Κούραση ίσον θάνατος - Free Sunday
Κούραση ίσον θάνατος

Κούραση ίσον θάνατος

Την ώρα που οι εμβολιασμένοι με μία δόση ξεπέρασαν τα 1,5 εκατομμύρια και οι εμβολιασμένοι με δύο δόσεις τις 800.000, οι νεκροί πλησιάζουν τάχιστα τις 10.000. Σχεδόν τα 2/3 των νεκρών προέκυψαν μετά την οριστικοποίηση της είδησης ότι θα έχουμε εμβόλιο.

Λέγεται και ξαναλέγεται απ’ όλους και σε όλους τους τόνους ότι «είμαστε κουρασμένοι». Μας υποσχέθηκε κανείς ζωή χαρισάμενη και μας γέλασε; Υπήρχε ξεκούραστη ζωή πριν από την πανδημία; Τι ακριβώς είναι αυτό που μας κάνει να μην μπορούμε να αναγνωρίσουμε τον κίνδυνο και να αδυνατούμε να προσαρμοστούμε στην πραγματικότητα;

Αφελές παράδειγμα, αλλά: αν στην παραλία του χωριού μας κυκλοφορούσαν λύκοι και αρκούδες, θα βγαίναμε βόλτα για να ξεσκάσουμε από την κλεισούρα, έχοντας τα παιδιά μας από το χεράκι; Ο σύγχρονος λύκος λέγεται ιός, είναι αόρατος και πέραν πάσης αμφιβολίας υπαρκτός. Αν κανείς δεν βλέπει τον ιό, βλέπει πλέον τους νεκρούς. Τι είναι αυτό που τον εμποδίζει να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα;

Αρχίζει να γίνεται ξεκάθαρο ότι ο καθένας από εμάς, άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο, έχει χάσει το ένστικτο της επιβίωσης. Μιας επιβίωσης διαφορετικής από αυτήν που απαιτήθηκε στα «σκληρά χρόνια της χρεοκοπίας και των μνημονίων». Η παρούσα συγκυρία απαιτεί πρώτα υγειονομική επιβίωση και μετά –ή παράλληλα– οικονομική. Από κανέναν νόμο της φύσης δεν προκύπτει ότι η υγειονομική προφύλαξη καταργεί όλες τις δραστηριότητες μέχρι να περάσει το κακό. Αυτό που οφείλαμε να έχουμε κάνει είναι να αναγνωρίσουμε τον κίνδυνο και να διαμορφώσουμε διαφορετικά τις δραστηριότητές μας. Ενδεχομένως να τις μειώσουμε ή να τις τροποποιήσουμε, σίγουρα όχι να τις καταργήσουμε.

Αν κανείς αδυνατεί ή αρνείται να φροντίσει/προφυλάξει τον εαυτό του, κανένα κράτος και καμία κοινωνία δεν μπορεί να το κάνει. Το πολύ-πολύ να τον βάλει τιμωρία το πρώτο ή να τον αποβάλει η δεύτερη. Πλην όμως η κοινωνία μας έχει πάψει να αποβάλει μέλη της από καιρό. Η δημοκρατία και η ισότητα έχουν σε πολλές περιπτώσεις παρερμηνευτεί και «απολαμβάνονται» από ορισμένους ως ασυδοσία και από τους υπόλοιπους ως ανοχή στα όρια της αδιαφορίας. Αναλόγως, το κράτος έχει πάψει να είναι ο μοναδικός χειριστής της «νόμιμης βίας», αυτής της βίας που οδηγεί σε συμμόρφωση. Η πανδημία είναι ο παράγοντας εκείνος που μας βάζει να πληρώσουμε βαρύ λογαριασμό, ακριβώς επειδή σχετικοποιήσαμε τη λειτουργία της κοινωνίας μας ως οργανωμένης.

Δεν υπάρχει περίπτωση να κερδηθεί οποιαδήποτε μάχη εάν ο καθένας κάνει ό,τι ο ίδιος νομίζει σωστό. Πολύ περισσότερο, όταν ο καθένας αμφισβητεί προκαταβολικά αυτούς οι οποίοι έχουν την ευθύνη των αποφάσεων και αρνείται να συμμορφωθεί. Ακόμη περισσότερο, όταν οι μηχανισμοί καταναγκασμού σε συμμόρφωση έχουν ευνουχιστεί και σχετικοποιηθεί μέχρι καταργήσεως. Για να το πούμε απλά, η Κίνα αντιμετώπισε την πανδημία με σκληρό έως απάνθρωπο καταναγκασμό, την ώρα που εμείς θεωρούσαμε το κλείδωμα αντισυνταγματικό και διαδηλώναμε κατά της αστυνομικής βίας. Η κοινωνία μας έκανε μια άλλη επιλογή και κάθε επιλογή έχει κόστος, ενίοτε βαρύ, και ανάλογο κέρδος ή ζημιά.

Ζήσαμε στιγμές απείρου κάλλους με το κίνημα εναντίον των μασκών. Συνεχίζουμε με τα τεστ αυτοδιάγνωσης. Δεν έχει καμία σημασία εάν η συγκεκριμένη «αντίσταση» μαρτυρά ηλιθιότητα και δεισιδαιμονία, αποδεδειγμένη και αδιαμφισβήτητη. Σημασία έχει ότι η κοινωνία και το κράτος δίστασαν να το αντιμετωπίσουν δυναμικά. Ο δισταγμός έφερε κρούσματα και τα κρούσματα θανάτους.

