Κίνα: Στροφή υπέρ της σταθερότητας - Free Sunday
Κίνα: Στροφή υπέρ της σταθερότητας
Η συνάντηση Μπάιντεν, Σι Τζινπίνγκ στη σύνοδο των G20 βελτίωσε το κλίμα

Κίνα: Στροφή υπέρ της σταθερότητας

Ύστερα από μία περίοδο κατά την οποία η Κίνα κάλυψε πλήρως τον επιθετικό πόλεμο του Πούτιν κατά της Ουκρανίας, και μεγάλης ψυχρότητας στις σχέσεις με τις ΗΠΑ και άλλες δυτικές χώρες όπως η Αυστραλία, ο ηγέτης της Κίνας Σι Τζινπίνγκ φαίνεται ότι επιχειρεί μια διόρθωση της πολιτικής του υπέρ της σταθερότητας.

Η συνάντηση στο Μπαλί

Η συνάντηση των ηγετών των δύο υπερδυνάμεων στο Μπαλί, στα πλαίσια της Συνόδου των 20 χωρών με τις μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο (G20), έδωσε στους αναλυτές και στις κυβερνήσεις νέα στοιχεία για τις προτεραιότητες της κινεζικής ηγεσίας.

Το διεθνοπολιτικό πλαίσιο έχει αλλάξει δραματικά τους τελευταίους εννέα μήνες και αυτό φαίνεται να επηρεάζει τις επιλογές του προέδρου της Κίνας Σι Τζινπίνγκ.

Μπάιντεν και Σι Τζινπίνγκ είχαν συναντηθεί στο παρελθόν, όταν ο Μπάιντεν ήταν αντιπρόεδρος των ΗΠΑ και ο Σι Τζινπίνγκ ξεκινούσε την πορεία του στην ηγεσία της Κίνας. Έδειχναν πάντα σεβασμό ο ένας προς τον άλλον και είχαν έναν κώδικα επικοινωνίας.

Σαν πρόεδροι των χωρών τους είχαν πέντε επαφές με τη μορφή τηλεφωνημάτων, τηλεδιασκέψεων και η συνάντηση στο Μπαλί ήταν η πρώτη με φυσική επαφή. Κράτησε τρεισήμισι ώρες, θεωρήθηκε και από τις δύο πλευρές παραγωγική με την έννοια ότι τέθηκαν τα βασικά προβλήματα και οι κόκκινες γραμμές από τους συνομιλητές.

Δεν υπήρξε κοινό ανακοινωθέν αλλά οι δηλώσεις που έκαναν ο Μπάιντεν και ο Σι Τζινπίνγκ εμφανίζουν αρκετά κοινά σημεία στην αναγνώριση και στην προσέγγιση των κοινών προβλημάτων.

Με την παρουσία του στη Σύνοδο Κορυφής στο Μπαλί ο Σι Τζινπίνγκ έβαλε τέλος σε μια περίοδο διπλωματικής απομόνωσης λόγω των αυστηρών περιορισμών για την COVID-19 που ισχύουν στην Κίνα. Τον περασμένο Σεπτέμβριο πήρε μέρος στη Σύνοδο Κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σανγκάης που πραγματοποιήθηκε στο Ουζμπεκιστάν. Η Σύνοδος Κορυφής όμως στο Μπαλί είχε άλλη σημασία γιατί σε αυτήν πήραν μέρος οι επτά πιο αναπτυγμένες χώρες της Δύσης, η ομάδα G7, μεταξύ των οποίων και οι ΗΠΑ.

Μεγάλες αλλαγές

Οι μεγάλες αλλαγές που προσδιόρισαν την προσέγγιση του Σι Τζινπίνγκ στα εκκρεμή ζητήματα είναι κατά την άποψη μου οι εξής:

Πρώτον, εξασφάλισε στο 20ό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, που πραγματοποιήθηκε στο Πεκίνο τον περασμένο Οκτώβριο, την εκλογή του για τρίτη συνεχόμενη πενταετία στην ηγεσία του Κόμματος, του Κράτους και των Ενόπλων Δυνάμεων.

Έσπασε έτσι ο κανόνας που είχε επιβληθεί από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 για περισσότερο συλλογική ηγεσία και περιορισμό των προεδρικών θητειών σε δύο πενταετίες, προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα υπερσυγκέντρωσης και προσωποποίησης της εξουσίας.

