Γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει - Free Sunday
Γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει

Γλώσσα λανθάνουσα τα αληθή λέγει

Κατά τη συνέντευξή του προς την κα Τσαπανίδου, μία εβδομάδα πριν από τη ΔΕΘ, ο κ. Τσίπρας διατύπωσε μια τεράστια αλήθεια, λέγοντας επί λέξει τα εξής: «Ο κ. Μητσοτάκης για 1,5 χρόνο, με τη βοήθεια και πολλών ΜΜΕ, έζησε τον όμορφο μύθο του. Σήμερα, δυστυχώς, ο ελληνικός λαός ζει την άσχημη αλήθεια του. Οφείλουμε να έχουμε σχέδιο για να σταματήσουμε αυτή την τρομακτική άμβλυνση των ανισοτήτων και τη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής».

Άμβλυνση σημαίνει περιορισμός, μείωση. Όταν λοιπόν ο κ. Τσίπρας «παραδέχεται» ότι η πολιτική του Κ. Μητσοτάκη περιορίζει τις ανισότητες, και ταυτόχρονα ομολογεί ότι ο ίδιος «οφείλει» να τον εμποδίσει, στην ουσία μάς λέει ότι επιθυμεί να πλήξει τον αντίπαλό του για ίδιο όφελος, αδιαφορώντας για την καταστροφή της κοινωνίας. Η άμβλυνση των ανισοτήτων συνιστά επιτυχία του αντιπάλου και θεωρεί ότι η επιτυχία αυτή πρέπει να ανακοπεί, με κάθε κόστος.

Είναι μάλλον απλοϊκό να θεωρήσουμε ότι έλλειμμα γνώσεων τον οδήγησε στο τερατώδες ολίσθημα. Πιο λογικό είναι να πιστέψουμε ότι, σε μια στιγμή χαλαρότητας, εκστόμισε αυτό που πραγματικά σκέφτεται. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που, μιλώντας εκτός κειμένου, ομιλεί ανεπίτρεπτα. Ο ίδιος είχε πει παλιότερα ότι οι μολότωφ είναι κακές, αναλόγως της πλευράς στην οποία βρίσκεται κανείς, όπως επίσης είχε αναρωτηθεί φωναχτά εκείνο το «θα τα σπαταλάγατε», για το επίδομα των πυρόπληκτων, δείχνοντας τεράστιο έλλειμμα ενσυναίσθησης.

Σύμφωνα με τη δήλωσή του, ο κ. Τσίπρας οφείλει να σταματήσει και τη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής, η οποία οφείλεται στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Εδώ οφείλουμε μια αναδρομή.

Όταν οι Τούρκοι οργάνωσαν την εισβολή στον Έβρο, ο ίδιος ήταν εξαφανισμένος επί ημέρες. Σύσσωμη η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρέθηκε στα σύνορα, αλλά όχι ο ίδιος. Όταν όλα κρίθηκαν υπέρ της χώρας, αναγκάστηκε να βγει και να δηλώσει ότι και ο ίδιος τα ίδια θα έκανε. Πλην όμως τα φίλια σε αυτόν μέσα κατέκριναν τη στρατοπεδοποίηση της χώρας και τη σκληρή στάση απέναντι στους «πρόσφυγες». Αν εκείνη η μάχη είχε χαθεί, η κοινωνική συνοχή θα είχε πάει περίπατο. Ανάλογα λειτούργησε και κατά την κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο. Ουσιαστικά κατηγορούσε την κυβέρνηση για μειοδοσία, ισχυριζόμενος ότι ο ίδιος σε ανάλογη περίπτωση είχε κάνει το σωστό. Η επακούμβηση έδειξε το μέγεθος της έντασης και κατέδειξε ότι για άλλη μια φορά η χώρα διατήρησε την εθνική της, κι εντεύθεν, την κοινωνική της συνοχή.

Με το ξέσπασμα της πανδημίας, σύσσωμη η αντιπολίτευση κατηγόρησε την κυβέρνηση για αντιδημοκρατική συμπεριφορά λόγω της αναστολής δραστηριοτήτων της κοινωνικής ζωής, γνωστών και ως lockdown. Η αποφυγή μαζικών θανάτων όμως διατήρησε αναμφισβήτητα την κοινωνική συνοχή. Το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ η δήθεν καταπάτηση των ατομικών ελευθεριών. Το πρόσχημα της δήθεν καταπάτησης των ατομικών ελευθεριών, όμως, έπληττε ευθέως την κοινωνική συνοχή.

