Διαφορετικές οι εκλογές του Μαΐου - Free Sunday
Διαφορετικές οι εκλογές του Μαΐου
Σκληρό καθεστωτικό περιβάλλον και κοινωνική διαμαρτυρία

Διαφορετικές οι εκλογές του Μαΐου

Στην αρχή το Μαξίμου διέρρεε ότι θα πηγαίναμε σε βουλευτικές εκλογές στις αρχές Απριλίου. Οι δημοσκοπήσεις ήταν ευνοϊκές για τη ΝΔ και ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του προσπαθούσαν να δημιουργήσουν την εντύπωση μιας «τυπικής διαδικασίας» που θα επιβεβαίωνε τους κατά κανόνα φιλοκυβερνητικούς δημοσκόπους, λίγο πριν από το Πάσχα.

Το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη άλλαξε δραστικά το προεκλογικό περιβάλλον και την κοινωνική και πολιτική δυναμική. Η απώλεια τόσων ανθρώπων -οι περισσότεροι από αυτούς νέοι- λειτούργησε σαν καταλύτης και επιτάχυνε εξελίξεις που το Μαξίμου εκτιμούσε ότι θα έφταναν σε αρνητικά για τη ΝΔ αποτελέσματα, μετά τις εκλογές.

Αμέσως μετά το δυστύχημα ξεκίνησε μια προσπάθεια προσδιορισμού ημερομηνίας εκλογών ώστε να μετριαστεί κάπως το σοκ για την κυβέρνηση χωρίς να φανεί ότι είναι σε κατάσταση πολιτικής αδυναμίας και ότι επιδιώκει να κάνει εκλογές στα «μπάνια του λαού».

Σύμφωνα με δήλωση του πρωθυπουργού σε τηλεοπτική εκπομπή, οι βουλευτικές εκλογές θα γίνουν τον Μάιο. Πρόκειται να είναι εντελώς διαφορετικές από τις προηγούμενες αναμετρήσεις.

Καθεστωτικό περιβάλλον

Οι εκλογές θα πραγματοποιηθούν σε ένα σκληρό καθεστωτικό περιβάλλον. Αυτή ήταν η επιδίωξη του κ. Μητσοτάκη από την αρχή της τετραετίας.

Αξιοποίησε τις δυνατότητες της εξουσίας για να ελέγξει σε βαθμό 80%-90% τα ΜΜΕ, να δώσει παρακρατικές διαστάσεις στο κράτος -ιδιαίτερα με τις παρακολουθήσεις-, να σχηματίσει μια νέα ολιγαρχία πλούτου με βαλκανικού τύπου διασύνδεση με την εκτελεστική εξουσία, να υπονομεύσει το κράτος δικαίου στην Ελλάδα για να διευκολυνθεί στις κινήσεις του.

Μέχρι τις αρχές του 2022 το σχέδιο Μητσοτάκη προχωρούσε χωρίς σημαντικές αντιδράσεις στο εσωτερικό της Ε.Ε. και της Ελλάδας. Μια σειρά γεγονότων όμως ήρθαν να ανεβάσουν το επικοινωνιακό πολιτικό κόστος αυτών των επιλογών για τον Μητσοτάκη και την κυβέρνηση.

Οι διαμαρτυρίες των διεθνών ενώσεων δημοσιογράφων, οι καταγγελίες των περισσότερων πολιτικών ομάδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τα τεκμηριωμένα ρεπορτάζ έγκυρων ευρωπαϊκών ΜΜΕ δημιούργησαν μία δυσάρεστη κατάσταση για την κυβέρνηση.

Το ξέσπασμα του σκανδάλου των υποκλοπών με τις αποκαλύψεις που έκανε ο Νίκος Ανδρουλάκης τον περασμένο Ιούλιο και η συντονισμένη προσπάθεια της κυβέρνησης να κουκουλώσει τις παρακολουθήσεις ερευνητών δημοσιογράφων, του Ανδρουλάκη και τη δική μου από το σύστημα του Μαξίμου προκάλεσαν υποβάθμιση της ευρωπαϊκής εικόνας Μητσοτάκη.

