γιατί επρόκειτο περί πολιτικού κόμματος, ψηφισμένου από μισό εκατομμύριο Έλληνες. Κι εδώ, ίσως, χρειαζόμαστε, όλοι, την αυτοκριτική. Αν η Χρυσή Αυγή δεν έμπαινε σε ομηρία (ας μη μας πειράζουν οι λέξεις) με αφορμή τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, τι θα είχαμε να αντιπαρατάξουμε στη σκαιά επιχειρηματολογία της περί «προδοτών», «τομαριών», «πουλημένων στην τρόικα» και τα συναφή; Η προφανής απάντηση είναι «τίποτα», διότι τα ίδια, με πιο κομψά λόγια, έλεγαν και τα άλλα κόμματα, μεγάλου κομματιού της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ μη εξαιρουμένων.

Αυτές οι ακραίες «αντιμνημονιακές» αντιλήψεις επικράτησαν το 2012 και αργότερα, το 2015, και αυτές οι ακραίες και παράλογες τοποθετήσεις την εκτόξευσαν, όπως και τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ. Η Χρυσή Αυγή ήταν η παράπλευρη απώλεια της συνολικής απώλειας μέτρου και ελέγχου της ελληνικής κοινωνίας. Δεν ήταν εκ των προτέρων βέβαιο ότι οι όποιες βίαιες δράσεις θα παρέμεναν εντός «λογικών». πλαισίων. Δεν παρέμειναν, διότι δεν υπάρχουν λογικά πλαίσια στη βία.

Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η Χρυσή Αυγή κατέρρευσε επειδή απεδείχθη «εγκληματική οργάνωση». Κατέρρευσε, όπως κατέρρευσαν και οι ΑΝΕΛ και άλλα μορφώματα, επειδή το αντιμνημονιακό αφήγημα βρήκε σε τοίχο, με επώδυνα αποτελέσματα για την κοινωνία, και επειδή οι πάσης φύσεως αντιμνημονιακοί υβριστές όλων ανεξαιρέτως των κομμάτων γελοιοποιήθηκαν. Δεν είναι τυχαίο ότι ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ άλλαξαν πολύ έκτοτε. Μας έμειναν όμως προίκα οι δολοφονίες, ένθεν κακείθεν. Οφείλουμε να διδαχτούμε.

Πέρα από την ποινική δίωξη της Χρυσής Αυγής, τι άλλο αντιπαρέθεσε η ελληνική κοινωνία σε αυτήν; Η απάντηση είναι «τίποτα». Όπως τίποτα δεν παρέθεσε ούτε στην αντιμνημονιακή ρητορεία των υπόλοιπων κομμάτων. Μόνο η κατάρρευση του αφηγήματος ανάγκασε πολλούς να βγουν από τον λήθαργο. Το ύφος και το ήθος του λόγου που εκφράζεται σήμερα από μεγάλη μερίδα συμπολιτών και πολιτικών μας δείχνει ότι το ζήτημα δεν λύθηκε, απλώς «κοιμήθηκε». Πολλοί, και από τις δύο πλευρές του φάσματος, επενδύουν ακόμη στον διχαστικό και μνησίκακο λόγο. Είτε με αφορμή τα εθνικά θέματα, είτε με αφορμή την πανδημία, είτε με αφορμή την οικονομία, οι υβριστές κάνουν ακόμη καριέρα.

«Αντιφασίστας» και «υποστηρικτής καταλήψεων» ταυτόχρονα σημαίνει κοροϊδία. «Αντιναζί» και «πολιτικός απατεώνας» για τον αντίπαλο σημαίνει νομιμοποίηση της φρασεολογίας των ναζί. Ας μην παραβλέψουμε ότι οι Ιταλοί φασίστες και οι Γερμανοί ναζί στήριξαν πολλά στην έννοια του εσωτερικού εχθρού, τον οποίο κυνήγησαν με μίσος. Όπως περίπου γιαούρτωναν και ξυλοφόρτωναν οι αντιμνημονιακοί τους μνημονιακούς «υπηρέτες των δανειστών» και «ανθέλληνες». Δεν αρκεί να είσαι «αντι». Δεν αρκεί να δηλώνεις «αντιφασίστας» και «αντιναζί», όταν οι πρακτικές σου δεν διαφέρουν από αυτών: «θα λογαριαστούμε μετά». Δεν κάνει η κλίμακα τη διαφορά, αλλά η νοοτροπία.

Όποιος δηλώνει δημοκράτης, σέβεται την αντίθετη άποψη, χαλιναγωγεί τον λόγο του, αποφεύγει τα ψέματα και επιχειρηματολογεί. Καταδικάζει την παρανομία και τη βία σε όλες της τις μορφές απερίφραστα, χωρίς «αλλά». Και αυτό προϋποθέτει σθένος, μόρφωση, αυτοπειθαρχία, ωριμότητα.

Χτίστηκαν καριέρες, σε όλο το πολιτικό φάσμα, πάνω στα χαμηλά ένστικτα των μαζών, όπως και επιχειρήθηκε να εξαφθούν τα ένστικτα των μονάδων για να ενταχθούν ευκολότερα στον όχλο. Μια κάποια εκλογίκευση επιχειρείται από βασικές μονάδες του πολιτικού προσωπικού σήμερα, αλλά δεν αρκεί. Πρέπει όλοι να αποφασίσουμε τι είμαστε και όχι τι δεν είμαστε. Το «δεν είμαστε» είναι άλλοθι για να παραμείνουμε στάσιμοι. Η αντίθεση σε κάποιον ή κάτι μεμονωμένο δεν μας κάνει δημοκράτες.

Ήρθε η ώρα να πάψουμε να είμαστε «αθώοι». Να είμαστε δημοκράτες και να το επιδιώκουμε θετικά. Με λογική και όχι με ένστικτο. Με αυτοπεριορισμό. «Θέλει Αρετή και Τόλμη η Ελευθερία».