Η γιαγιά στο Lidl και o Βλαδίμηρος στο Κίεβο - Free Sunday
Η γιαγιά στο Lidl και o Βλαδίμηρος στο Κίεβο

Η γιαγιά στο Lidl και o Βλαδίμηρος στο Κίεβο

Την εβδομάδα πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, το θέμα που απασχόλησε έντονα την ελληνική κοινωνία ήταν μια γιαγιά που συνελήφθη να κλέβει στο πολυκατάστημα. Φασαρία πολλή για την ανάλγητη επιχείρηση που καταδίωξε την αναξιοπαθούσα. Δεκατέσσερα χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης, δώδεκα χρόνια μετά τη χρεoκοπία και επτά χρόνια μετά το παράλογο «Όχι» στο δημοψήφισμα, μεγάλο μέρος της κοινωνίας δείχνει να μην έχει καταλάβει τίποτα. Αρνείται να αλλάξει μυαλά, αρνείται να αντικρίσει, να προσαρμοστεί και να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα.

Αν η γιαγιά (που δεν ήταν γιαγιά) ήταν πράγματι αναξιοπαθούσα, η Ελληνική Δικαιοσύνη θα την αθώωνε. Η επιχείρηση που έκανε μήνυση προστάτευσε την περιουσία της, όπως θα έκανε ο οποιοσδήποτε από εμάς για το σπίτι του. Οι επιχειρήσεις δεν είναι ιδεατά μορφώματα. Είναι άνθρωποι οι οποίοι επιχειρούν και μέσω αυτού βιοπορίζονται, είτε είναι μέτοχοι είτε εργαζόμενοι σε αυτές. Αν καθένας από εμάς, επικαλούμενος, χωρίς έλεγχο, «ανάγκη», έπαιρνε πράγματα αξίας πενήντα ευρώ, η επιχείρηση θα έκλεινε σε μια βδομάδα και κόσμος πολύς θα έχανε το ψωμί του. Η κοινή γνώμη θεώρησε εαυτή αρμόδια να αθωώσει προκαταβολικά και, για να ενισχύσει την «αθώωση», διατυμπάνισε ότι η Lidl έπαθε σοβαρή εμπορική και επικοινωνιακή ζημιά. Στην πραγματικότητα, η εταιρεία δεν έπαθε τίποτα και οι παλικαριές, με λεφτά των άλλων, ξεχάστηκαν γρήγορα. Η γιαγιά, είπαν κάποιοι συμπαθούντες, είχε δάνειο να πληρώσει και η σύνταξη των 900 ευρώ δεν της έφτανε.

Η ιστορία αποτυπώνει καθαρά όλα τα αντιμνημονιακά κλισέ: Έχει κακό Γερμανό, ανάλγητη επιχείρηση, ταλαίπωρο συνταξιούχο των εννιακοσίων ευρώ και δάνειο που δεν είναι ανάγκη να αποπληρωθεί ή, χειρότερα, να αποπληρωθεί με τη βοήθεια εγκλήματος. Δέκα, δώδεκα χρόνια μετά η νοοτροπία παραμένει.

Η ιστορία απασχόλησε τη χώρα την εβδομάδα πριν από την έναρξη του πολέμου. Όταν η διεθνής κοινή γνώμη μετρούσε αν και πόσες είναι οι πιθανότητες να ξεκινήσει πόλεμος και ενώ οι «λογικές» σταθμίσεις απέκλειαν την πιθανότητα αυτή, ως μη συμφέρουσα σε κανέναν. Από τη στιγμή που ο ηγέτης της Ρωσίας πέρασε την κόκκινη γραμμή, αναγκαστήκαμε όλοι να συνέλθουμε. Ακριβέστερα, σχεδόν όλοι. Μεγάλη μερίδα της ελληνικής κοινής γνώμης επέλεξε να αντιμετωπίσει και να κρίνει τον Πούτιν όπως και τη γιαγιά στο Lidl. Με κριτήριο τον μικρόκοσμό της, το κακώς εννοούμενο μικροσυμφέρον και με βασικό ηθικό κριτήριο την όσο γίνεται μεγαλύτερη απόλαυση αγαθών με τον λιγότερο δυνατό κόπο, ακόμη και εις βάρος του διπλανού.

Ο ηγέτης της Ρωσίας επέλεξε να κινηθεί αντίθετα σε οποιαδήποτε λογική επιλογή. Με οξύτητα, με ευθεία απειλή σε ολόκληρη την Ευρώπη και με σαφή διάθεση ηγεμόνευσης. Εκβίασε την ανοχή με όπλο το πετρέλαιο και το αέριο, διαρρηγνύοντας την εμπιστοσύνη της Ε.Ε. Επιδιώκει ευθέως την οικονομική και τη στρατιωτική μας εξάρτηση. Δεν φέρθηκε ως εταίρος, αλλά ως εκβιαστής. Η απάντηση σε αυτό δεν μπορεί παρά να είναι ένα βροντερό «Όχι», ασχέτως κόστους. Η απειλή είναι παρούσα, συγκεκριμένη και σαφώς διατυπωμένη.

