Πόσο αλλάξαμε σε τρία χρόνια - Free Sunday
Πόσο αλλάξαμε σε τρία χρόνια

Πόσο αλλάξαμε σε τρία χρόνια

Βράδυ 26ης Μαΐου 2019 και το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών παράγει κρότο.

Εννέα και μισή μονάδες η διαφορά της ΝΔ από τον ΣΥΡΙΖΑ και ενώ τότε η κυβέρνηση δεν μπορεί να καταρρεύσει, καταρρέει ο τότε πρωθυπουργός. Το ίδιο βράδυ ανακοινώνει ότι προσφεύγει πρόωρα και άμεσα στις κάλπες και πράγματι, με κάποια καθυστέρηση, στη συνέχεια ανακοινώνονται βουλευτικές εκλογές για την 7η Ιουλίου 2019. Σε αυτές, όπως όλοι προεξόφλησαν, αναδείχθηκε νικήτρια η Νέα Δημοκρατία και μάλιστα με σχεδόν αναμενόμενη αυτοδυναμία.

Έκτοτε, ο κόσμος κοιμήθηκε ήσυχος. Έπαψε να κυριαρχεί στη χώρα η τοξικότητα που απέπνεαν η τότε κυβέρνηση και τα παράλογα τερτίπια της.

Στην πρώτη θητεία των ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ δεν γνωρίζαμε κάθε βράδυ αν θα ξυπνήσουμε το πρωί ευρισκόμενοι κάπου ανάμεσα στον τρίτο κόσμο και το χάος. Στη δεύτερη θητεία τους, υπήρχε πάντα ο φόβος της πρόκλησης κάποιας ρήξης, για να διασωθεί το επαναστατικό –χαμένο– παρελθόν της Αριστεράς. Ήταν και η παράλογη πολιτική της υπερφορολόγησης, η οποία έκανε όλο τον κόσμο να τρομάξει. Τα νούμερα δεν έβγαιναν για την καθημερινότητα και όσοι κοιτούσαν λίγο πιο πέρα αντιλαμβάνονταν ότι η
συνέχιση αυτής της πολιτικής οδηγούσε στον τοίχο, και πάλι!

Η κυβέρνηση που σχημάτισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ασχέτως του αν αρέσει σε κάποιον ή όχι, έδειξε από την αρχή ότι θα βαδίσει σε συγκεκριμένες, προβλέψιμες, ράγες. Ακόμη και ο αντιπολιτευόμενος δεν ανέμενε και δεν αναμένει ανατροπές και «παλικαριές» σε κάποιες ιδέες. Βασική παράμετρος της ακολουθούμενης πολιτικής η σαφής και έμπρακτη παραδοχή του ότι η χώρα ανήκει στη Δύση, στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον τρόπο και τη μέθοδο επιδίωξης της ευημερίας της
χώρας και των πολιτών. Ξέρουμε με ασφάλεια πού θα βρεθούμε το πρωί.

Λέγεται από πολλούς ότι η παρούσα κυβέρνηση είναι άτυχη, διότι της έλαχε να διαχειριστεί αλλεπάλληλες, πρωτοφανείς κρίσεις. Από εδώ ξεκινάει το λάθος! Οι κρίσεις ήταν και συνεχίζουν να εξελίσσονται ως πρωτοφανείς, ιστορικά και σε ένταση, αλλά το «άτυχη» δεν κολλάει πουθενά. Εκλέχθηκε μια κυβέρνηση, την οποία σε συγκεκριμένο χρόνο ο λαός έκρινε ως ικανότερη να διοικήσει τη χώρα, αλλά και να την ανατάξει, έστω να την ανατάξει περισσότερο από όσο το πέτυχε η προηγούμενη. Αν, πράγματι, εκλέξαμε ικανή κυβέρνηση, πρέπει να είμαστε ευτυχείς που βρέθηκε αυτή στη διαχείριση των κρίσεων. Και για τον ίδιο λόγο θα πρέπει να επιθυμούμε να παραμείνει.

Γνωρίζουμε από τώρα, μη έχοντας τελειώσει με την πανδημία και του πολέμου εξελισσόμενου χωρίς ορατό τέλος, ότι το επόμενο διάστημα θα περάσουμε δύσκολα. Βιώνουμε εκ παραλλήλου τη διαρκή επιθετικότητα των γειτόνων και αναμένουμε και σε αυτό το μέτωπο αναταράξεις. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι και θα είναι να έχουμε σταθερή και αξιόπιστη κυβέρνηση για να τα βγάλουμε πέρα και όχι να ικανοποιήσουμε το οπαδιλίκι μας. Οι κυβερνήσεις, οφείλουμε να κατανοήσουμε καλά,
εκλέγονται για να κυβερνούν και να εξαντλούν τη θητεία τους και όχι για να καταφέρουν να ξαναεκλεγούν μια ώρα αρχύτερα, νικώντας τον αντίπαλο. Στο εσωτερικό μέτωπο, δεν υπάρχει πραγματικός αντίπαλος. 


