Έρχεται δύσκολος χειμώνας για οικονομία - κοινωνία - Free Sunday
Έρχεται δύσκολος χειμώνας για οικονομία - κοινωνία
Στα γνωστά προβλήματα προστίθενται νέες εκκρεμότητες

Έρχεται δύσκολος χειμώνας για οικονομία - κοινωνία

Πάμε για έναν εξαιρετικά δύσκολο οικονομικό και κοινωνικό χειμώνα, ο οποίος θα επηρεάσει και τις πολιτικές εξελίξεις.

Στα γνωστά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας προστίθενται νέες εκκρεμότητες, με αποτέλεσμα να γίνεται ακόμη πιο δύσκολη η έξοδος από την κρίση.

Επιβράδυνση

Η έρευνα του ΙΟΒΕ καταγράφει επιδείνωση του οικονομικού, επιχειρηματικού κλίματος τον Οκτώβριο και σημαντική επιβράδυνση σε ό,τι αφορά τις παραγγελίες.

Αυτό είναι αναμενόμενο, γιατί φτάνουμε στο τέλος της τουριστικής περιόδου, που δίνει άλλη δυναμική στην ελληνική οικονομία. Την κατάσταση όμως περιπλέκει η διολίσθηση της Ευρωζώνης προς την ύφεση, με τους περισσότερους αναλυτές να προβλέπουν για τα επόμενα τρίμηνα μικρή μείωση του ΑΕΠ.

Η ελληνική οικονομία είναι ευαίσθητη στις αλλαγές στην Ευρωζώνη, εφόσον έχουμε μεγάλη εξάρτηση από αυτήν στις εξαγωγές, στον τουρισμό, στις επενδύσεις.

Νέο κύμα πανδημίας;

Μία από τις εκκρεμότητες που μπορεί να απειλήσουν την πορεία της οικονομίας είναι η πανδημία. Γενική είναι η εκτίμηση ότι η κυβέρνηση έχει υποτιμήσει τη σημασία της και έχει συμβιβαστεί με την ιδέα ότι μπορεί να πεθαίνουν 20-25 την ημέρα από την COVID-19 και αυτό να θεωρείται μέρος της νέας κανονικότητας. Το ερώτημα είναι αν θα μείνουμε στους 20-25 θανάτους την ημέρα που καταγράφηκαν το τελευταίο τετραήμερο ή θα πάμε σε μεγαλύτερους αριθμούς. Πολλοί επιστήμονες προειδοποιούν ότι επίκειται έξαρση της πανδημίας εντός του Νοεμβρίου και μια γενικότερη επιβάρυνση της υγείας των πολιτών για διάφορους λόγους.

Εάν επιβεβαιωθούν οι αρνητικές προγνώσεις, θα φτάσουμε σε ένα σημείο όπου η κυβέρνηση δεν θα μπορεί να αγνοεί τον υψηλό αριθμό των κρουσμάτων και των θανάτων και θα πάρει μέτρα που θα έχουν, αναπόφευκτα, οικονομικό κόστος.

Το 2020 είχαμε 5.000 θανάτους από την πανδημία, το 2021 16.000 θανάτους και το 2022, με τη δυναμική που έχει αναπτυχθεί, πάμε για 13.000 έως 14.000 θανάτους. Επομένως, η πανδημία είναι πάντα μαζί μας και αποτελεί μια πρόσφατη σοβαρή εκκρεμότητα για την οικονομία.

Ο πληθωρισμός στο ύψος του

Μετά από μήνες κατά τη διάρκεια των οποίων ο ετήσιος πληθωρισμός κινήθηκε στην Ελλάδα μεταξύ του 11%-12%, υποχώρησε τον Οκτώβριο λίγο κάτω από το 10%.

Η διαφορά οφείλεται στην προεκλογική επιδότηση στον λογαριασμό του ηλεκτρικού από τον κρατικό προϋπολογισμό. Για έναν περίπου χρόνο η κυβέρνηση άφησε τα νοικοκυριά αβοήθητα, αντιμέτωπα με την άγρια κερδοσκοπία στον ενεργειακό τομέα.