Μπορούμε να συζητήσουμε φιλοσοφικά το τι έγινε στην Κύπρο το 1974, αλλά αυτό δεν μπορεί να είναι το κριτήριο υποταγής μας στην ισχύ της Ρωσίας. Αν επιλέξουμε να μείνουμε ουδέτεροι επειδή ουδείς στήριξε την Κύπρο το 1974, τότε επιλέγουμε συνειδητά το να μη μας στηρίξει κανείς στο μέλλον για οποιονδήποτε λόγο. Βγαίνουμε από το αλισβερίσι με δική μας επιλογή.

Αν θεωρούμε ότι η «γερμανική» Ευρώπη δεν μας εκφράζει, να προσπαθήσουμε να την αλλάξουμε. Όταν όμως η απειλή εκ Ρωσίας είναι υπαρξιακή, το πρώτο πράγμα που πρέπει να φροντίσουμε είναι η διατήρηση της ύπαρξής της. Για να έχουμε κάτι να βελτιώσουμε μετά.

Όταν επί δεκαετίες κατηγορούμε τους Γερμανούς ότι είναι συμφεροντολόγοι, πονηροί και εκμεταλλευτές, πρέπει, την ώρα που αυτοί αλλάζουν και στρέφονται εναντίον του «κολλητού» τους, να είμαστε και εμείς εκεί. Δεν είναι δυνατό να «κρατήσουμε μούτρα» γιατί μας «έβαλαν στα μνημόνια». Οι Γερμανοί ανακοίνωσαν ότι εξοπλίζονται και η παρατήρησή μας δεν μπορεί να είναι «ξεκίνησε το Δ΄ Ράιχ». Ως τώρα τους κατηγορούσαμε για το ότι δεν εξοπλίζονται.

Όταν ο κόσμος όλος συνασπίζεται ενάντια στον εισβολέα, εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τον επιτήδειο ουδέτερο. Το «να μαζευτούμε να πάτε να πολεμήσετε» δεν είναι επιλογή. Είναι κουτοπονηριά την οποία θα δει όλος ο κόσμος και θα την «ανταμείψει» ανάλογα. Η Ελλάδα επιβίωσε στους αιώνες μόνο μέσα από σκληρούς πολέμους. Επιβίωσε χάρη και στη βοήθεια συμμάχων. Δεν θα επιβιώσει στο εξής, αν το μοναδικό της μέλημα είναι το να μην εμπλακεί.

Στην Κύπρο ηττηθήκαμε, αλλά πρέπει να θυμηθούμε ότι δεν πολεμήσαμε. Για τον υπόλοιπο κόσμο δεν έχει καμία σημασία το ότι είχαμε χούντα και ως χώρα ήμασταν διαλυμένοι. Προς τα έξω, είμαστε μια χώρα που δεν πολέμησε. Και το 1940 δικτατορία είχαμε, αλλά η χώρα πολέμησε. Και στα Ίμια δεν πολεμήσαμε. Δεν μας φταίει κανείς γι’ αυτό. Υπήρξε παλλαϊκή συναίνεση στο «μη πόλεμος». Άρα και στο αποτέλεσμα.

Αμέσως πριν από την εισβολή στην Ουκρανία, αποτελούσε σημαντικό ζήτημα η εκτίμηση του αν η Τουρκία θα επιχειρήσει το οτιδήποτε στο Αιγαίο, το οποίο εκ των πραγμάτων θα συνιστά παραβίαση συνόρων. Ο εξ ανατολών κίνδυνος παραμένει. Πριν έλθουν οι άλλοι να βοηθήσουν, πρέπει να δείξουμε εμείς ότι είμαστε άξιοι της βοήθειάς τους. Κοινοτοπία το δεν θα πολεμήσει κανείς για μας. Αλλά, αν πρόκειται να το κάνει, θα το κάνει επειδή θα πολεμήσουμε για τον εαυτό μας και επειδή πολεμήσαμε και εμείς για άλλους. Σίγουρα δεν θα το κάνει αν φερθούμε και πάλι «μνημονιακά»: Είστε υποχρεωμένοι να μας δανείσετε (ή να πολεμήσετε) για να μη ζοριστούμε εμείς.

Η Ελλάδα οφείλει να αποτινάξει το γρηγορότερο από πάνω της τη νοοτροπία που εξέφρασε το «Όχι» του δημοψηφίσματος και το αντιμνημόνιο. Η άρνηση του δυτικού τρόπου ζωής. Όταν επαιτούσε επιθετικά προς τους τρίτους. Τότε, το πρόβλημα ήταν οικονομικό. Αν το πρόβλημα ήταν στρατιωτικό, με αυτήν τη νοοτροπία, δεν θα είχαμε απλώς ηττηθεί, θα είχαμε εξαφανιστεί.

Μόνο αν εμπλακούμε ενεργά στο διεθνές γίγνεσθαι θα έχουμε τύχη. Αν ρισκάρουμε, θα ανταμειφθούμε. Να μη διστάζουμε να υπερασπιστούμε τον δυτικό και δημοκρατικό τρόπο ζωής μας. Αυτόν που δεν υπάρχει στη Ρωσία. Να αποκτήσουμε, επιτέλους, φρόνημα.