Ο πρωθυπουργός εξακολουθεί να επενδύει στο στημένο παιχνίδι και τον αυταρχισμό. Χαρακτηριστική η πρώτη μετά τα Τέμπη τηλεοπτική του συνέντευξη η οποία ήταν ένα μίγμα προπαγάνδας μετασοβιετικού καθεστώτος και χολιγουντιανού managerial σκηνικού.

Είναι πολύ αργά για να αλλάξει μεθοδολογία η κυβέρνηση. Η προετοιμασία και διενέργεια των εκλογών δεν θα γίνουν με δίκαιους όρους. Επειδή συμμετέχω σε εκλογικές αποστολές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε τρίτες χώρες μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι η στάση της δημόσιας τηλεόρασης, η πολιτική των ιδιωτικών καναλιών, οι δυνατότητες νόμιμης και παράνομης χρηματοδότησης, οι δαπάνες προβολής των κρατικών οργανισμών και η κατανομή τους, ο ρόλος των μεγάλων συμφερόντων,  λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να αξιολογηθεί η ποιότητα των εκλογών.

Σε όλα αυτά η κυβέρνηση περνάει κάτω από τον πήχη χωρίς να είναι βέβαιο ότι οι πρακτικές της θα της εξασφαλίσουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.

Τα προβλήματα μπροστά μας

Σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις στις οποίες είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι είχαμε ξεπεράσει τις μεγαλύτερες δυσκολίες, αυτή τη φορά ο κόσμος θα πάει στις κάλπες χωρίς ψευδαισθήσεις, γνωρίζοντας για μία ακόμη φορά ότι τα προβλήματα είναι μπροστά μας.

Το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ είχε δημιουργήσει μία αβάσιμη, όπως αποδείχτηκε, ανάταση η οποία στηριζόταν στο ιδεολογικό και πολιτικό στοιχείο. Το 2019 είχαμε την έξοδο από το μνημόνιο και τη διαχείριση της μεταμνημονιακής εποχής, με έναν τρόπο που θα αποζημίωνε τους πολίτες για τις θυσίες της προηγούμενης δεκαετίας.

Μέχρι τα Τέμπη ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης και το επιτελείο του Μαξίμου είχαν δημιουργήσει την εντύπωση ότι η οικονομία, παρά τις δυσκολίες, πήγαινε καλύτερα.

Πρόβαλαν επιλεκτικά διάφορους βασικούς δείκτες -όπως ο ρυθμός ανάπτυξης και οι εξαγωγές- και αγνοούσαν σκόπιμα άλλους δείκτες, όπως η πλημμύρα των εισαγωγών, η επιστροφή σε τεράστιο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, η πτώση του πραγματικού εισοδήματος του μέσου νοικοκυριού, οι μεγάλες δυσκολίες ή και η αδυναμία για τα δύο τρίτα των πολιτών.

Το δυστύχημα στα Τέμπη έφερε στην επιφάνεια την κοινωνική αποτυχία της κυβερνητικής πολιτικής και επέβαλε μια πιο αυστηρή θεώρηση του υποτιθέμενου «success story» του Μαξίμου.

Μέσα από τα συντρίμμια των Τεμπών αναδείχθηκαν η υποβάθμιση της βασικής υποδομής, η περιφρόνηση στους νέους και η χειροτέρευση της προοπτικής τους, η εγκατάλειψη του ΕΣΥ, η συνεχιζόμενη υποβάθμιση της Παιδείας, οι κοινωνικές ανισότητες και η περιφρόνηση που δείχνει για τον λαό ένα οικογενειοκρατικό, αναξιοκρατικό σύστημα εξουσίας.

