Οικονομικός μαραθώνιος για τα νοικοκυριά - Free Sunday
Οικονομικός μαραθώνιος για τα νοικοκυριά
Η έξαρση της ακρίβειας ενισχύει την ανισότητα

Οικονομικός μαραθώνιος για τα νοικοκυριά

Η έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών του 2021 της ΕΛΣΤΑΤ δείχνει εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη της οικονομικής καθημερινότητας.

Τα νοικοκυριά έχουν χάσει μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο, βρίσκονται από εισοδηματική άποψη πιο κάτω από το 2019.

Η προοπτική για το 2022, 2023 είναι ακόμη πιο δύσκολη εξαιτίας του συνδυασμού πολλών αρνητικών παραγόντων.

Μεγάλη πτώση

Συγκρίνοντας ανάλογες έρευνες των οικογενειακών προϋπολογισμών του 2008 διαπιστώνουμε εξαιρετικά μεγάλη μείωση της μέσης μηνιαίας δαπάνης, της τάξης του 30%.

Το μέσο ελληνικό νοικοκυριό ξεκίνησε με μηνιαίες δαπάνες 2.120 ευρώ το 2008, αυτές μειώθηκαν σταδιακά λόγω κρίσης και αναγκαστικής μνημονιακής προσαρμογής στα 1.392 ευρώ μέχρι το 2016.

Στη συνέχεια υπήρξε μία περίοδος σταδιακής ανόδου μέχρι το 2019, οπότε η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών έφτασε τα 1.478 ευρώ, μεγάλη πτώση σε σχέση με το 2008.

Σαν να μην έφτανε αυτό, είχαμε νέα πτώση το 2020 λόγω πανδημίας στα 1.331 ευρώ και σχετική ανάκαμψη το 2021 στα 1.419 ευρώ τον μήνα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά την εντύπωση που έχει δημιουργηθεί ότι το 2021 η βελτίωση των εισοδημάτων ήταν σημαντική, σε πραγματικούς όρους –αν δηλαδή λάβουμε υπόψη μας τον πληθωρισμό– ήταν μόλις 1,4%.

Έχουμε λοιπόν μια δύσκολη κατάσταση, με τις μέσες μηνιαίες δαπάνες του ελληνικού νοικοκυριού να έχουν καταρρεύσει σε σχέση με το 2008 και να είναι κάτω από το επίπεδο του 2019.

Μεγαλύτερη ανισότητα

Η συρρίκνωση των οικονομικών δυνατοτήτων των νοικοκυριών συνδυάζεται με διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.

Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές σε τρέχουσες τιμές) του 20% του πληθυσμού με το υψηλότερο εισόδημα, το 2021 ήταν 5,2 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του 20% του πληθυσμού με το χαμηλότερο εισόδημα. Το 2020 οι δαπάνες του 20% του πληθυσμού με το υψηλότερο εισόδημα ήταν 4,8 φορές μεγαλύτερες από τις δαπάνες του 20% του πληθυσμού με το χαμηλότερο εισόδημα.

Η διαφορά μικραίνει κάπως αν συμπεριλάβουμε στις καταναλωτικές δαπάνες και τις λεγόμενες τεκμαρτές δαπάνες, δηλαδή αγαθά και υπηρεσίες που μπορεί να εξασφαλίσει ένα νοικοκυριό με δικά του μέσα.

Με βάση αυτόν τον υπολογισμό, οι συνολικές δαπάνες του 20% του πληθυσμού με το υψηλότερο εισόδημα αντιστοιχούσαν το 2021 σε 4,1 φορές των δαπανών του 20% του πληθυσμού με το χαμηλότερο εισόδημα, ενώ ο αντίστοιχος λόγος ήταν 3,5 το 2020.

Επομένως, έχουμε ταυτόχρονη μείωση των μέσων μηνιαίων δαπανών των νοικοκυριών και διεύρυνση της διαφοράς μεταξύ των νοικοκυριών με το μεγαλύτερο εισόδημα και των νοικοκυριών με το μικρότερο εισόδημα.

Σημαντικές είναι οι διαφορές που καταγράφονται και στις δαπάνες των νοικοκυριών ανά περιφέρεια. Έτσι, το 2021 τις περισσότερες δαπάνες πραγματοποιούσαν τα νοικοκυριά στην Περιφέρεια Αττικής –19.687 ευρώ τον χρόνο– και τις μικρότερες ετήσιες δαπάνες πραγματοποιούσαν τα νοικοκυριά στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, 12.236 ευρώ.