Ενόψει εκλογών μεταφέρει το κόστος της κερδοσκοπίας από τα νοικοκυριά στον κρατικό προϋπολογισμό, δηλαδή στους φόρους που καταβάλλουν οι πολίτες.

Είναι μια αλλαγή τακτικής που εξυπηρετεί προφανείς πολιτικούς σκοπούς αλλά δεν θίγει το τεράστιο πρόβλημα της σύνδεσης της χονδρικής τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας με την τιμή του φυσικού αερίου και τη χρέωση από τους παρόχους τιμών, που σε πολλές περιπτώσεις είναι 50% ή 100% πάνω από το κόστος. Ουσιαστικά, η κυβέρνηση προσπαθεί να κερδίσει πολιτικό χρόνο χωρίς να αντιμετωπίζει το πρόβλημα που δημιουργήθηκε και με δική της ευθύνη.

Η απογείωση του ενεργειακού κόστους αποσυντονίζει εκτός από τα νοικοκυριά και τη βιομηχανία. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Γερμανία επιδοτεί τις βιομηχανίες της, με αποτέλεσμα να έχουν ενεργειακό κόστος που μπορεί να είναι και το μισό των δικών μας βιομηχανικών επιχειρήσεων.

Η βιομηχανία, αν και ένα από τα αδύναμα σημεία της ελληνικής οικονομίας, με τόσο μεγάλες ενεργειακές επιβαρύνσεις θα πάει χειρότερα. Είναι ενδεικτικό ότι η μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου από την ελληνική βιομηχανία έχει γίνει σε μεγάλο ποσοστό λόγω οικονομικής αδυναμίας.

Τα επιτόκια

Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις δοκιμάζονται και από τη συνεχή άνοδο των επιτοκίων, η οποία, αν κρίνουμε από τις πρωτοβουλίες της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ και του κλίματος που έχει επικρατήσει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, θα συνεχιστεί.

Η άνοδος των επιτοκίων έχει και μια ελληνική διάσταση, εφόσον οδηγεί στη διόγκωση του ιδιωτικού χρέους. Οι τράπεζες γίνονται αυστηρότερες σε ό,τι αφορά τα επιτόκια για τα καθυστερούμενα δάνεια, ενώ αντίστοιχες εξελίξεις έχουμε με τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς τα ασφαλιστικά ταμεία. Έχουν αρχίσει και φουσκώνουν ξανά με εντυπωσιακό ρυθμό λόγω των «καπέλων» που επιβάλλονται, παρά το γεγονός ότι οι εισπράξεις των ασφαλιστικών οργανισμών από τα ληξιπρόθεσμα χρέη αυξάνονται με υψηλούς ρυθμούς.

Η ελληνική οικονομία δείχνει έτοιμη να πέσει σε παγίδα υψηλών επιτοκίων και νέας μεγάλης αύξησης του ιδιωτικού χρέους, με εξαιρετικά αρνητικό αποτέλεσμα για την οικονομική δραστηριότητα.

Πίσω από τον Πάτση

Η υπόθεση Πάτση κόστισε πολύ στην κυβέρνηση, γιατί συνέδεσε την απαράδεκτη συμπεριφορά ενός βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας με ένα οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα που βασανίζει εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά.

Οι τράπεζες έχουν υποστηριχθεί από τους φορολογούμενους πολίτες με τεράστια ποσά δημόσιου χρήματος αλλά εξακολουθούν να είναι στη φάση της διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων. Τα έχουν περιορίσει μέσω funds και τιτλοποιήσεων, αλλά αυτό δεν λύνει το κοινωνικό πρόβλημα της υπερχρέωσης των νοικοκυριών και της δέσμευσης ή και της απώλειας των περιουσιακών τους στοιχείων. Αντίθετα το επιτείνει, γιατί τα funds και οι λεγόμενοι servicers ασκούν μεγάλη οικονομική και ψυχολογική πίεση για να εξασφαλίσουν την υψηλή κερδοφορία των επιχειρήσεών τους.

Η κυβέρνηση έχει αντιληφθεί ότι βρίσκεται σε κοινωνικό και πολιτικό ναρκοπέδιο και προσπαθεί να αξιοποιήσει αποφάσεις του Αρείου Πάγου για να αναβάλει τις δυσάρεστες εξελίξεις μέχρι τις βουλευτικές εκλογές.