Ταυτόχρονα άρχισαν να φαίνονται οι παραδοσιακές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, για την αντιμετώπιση των οποίων δεν έκανε τίποτα ουσιαστικό η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Για μια ακόμη φορά η οικονομία κινήθηκε κυρίως στη βάση του τουρισμού, της οικοδομής και του real estate. Η άνοδος του πληθωρισμού και των επιτοκίων οδηγούν σε επιβράδυνση του αναπτυξιακού ρυθμού και ανάδειξη των διαρθρωτικών προβλημάτων.

Η διεθνής κρίση με την ενεργειακή, χρηματοπιστωτική της διάσταση γυρίζει την Ελλάδα στον γνωστό ρόλο του αδύναμου κρίκου της Ευρωζώνης.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το «ευρωπαϊκό χαρτί» που έπαιξε ο Μητσοτάκης στις προηγούμενες εκλογές άλλαξε χέρια με δική του ευθύνη. Κατά τη διάρκεια της τετραετίας η Ελλάδα συνδύασε ιδιαίτερα κακές ευρωπαϊκές επιδόσεις. Έμεινε πίσω σε ζητήματα κράτους δικαίου, καθιερώθηκε σαν μία από τις 4-5 φτωχότερες χώρες των «27» με τεράστια κοινωνικά προβλήματα και ανισότητες.

Οι φιλοευρωπαίοι πλέον αγωνίζονται στη χώρα μας υπέρ του σεβασμού των δικαιωμάτων του πολίτη, των κανόνων του κράτους δικαίου και της έμπρακτης αναγνώρισης βασικών οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.

Κυβερνητική αδυναμία

Η κυβέρνηση διεκδικεί τη δεύτερη τετραετία από θέση πολιτικής αδυναμίας. Στο ξεκίνημα της τετραετίας είχε φιλοδοξίες και έστελνε αρκετά θετικά μηνύματα. Σήμερα δείχνει πολιτικά καταπονημένη χωρίς εφεδρείες και χωρίς προοπτική.

Στα ζητήματα ευρύτερου κοινωνικού ενδιαφέροντος που προσδιορίζουν την καθημερινότητα και την ποιότητα ζωής των περισσότερων πολιτών έχει αποτύχει πλήρως.

Στην οικονομία η κατάσταση χειροτερεύει με γρήγορο ρυθμό με τη βοήθεια και της επιδείνωσης του διεθνούς περιβάλλοντος. Ακρίβεια, άνοδος επιτοκίων, χρηματοπιστωτική αστάθεια προστίθενται στο ενεργειακό και την αβεβαιότητα εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία για να προετοιμάσουν, πιθανότατα, την επόμενη κρίση. Επομένως ο οικονομικός πρωταθλητισμός που προβάλλει ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης δεν έχει μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα και κυρίως δεν αφορά τους περισσότερους.

Εκτός από την αποτυχία της κυβέρνησης σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα των πολιτών και τη λειτουργία του κράτους δικαίου προστίθεται μία χωρίς προηγούμενο κοινωνική κρίση και μία «γκρίζα» εικόνα της οικονομίας, ανοιχτή σε προεκλογικές ερμηνείες.

Ο τρίτος παίκτης

Η εκλογική αναμέτρηση του Μαΐου είναι διαφορετική από τις προηγούμενες γιατί υπάρχει σ’ αυτήν ένας τρίτος παίκτης, που επιδιώκει να αναδειχτεί σε ρυθμιστή.

Το ΠΑΣΟΚ υπό την ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη καταγράφει δημοσκοπικά ποσοστά από 9%-13%. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν τα εκλογικά ποσοστά του ΠΑΣΟΚ θα είναι πάνω ή κάτω από τα δημοσκοπικά ποσοστά.

Ο κ. Ανδρουλάκης επιμένει πάντως ότι θα επιδιώξει τη συμμετοχή σε κυβέρνηση συνασπισμού, η οποία θα στηρίζεται σε προγραμματικές συγκλίσεις και δεν θα έχει στην πρωθυπουργία τον Μητσοτάκη ή τον Τσίπρα. Υποστηρίζει ότι με ένα καλό διψήφιο ποσοστό θα πρωταγωνιστήσει στον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού, ενώ αν το ποσοστό είναι μονοψήφιο, το κόμμα του θα μείνει στην αντιπολίτευση.

