Τοπίο στην ομίχλη η εκλογική αναμέτρηση - Free Sunday
Τοπίο στην ομίχλη η εκλογική αναμέτρηση
Αβεβαιότητα για το αποτέλεσμα και κυρίως για την επόμενη τετραετία

Τοπίο στην ομίχλη η εκλογική αναμέτρηση

Η αβεβαιότητα που κυριαρχεί γύρω από τις βουλευτικές εκλογές δυσκολεύει τις κινήσεις της κυβέρνησης και των κομμάτων.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ερντογάν όρισε ημερομηνία της κρίσιμης γι’ αυτόν αναμέτρησης την 14η Μαΐου, ενώ ο Μητσοτάκης δυσκολεύεται να πάρει τη μεγάλη απόφαση.

Ένα άλλο σημείο στο οποίο η Τουρκία –στα όρια της δικτατορίας– εμφανίζεται να έχει πλεονέκτημα έναντι της δημοκρατικής Ελλάδας είναι η συμμετοχή της ομογένειας στις εκλογές. Εκατομμύρια Τούρκοι που ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό θα πάρουν μέρος και σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση, ενώ μόνο μερικές χιλιάδες Έλληνες του εξωτερικού θα μπορέσουν τελικά να ψηφήσουν στις εκλογές για την Ελλάδα στον τόπο που ζουν κι εργάζονται.

Οι υπολογισμοί Μητσοτάκη

Το πρόβλημα του Μητσοτάκη είναι ότι θα πάει στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση με σύστημα απλής αναλογικής, το οποίο κάνει πρακτικά αδύνατη τη διεκδίκηση της αυτοδυναμίας.

Με ένα ποσοστό της τάξης του 34%-35% η ΝΔ θα κινηθεί γύρω στις 115 έδρες. Ο υπολογισμός είναι κατά προσέγγιση, εφόσον πολλά θα εξαρτηθούν από το εάν θα έχουμε έξι ή επτά κόμματα στη Βουλή και από το ποσοστό των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής.

Αν τα κόμματα είναι έξι και τα υπόλοιπα των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής ξεπεράσουν το 10%, η δυναμική θα είναι ευνοϊκότερη για το πρώτο κόμμα.

Στη δεύτερη αναμέτρηση, το πρώτο κόμμα –σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις η ΝΔ– θα πάρει το μπόνους των 46 εδρών. Έτσι, με ένα ποσοστό της τάξης του 38% και υπό ορισμένες άλλες προϋποθέσεις, η ΝΔ μπορεί να φτάσει στην πολυπόθητη αυτοδυναμία. Εάν είναι κοντά σε αυτήν δεν θα δυσκολευτεί να προσελκύσει τους αναγκαίους βουλευτές από την Ελληνική Λύση, ενδεχομένως και από το ΠΑΣΟΚ. Κάποιοι βουλευτές της Ελληνικής Λύσης θα θελήσουν να βγουν από το περιθώριο και να ενταχθούν στην κυβερνητική παράταξη. Βουλευτές του ΠΑΣΟΚ οι οποίοι συμμετέχουν στο λεγόμενο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο και έχουν φιλομητσοτακική προδιάθεση, θα επικαλεστούν λόγους πολιτικής σταθερότητας και εθνικής ανάγκης για να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης στη νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Με βάση τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων, τα μαθηματικά ευνοούν τον πολιτικό σχεδιασμό του Μαξίμου. Μια εκλογική αναμέτρηση όμως είναι πολύ πιο σύνθετη απ’ ό,τι αφήνουν να εννοηθεί οι αριθμοί των δημοσκοπήσεων.

Σοβαροί κίνδυνοι

Ο Μητσοτάκης αντιμετωπίζει σοβαρούς πολιτικούς κινδύνους στην τελική εκλογική αναμέτρηση, γι’ αυτό δυσκολεύεται να πάρει αποφάσεις.