Το ζήτημά μας είναι ότι η αδυναμία διαχείρισης των οφειλών αποτελεί εκκρεμότητα που βασανίζει εδώ και μία δεκαετία τους κόκκινους δανειολήπτες, την κοινωνία, τις τράπεζες και την οικονομία.

Η αβεβαιότητα αναμένεται να διατηρηθεί, με πιθανό αποτέλεσμα να υποχρεωθεί το Δημόσιο να αναλάβει νέες υποχρεώσεις που μπορεί να φτάσουν τα 15-20 δισεκατομμύρια, για να σταθεροποιηθεί η κατάσταση στον τραπεζικό τομέα.

Κακοδιαχείριση

Με το πέρασμα του χρόνου γίνεται αντιληπτό ότι το επίπεδο της δημοσιονομικής διαχείρισης πέφτει. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Μητσοτάκη είχαμε νέα μεγάλη άνοδο του δημόσιου χρέους, των δημόσιων δαπανών. Από το Υπουργικό Συμβούλιο που αριθμεί 60 μέλη μέχρι το ρεκόρ στους μετακλητούς υπαλλήλους, τη δημιουργία της λεγόμενης πανεπιστημιακής αστυνομίας και τη νέα ανεξέλεγκτη αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης, μας έρχονται από παντού μηνύματα κακοδιαχείρισης.

Η δημοσιονομική χαλάρωση συνδυάζεται με εξωφρενικές εκτιμήσεις του επιτελείου, που είναι σχεδιασμένες να «κλείσουν» τον προϋπολογισμό προτού ξανανοίξει υπό την πίεση της σκληρής πραγματικότητας.

Ο προϋπολογισμός του 2022 στηρίχθηκε στην πρόγνωση για πληθωρισμό μόλις 0,8%, ενώ ο προϋπολογισμός του 2023 στηρίζεται στην υπερβολικά αισιόδοξη εκτίμηση ότι ο πληθωρισμός θα πέσει από το επίπεδο του 10% στο 3%.

Η υποτίμηση του πληθωρισμού βοηθάει τη συγκράτηση των δαπανών του προϋπολογισμού, προκειμένου να εμφανίσουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση δημοσιονομική δυναμική επιστροφής στα πρωτογενή πλεονάσματα.

Παλιά προβλήματα

Από το 2019 και μετά επανεμφανίζονται ολοένα μεγαλύτερα τα παλιά προβλήματα που συνέβαλαν στην κρίση του 2009-2010 και στην αναγκαστική εφαρμογή των μνημονίων. Το εμπορικό έλλειμμα έχει αυξηθεί κατά 80% σε σχέση με το εμπορικό έλλειμμα του 2021 και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που είναι γύρω στο 6% του ΑΕΠ τα δύο τελευταία χρόνια, μπορεί να αυξηθεί κι άλλο στο 8% του ΑΕΠ το 2022.

Όλα αυτά πρέπει να μαζευτούν, είναι λογαριασμοί που κρύβει η κυβέρνηση Μητσοτάκη αλλά θα τους βρούμε μπροστά μας, ιδιαίτερα μετά τις επόμενες βουλευτικές εκλογές.

Προς το παρόν, την κατάσταση σώζει η υπεραπόδοση των φόρων με τη βοήθεια και του πληθωρισμού, που ανεβάζει αυτόματα την φορολογία της κατανάλωσης και του εισοδήματος. Εάν όμως επιβεβαιωθούν οι προγνώσεις των περισσότερων διεθνών οργανισμών και ειδικών και περιοριστεί ο ρυθμός της ανάπτυξης της οικονομίας από 5%-6% το 2022 σε 0%-2% το 2023, τότε η αναγκαία προσαρμογή θα γίνει εξαιρετικά επώδυνη.