Εάν κρίνουμε από τις παρεμβάσεις του Κινέζου ηγέτη και την επίσημη προπαγάνδα, έχει αποκτήσει πλέον ένα στάτους συγκρίσιμο με εκείνο του ιδρυτή της κομμουνιστικής Κίνας Μάο Τσε-τουνγκ και του μεταρρυθμιστή ηγέτη Ντενγκ Ζιαοπίνγκ που την έβγαλε από το αδιέξοδο και την έβαλε στον δρόμο της δυναμικής ανάπτυξης.

Είναι λογικό λοιπόν να αισθάνεται ο Σι Τζινπίνγκ πιο σίγουρος για τον εαυτό του και με μεγαλύτερα περιθώρια στις πολιτικές του κινήσεις.

Η δεύτερη αλλαγή στο διεθνοπολιτικό περιβάλλον έχει σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία που συμπληρώνει εννέα μήνες. Ο Πούτιν ξεκίνησε την λεγόμενη «ειδική επιχείρηση» θεωρώντας ότι σε λίγες ημέρες θα είχε καταλάβει το Κίεβο και θα είχε εγκαταστήσει μια ελεγχόμενη φιλορωσική κυβέρνηση για να διαπιστώσει, στη διάρκεια των επόμενων εννέα μηνών, ότι χάνει τις περισσότερες αναμετρήσεις στα πεδία των μαχών. Η βιαστική αποχώρηση των Ρώσων από την πλήρως κατεστραμμένη Χερσώνα –τη μοναδική περιφερειακή πρωτεύουσα που είχαν καταλάβει– αναδεικνύει την αποτυχία της ρωσικής εκστρατείας.

Η κινεζική ηγεσία έχει αναπτύξει στενές σχέσεις με τον Πούτιν, κάλυψε δια της αποχής στις ψηφοφορίες του ΟΗΕ τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ενώ τα κινεζικά ΜΜΕ δεν αναφέρονται στις στρατιωτικές ήττες των Ρώσων και στη βάρβαρη στρατηγική που αποσκοπεί στην πλήρη καταστροφή της βασικής υποδομής της Ουκρανίας.

Με το πέρασμα του χρόνου ο Σι Τζινπίνγκ πέρασε από την απόλυτη κατανόηση προς τον Πούτιν στην ανησυχία για τις υπερβολές και τις αποτυχίες του στενού πολιτικού του φίλου. Η Κίνα βγαίνει κερδισμένη από την αναμέτρηση, με την έννοια ότι η Ρωσία γίνεται ολοένα πιο εξαρτημένη, στο επίπεδο της οικονομίας, από αυτήν.

Από την άλλη πλευρά, όμως, πληρώνει τον λογαριασμό της διεθνούς οικονομικής αναστάτωσης που προκαλεί ο επιθετικός πόλεμος του Πούτιν, της ενεργειακής κρίσης και της ενίσχυσης του ΝΑΤΟ, το οποίο πολλοί, όπως ο πρόεδρος της Γαλλίας Μακρόν, θεωρούσαν πριν την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία «εγκεφαλικά νεκρό».

Επομένως, ο πρόεδρος της Κίνας έχει αρχίσει να έχει δεύτερες σκέψεις για τη διάρκεια και τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου από τον Πούτιν.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έφερε στο προσκήνιο και τις σχέσεις της Κίνας με την Ταϊβάν. Η Ταϊβάν έχει 25 εκατομμύρια κατοίκους, είναι μία από τις δυναμικότερες οικονομικά και τεχνολογικά αναπτυσσόμενες οικονομίες στον κόσμο και οι κάτοικοι της δεν έχουν γνωρίσει ποτέ κομμουνιστικό καθεστώς.

Μέχρι το 1945 η Ταϊβάν ήταν μέρος της αυτοκρατορίας της Ιαπωνίας. Στη συνέχεια έγινε η έδρα των Κινέζων εθνικιστών που ηττήθηκαν από τον Μάο Τσε-τουνγκ στον εμφύλιο και κατέφυγαν στο μεγάλο νησί. Από την δεκαετία του ΄90 η Ταϊβάν ακολούθησε μια εντυπωσιακή πορεία εκδημοκρατισμού που είχε σαν αποτέλεσμα οι περισσότεροι κάτοικοι της να απορρίπτουν κάθε ιδέα ενσωμάτωσης της Ταϊβάν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.

