To δις εξαμαρτείν - Free Sunday
To δις εξαμαρτείν

To δις εξαμαρτείν

Η πανδημία επέφερε διεθνές πάγωμα και διατάραξη της εφοδιαστικής αλυσίδας. Επέβαλε και αλλαγές στον τρόπο συμπεριφοράς μας και στον τρόπο που δρούμε και καταναλώνουμε. Η προσπάθεια επαναφοράς έφερε πληθωρισμό. Λίγο πολύ, ήταν αναμενόμενο. Η προσμονή της επαναφοράς και η αισιοδοξία ότι η πανδημία ελέγχεται αποτέλεσαν το κύριο φάρμακο για την αντιμετώπιση της ακρίβειας. Όλοι ήμασταν διατεθειμένοι να την παραβλέψουμε, ευτυχείς διότι ανακτούμε πολλές από τις δραστηριότητές μας.

Όλα αυτά έπαψαν να έχουν σημασία από τη στιγμή που ξέσπασε ο πόλεμος. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έθεσε την Ευρώπη κυρίως, και τη Δύση συνολικά, ενώπιον σκληρών διλημμάτων. Η Ρωσία απαίτησε φωναχτά και έμπρακτα να ορίσει αυτή την τύχη του περίγυρού της, όπως αυτή τον εννοεί, και η Δύση έπρεπε να δείξει αν το αποδέχεται ή έστω το ανέχεται. Ο πόλεμος που εξελίσσεται είναι διπλός. Στρατιωτικός στο σκέλος Ουκρανίας - Ρωσίας, οικονομικός στο σκέλος Δύσης - Ρωσίας. Δεν είναι ακριβώς παγκόσμιος, αλλά μπορεί εύκολα να μετατραπεί και σε τέτοιον.

Δεν ανήκω σε αυτούς που κατηγορούν οπωσδήποτε τη Γερμανία για την εμπορική της σχέση με τη Ρωσία. Ούτε τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, ορισμένες από τις οποίες έχουν σχεδόν ολοκληρωτική ενεργειακή εξάρτηση από τον σημερινό «εχθρό». Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η απομόνωση της Ρωσίας θα μπορούσε να έχει δημιουργήσει μια «μαύρη τρύπα» στα ανατολικά της Ευρώπης και να έχει εξελιχθεί πολύ χειρότερα από ό,τι σήμερα. Η σύναψη εμπορικών συμφωνιών θα μπορούσε να συντελέσει, αν όχι στην εξομάλυνση και προσέγγιση των δύο πλευρών, τουλάχιστον στην αποφυγή ακραίας όξυνσης. Τούτο, ιδιαίτερα τη στιγμή που η Ρωσία φαινόταν πως συνέχιζε να τροχιοδρομεί στον άξονα του αυταρχισμού. Είτε τσάροι, είτε Κομμουνιστικό Κόμμα, είτε υβριδική δημοκρατία τύπου Πούτιν, ήταν φανερό πως η συγκεκριμένη χώρα έμαθε να διοικείται με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Αυτός δεν θα άλλαζε με την οικονομική απομόνωση, η οποία δεν θα μπορούσε να είναι και στρατιωτική, μιας και τα πυρηνικά υπήρχαν κι εξακολουθούν να υπάρχουν.

Παίχθηκε ένα «στοίχημα» και χάθηκε. Δεν έχει καμία σημασία αν οι Αμερικανοί γκρίνιαζαν από την αρχή. Δεν έχει καμία σημασία και αν η Ευρώπη βρέθηκε σήμερα σε δύσκολη θέση. Έκανε αυτό που τότε φαινόταν σωστότερο και πάντως δεν ήταν εντελώς λάθος. Ουδείς μπορεί να εγγυηθεί ότι, αν η Ρωσία παρέμενε αποκομμένη και αποκλεισμένη από τις συναλλαγές με τη Δύση, θα ήταν σήμερα λιγότερο επιθετική. Κι από δω και πέρα, τι;

«Η συνοχή (της Δύσης) θα καταρρεύσει εξαιτίας των προβλημάτων της Δύσης. Η Δύση πέφτει και χάνει τη θέση της στον κόσμο, επομένως χρειάζεται έναν εχθρό. Για την ώρα είμαστε ο εχθρός. Δεν νομίζω ότι η ενότητα θα διαρκέσει, η Ευρώπη δεν θα αυτοκτονήσει διαλέγοντας να χάσει την ανεξαρτησία της. Ελπίζω ότι οι Ευρωπαίοι γείτονές μας θα αναρρώσουν από αυτήν τη ζάλη του μίσους». Τα λόγια ανήκουν στον Σεργκέι Καραγκάνοφ, σύμβουλο του προέδρου Πούτιν, εκφραστή του δόγματός του για τις ρωσόφωνες μειονότητες και από τους πρώτους που μίλησε δημόσια για ολοκληρωτική εισβολή στην Ουκρανία, ήδη από το 2019. Διατυπώθηκαν στα πλαίσια συνέντευξης στην ιταλική εφημερίδα «Κοριέρε Ντε Λα Σιέρα», στις 8 Απριλίου. Τίτλος της συνέντευξης: «Είμαστε σε πόλεμο με τη Δύση. Η ευρωπαϊκή δομή ασφαλείας είναι παράνομη».