Ο πρώτος κίνδυνος έχει σχέση με το σύστημα των υποκλοπών που οργανώθηκε στο Μαξίμου. Οι αποκαλύψεις είναι εντυπωσιακές και συνεχείς. Ο πόλεμος που έχει ξεκινήσει η κυβερνητική ηγεσία κατά του προέδρου της ΑΔΑΕ κ. Ράμμου, δείχνει τη νευρικότητα μπροστά σε πιθανές αποκαλύψεις για το κύκλωμα των υποκλοπών. Ο δεύτερος κίνδυνος για την ηγεσία της ΝΔ έχει να κάνει με την πιθανή εκδήλωση υπόγειων κοινωνικών και πολιτικών ρευμάτων. Τα ποσοστά που δίνουν οι δημοσκοπήσεις στη ΝΔ είναι υπερβολικά υψηλά σε σχέση με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι πολίτες.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, το μέσο πραγματικό εισόδημα των Ελλήνων ήταν στην 23η θέση στην Ε.Ε. των «27». Περνάμε πλέον μόνο τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία και οριακά την Ουγγαρία.

Η κατάσταση έγινε ακόμη πιο δύσκολη για τους περισσότερους ψηφοφόρους στη διάρκεια του 2022 λόγω υψηλού πληθωρισμού. Δεν είναι βέβαιο ότι τα στοχευμένα προεκλογικά επιδόματα θα αποτρέψουν την εκδήλωση της λαϊκής διαμαρτυρίας στις κάλπες.

Τρίτον, είναι πολύ δύσκολο να διατηρήσει η κυβερνητική παράταξη την επικοινωνιακή της κυριαρχία κατά τη διάρκεια της μακράς προεκλογικής περιόδου εφόσον υπάρξει και δεύτερη εκλογική αναμέτρηση. Προς το παρόν, η κυβέρνηση ελέγχει το 90% των ισχυρότερων ΜΜΕ και το 100% των κρατικών καναλιών.

Είναι πρακτικά αδύνατον να πάει στις εκλογές με τέτοια ποσοστά ελέγχου των ΜΜΕ χωρίς να κατηγορηθεί στην Ε.Ε. για επηρεασμό ή και νόθευση του εκλογικού αποτελέσματος.

Κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει την αντίδραση της κοινής γνώμης αν το ποσοστό ελέγχου των ΜΜΕ από την κυβέρνηση υποχωρήσει στο 70% ή στο 60% για μια περίοδο δύο-τριών μηνών.

Τέταρτον και κυριότερο, η Ελλάδα θα εκτεθεί για πρώτη φορά στον ευρωπαϊκό πειρασμό της απλής αναλογικής και των προγραμματικών συγκλίσεων μεταξύ των κομμάτων. Δεν αποκλείεται ένα σημαντικό τμήμα της κοινής γνώμης να περάσει από τη λογική των ισχυρών υποτίθεται κυβερνήσεων που δίνει το μεγάλο μπόνους εδρών στο πρώτο κόμμα, στη λογική ευρύτερων συνεργασιών μπροστά σε εξαιρετικά σύνθετα προβλήματα.

Τα αποτελέσματα της τετραετίας Μητσοτάκη, με δύο χρόνια παντοδυναμίας και δύο χρόνια αυτοδυναμίας, κρίνονται αρνητικά από τους περισσότερους πολίτες και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε πολιτικές αναζητήσεις. Η γενική εικόνα είναι ότι η ΝΔ επικρατεί με λογική δικομματισμού, χάνει όμως με λογική διπολισμού.

Υποχώρηση του ΠΑΣΟΚ

Η εκλογή Ανδρουλάκη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δημιούργησε μία νέα δυναμική. Τα δημοσκοπικά ποσοστά έδειχναν τάση προς το 15% αν και ο Ανδρουλάκης υπογράμμιζε στους συνομιλητές του ότι το πολιτικό περιβάλλον είναι εξαιρετικά σύνθετο για το ΠΑΣΟΚ.