Ο δρόμος είναι ανηφορικός για τον Ανδρουλάκη και τους συνεργάτες του. Η άρνησή του να συνεργαστεί με τον Μητσοτάκη αντιμετωπίζεται ιδιαίτερα αρνητικά από την κυβέρνηση. Η άρνησή του να συμμετάσχει σε κυβέρνηση με τον Τσίπρα πρωθυπουργό ερμηνεύεται από τον ΣΥΡΙΖΑ σαν εφαρμογή της πολιτικής των ίσων αποστάσεων από τα δύο μεγάλα κόμματα, η οποία καταλήγει να ευνοεί τον Μητσοτάκη.

Η εμφάνιση ενός τρίτου φιλόδοξου παίκτη κάνει πιο ενδιαφέρουσα την αναμέτρηση χωρίς απαραίτητα να οδηγεί σε λύση με την έννοια του σχηματισμού κυβέρνησης συνασπισμού. Ακόμη κι αν πάρει το ποσοστό που επιδιώκει το ΠΑΣΟΚ δύσκολα θα συνεργαστεί με τη ΝΔ εφόσον ο κ. Ανδρουλάκης υπήρξε θύμα υποκλοπών που οργανώθηκαν από το δίδυμο Μητσοτάκη-Δημητριάδη.

Γεμάτη προβλήματα έως αδύνατη θα είναι και η συνεννόηση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Τα δύο κόμματα συμμετέχουν στην ομάδα των Ευρωσοσιαλιστών, το ΠΑΣΟΚ σαν πλήρες μέλος και ο ΣΥΡΙΖΑ σαν συνεργαζόμενο κόμμα, χωρίς να έχουν μεταξύ τους επαφές. Επιπλέον, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ φοβάται το «καπέλωμα» από τον ισχυρότερο ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος στηρίζεται κυρίως σε πρώην ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ.

Εκτροχιασμός στα Τέμπη

Το δυστύχημα στα Τέμπη επιβεβαίωσε τη σημασία του απρόβλεπτου στην πολιτική. Ο ΣΥΡΙΖΑ δύσκολα θα έχανε τις εκλογές του 2019 αν δεν είχε προηγηθεί η τραγωδία στο Μάτι. Η ΝΔ θα είχε σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα στην εκλογική αναμέτρηση που έρχεται αν δεν είχαμε την τραγωδία στα Τέμπη. Τέτοιων διαστάσεων γεγονότα λειτουργούν σαν καταλύτες στην αλλαγή του εκλογικού σκηνικού. Τα προβλήματα με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ προϋπήρχαν της καταστροφής στο Μάτι, όπως τα προβλήματα της κυβέρνησης της ΝΔ προϋπήρχαν της καταστροφής στα Τέμπη.

Ο τραγικός χαμός τόσων ανθρώπων ανέδειξε γνωστά προβλήματα στη διαχείριση οικονομικών και κοινωνικών θεμάτων που κυριαρχούν στην αντίληψη των πολιτών και οδήγησε τους τελευταίους να αξιολογήσουν το κυβερνητικό έργο με μια νέα, περισσότερο κριτική, ματιά.

Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι η μείωση των δυνητικών ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2019 και της ΝΔ στις εκλογές του 2023.

Οι πολίτες επίσης αξιολογούν αυστηρά τις κυβερνητικές αντιδράσεις στα δραματικά γεγονότα. Σε ό,τι αφορά στο Μάτι έκριναν ότι η τότε κυβέρνηση σκηνοθέτησε, σε μεγάλο βαθμό, την κινητοποίηση των αρμοδίων υπηρεσιών αφού πρώτα φτάσαμε στην καταστροφή χωρίς ουσιαστική αντίδραση.