Η πρόκληση είναι διατυπωμένη ανοιχτά και πρέπει όλοι εμείς να αποδεχθούμε την ύπαρξή της. Δεν έχει κανένα νόημα η συζήτηση για το αν η Ρωσία προκλήθηκε μέσω της πιθανής ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Τούτο ήταν καθαρά η αφορμή, το πρόσχημα. Πρόκειται για ευθέως διατυπωμένη απειλή. Ξεπερνάει κατά πολύ τα περί περικυκλώσεως από το ΝΑΤΟ και συνιστά καθαρή επίθεση: Θέλουμε να σας αλλάξουμε. Ίσως και να «εκδικηθούμε» την ιστορία και τη Δύση για την κατάρρευση της Σοβιετίας. Όλα αυτά ενώ έχει γίνει ήδη υπαινιγμός χρήσης πυρηνικών και έχουν προηγηθεί όχι λίγες εισβολές σε τρίτες χώρες, οι οποίες μετετράπησαν σε ολοκληρωτική κατοχή, ανοιχτή ή συγκαλυμμένη.

Εμείς οι Δυτικοί θέλουμε να μας αλλάξει η Ρωσία ή να αλλάξουμε για χάρη της Ρωσίας; Αν ναι, πρέπει αυτό να γίνει με κριτήρια Ρωσίας ή με δικά μας; Αναγνωρίζουμε υπαρξιακή απειλή;

Στην ίδια συνέντευξη διατυπώνονται τα εξής: «Θα νικήσουμε επειδή οι Ρώσοι πάντα νικούν στο τέλος. Αλλά στο ενδιάμεσο θα χάσουμε αρκετά. Θα χάσουμε ανθρώπους. Θα χάσουμε οικονομικούς πόρους και θα γίνουμε, προς το παρόν, φτωχότεροι. Αλλά είμαστε έτοιμοι να θυσιαστούμε, προκειμένου να χτίσουμε ένα πιο βιώσιμο και δίκαιο διεθνές σύστημα στη θέση αυτού που προέκυψε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και με τη σειρά του τώρα καταρρέει».

Το ίδιο ακριβώς ισχύει αναγκαστικά και για τη Δύση, ιδίως την Ευρώπη. Σε αυτήν τη φάση θα χάσουμε πόρους, θα γίνουμε φτωχότεροι. Ελπίζουμε ότι δεν θα χρειαστεί να χάσουμε και ανθρώπους. Στο ολοκληρωτικό καθεστώς της Ρωσίας, η φτώχεια του «κοσμάκη» και οι απώλειες ανθρώπων δεν ενοχλούν την ηγεσία. Στη δημοκρατική Δύση, ηγεσία είναι οι ψηφοφόροι. Είναι αποφασισμένοι να ακολουθήσουν τους εκλεγμένους ηγέτες τους και να αντιπαλέψουν τον ολοκληρωτισμό και τις διακηρύξεις του «οτιδήποτε και αν χρειαστεί»; Το ερώτημα δεν παύει να είναι υπαρξιακό επειδή ορισμένοι θεωρούν ότι «δικαίως η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία», ούτε επειδή «αδίκως θα πεινάσουμε». Το διακύβευμα το έθεσε η άλλη πλευρά, ωμά, ορθά και κοφτά. Με τον ίδιο τρόπο περιέγραψε και τα μέσα επικράτησης: Θα χάσουμε ανθρώπους και πόρους, θα πεινάσουμε και θα νικήσουμε.

Σε αυτόν τον πόλεμο των πολιτισμών, θα υπάρξει σίγουρα χαμένος και θα είναι όποιος αποφασίσει να μη συμμετάσχει. Όποιος συμμετάσχει, θα κερδίσει, όχι χωρίς θυσίες. Οι ελεύθερες εκλογές, αυτή η «κακή» συνήθεια της Δύσης, είναι η διαδικασία μέσα από την οποία οι λαοί της Δύσης, διαδοχικά, θα δώσουν την απάντηση. Είναι όμως αδιανόητο να ηττηθεί η Δημοκρατία, όσοι κλυδωνισμοί και αν προκύψουν. Ακόμη και οι θαυμαστές του ολοκληρωτισμού σε δυτική δημοκρατία ζουν και δεν προτίθενται να μεταναστεύσουν. Όταν έρθει η ύστατη ώρα, θα σταθούν στη σωστή πλευρά.

Στα καθ’ ημάς, στην εσωτερική αυτοαναφορική πολιτική μας πραγματικότητα, είναι φανερή η προσπάθεια να αναβιώσουν λογικές τού τύπου θα καταργήσουμε την ακρίβεια με «έναν νόμο και ένα άρθρο», με «άλλη» ορθότερη πολιτική και με αγνόηση των τεκτονικών αλλαγών και προκλήσεων που έχουν αναπότρεπτα δρομολογηθεί. Δεν υπάρχει κανένας λόγος, για δεύτερη φορά μετά τη δεκαετή εμπειρία του αντιμνημονίου, να αγνοήσουμε την παγκόσμια πραγματικότητα και κατόπιν να τρακάρουμε άσχημα στον τοίχο. Λογικά, έχουμε ωριμάσει από τότε. Αν όχι, θα αποδειχθούμε άξιοι της μοίρας μας.