Τα δημοσκοπικά ποσοστά του ΠΑΣΟΚ έχουν υποχωρήσει προς το 12% και οι εκτιμήσεις είναι ότι δύσκολα θα κρατήσει διψήφιο ποσοστό στις δεύτερες εκλογές όπου θα κυριαρχήσουν η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ και η πόλωση.

Από τα απρόοπτα της πολιτικής είναι το γεγονός ότι ο Ανδρουλάκης και το ΠΑΣΟΚ πλήρωσαν ακριβά τη «βαλίτσα» της Καϊλή.

Είναι γνωστό ότι η Καϊλή οργάνωνε την εσωκομματική αντιπολίτευση στον Ανδρουλάκη και επιχειρηματολογούσε, με κάθε τρόπο, υπέρ της στήριξης Μητσοτάκη. Ο Ανδρουλάκης, από την πλευρά του, βάδιζε προς ένα προσεκτικό διαζύγιο και είχε ενημερώσει την ομάδα των Σοσιαλιστών στο Ευρωκοινοβούλιο ότι η Καϊλή δεν είχε θέση στην ευρωλίστα του ΠΑΣΟΚ το 2024.

Οι επαφές Καϊλή - Μητσοτάκη ήταν σε προχωρημένο επίπεδο. Στους διαδρόμους των Βρυξελλών θεωρείτο σχεδόν βέβαιο ότι η Καϊλή θα ήταν στην ευρωλίστα της ΝΔ του 2024 και αρκετά πιθανόν να την πρότεινε ο Μητσοτάκης για Επίτροπο, με το σκεπτικό ότι είναι ένα είδος Πιερρακάκη με ευρωπαϊκή και παγκόσμια διασύνδεση, εφόσον είχε εξαιρετικά καλές σχέσεις με τα λόμπι των ψηφιακών κολοσσών (GAFA), των ψηφιακών νομισμάτων, ακόμη και των κρυπτονομισμάτων.

Με το σκάνδαλο Παντσέρι - Καϊλή η ΝΔ έχασε τον «Δούρειο Ίππο» της στο ΠΑΣΟΚ, αλλά το ΠΑΣΟΚ έχασε δύο μονάδες στις δημοσκοπήσεις. Φαίνεται ότι πολλοί ψηφοφόροι εγκατέλειψαν το ΠΑΣΟΚ θεωρώντας την Καϊλή συνέχεια του Τσοχατζόπουλου και άλλων πασοκικών παραγόντων που άφησαν εποχή με τα σκάνδαλά τους. Είναι επίσης πιθανό, αρκετοί φιλομητσοτακικοί ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ να το εγκατέλειψαν εκτιμώντας ότι χωρίς την Καϊλή μειώνεται η επιρροή της πτέρυγας που θέλει συνεργασία με τη ΝΔ.

Το ΠΑΣΟΚ έχει υποχωρήσει τώρα γύρω στο 12% και αντιμετωπίζει ένα σωρό προβλήματα.

Μέχρι και ο αθλητικός τραυματισμός του Νίκου Ανδρουλάκη είναι σε βάρος του εκλογικού σχεδιασμού του Κινήματος. Χαρακτηριστικά του Ανδρουλάκη είναι οι οργανωτικές ικανότητες και οι συνεχείς μετακινήσεις για άμεση επαφή με τα στελέχη και τους πολίτες. Οι συνέπειες του τραυματισμού του επηρεάζουν αρνητικά την κινητικότητα και την οργανωτική δουλειά του.

Το ΠΑΣΟΚ αντιμετωπίζει και σοβαρό πρόβλημα στρατηγικής. Με τα ποσοστά του προς το 15% με ανοδική τάση μπορεί, θεωρητικά, να παίξει τον ρόλο του ρυθμιστή μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ.

