Ο Πούτιν εξελίσσεται σε «μικρό αδερφό» του Σι - Free Sunday
Ο Πούτιν εξελίσσεται σε «μικρό αδερφό» του Σι
Εντυπωσιακή η διεθνοπολιτική άνοδος της Κίνας

Ο Πούτιν εξελίσσεται σε «μικρό αδερφό» του Σι

Η επίσκεψη του ηγέτη της Κίνας Σι Τζινπίνγκ στη Μόσχα για συνομιλίες και διαπραγματεύσεις με τον πρόεδρο Πούτιν είναι ένα γεγονός μεγάλης στρατηγικής σημασίας.

Επρόκειτο για την πρώτη επίσκεψη του Κινέζου ηγέτη στο εξωτερικό μετά την επικύρωση της τρίτης πενταετίας του ομόφωνα από τα 2.952 μέλη της κινεζικής εθνοσυνέλευσης.

Με το ταξίδι του στη Μόσχα ο Κινέζος ηγέτης θέλησε να υπογραμμίσει την υποστήριξή του στον Πούτιν και στη Ρωσία έναντι του «αμερικανικού ηγεμονισμού», να συμβάλει στην ανάπτυξη των διμερών σχέσεων, να προβάλει την Κίνα σαν δύναμη ειρηνευτικής διαμεσολάβησης στον πόλεμο της Ουκρανίας και φυσικά να αναδείξει τον ηγετικό ρόλο της χώρας του στον λεγόμενο Παγκόσμιο Νότο που ανταγωνίζεται τον υπό την ηγεσία των ΗΠΑ Βορρά.

Το τελευταίο διάστημα ο Κινέζος ηγέτης αναδεικνύει τον παγκόσμιο ρόλο του με εντυπωσιακές πρωτοβουλίες. Της επίσκεψης του Σι στη Μόσχα είχε προηγηθεί η συμφωνία μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν για εξομάλυνση των σχέσεών τους, ύστερα από κινεζική διαμεσολάβηση.

Αν η διπλωματία των ΗΠΑ ή της ΕΕ είχε επιτύχει την προσέγγιση Σαουδικής Αραβίας-Ιράν θα μιλούσαμε για μεγάλη επιτυχία που αλλάζει τα δεδομένα σε μία ευρύτερη περιοχή στρατηγικής σημασίας.

Η εντυπωσιακή επιτυχία όμως ήρθε από την πλευρά της Κίνας, γεγονός που δείχνει πόσο έχει αλλάξει ο σύγχρονος κόσμος σε βάρος των ΗΠΑ και της «κουρασμένης» Ευρώπης.

Το παράδειγμα της Σαουδικής Αραβίας

Μέχρι πριν λίγα χρόνια θεωρούσαμε ότι η Σαουδική Αραβία ήταν υπό την προστασία και την επιρροή των ΗΠΑ. Τώρα διαπιστώνουμε εξαιρετικά σημαντικές αλλαγές.

Πρώτον, η Σαουδική Αραβία συνεργάζεται με τη Ρωσία στα ζητήματα του πετρελαίου στον λεγόμενο ΟΠΕΚ+, στον οποίο συμμετέχει η Ρωσία. Μετά την επιδείνωση της ενεργειακής κρίσης εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία η Σαουδική Αραβία αρνήθηκε να συμπαραταχθεί με τις ΗΠΑ για να περιορίσει την αποτελεσματικότητα του ενεργειακού όπλου της Ρωσίας.

Δεύτερον, η Κίνα έρχεται πρώτη στις εισαγωγές πετρελαίου από τη Σαουδική Αραβία και πρώτη στις εμπορικές συναλλαγές με τις χώρες της Αραβικής Χερσονήσου. Αναπόφευκτα μετατρέπει την οικονομική της ισχύ σε πολιτική επιρροή, εφόσον βέβαια το επιτρέπουν οι συνθήκες. Η συνεννόηση της Κίνας με καθεστώτα όπως της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν διευκολύνεται και από το γεγονός ότι η πολιτική ηγεσία και τα ΜΜΕ της δεν εκφράζουν άποψη, πολύ περισσότερο αντιρρήσεις για τα αντιδημοκρατικά, καταπιεστικά χαρακτηριστικά αυτών των καθεστώτων.