Ο τρόπος που διαχειρίστηκε το Πεκίνο την ενσωμάτωση του Χονγκ-Κονγκ, το οποίο σαν πρώην βρετανική αποικία είχε εξασφαλίσει ένα ειδικό καθεστώς, ενίσχυσαν τις αντιρρήσεις των Ταϊβανέζων. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας δεν ανέχθηκε την πολιτική αμφισβήτηση στο Χονγκ-Κονγκ, επέβαλε ειδική νομοθεσία και οργάνωσε τη δίωξη αντιπολιτευόμενων και αντιφρονούντων.

Από το 1979, οι ΗΠΑ είναι δεσμευμένες στην πολιτική της μίας Κίνας με την οποία αναγνωρίζουν την αυτονομία της Ταϊβάν, δεν της αναγνωρίζουν όμως στάτους ανεξάρτητου κράτους γιατί αυτό θα έθετε σε αμφισβήτηση την εθνική ενότητα όπως την αντιλαμβάνεται το Πεκίνο και την προσυπέγραψε η Ουάσινγκτον στην επιτυχημένη προσπάθεια της να απομονώσει τη Σοβιετική Ένωση.

Το ερώτημα λοιπόν είναι εάν η κινεζική ηγεσία θα επιμείνει στην επιδίωξη της ενσωμάτωσης της Ταϊβάν ακόμη και με στρατιωτικά μέσα και εάν οι ΗΠΑ θα επιμείνουν στις εγγυήσεις αυτονομίας που προσφέρουν στην Ταϊβάν χωρίς να αμφισβητούν την πολιτική της μίας Κίνας.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έγινε στο όνομα της ενσωμάτωσης στη Ρωσία πληθυσμών που είχαν αποκοπεί από αυτήν με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο Πούτιν στο πεδίο των μαχών και οι πιέσεις που δέχεται το καθεστώς του από τη Δύση προβληματίζουν τον Σι Τζινπίνγκ σε ό,τι αφορά το κόστος ενδεχόμενης στρατιωτικής επιχείρησης κατά της Ταϊβάν.

Επισήμως δεν αλλάζει την πολιτική του, αλλά όπως διαβεβαίωσε ο Μπάιντεν μετά τη συνάντηση τους στο Μπαλί, δεν επίκειται στρατιωτική επιχείρηση της Κίνας εναντίον της Ταϊβάν και οι δύο πλευρές ξεκαθάρισαν τις κόκκινες γραμμές σε σχέση με το ζήτημα.

Μια άλλη σημαντική αλλαγή που επηρέασε τη σκέψη του Σι Τζινπίνγκ είναι η πολιτική ενίσχυση του προέδρου Μπάιντεν.

Μετά τη βιαστική αποχώρηση των Αμερικανών από το Αφγανιστάν, η δημοτικότητα του Μπάιντεν έπεσε κάτω από το 40% και δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ήταν ένας αδύναμος, μεταβατικός πρόεδρος. Στη συνέχεια, όμως, αποδείχθηκε ότι η αποχώρηση των Αμερικανών από το Αφγανιστάν απελευθέρωσε δυνάμεις με αποτέλεσμα να δίνουν εξαιρετικά σημαντική οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία και να ενισχύουν την παρουσία και την πίεση που ασκούν στην περιοχή του Ινδικού-Ειρηνικού όπου πρωταγωνιστεί με την ισχύ και τον όγκο της η Κίνα.

Ο Μπάιντεν αξιοποίησε την κρίση της Ουκρανίας για να αναζωογονήσει το ΝΑΤΟ και να διευρύνει γεωγραφικά τη στρατηγική του. Επιπλέον, πέρασε το τεστ των ενδιάμεσων εκλογών με σχετικά μικρές πολιτικές απώλειες, σπάζοντας την πολιτική παράδοση που έχει δημιουργηθεί στις ΗΠΑ. Παρά τα 80 του χρόνια αρχίζει να αποκτά την εικόνα ενός ηγέτη που καθοδηγεί με επιτυχία τη Δύση και έχει υπό τον έλεγχο του τα πολιτικά προβλήματα στη χώρα του. Αυτό έχει τεράστια σημασία για την κινεζική ηγεσία η οποία είναι λογικό να προτιμά έναν έμπειρο και σταθερό συνομιλητή σαν τον Μπάιντεν από τον Τραμπ με τις εξάρσεις και τις αντιφάσεις του.

Μακροπρόθεσμη στρατηγική

Στο Μπαλί φάνηκε ότι η Κίνα δίνει έμφαση στη μακροπρόθεσμη στρατηγική γιατί έχει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της και δεν θέλει μεγάλες αναταράξεις και πολιτικό ρίσκο.

Ο επίσημος στόχος είναι να επικρατήσει των ΗΠΑ μέχρι το 2049 και να μετατραπεί από δεύτερη σε πρώτη υπερδύναμη.