Οι εξαιρετικά περιορισμένες δυνατότητες των νοικοκυριών της Στερεάς Ελλάδας προκαλούν εντύπωση, γιατί είναι μια περιφέρεια το μεγαλύτερο μέρος της οποίας δεν απέχει πολύ από το οικονομικό κέντρο της χώρας και θεωρείται ότι έχει ισχυρή πολιτική και αυτοδιοικητική διασύνδεση, η οποία θα μπορούσε –υπό προϋποθέσεις– να συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη και στην αύξηση των δυνατοτήτων του μέσου νοικοκυριού.

Η κατανομή της δαπάνης

Ενδιαφέρον έχει η κατανομή των δαπανών του μέσου νοικοκυριού με βάση τους υπολογισμούς της ΕΛΣΤΑΤ.

Το 2021 το μέσο νοικοκυριό αφιέρωνε το 22% των συνολικών δαπανών του για είδη διατροφής, το 14,7% για στέγαση –στην οποία συμπεριλαμβάνεται η θέρμανση– και το 12,7% για μετακινήσεις.

Πρόκειται για κατηγορίες δαπανών που έχουν πληγεί περισσότερο από την ακρίβεια και παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη πληθωριστική αύξηση.

Ακόμη χειρότερη είναι η κατάσταση για τα φτωχότερα νοικοκυριά που χρειάζεται να διαθέσουν το 58% του εισοδήματός τους για να καλύψουν αυτού του είδους τις ανάγκες, ενώ το ποσοστό για το μέσο νοικοκυριό είναι 49,4%.

Η κατάσταση αναμένεται να επιδεινωθεί το 2022 και το 2023.

Το ζήτημα του πληθωρισμού

Όσο πιο χαμηλό είναι το εισόδημα ενός νοικοκυριού, τόσο πιο δύσκολα μπορεί να αντιμετωπίσει την ακρίβεια, εφόσον δεν έχει πρόσθετα χρήματα να δαπανήσει. Ταυτόχρονα, μεγαλώνει το ποσοστό του συνολικού εισοδήματος που αφιερώνεται για την κάλυψη –στο μέτρο του δυνατού– των βασικών αναγκών.

Το ποσοστό του πληθωρισμού αποκτά τεράστια σημασία για τα δύο τρίτα των νοικοκυριών που έχουν περιορισμένα μέσα ή δεν τα καταφέρνουν.

Όλοι δείχνουν αιφνιδιασμένοι από τη δυναμική άνοδο του ετήσιου πληθωρισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Νοέμβριο του 2021 η κυβέρνηση οριστικοποίησε τον κρατικό προϋπολογισμό του 2022 προβλέποντας ετήσιο πληθωρισμό για το 2022 μόλις 0,8%.

Τον Σεπτέμβριο του 2021, στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ), ο ετήσιος πληθωρισμός ήταν στο 1,9% και ο πρωθυπουργός εκτιμούσε ότι σε διάστημα λίγων μηνών θα βελτιωνόταν η κατάσταση, δηλαδή θα υποχωρούσε ο ετήσιος πληθωρισμός.

Έναν χρόνο αργότερα, ο ετήσιος πληθωρισμός στην Ελλάδα έφθασε το 12% ρίχνοντας κάθετα το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών, ιδιαίτερα αυτών που έχουν περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες.

Η κυβέρνηση υποτίμησε το τελευταίο τετράμηνο του 2021 την πληθωριστική δυναμική, ενώ η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου του 2022 και όσα ακολούθησαν.

Το γεγονός ότι ο κρατικός προϋπολογισμός του 2022 συντάχθηκε με πρόγνωση πληθωρισμού 0,8% –η οποία στη συνέχεια αναθεωρήθηκε προς τα πάνω αλλά παραμένει σε τεράστια απόσταση από τον πραγματικό πληθωρισμό– σημαίνει ότι δεν προσαρμόστηκαν οι δαπάνες για συντάξεις, αμοιβές δημοσίων υπαλλήλων και για τη λειτουργία του κράτους πρόνοιας.

Η κυβέρνηση φαίνεται να ακολουθεί την ίδια μέθοδο και με τον κρατικό προϋπολογισμό του 2023, ο οποίος συντάσσεται στη βάση πρόγνωσης για ετήσιο πληθωρισμό μόλις 3%. Στη Γερμανία –που ο ετήσιος πληθωρισμός τρέχει με 10%– η επίσημη πρόγνωση είναι ότι ο πληθωρισμός θα περιοριστεί το 2023 στο 8%. Η ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται υπερβολικά αισιόδοξη, εφόσον θεωρεί ότι μπορούμε να πάμε σε διάστημα ενός έτους από πληθωρισμό γύρω στο 12% σε πληθωρισμό γύρω στο 3%.