Τρίτον, οι ίδιοι οι Σαουδάραβες ενισχυμένοι από τα υπερέσοδα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου θεωρούν ότι μπορούν να ακολουθήσουν μια πιο φιλόδοξη στρατηγική στον σύγχρονο πολυ-πολικό κόσμο, με τη λογική «πρώτα η Σαουδική Αραβία».

Αφού ο Σι ανέδειξε τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Κίνας στην ευρύτερη περιοχή της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν θέλησε να στηρίξει και τον «φίλο» του Πούτιν, προβάλλοντας την επιρροή της Κίνας και δοκιμάζοντας τη συνοχή της Δύσης.

Ομοιότητες και διαφορές

Σι και Πούτιν έχουν μεγάλες ομοιότητες αλλά και βασικές διαφορές στη στρατηγική τους.

Αναδείχθηκαν και οι δύο σε ισόβιους ηγέτες των χωρών τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Σι, έχοντας εξασφαλίσει την τρίτη πενταετία στην ηγεσία του κινεζικού ΚΚ, εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι οι Ρώσοι θα εμπιστευθούν τον Πούτιν και στις προεδρικές εκλογές του 2024.

Και οι δύο ηγέτες θεωρούν ότι οι χώρες τους δοκιμάζονται από ένα είδος περικύκλωσης από ανταγωνιστικές έως αντίπαλες δυτικές δυνάμεις. Αξιολογούν ιδιαίτερα αρνητικά τον ρόλο των «ηγεμονικών» ΗΠΑ, τις οποίες κατηγορούν για προσπάθεια αλλαγής του διεθνούς συστήματος στα μέτρα τους.

Σι και Πούτιν συμφωνούν ότι ο Παγκόσμιος Νότος υπερέχει έναντι του Βορρά ο οποίος στην αντίληψη πολλών λαών είναι φορτωμένος με πολιτικές αμαρτίες, από την αποικιοκρατία μέχρι επιθετικούς πολέμους, όπως εκείνος του Ιράκ που ξεκίνησε ακριβώς πριν 20 χρόνια και είχε τεράστιο οικονομικό και διεθνοπολιτικό κόστος για τη Δύση.

Τους δύο ηγέτες ενώνει η άποψη ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία οφείλεται κυρίως στις κινήσεις δυτικών χωρών και δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας. Ο Κινέζος ηγέτης αξιοποίησε την παρουσία του στη Μόσχα για να προβάλει το «ειρηνευτικό σχέδιο» της Κίνας. Σε κανένα σημείο των κινεζικών προτάσεων δεν υπάρχει η λέξη «πόλεμος», πολύ περισσότερο «επίθεση της Ρωσίας». Ούτε υπάρχει αναφορά στην ανάγκη απόσυρσης των κατοχικών δυνάμεων και στη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας.

Η συμφωνία σε πολλά και βασικά δεν αποκλείει και τις διαφωνίες. Η κινεζική προσέγγιση στα διεθνή θέματα είναι εντελώς διαφορετική από τη ρωσική. Η Κίνα δείχνει την αυτοπεποίθηση της δεύτερης υπερδύναμης που διεκδικεί την πρωτιά με τη σταδιακή αλλαγή του διεθνούς συστήματος σε βάθος χρόνου. Αντίθετα, η Ρωσία του Πούτιν δείχνει τον εκνευρισμό μιας πρώην υπερδύναμης η οποία διαπιστώνει ότι οι δυνατότητές της είναι πλέον αρκετά περιορισμένες και αντιμετωπίζει την πτώση της με μια προσπάθεια αποσταθεροποίησης του διεθνούς συστήματος. Η Κίνα μπορεί να χαρακτηριστεί ηγεμονική, ενώ η Ρωσία αρκετά ασταθής και επικίνδυνη από διεθνοπολιτική άποψη.