Η εξάρτηση από τον Πούτιν

Μια άλλη εκκρεμότητα που δημιουργεί πρόβλημα αξιοπιστίας στην ελληνική οικονομία είναι η μεγάλη εξάρτηση από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου και πετρελαίου. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η Ελλάδα εξακολουθεί να προμηθεύεται το 1/3 του φυσικού αερίου που χρειάζεται από τη Ρωσία, ενώ καταβάλλει υπερδιπλάσια δισεκατομμύρια για τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου και πετρελαίου από ό,τι το 2021, με περίπου μηδενικές εξαγωγές προς τη Ρωσία.

Πρόκειται για μια ευκαιριακή πολιτική που αναδεικνύει την έλλειψη σοβαρής στρατηγικής. Όσα περισσότερα δισεκατομμύρια δίνουμε στον Πούτιν, τόσο ενισχύουμε την πολεμική του προσπάθεια και παρατείνουμε έναν επιθετικό πόλεμο ο οποίος σακατεύει, με διάφορους τρόπους, την οικονομία μας.

Όσο καλύτερα τα πηγαίνει ο Πούτιν στην Ουκρανία, με τη βοήθεια και της δικής μας χρηματοδότησης, τόσο ενισχύεται ο στρατηγικός ρόλος του «διαμεσολαβητή» Ερντογάν και τόσο πιο φιλόδοξος γίνεται ο τουρκικός αναθεωρητισμός.

Πίσω και στις επενδύσεις

Το τελευταίο διάστημα γίνεται μια προσπάθεια και από την πλευρά της κυβέρνησης να εμφανιστεί ότι η Ελλάδα «απογειώνεται» στην αξιολόγηση του οικονομικού και επιχειρηματικού κλίματος και πως τείνει να μετατραπεί σε πόλο προσέλκυσης ξένων επενδύσεων.

Οι κυβερνητικοί παράγοντες αναφέρονται συνήθως σε μία αξιολόγηση του Economist (Economist Intelligence Unit), σύμφωνα με την οποία παρατηρείται μεγάλη βελτίωση στο επιχειρηματικό κλίμα σε σχέση με το 2019. Παρά τη βελτίωση που καταγράφει ο Economist, εξακολουθούμε να υστερούμε σε σχέση με βασικούς ανταγωνιστές μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπάρχουν όμως πάρα πολλές διεθνείς εκθέσεις, στις οποίες δεν αναφέρονται τα κυβερνητικά στελέχη, οι οποίες καταγράφουν μείωση των βαθμών ελευθερίας της ελληνικής οικονομίας και επιδείνωση σε ζητήματα που επηρεάζουν την κρίση των επενδυτών, όπως είναι η διαφθορά, η διαφάνεια, η ταχύτητα έκδοσης δικαστικών αποφάσεων.

Σε ό,τι αφορά τις ξένες επενδύσεις, παρατηρείται αύξηση το 2021 και το 2022, η οποία έχει σχέση και με την επιβράδυνση λόγω πανδημίας. Οι αναλυτές όμως σημειώνουν ότι τα τελευταία τρίμηνα επιβραδύνεται ο ρυθμός αύξησης των ξένων επενδύσεων εξαιτίας και της επιδείνωσης του διεθνούς οικονομικού και επιχειρηματικού κλίματος.

Επομένως, η βελτίωση που παρατηρείται δεν έχει σχέση με την «απογείωση» που περιγράφουν οι κυβερνητικοί παράγοντες ούτε καλύπτει το επενδυτικό χάσμα που χωρίζει την Ελλάδα από τις χώρες της Ευρωζώνης.

Μπαίνουμε σε έναν δύσκολο οικονομικό και κοινωνικό χειμώνα και η κυβέρνηση θα πρέπει να βελτιώσει και κυρίως να εξηγήσει την πολιτική της. Η προσπάθεια να συμψηφίσει τα λάθη και τις παραλείψεις της με ό,τι έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 αποδίδει ολοένα και λιγότερο. Όπως έγραψε ο Πάσχος Μανδραβέλης στην «Καθημερινή»: «Το πρόβλημα της κυβέρνησης όμως είναι “ναι, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ...” γίνεται κάτι σαν το λαϊκό ανέκδοτο του βοσκού με τον λύκο στα πρόβατα. Η διαρκής επίκλησή του εξασφαλίζει ότι την κρίσιμη στιγμή δεν θα έχει κανέναν αποτέλεσμα...».