Αποδίδω την υπερβολική αισιοδοξία στην προσπάθεια να φανεί συνεπής στη δέσμευση που έχουμε αναλάβει να επιστρέψουμε σε πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα το 2023.

Αυτή η δημοσιονομική άσκηση περιορίζει τις δυνατότητες αύξησης εισοδημάτων και δαπανών του κράτους πρόνοιας, μέσω κρατικού προϋπολογισμού, προκειμένου να καλυφθεί η άνοδος του πληθωρισμού.

Όλα δείχνουν ότι πηγαίνουμε σε μία νέα προγραμματισμένη πτώση του πραγματικού εισοδήματος των νοικοκυριών, η οποία θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στα περισσότερα από αυτά.

Ο κίνδυνος της φτώχειας

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΕΛΣΤΑΤ, το 17,1% του πληθυσμού της χώρας αντιμετώπιζε το 2021 κίνδυνο φτώχειας, ενώ το 2020 το σχετικό ποσοστό ήταν 15,6%.

Οι δείκτες αυτοί προκύπτουν όταν παίρνουμε υπόψη μας την ισοδύναμη δαπάνη για τις αγορές των νοικοκυριών.

Ο δείκτης φτώχειας μειώνεται στο 12,2% του πληθυσμού όταν συνυπολογίζονται όλες οι καταναλωτικές δαπάνες που συμπεριλαμβάνουν ιδιοκατοίκηση, παραγόμενα αγαθά και υπηρεσίες από το ίδιο το νοικοκυριό, παροχές από μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, το κράτος κλπ.

Πάλι, όμως, διακρίνουμε μία επιδείνωση του δείκτη της φτώχειας από χρόνο σε χρόνο, εφόσον ο σχετικός δείκτης ήταν στο 11,9% το 2020.

Προβληματισμό προκαλούν και τα στοιχεία για την παιδική φτώχεια. Στη χειρότερη μνημονιακή περίοδο μεταξύ του 2013 και του 2014, το ποσοστό παιδιών ηλικίας 0-18 ετών είχε φτάσει σε κίνδυνο φτώχειας στο 28,8%.

Στη συνέχεια μειώθηκε σταδιακά στο 21,1% το 2019 και στο 20,9% το 2020 για να αυξηθεί στο 23,7% το 2021.

Σαν συνέπεια της αύξησης της παιδικής φτώχειας, παρατηρείται τεράστια αύξηση των αιτήσεων από σχολεία για να ενταχθούν στο πρόγραμμα ΔΙΑΤΡΟΦΗ που υλοποιεί το Ινστιτούτο Prolepsis.

Τη δύσκολη κατάσταση περιέγραψε με δηλώσεις της στην εφημερίδα «Το Βήμα» (Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2022) η κα Αθηνά Λινού, καθηγήτρια Επιδημιολογίας και πρόεδρος του Ινστιτούτου Prolepsis: «Τα στοιχεία της Eurostat για την παιδική φτώχεια στην Ελλάδα δείχνουν ότι μέσα στο 2021 αυξήθηκε ο αριθμός των παιδιών που είναι στο όριο της φτώχειας. Είναι στο ίδιο ποσοστό που ήταν το 2011, στην οικονομική κρίση. Το ποσοστό είχε σημειώσει μείωση από το 2015 μέχρι το 2019-2020, αλλά μέσα σε έναν χρόνο αυξήθηκε δραματικά και δεν ξέρουμε ακόμα τι γίνεται φέτος. Νιώθουμε αγωνία για τα περισσότερα από 500.000 παιδιά στην Ελλάδα που βρίσκονται αντιμέτωπα με τον κίνδυνο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Δεν μπορούμε να συμβιβαστούμε με την παιδική πείνα».

Όπως επισημαίνει το ρεπορτάζ του «Βήματος», το πρόγραμμα ΔΙΑΤΡΟΦΗ εφαρμόζεται από το 2012 σε ευπαθείς περιοχές της χώρας και έχει προσφέρει περισσότερα από 17.000.000 υγιεινά δωρεάν γεύματα σε 875 Νηπιαγωγεία, Δημοτικά, Γυμνάσια και Λύκεια σε όλη την Ελλάδα. Στόχος είναι να μην πεινούν τα παιδιά στο σχολείο, γι’ αυτό και τους παρέχεται ένα γεύμα στο πρώτο διάλειμμα.