Η δεύτερη διαφορά μεταξύ Κίνας και Ρωσίας έχει σχέση με τους όρους συνεργασίας τους. Οι Κινέζοι είναι σκληροί διαπραγματευτές και αξιοποιούν σε όφελός τους την εμφανή ρωσική αδυναμία. Οι Ρώσοι δηλώνουν απόλυτα ικανοποιημένοι, σε αυτή τη φάση, από τους όρους της διμερούς συνεργασίας, αντιλαμβάνονται όμως ότι διολισθαίνουν σε ένα είδος εξάρτησης από τους Κινέζους που μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να εξελιχθεί σε υποτέλεια.

Το «αφεντικό» στη μεταξύ τους σχέση είναι χωρίς αμφιβολία η Κίνα, ενώ ο Πούτιν εξελίσσεται σε ένα είδος «μικρού αδερφού» του Σι.

Η οικονομική διάσταση

Καθοριστική στη διαμόρφωση των διμερών σχέσεων είναι η συγκριτική οικονομική ισχύς. Το ΑΕΠ της Κίνας είναι δεκαπλάσιο του ΑΕΠ της Ρωσίας. Η κινεζική οικονομία είναι εξωστρεφής, ανταγωνιστική και πρωτοποριακή σε τομείς στρατηγικής σημασίας.

Αντίθετα η Ρωσία στηρίζεται στις εξαγωγές πετρελαίου, φυσικού αερίου, μεταλλευμάτων, πρώτων υλών και δεν έχει καταφέρει να αναπτύξει μια ολοκληρωμένη σύγχρονη οικονομία.

Η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία μπορεί να αποδειχθεί λάθος στρατηγικής σημασίας εφόσον στερεί από τη Ρωσία τις ποιοτικές ευρωπαϊκές αγορές. Η ρωσική οικονομία είναι υποχρεωμένη να στραφεί προς την Κίνα για να καλύψει, στο μέτρο του δυνατού, τα ευρωπαϊκά κενά που της δημιούργησε η εισβολή στην Ουκρανία.

Το 2022 το διμερές εμπόριο Κίνας-Ρωσίας αναπτύχθηκε δυναμικά. Σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς έφτασε τα 190 δισ. δολάρια με αύξηση των ρωσικών εξαγωγών προς την Κίνα κατά 44% στα 114 δισ. δολάρια και των κινεζικών εξαγωγών προς τη Ρωσία κατά 12,8% στα 76 δισ. δολάρια.

Εξαιρετικά δυναμική υπήρξε η πορεία του διμερούς εμπορίου και τους δύο πρώτους μήνες του 2023 με τις εξαγωγές της Ρωσίας προς την Κίνα να αυξάνονται κατά 31,5% στα 18 δισ. δολάρια και τις εξαγωγές της Κίνας προς τη Ρωσία κατά 19,8% στα 15 δισ. δολάρια. Άλλοι σημαντικοί εμπορικοί εταίροι της Ρωσίας το 2022 ήταν η Γερμανία με διμερείς ανταλλαγές 57 δισ. δολαρίων, μειωμένες κατά 23%, η Ολλανδία με 45,4 δισ. και η Λευκορωσία με 38,4 δισ. Από τους κερδισμένους σε ό,τι αφορά το διμερές εμπόριο με τη Ρωσία είναι και η Τουρκία.

Οι ρωσικές εξαγωγές προς την Κίνα στηρίζονται κυρίως στο φυσικό αέριο και στο πετρέλαιο. Μετά την κρίση που προκλήθηκε το 2014 εξαιτίας της ενσωμάτωσης της Κριμαίας στη Ρωσία ο Πούτιν συμφώνησε με την κινεζική ηγεσία στην κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου «Δύναμη της Σιβηρίας». Αναζητούσε από τότε εναλλακτικές αγορές για το ρωσικό φυσικό αέριο παρά το γεγονός ότι ανέπτυξε και την ενεργειακή συνεργασία του με τη Γερμανία.

Ήξερε ότι κάποια στιγμή η επιθετική του πολιτική σε βάρος ευρωπαϊκών κρατών θα μπορούσε να είχε οικονομικές συνέπειες με τη μορφή κυρώσεων και αποκλεισμού της Ρωσίας από ευρωπαϊκές αγορές.