Αμφισβητήσαμε τα κλειδώματα δραστηριοτήτων, αλλά τα κλειδώματα μειώνουν τους θανάτους. Το κλείδωμα επιφέρει οικονομικές ζημιές με αντάλλαγμα μείωση θανάτων. Αποδείχθηκε ότι αδυνατούμε να επιδιώξουμε το καλύτερο μείγμα. Η εμπειρία της Θεσσαλονίκης το φθινόπωρο αποτέλεσε το μεγάλο κακό παράδειγμα. Απλωμένοι στα καφέ της ηλιόλουστης παραλίας και παραδομένοι στις θρησκευτικές μας παραδόσεις και δεισιδαιμονίες, αρνηθήκαμε να εφαρμόσουμε τους κανόνες της πανδημίας και το πληρώσαμε με εκατοντάδες νεκρούς. Αντί να παραδειγματιστούμε, με κλειστή την εστίαση και τις βασικές δραστηριότητες, καταφέραμε και πάλι, τέσσερις μήνες μετά, να εκτινάξουμε τα κρούσματα και να βρισκόμαστε στο τρίτο, σφοδρό και ατελείωτο κύμα.

Με κλειστές τις βασικές δραστηριότητες, η μόνη δικαιολογία/αιτιολογία για την αύξηση των μολυσματικών επαφών, προφανώς και αποκλειστικά κοινωνικών, είναι η «κούραση». Κουραστήκαμε, λέει, κλειστοί τόσο καιρό. Στην πραγματικότητα, αποδεικνύουμε ότι είμαστε ανίκανοι να επιβιώσουμε. Δεν μας φταίει κανένας ειδικός, κανένα κράτος, κανένα κανάλι, κανένα κόμμα. Η βιολογική επιβίωση έπρεπε να είναι ένστικτο και να υπερισχύει κάθε άλλης επιθυμίας. Εκτός αν το έχουμε χάσει το μυαλό μας εντελώς.

Κάθε άνθρωπος ρισκάρει να κολλήσει στην εργασία του. Μέχρι ένα σημείο αυτό είναι αναπόφευκτο και ως ρίσκο αποδεκτό, για τις ανάγκες της συνολικής επιβίωσης. Πέραν αυτού, όμως, το πρόσθετο ρίσκο της μόλυνσης σε εκκλησία, πορεία, μπαράκι, παρκάκι και παρτάκι μαρτυρά ότι αδυνατούμε να αξιολογήσουμε τα βασικά. Αν δεν μπορούμε να μείνουμε μακριά απ’ όλα αυτά για να επιβιώσουμε, τότε απλώς δεν αξίζουμε να επιβιώσουμε. Αδυνατούμε να προσαρμοστούμε στη σκληρή πραγματικότητα. Η μόλυνση προτιμά τους κουρασμένους.

Ενώ το 1/4 της κοινωνίας είτε έχει εμβολιαστεί και σταδιακά αποκτά άμυνα είτε έχει νοσήσει, τα κρούσματα ανεβαίνουν. Αρκεί το 1/5 της κοινωνίας να κυκλοφορεί ανέμελα για να γεμίσουν τα νοσοκομεία. Δεν μάθαμε να λειτουργούμε με τους κανόνες που επιβάλει η πανδημία. Το μόνο που μάθαμε είναι το κλείδωμα, το οποίο, στο μέτρο που το τηρήσαμε, έφερε αποτελέσματα. Στο μέτρο που το παραβιάσαμε, έφερε νεκρούς.

Η συζήτηση έχει πρόσθετο νόημα, διότι είμαστε τουριστική χώρα. Με κλειστά σύνορα δεν έχουμε τουρισμό και έχουμε το 1/4 του εργατικού μας δυναμικού άνεργο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Εάν εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε καταφέρει ως τώρα να συμπεριφερόμαστε σωστά και με προφύλαξη εν μέσω πανδημίας, δεν θα το καταφέρουμε ούτε το καλοκαίρι, εάν και εφόσον έρθουν τουρίστες. Υπάρχει και το ενδεχόμενο να μην έρθουν, διότι θα φτάσουμε στην έναρξη της τουριστικής περιόδου «κατακόκκινοι» και με εκατόμβες νεκρών αποκλειστικά και μόνο λόγω «κούρασης».

Οι Κυκλάδες ήταν «πράσινες» ως τα Χριστούγεννα, «κατακοκκίνισαν» όταν ξεκίνησαν να πηγαινοέρχονται τα συνεργεία από την Αθήνα. Με ελάχιστους εισερχόμενους δηλαδή. Φανταστείτε τι θα γίνει όταν θα καταφθάσουν οι τουρίστες. Όχι για άλλον λόγο, αλλά γιατί εμείς, «κουρασμένοι», αρνούμαστε ακόμη και τώρα να λειτουργήσουμε ατομικά μεν αυτοπεριοριζόμενοι, ομαδικά δε με συγκεκριμένο σχέδιο που θα ρυθμίζει «μάσκες - αποστάσεις - καθαριότητα» και προσαρμογές δραστηριότητας για όλους.

Αυτοκτονούμε.