Η Κίνα δεν έχει αποικιοκρατικό παρελθόν και αυτό της δίνει ένα πλεονέκτημα έναντι των μεγάλων δυτικών δυνάμεων. Φιλοδοξεί να αναδειχθεί σε ηγέτη του παγκόσμιου Νότου ο οποίος θα ανταγωνιστεί με επιτυχία τις ΗΠΑ, οι οποίες στην αντίληψη του Πεκίνου είναι η ηγετική δύναμη του παγκόσμιου Βορρά.

Η επέκταση της κινεζικής επιρροής στηρίζεται κυρίως στην ανάπτυξη της οικονομικής συνεργασίας, ιδιαίτερα της εμπορικής και της επενδυτικής. Σε πρόσφατες αποστολές μου με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στη Χιλή και το Μεξικό είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω πόσο μεθοδικοί και επιτυχημένοι είναι οι Κινέζοι στην ανάπτυξη της οικονομικής συνεργασίας, σε όλα τα μέρη του κόσμου.

Οι ΗΠΑ έχουν μείνει πίσω σε θέματα διεθνούς οικονομικής συνεργασίας και η Ευρωπαϊκή Ένωση εμφανίζεται πολύ αργή και μπερδεμένη, σαν σύνολο, για να ανταγωνιστεί με επιτυχία τους Κινέζους, οι οποίοι κινούνται γρήγορα και αποτελεσματικά.

Η έμφαση στην οικονομία δημιουργεί όμως και περιορισμούς για την κινεζική ηγεσία. Θέλει να αποφύγει τις περιττές εντάσεις οι οποίες μπορεί να σταθούν εμπόδιο στην παγκοσμιοποίηση με τους όρους της. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και με χώρες με τις οποίες η Κίνα έχει σημαντικές πολιτικές διαφορές, όπως η Αυστραλία, φροντίζει να αναπτύσσει τη διμερή συνεργασία όταν αυτό εξυπηρετεί τα συμφέροντά της. Οι Αυστραλοί έχουν ασκήσει σκληρή κριτική στην πολιτική της Κίνας, έχουν ζητήσει εξηγήσεις ακόμη και για τον τρόπο με τον οποίο πρωτοεμφανίστηκε η COVID-19 στην Κίνα.

Το Πεκίνο έχει επιβάλλει σημαντικές οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της Αυστραλίας, αποκλείοντας συγκεκριμένα προϊόντα από την αγορά της. Συνολικά, όμως, η διμερής οικονομική συνεργασία Κίνας - Αυστραλίας συνεχίζει να αναπτύσσεται με εντυπωσιακό ρυθμό γιατί η παγκόσμια στρατηγική της Κίνας δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί μέσα από οικονομικές κυρώσεις και αποκλεισμούς.

Ο Σι Τζινπίνγκ, μάλιστα, αξιοποιεί κάθε ευκαιρία για να ζητήσει την άρση των οικονομικών, τεχνολογικών κυρώσεων ή περιορισμών που εφαρμόζουν οι ΗΠΑ σε βάρος της Κίνας, ιδιαίτερα στον τομέα των microchips.

Το Πεκίνο δεν έχει προβλήματα μόνο με τις ΗΠΑ και τις συμμαχικές χώρες αλλά και με γειτονικές χώρες. Η Κίνα θεωρείται απαιτητικός γείτονας με σοβαρές δυσκολίες συνεννόησης με το Βιετνάμ, τις Φιλιππίνες ακόμη και την Ινδία. Επομένως, ο Σι Τζινπίνγκ είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί μια στρατηγική περιορισμού, στο μέτρο του δυνατού, των περιφερειακών εντάσεων για να μπορέσει να προωθήσει τους φιλόδοξους παγκόσμιους στόχους του.

Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι έφτασε, σε συνεννόηση με τον Μπάιντεν, να δημιουργηθεί ένα δίκτυο επαφών μεταξύ των συνεργατών των δύο προέδρων για να υπάρχει δυνατότητα άμεσης αντίδρασης σε εκκρεμότητες και κρίσεις, χωρίς την επιστροφή σε ένα είδος νέου Ψυχρού Πολέμου. Συγκεκριμένες δεσμεύσεις από ό,τι φαίνεται δεν υπήρξαν από τις δύο πλευρές, αλλά η επαφή και η συνεννόηση μετά από περίοδο μεγάλης έντασης θεωρείται σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.