Στη Μόσχα ο Πούτιν προώθησε το σχέδιο για δεύτερο αγωγό φυσικού αερίου «Δύναμη της Σιβηρίας Νο. 2» προκειμένου να καλυφθούν οι ενεργειακές ανάγκες της Κίνας και να εξασφαλίσει η Ρωσία ένα μέρος των εσόδων που χάνει από τον σταδιακό αποκλεισμό της από την ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου.

Ο πρόεδρος της Κίνας έδειξε να συμφωνεί με τον Πούτιν χωρίς, προς το παρόν, να δεσμεύεται. Γνωρίζει ότι ο χρόνος δουλεύει υπέρ της Κίνας εφόσον όσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη της Ρωσίας,  τόσο πιο ευνοϊκή θα είναι για την Κίνα η τιμολόγηση του ρωσικού φυσικού αερίου. Η Κίνα προμηθεύεται το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο όπως η Ινδία, με μεγάλες εκπτώσεις σε σχέση με τις διεθνείς τιμές. Με τον τρόπο αυτόν ασκεί πίεση και στους άλλους προμηθευτές να της κάνουν πιο ανταγωνιστικές προσφορές, ενώ ενισχύει κι άλλο τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της.

Η Κίνα ανταποδίδει με εξαγωγές, για παράδειγμα microchips, που συμβάλλουν στη συντήρηση της ρωσικής οικονομίας του πολέμου. Όμως και σ’ αυτό το θέμα η Ρωσία είναι υποχρεωμένη σε υποδεέστερο ρόλο. Οι τεχνολογικοί κολοσσοί της Κίνας αποφεύγουν να καλύπτουν τις ρωσικές ανάγκες για να μην αντιμετωπίσουν τις οικονομικές κυρώσεις των ΗΠΑ. Οι προμήθειες που χρειάζονται οι Ρώσοι γίνονται από υποδεέστερες κινεζικές επιχειρήσεις, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις τους προμηθεύουν με δεύτερης ποιότητας προϊόντα.

Και στον χρηματοπιστωτικό τομέα η Ρωσία δέχεται την κυριαρχία της Κίνας σε μια προσπάθεια να περιορίσει τις συνέπειες των δυτικών οικονομικών κυρώσεων για το τραπεζικό της σύστημα. Οι Ρώσοι υποκλίνονται στο εθνικό νόμισμα της Κίνας σε μια προσπάθεια να προωθήσουν την αποδολαριοποίηση της οικονομίας τους.

Οι κανόνες του οικονομικού παιχνιδιού είναι σαφείς και είναι υπέρ της Κίνας.

Η στρατηγική

Ο Σι στηρίζει τον Πούτιν, με τους δικούς του όρους, εκτιμώντας ότι η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία φθείρει τις ΗΠΑ, μπορεί να αναδείξει διαφορές μεταξύ Ε.Ε. και ΗΠΑ και ενισχύει την Κίνα μετατρέποντας τη Ρωσία σε ισχυρό συνεργάτη που δέχεται τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Κίνας.

Ταυτόχρονα, η Κίνα προσπαθεί να δημιουργήσει ένα πλαίσιο σε ό,τι αφορά τη διεξαγωγή του πολέμου για να μην ξεφύγει η κατάσταση από τον έλεγχο. Η κινεζική ηγεσία δεν θα ήθελε να χρησιμοποιήσει η Ρωσία τακτικά πυρηνικά όπλα ακόμη κι αν τα στρατεύματά της βρεθούν σε δύσκολη θέση, όπως το φθινόπωρο του 2022.

Από την άλλη, η Κίνα φαίνεται να σέβεται, προς το παρόν, τις κόκκινες γραμμές που θέτουν οι ΗΠΑ και να μην προμηθεύουν οπλικά συστήματα και πολεμοφόδια στους Ρώσους.

Ο Σι έχει κατ’ επανάληψη τονίσει τον εξοπλισμό της Ουκρανίας από τις ΗΠΑ, κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. σε αντιδιαστολή με την Κίνα που δεν προμηθεύει οπλικά συστήματα στους εμπολέμους.