Ευθεία βολή στην κοινωνική συνοχή ήταν η αμέριστη συμπαράσταση του κ. Τσίπρα προς τους διαδηλωτές υπέρ Κουφοντίνα. Θα ήταν, ακόμη και αν δεν υπήρχε η πανδημία. Η ηθική υποστήριξη και η αγιοποίηση ενός αμετανόητου τρομοκράτη δεν στέλνουν καλά μηνύματα στην κοινωνία. Η εν μέσω πανδημίας ανάληψη του ρίσκου των διαδηλώσεων κατέδειξε επίσης ότι η διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής, μέσω της διασποράς του ιού, ουδόλως απασχολούσε τον κ. Τσίπρα. Τον ενδιέφερε μόνο να υποστηρίξει τον στόχο του, έστω και αν αυτός λεγόταν Κουφοντίνας και φανέρωνε ότι δεν θα τον ενοχλούσε αν η διασπορά της νόσου δημιουργούσε προβλήματα στην κοινωνία που θα μπορούσαν να χρεωθούν στην κυβέρνηση.

Στη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής στόχευσε ευθέως και η ουσιαστικά αντιεμβολιαστική καμπάνια του προηγούμενου αναπληρωτή υπουργού Υγείας κ. Πολάκη. Ακόμη και αν το περιεχόμενο των τοποθετήσεων του συγκεκριμένου (με πολλή επιείκεια) θεωρηθεί οριακά ανεκτό, το ύφος και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί καταδεικνύουν συνειδητή προσπάθεια υποκίνησης οργής και ανάφλεξης της κοινωνίας. Ακόμη και αν ο κ. Τσίπας κατάφερε να εμβολιάσει τον κ. Πολάκη, είναι σαφες ότι δεν θέλει να εμποδίσει τον οξύ, διχαστικό και εριστικό λόγο του. Αν ήθελε, θα τον είχε απομακρύνει, υπηρετώντας ουσιαστικά την κοινωνική συνοχή.

Τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής (για να αναφερθούμε ενδεικτικά και στα κυβερνητικά του πεπραγμένα) υπηρετεί και η διάσωση της ΔΕΗ, την οποία ο κ. Τσίπρας είχε παραδώσει χρεοκοπημένη, με τεράστια προβλήματα ρευστότητας. Αν δεν είχαν μεσολαβήσει η αναμόρφωση και η εξυγίανσή της από την παρούσα κυβέρνηση, τώρα που οι τιμές ενέργειας παίρνουν διεθνώς την ανηφόρα, θα ήταν αδύνατη η οποιαδήποτε στήριξη των αδύναμων καταναλωτών. Το ίδιο ισχύει βέβαια και για τα οικονομικά αποτελέσματα της ίδιας της χώρας εν μέσω πανδημίας. Αποδείχθηκε, με αριθμούς, ότι η χώρα όχι μόνο δεν διαλύθηκε μέσα από τα διαρκή κλειδώματα, αλλά κατάφερε να διατηρήσει σχεδόν σε όλους τους κλάδους, τους αρμούς της (σας θυμίζει κάτι;) συνεκτικούς και να επιχειρήσει την επανεκκίνηση.

Συμπληρώνονται έξι χρόνια από τις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου 2015, όταν ο κ. Τσίπρας εξελέγη για δεύτερη φορά πρωθυπουργός. Ήταν τότε που είχε πει από μπαλκόνι ανοιχτής συγκέντρωσης «τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», μην υπηρετώντας, προφανώς, την ανάγκη διατήρησης της κοινωνικής συνοχής. Την πρώτη φορά είχε εκλεγεί πρωθυπουργός σχεδόν υβρίζοντας τους πάντες και τα πάντα, ακριβώς επειδή φρόντισε να διαρραγεί όσο περισσότερο γινόταν η κοινωνική συνοχή. Ο ίδιος είχε δηλώσει, άλλωστε, προεκλογικά ότι τα νερά που πετιόταν στους πολιτικούς αντιπάλους ήταν «δροσιστικά». Ο ίδιος είχε υποστηρίξει το κίνημα (θεός να το κάνει) «Δεν πληρώνω», κορυφαίο παράδειγμα αντικοινωνικής συμπεριφοράς.

Πρόσφατα δήλωσε ότι η παρούσα κυβέρνηση «στρογγυλοκάθισε στην εξουσία χωρίς να έχει κανένα δικαίωμα», παραβλέποντας την εκλογή της και αμφισβητώντας ευθέως το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας. Όλα αυτά είναι γεγονότα αδιαμφισβήτητα, τα οποία δεν κατασκεύασε κανένα μέσο μαζικής ενημέρωσης. Είναι πράξεις και λέξεις του ιδίου.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέβηκε στην εξουσία υπονομεύοντας ευθέως την κοινωνική συνοχή και φανερά επιχειρεί να κάνει και πάλι το ίδιο. Πλην όμως η ιστορία δεν μπορεί να επαναληφθεί, ούτε ως φάρσα. Το ερώτημα είναι αν ο ευρύτερος χώρος της Αριστεράς ταυτίζεται ακόμη με όλα αυτά, ή αν απλώς περιμένει τη δεύτερη (στατιστικά και ιστορικά πιθανή) θητεία της παρούσης κυβέρνησης, προκειμένου να επαναπροσδιοριστεί προς το δημοκρατικότερο.