Το πρόβλημα

Στην αντίληψη των περισσότερων δυτικών αναλυτών, η μετατροπή του Σι Τζινπίνγκ σε ένα είδος ισόβιου ηγέτη της Κίνας μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα. Τον απαλλάσσει ως έναν βαθμό από τον έλεγχο και τις ισορροπίες της ηγεσίας του Κ.Κ.

Ενισχύει, επίσης, τον πειρασμό να θέσει εθνικούς στόχους που να «δικαιολογούν» την παράταση της παραμονής του στην εξουσία, όπως είναι η ενσωμάτωση της Ταϊβάν για να ολοκληρωθεί η κινεζική εθνική ενότητα.

Πριν δέκα χρόνια αναδείχθηκε στην ηγεσία για να αποτραπεί η κλιμάκωση ενός πολέμου αντίπαλων κομματικών φατριών που είχε ξεσπάσει. Με το πέρασμα του χρόνου, από κοινής αποδοχής ηγέτης προερχόμενος από την «αριστοκρατία» του Κ.Κ. μετατράπηκε σε κυρίαρχο του παιχνιδιού. Χρησιμοποίησε για αυτό τον σκοπό αλλεπάλληλες καμπάνιες κατά της διαφθοράς, πολλές από τις οποίες κατέληξαν στην εξουδετέρωση την φυλάκιση ή και την εκτέλεση πολιτικών αντιπάλων.

Αυτό που φοβίζει τους δυτικούς είναι η απόλυτη εξουσία στην ανερχόμενη υπερδύναμη και τα πατριωτικά ή και εθνικιστικά οράματα του ηγέτη.

Από την άλλη, η Κίνα έχει να επιδείξει μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές επιτυχίες, το καθεστώς μοιάζει κυρίαρχο και υπάρχει ένα αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας που ενώνει τους Κινέζους ύστερα από έναν αιώνα αποικιοκρατίας και εισβολών που έληξαν με την ήττα της Ιαπωνίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την επικράτηση των κομμουνιστών επί των εθνικιστών στον εμφύλιο.

Η Κίνα έχει δημιουργήσει μια τεράστια μεσαία τάξη, κατάφερε να βγάλει στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών γύρω στο μισό δισεκατομμύριο από την απόλυτη φτώχεια και έχει το ρεκόρ… δημιουργίας δισεκατομμυριούχων.

Έχει μετασχηματιστεί αλλά εμφανίζει και τα προβλήματα της ανάπτυξης. Το 2021, το κατά κεφαλήν ετήσιο ΑΕΠ της Κίνας ήταν στα 10.400 ευρώ με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να είναι στα 27.800.

Η ανάπτυξη της οικονομίας της το 2021 έφτασε στο 8,1% ενώ και το 2020, έτος οικονομικού αποσυντονισμού λόγω COVID-19, πέτυχε ανάπτυξη της τάξης του 2% ενώ όλες οι μεγάλες οικονομίες γνώρισαν σημαντική μείωση του ΑΕΠ τους.

Το δημόσιο χρέος της Κίνας ήταν στα τέλη του 2021 στο 73,3% του ΑΕΠ, ο πληθωρισμός στο 0,9%, η ανεργία στο 4,8% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Επίσης, η Κίνα κατέγραψε εμπορικό έλλειμμα της τάξης του 6% του ΑΕΠ το 2021, γεγονός που δείχνει ότι παρά τον δυναμισμό της εξαγωγικής βιομηχανίας της, οι ανάγκες της οικονομίας σε πρώτες ύλες και του πληθυσμού της σε τρόφιμα και διάφορα προϊόντα είναι ατελείωτες.

Το 2021 οι εισαγωγές της Ε.Ε. των 27 από την Κίνα έφτασαν τα 473 δισεκατομμύρια ευρώ ενώ οι εξαγωγές προς την Κίνα ήταν 224 εκατομμύρια ευρώ.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 είναι ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Κίνας με 13,7% του εξωτερικού εμπορίου της. Ακολουθούν οι ΗΠΑ με 12,5%, η Ιαπωνία με 6,2%, η Νότια Κορέα με 6%, το Χονγκ-Κονγκ με 6%, η Ταϊβάν με 5,5%, το Βιετνάμ με 3,8%, η Αυστραλία με 3,8%.

Από τον πίνακα των 8 σημαντικότερων εμπορικών εταίρων της Κίνας αναδεικνύεται η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας της και η ανάγκη ευρύτερης συνεννόησης με τους σημαντικότερους εμπορικούς και οικονομικούς εταίρους της.