Με ποσοστά όμως της τάξης του 12% και πτωτική τάση αναδεικνύεται η έλλειψη στρατηγικής. Το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να συνεργαστεί με τη ΝΔ χωρίς να επαναστατήσει το μεγαλύτερο μέρος της βάσης του. Ο Μητσοτάκης, οργανώνοντας την παρακολούθηση του Ανδρουλάκη, έκαψε τις πολιτικές γέφυρες με το ΠΑΣΟΚ.

Από την άλλη, είναι πολύ δύσκολο να στραφεί το ΠΑΣΟΚ προς την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ. Θα κινδυνεύσει με νέες διαρροές εφόσον υπάρχουν ισχυρά στελέχη σαν τον Ανδρέα Λοβέρδο που αποκλείουν αυτή τη συνεργασία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζεται από ένα είδος αλαζονείας στις σχέσεις του με το ΠΑΣΟΚ, που κάνει ακόμα πιο δύσκολη τη στροφή του ΠΑΣΟΚ προς τη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Πολάκης και άλλα στελέχη εμφανίζουν αυτή την προοπτική σαν μονόδρομο για το Κίνημα που οδηγεί στην πλήρη υποταγή του στον ΣΥΡΙΖΑ.

Υπάρχει κι ένα κλίμα αναταραχής σε επίπεδο στελεχών, εφόσον η υποχώρηση των δημοσκοπικών ποσοστών μειώνει τον αριθμό αυτών που έχουν σοβαρές πιθανότητες εκλογής.

Οι αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ

Στην τελική προεκλογική ευθεία ο ΣΥΡΙΖΑ μετράει τις δικές του αδυναμίες.

Το λεγόμενο αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο έχει χαλαρώσει κάπως, εξακολουθεί όμως να λειτουργεί στην αντίληψη της ευρύτερης κοινής γνώμης. Πολλοί πολίτες δεν έχουν συγχωρήσει τον ΣΥΡΙΖΑ για το αποτυχημένο ριζοσπαστικό πείραμα του 2015. Κάθε αναφορά Τσίπρα σε ενδεχόμενη μελλοντική συνεργασία με τον Βαρουφάκη και το κόμμα του ενισχύει την κριτική διάθεση των πολιτών σε βάρος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ο Μητσοτάκης εμφανίζεται με σημαντικό προβάδισμα στην κοινή γνώμη σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της οικονομίας, σε σχέση με τον Τσίπρα. Τα πραγματικά στοιχεία όμως λένε μια εντελώς διαφορετική ιστορία. Επί Τσίπρα είχαν ελεγχθεί –μετά την αναγκαστική στροφή του 2015– το εμπορικό έλλειμμα, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το δημόσιο χρέος και το δημοσιονομικό έλλειμμα. Όλα αυτά τα μεγέθη επιδεινώθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου Μητσοτάκη και έχουν προετοιμάσει μία τετραετία δύσκολης προσαρμογής.

Επιπλέον, η κοινωνική κατάσταση εξελίχθηκε από το κακό στο χειρότερο. Χάθηκε ο έλεγχος της δημογραφικής κρίσης, υποχώρησε το μέσο πραγματικό οικογενειακό εισόδημα σε σχέση με το 2019, ενισχύθηκε η δυναμική φτωχοποίησης της ελληνικής κοινωνίας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ πάντα αισθανόταν άβολα με την επιτυχημένη εφαρμογή της πολιτικής της Ευρωζώνης, την οποία απορρίπτει ο σκληρός πυρήνας των στελεχών και της βάσης. Επιπλέον, Τσίπρας και Τσακαλώτος δεν φαίνεται να συνεννοούνται πολιτικά με αποτέλεσμα να μην υπάρχει συντονισμένη υπεράσπιση και προβολή των αποτελεσμάτων της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Τσίπρα.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Τσίπρας κυριαρχεί στον πολιτικό του χώρο και πως έχει όσο χρόνο επιθυμεί για να ξετυλίξει τη στρατηγική του και να επιστρέψει στην εξουσία. Έχει δημιουργηθεί όμως η αίσθηση ότι αρκετά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ προτιμούν την παραμονή του στην αντιπολίτευση από μία ακόμη δύσκολη κυβερνητική τετραετία που θα δοκίμαζε τις διαχειριστικές ικανότητές τους και την πολιτική αντοχή τους.