Όπως τονίζει η κα Λινού: «Φαίνεται ότι το ποσοστό των παιδιών που βίωναν επισιτιστική ανασφάλεια ξεπερνούσε το 50%, ενώ περίπου το 25% ζούσε σε συνθήκες πείνας και αυτό συνέβαινε πριν, όταν ήταν λίγο καλύτερα τα πράγματα».

Αλυσιδωτή αντίδραση

Η μεγάλη πτώση του εισοδήματος των νοικοκυριών που παρατηρείται στην Ελλάδα προκαλεί μια αρνητική αλυσιδωτή αντίδραση.

Είδαμε ότι πιέζονται περισσότερο τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα και πως αυξάνεται ο κίνδυνος της φτώχειας, ακόμη περισσότερο ο κίνδυνος της παιδικής φτώχειας.

Υπάρχουν κι άλλες ιδιαίτερα αρνητικές εξελίξεις. Τα οικονομικά της νέας γενιάς είναι εξαιρετικά δύσκολα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το κόστος της στέγασης το οποίο αυξάνεται –για διάφορους λόγους– θεαματικά. Την κατάσταση επιδεινώνει, σε ό,τι αφορά τη στέγη των νέων, η μεγάλη άνοδος των επιτοκίων που παρατηρείται στα πλαίσια της αντίδρασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στον υψηλό πληθωρισμό.

Από τη στιγμή που οι νέοι δεν έχουν τις οικονομικές δυνατότητες να αυτονομηθούν, παραμένουν για μεγαλύτερο διάστημα με τους γονείς τους και έχουν ολοένα μικρότερη διάθεση και δυνατότητες να δημιουργήσουν οικογένεια. Αυτό φαίνεται στη διαρκή μείωση του ετήσιου αριθμού γεννήσεων, με τη βιολογική μείωση του πληθυσμού να ξεπερνά τις 50.000 τον χρόνο.

Και οι μεγαλύτεροι όμως βρίσκονται σε δύσκολη θέση, ιδιαίτερα οι χαμηλοσυνταξιούχοι. Αυτό περιορίζει και τις δυνατότητές τους να στηρίζουν τους νέους στα πλαίσια της διευρυμένης οικογένειας, η οποία εξακολουθεί να παίζει ρόλο στην αντιμετώπιση της κοινωνικής κρίσης στην Ελλάδα.

Η απώλεια εισοδήματος των χαμηλοσυνταξιούχων ξεπερνά κατά πολύ τον μέσο ετήσιο πληθωρισμό, εφόσον και οι δικές τους δαπάνες πηγαίνουν κυρίως σε τρόφιμα, στέγαση, θέρμανση, που παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες αυξήσεις. Επομένως, όταν ο ετήσιος πληθωρισμός είναι της τάξης του 12%, πολλοί από αυτούς βλέπουν το πραγματικό τους εισόδημα να υποχωρεί κατά 15% και 20%.

Είχαν απώλειες το 2021 και μεγαλύτερες απώλειες το 2022. Τα πράγματα θα γίνουν ακόμη πιο δύσκολα το 2023. Η κυβέρνηση έχει προγραμματίσει αύξηση των χαμηλών και χαμηλότερων συντάξεων της τάξης του 6%-7% στις αρχές του 2023. Η αύξηση αυτή καλύπτει ένα μέρος των απωλειών στο πραγματικό εισόδημα για την περίοδο 2021-2023 και θα ισχύσει για τους συνταξιούχους που έχουν τις μεγαλύτερες ανάγκες, ενώ γύρω στο 35%-40% θα μείνουν ουσιαστικά ακάλυπτοι σε ό,τι αφορά τα αλλεπάλληλα κύματα ακρίβειας.

Η γενική εικόνα

Η γενική εικόνα της οικονομίας δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας για την εξέλιξη της κοινωνικής κρίσης.

Για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες από την πανδημία και ως ένα βαθμό τις συνέπειες από την ενεργειακή κρίση, η κυβέρνηση δαπάνησε περισσότερα από 40 δισ. ευρώ, αυξάνοντας θεαματικά το δημόσιο χρέος σε απόλυτους αριθμούς και εξαντλώντας τις δυνατότητες νέων δημοσιονομικών παρεμβάσεων.

Το αποτέλεσμα δεν δείχνει ικανοποιητικό, γεγονός που ενισχύει την κριτική για οριζόντιες δαπάνες που δεν πήγαν –σε μεγάλο βαθμό– σε αυτούς που είχαν τη μεγαλύτερη ανάγκη, ενώ δημιούργησαν πρόσθετα προβλήματα στη δημοσιονομική διαχείριση.