Τα ρωσικά στρατεύματα αρχίζουν να αντιμετωπίζουν κάποιες ελλείψεις σε οπλικά συστήματα και πολεμοφόδια και θα αντιμετωπίσουν μεγαλύτερες δυσκολίες όταν εμφανιστούν στα πεδία των μαχών σύγχρονα αμερικανικά και ευρωπαϊκά τεθωρακισμένα, τα οποία έχει ήδη αρχίσει να παραλαμβάνει η Ουκρανία.

Είναι βέβαιο ότι ο Πούτιν πιέζει τον Σι για συμβολή στην κάλυψη των εξοπλιστικών αναγκών της Ρωσίας, ο Κινέζος ηγέτης όμως δύσκολα θα ανταποκριθεί. Γνωρίζει ότι αν εξοπλίσει τη Ρωσία θα βρεθεί αντιμέτωπος με αμερικανικές και ευρωπαϊκές κυρώσεις που μπορεί να βλάψουν σοβαρά την εξωστρεφή κινεζική οικονομία.

Εκτιμά επίσης ότι αν η Κίνα εξοπλίσει τη Ρωσία θα μειωθεί η διεθνής εικόνα της στην αντίληψη των κυβερνήσεων διαφόρων κρατών και θα περιοριστούν οι δυνατότητές της για ειρηνευτική διαμεσολάβηση και για παρουσία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων που θα ορίσει τους κανόνες που θα ισχύσουν μετά το τέλος της στρατιωτικής αναμέτρησης.

Τίποτα στην τύχη

Με τις δυνατότητες και ευθύνες της δεύτερης υπερδύναμης οι Κινέζοι δεν αφήνουν τίποτα στην τύχη.

Υποστηρίζοντας τον Πούτιν ασκούν μεγαλύτερη πίεση στις ΗΠΑ όπου οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν ήδη αρχίσει να διαμαρτύρονται για το υψηλό κόστος της υποστήριξης προς την Ουκρανία. Οι Δημοκρατικοί θεωρούν ότι στην Ουκρανία συγκρούονται η Δημοκρατία με τα αυταρχικά καθεστώτα που εκπροσωπεί η Ρωσία, ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι της νοοτροπίας Τραμπ -που εξακολουθεί να είναι κυρίαρχη- θεωρούν ότι Ρωσία και Ουκρανία έχουν εμπλακεί σε πόλεμο για εδαφικές διαφορές που δεν είναι στρατηγικής σημασίας για τα συμφέροντα των ΗΠΑ.

Ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία αξιολογείται από την Κίνα και με βάση τη στρατηγική της έναντι της Ταϊβάν. Το Πεκίνο θεωρεί την Ταϊβάν, η οποία δεν έχει γνωρίσει ποτέ κομμουνιστική κυριαρχία, αναπόσπαστο τμήμα της Κίνας. Επιδιώκει την ενσωμάτωσή της με ειρηνικά μέσα χωρίς όμως να αποκλείει και τη στρατιωτική επέμβαση, αν αυτή κριθεί αναγκαία.

Η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία αποκτά από την άποψη αυτή ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό της Κίνας. Μελετώνται τα λάθη στρατηγικής και οι αδυναμίες των ενόπλων δυνάμεων της Ρωσίας, αξιολογείται η σημασία του χρόνου σε τέτοιου είδους ενέργειες και πώς το διεθνές περιβάλλον επηρεάζει τον συσχετισμό δυνάμεων, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις οικονομικές κυρώσεις.

Ένας λόγος από τους οποίους η κινεζική ηγεσία επιθυμεί την παράταση του πολέμου στην Ουκρανία είναι για να δέχεται μικρότερη στρατιωτική πίεση από τους Δυτικούς, που έχουν ανοιχτό μέτωπο με τη Ρωσία, σε ό,τι αφορά τον σχεδιασμό τους για την Ταϊβάν.

Ο Σι γνωρίζει επίσης ότι οι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονται την Κίνα με διαφορετικό τρόπο από τις ΗΠΑ και μπορεί να κάνουν διαφορετικούς υπολογισμούς και για την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία και τις μελλοντικές σχέσεις Ε.Ε.-Ρωσίας. Γι’ αυτό αναμένουν με εξαιρετικό ενδιαφέρον την επικείμενη επίσκεψη Μακρόν στο Πεκίνο.