Υπάρχει η ανάγκη για την πρόοδο της χώρας και όλων μας, και τούτο υπηρετείται από μια επαρκή κυβέρνηση. Αν, λοιπόν, η αντιπολίτευση εκτιμά ότι αυτή θα κυβερνήσει καλύτερα, οφείλει να το διακηρύξει, λέγοντας και τι θα κάνει για το καλύτερο. Οι δε κυβερνητικοί, εφόσον είναι ευχαριστημένοι από την κυβέρνηση που εξέλεξαν, οφείλουν να επιθυμούν την ολοκλήρωση της θητείας τους. Στους ταραγμένους καιρούς που διανύουμε, συζητήσεις περί πρόωρων εκλογών, με κριτήριο έτσι σκέτα την ανανέωση της θητείας ή τον αιφνιδιασμό και την εξασθένηση του αντιπάλου, απλώς αναδεικνύουν τη συλλογική μας ανωριμότητα. Πολύ περισσότερο όταν γνωρίζουμε ότι η χαλάρωση που επιφέρουν οι εκλογικές διαδικασίες προσφέρει παράθυρο ευκαιρίας στον ανατολικό μας γείτονα.

Όλα αυτά δεν ακυρώνονται από το ότι οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με απλή αναλογική. Ιδιαίτερα το γεγονός ότι η ακυβερνησία θεωρείται σχεδόν δεδομένη μετά τις «πρώτες» εκλογές θα πρέπει, και τους ψηφοφόρους, να μας προβληματίσει. Αντέχει η χώρα μακρά περίοδο εσωστρέφειας; Τι αναζητούμε από τις επόμενες εκλογές; Νίκη της ομάδας μας ή συνέχιση της ανάταξης της χώρας; Πώς διαχειριζόμαστε την ανατολική απειλή; Πώς ανταποκρινόμαστε στις ιδιαίτερες συνθήκες που δημιουργεί ο πόλεμος; Τα έχουμε καταφέρει ως τώρα;

Η κυβέρνηση έχει πάρει θέση σε όλα αυτά. Το ίδιο και η αντιπολίτευση. Η μεν κυβέρνηση έχει καταφέρει να περάσει τις αλλεπάλληλες κρίσεις χωρίς να ανατιναχθεί η χώρα, χωρίς να διαρραγεί η κοινωνική συνοχή και χωρίς να έχει δημιουργηθεί αναστάτωση. Όσο και αν η αξιωματική αντιπολίτευση ισχυρίζεται ότι τα πάντα καταστράφηκαν και η κοινωνία δυστυχεί, η πραγματικότητα δεν τη δικαιώνει και η καταστροφή δεν έρχεται. Άλλο οι δυσκολίες, άλλο η καταστροφή. Ως γνωστόν, οι εκλογές από μόνες τους δεν εξαλείφουν τις πανδημίες και τους πολέμους, άρα δεν εξαφανίζουν και τον πληθωρισμό.

Όσο και αν έχουμε συνηθίσει να λέμε ότι οι πρόωρες εκλογές είναι ευχέρεια του πρωθυπουργού, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι μιλάμε για μια οπαδικού τύπου πολιτική παραφωνία, την οποία έχουμε αναγάγει σε κανονικότητα. Η απαίτηση πρέπει να είναι η κυβέρνηση να εξαντλήσει τη θητεία της, ειδικά στην παρούσα συγκυρία, για το καλό της χώρας, και η όποια «περιπέτεια» προκύψει μετά, με ευθύνη των ψηφοφόρων, να είναι σύντομη.

Ας έχουμε στον νου μας ότι μια σαφής τοποθέτηση της κοινωνίας, των ψηφοφόρων, δύσκολα θα μπορέσει να αγνοηθεί στη συνέχεια από τις ηγεσίες των κομμάτων. Και δεν εννοώ να ζητήσουμε περισσότερα επιδόματα. Το τελευταίο, προεκλογικό, έτος της θητείας αυτής της κυβέρνησης δίνει την ευκαιρία στην κοινή γνώμη να δείξει τι έμαθε μετά από δώδεκα χρόνια κρίσεων και να το απαιτήσει. Το ερώτημα που θα απαντηθεί εν τέλει το επόμενο δωδεκάμηνο είναι αν και πόσο ωριμάσαμε.