Είναι φανερό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται μία επίθεση φιλίας προς το ΠΑΣΟΚ για να περάσει από τον δικομματισμό, όπου έχει το πλεονέκτημα ο Μητσοτάκης, στον διπολισμό με πλεονέκτημα για τον Τσίπρα. Αυτό το αναγκαίο άνοιγμα είναι εξαιρετικά δύσκολο να πραγματοποιηθεί εξαιτίας των εσωτερικών αντιφάσεων του ΣΥΡΙΖΑ και της ασταθούς εσωκομματικής ισορροπίας στο ΠΑΣΟΚ.

Οι άλλες δυνάμεις

Σημαντικό ρόλο θα παίξουν στις εκλογές –άμεσα ή έμμεσα– και οι μικρότερες πολιτικές δυνάμεις. Το ΚΚΕ θα ενισχύσει κάπως τα ποσοστά του στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση καταγγέλλοντας συνολικά τα «αστικά» κόμματα, θα δεχθεί όμως σοβαρή πίεση σε περίπτωση δεύτερης εκλογικής αναμέτρησης. Όποιο και να είναι το ποσοστό του αποκλείεται να ακολουθήσει τον δρόμο των Πορτογάλων και Ισπανών κομμουνιστών που στήριξαν, με διαφορετικούς τρόπους, κυβερνήσεις με σοσιαλιστές πρωθυπουργούς.

Η Ελληνική Λύση φαίνεται να αξιοποιεί τη δυσαρέσκεια ορισμένων σκληρών δεξιών με την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ο Μητσοτάκης θα θελήσει να αποφύγει τη συνεργασία με τον Βελόπουλο για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να έχει μεγάλο πολιτικό κόστος περιορίζοντας την επιρροή του στο Κέντρο. Είναι πολύ πιθανό όμως να απευθυνθεί, αν χρειαστεί, σε μεμονωμένους βουλευτές της Ελληνικής Λύσης. Ορισμένοι καλλιεργούν ήδη τις σχέσεις τους με την Πειραιώς.

Το θέμα του κόμματος Κασιδιάρη αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί φαίνεται να έχει δυναμική προς το 3% που εξασφαλίζει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και κάνει πολύ πιο δύσκολους τους χειρισμούς για το πρώτο κόμμα, πιθανότατα τη ΝΔ.

Η συμμετοχή Κασιδιάρη στις εκλογές έπρεπε να έχει αποκλειστεί έγκαιρα με συναινετικό και απόλυτα συνταγματικό τρόπο. Μετά από μία περίοδο ασυνεννοησίας, κυβέρνηση και κόμματα προωθούν διαφορετικές προτάσεις για τον αποκλεισμό του κόμματος Κασιδιάρη υπερβολικά κοντά στην εκλογική αναμέτρηση.

Το ΜέΡΑ25 του Βαρουφάκη είναι πολύ πιθανόν να έχει παρουσία και στην επόμενη Βουλή. Παραμένει όμως στην αντίληψη της ευρύτερης κοινής γνώμης ένα τοξικό κόμμα με βαριές ευθύνες του προέδρου του για την κρίση του 2015 και το αχρείαστο πρόσθετο μνημόνιο.

Τελευταία, ο Βαρουφάκης επιδιώκει μια ευρύτερη συνεννόηση στον χώρο της ριζοσπαστικής και εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς με τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο ΜέΡΑ25. Είναι όμως πολύ δύσκολο να συμφωνηθεί και ακόμη πιο δύσκολο να λειτουργήσει ένα σχήμα στο οποίο θα συνυπάρχουν ο κοσμοπολιτισμός και η αυτοπροβολή του Βαρουφάκη με τον δογματισμό και την επαναστατική «αγνότητα» μικρότερων σχηματισμών της Αριστεράς.