Απ’ τη μία έχουμε την κυβερνητική ηγεσία και το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης που δίνουν την έμφαση στο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης που μπορεί να ξεπεράσει το 6% το 2022 και στη μεγάλη αύξηση εξαγωγών και επενδύσεων, παραλείποντας την αξιολόγηση της κοινωνικής κατάστασης που έχει δημιουργηθεί. Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης βέβαια υποστηρίζει ότι περιόρισε τις κοινωνικές ανισότητες, αλλά αυτό δεν προκύπτει από πουθενά. Η οικονομική ανάπτυξη του 2022 δεν φαίνεται να έχει επηρεάσει την αρνητική κοινωνική δυναμική, ούτε προβλέπεται να επαναληφθεί εφόσον το μεγαλύτερο μέρος της Ευρωζώνης μπαίνει σε ύφεση και μειώνεται δραστικά ο αναπτυξιακός ρυθμός της ελληνικής οικονομίας.

Από την πλευρά τους, τα κόμματα της αντιπολίτευσης ασκούν κριτική στις οικονομικές επιδόσεις της κυβέρνησης –ιδιαίτερα σε σχέση με τον εξαιρετικά υψηλό πληθωρισμό– που ξεπερνάει κατά 2 ως 3 μονάδες τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, την ενεργειακή ακρίβεια, την αύξηση του εμπορικού ελλείμματος κατά 80% μέσα σε έναν χρόνο και την επανεμφάνιση σημαντικού ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που ήταν γύρω στο 6% του ΑΕΠ το 2020 και το 2021 και μπορεί να φτάσει σε 9%-10% του ΑΕΠ το 2022, θυμίζοντας την προ μνημονίου περίοδο.

Όπως είναι φυσικό, τα κόμματα της αντιπολίτευσης εστιάζουν στην κοινωνική κρίση που αντέχει στον χρόνο και παίρνει ολοένα μεγαλύτερες διαστάσεις.

Στην αντίληψη του κ. Μητσοτάκη μπορούμε να βγούμε από την κοινωνική κρίση μέσα από την οικονομική ανάπτυξη. Τα στοιχεία του 2022 οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να υπάρχει και η αναγκαία ποιοτική διάσταση στην ανάπτυξη για να αντιμετωπιστούν τα κοινωνικά προβλήματα. Άλλωστε, δεν υπάρχουν πλέον ειδικοί ή διεθνείς οργανισμοί που να προβλέπουν δυναμική ανάπτυξη για την ελληνική οικονομία το 2023.

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης αντιπροτείνουν, το καθένα με τον τρόπο του, μία πολιτική ελέγχου των μεγάλων συμφερόντων και πρωτοβουλιών για ενίσχυση του εισοδήματος των ασθενέστερων και μείωση των ανισοτήτων. Για παράδειγμα, ζητούν να φορολογηθούν τα «ουρανοκατέβατα κέρδη» των εταιρειών της ενέργειας σε επίπεδο δισεκατομμυρίων, να μειωθεί προσωρινά ο ΦΠΑ στα τρόφιμα και ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης στα καύσιμα και να αποσυνδεθεί η τιμή χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας από τη διεθνή τιμή του φυσικού αερίου, με τη μέθοδο που ακολούθησαν η Ισπανία και η Πορτογαλία και ενέκριναν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Όπως και να ‘χει, η κοινωνική κρίση είναι μαζί μας και προβλέπεται να επιδεινωθεί στο άμεσο μέλλον. Το διεθνές περιβάλλον –έτσι όπως διαμορφώνεται– δεν επιτρέπει αισιοδοξία, ούτε αφήνει πολλά περιθώρια ελιγμών σε μια οικονομία με τα διαρθρωτικά προβλήματα και τα βάρη της ελληνικής.

Το χειρότερο είναι ότι οι διαστάσεις της κοινωνικής κρίσης είναι τέτοιες ώστε επηρεάζουν και την προοπτική της ελληνικής οικονομίας. Η πτώση των δαπανών του μέσου νοικοκυριού κατά 30% σε σχέση με το 2008 συνέβαλε στο πέρασμα από την κοινωνία των δύο τρίτων στην κοινωνία του ενός τρίτου.

Πριν τις αλλεπάλληλες κρίσεις και την αναγκαστική προσαρμογή, δυο στους τρεις είχαν ευρωπαϊκό επίπεδο ζωής και ευρωπαϊκή προοπτική. Σήμερα, μόλις ένας στους τρεις μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ευρωπαϊκό επίπεδο ζωής και ευρωπαϊκή προοπτική. Η διαφορά βαραίνει αποφασιστικά στην προοπτική της οικονομίας.