Η επόμενη τετραετία

Το κλίμα αβεβαιότητας αποκτά μεγάλη σημασία εξαιτίας του γεγονότος ότι η επόμενη τετραετία προβλέπεται εξαιρετικά δύσκολη από οικονομική και κοινωνική άποψη.

Το βασικό σενάριο είναι ο σχηματισμός, ύστερα από δύσκολες αναμετρήσεις, μιας οριακής αυτοδύναμης κυβέρνησης της ΝΔ η οποία θα χαρακτηρίζεται από οικονομική και κοινωνική αδυναμία.

Αν κρίνουμε από ορισμένα βασικά μεγέθη, η ελληνική οικονομία πηγαίνει σε περίοδο αναγκαστικής προσαρμογής ή και κρίσης. Η αυτοδυναμία της κυβέρνησης Μητσοτάκη θα βασίζεται στο εκλογικό σύστημα με το εντυπωσιακό μπόνους των 46 εδρών. Η κυβέρνηση όμως θα έχει απέναντί της το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας και τα προβλήματα που δημιούργησε η λαθεμένη διαχείριση της αυτοδυναμίας την πρώτη τετραετία Μητσοτάκη.

Από την άλλη πλευρά, μια ενδεχόμενη κυβερνητική σύμπραξη ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να φέρει θετικό αποτέλεσμα αν προκύψει μόνο από την εκλογική αριθμητική της πρώτης εκλογικής αναμέτρησης. Θα πρέπει να έχουν προηγηθεί η ουσιαστική βελτίωση του κλίματος μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, μια σειρά προσωπικών επαφών Τσίπρα - Ανδρουλάκη και μια σοβαρή πολιτική και τεχνική συζήτηση σε αναζήτηση των αναγκαίων προγραμματικών συγκλίσεων.

Όλα αυτά θεωρούνται αυτονόητα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, χωρίς να οδηγούν απαραίτητα σε σύγκλιση και συμφωνία. Στην Ελλάδα όμως θεωρούνται, προς το παρόν, πέρα από τις δυνατότητες του πολιτικού συστήματος και στη συγκεκριμένη περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ.

Κατά την άποψή μου, η πολιτική ζύμωση που περιγράφω είναι εντελώς αναγκαία γιατί καλούμαστε να αποφασίσουμε τι είδους πολιτική και με τι είδους εγγυήσεις θα ακολουθήσουμε.

Η πολιτική που ακολουθεί ο Μητσοτάκης προσφέρει τη βεβαιότητα της αποτυχίας, εφόσον οδηγεί σε δραματικά κοινωνικά αδιέξοδα και άμεση μετεκλογική επιδείνωση.

Οι περισσότεροι πολίτες απορρίπτουν την πολιτική που εφαρμόζεται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι έτοιμοι να στηρίξουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Είναι λογικό να ζητούν συγκεκριμένες προτάσεις και εγγυήσεις ότι δεν θα επαναληφθεί το δαπανηρό και επικίνδυνο φιάσκο του 2015.

Στην τελική ευθεία προς τις βουλευτικές εκλογές επικρατεί αβεβαιότητα γύρω από αρκετά σύνθετα σενάρια. Το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν υπάρχει ακόμη μια ολοκληρωμένη πρόταση που θα μπορούσε να βάλει οριστικό τέλος στον οικονομικό και κοινωνικό κατήφορο της Ελλάδας.

Ύστερα από σαράντα χρόνια ευρωπαϊκών «επιτυχιών και θριάμβων» δεν έχουμε καταφέρει να περάσουμε –σε επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης– κανένα κράτος-μέλος της Ε.Ε. των «27», ενώ μένουμε ολοένα πιο πίσω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Μπήκαμε στην κρίση με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας να είναι στο 95% του ευρωπαϊκού μέσου όρου και έχουμε πέσει στο 65% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Είναι φανερό ότι πρέπει να κάνουμε κάτι εντελώς διαφορετικό.