Στην περίπτωση των Τεμπών η κοινή γνώμη φαίνεται να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν δείχνει τόσο πρόθυμη να καλύψει τα λάθη και τις παραλείψεις της, όσο να μοιράσει τις δικές της ευθύνες σε προηγούμενες κυβερνήσεις και να εμποδίσει την έρευνα σε βάθος των αιτίων της τραγωδίας, με τη μέθοδο που ακολούθησε και στο θέμα των υποκλοπών.

Με το Μάτι και τα Τέμπη δεν βγήκαν ζημιωμένες μόνο οι κυβερνήσεις αλλά και το υποστηρικτικό προς αυτές σύστημα των ΜΜΕ. Μειώθηκε δραστικά η αξιοπιστία του και αυτονομήθηκε η κοινή γνώμη από τους λεγόμενους διαμορφωτές της.

Η εκδίκηση της νεολαίας

Στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. το εκλογικό αποτέλεσμα κρίνεται περισσότερο από τους ηλικιωμένους, κυρίως τους συνταξιούχους και λιγότερο από τους νέους.

Η νέα γενιά είναι ένα από τα μεγάλα θύματα των πολιτικών που ακολουθούν οι κυβερνήσεις. Η απογοήτευσή τους και η αρνητική άποψη που έχουν για τους πολιτικούς οδηγεί συνήθως σε μεγάλα ποσοστά αποχής.

Χαρακτηριστικό το παράδειγμα των προεδρικών εκλογών της Γαλλίας, όπου ο Μακρόν επικράτησε χάρη στην εμπιστοσύνη που του έδειξαν οι ηλικιωμένοι ψηφοφόροι και στα εξαιρετικά υψηλά ποσοστά συμμετοχής τους στις εκλογές. Αντίθετα, η ψήφος των νέων ήταν περισσότερο μοιρασμένη και τα ποσοστά συμμετοχής τους εξαιρετικά περιορισμένα.

Αυτόν τον πολιτικό κανόνα ακολουθούν και οι εκλογές στην Ελλάδα, αλλά αυτές οι εκλογές μπορεί να αποτελέσουν την εξαίρεση. Υπάρχει μεγάλος θυμός μεταξύ των νέων γιατί τα δύο τρίτα αυτών που έχασαν τη ζωή τους στα Τέμπη ήταν κάτω των 35 ετών. Η κυβερνητική πολιτική δεν συνέβαλε στην αντιμετώπιση των προβλημάτων των νέων, ούτε στη βελτίωση της προοπτικής τους. Μεγαλύτερη… τομή που επιχείρησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν η δημιουργία πανεπιστημιακής αστυνομίας η οποία οδήγησε σε άχρηστες μαζικές κομματικές προσλήψεις σε μία περίοδο κατά την οποία τα ΑΕΙ χρειάζονται περισσότερους καθηγητές, επιστημονικούς συνεργάτες, εργαζόμενους.

Είναι λογικό λοιπόν να φοβάται η κυβέρνηση την πολιτική εκδίκηση της νεολαίας σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση. Μπορεί να αλλάξει τον συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος της ΝΔ. 

Σύστημα καλεί αντισύστημα

Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι τα Τέμπη επηρέασαν αρνητικά την εκλογική δυναμική της ΝΔ και πως αλλάζουν σε βάρος της τον συσχετισμό δυνάμεων.

Το εντυπωσιακό είναι ότι τα ΜΜΕ που στηρίζουν την κυβέρνηση, όπως και οι περισσότεροι δημοσκόποι που συνδέονται με αυτήν, προσπαθούν να μετατρέψουν τη θλίψη και την οργή του κόσμου σε ψήφο υπέρ αντισυστημικών κομμάτων.

Ο υπολογισμός είναι απλός και κυνικός. Καλύτερα να χαθούν ψήφοι της ΝΔ προς το ΚΚΕ, το ΜέΡΑ25 του Βαρουφάκη ή τους νεοναζί που προσπαθούν να περάσουν το όριο του 3%, παρά να υπάρξουν απώλειες της ΝΔ προς τον ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠΑΣΟΚ δημιουργώντας τις προϋποθέσεις σχηματισμού άλλης κυβέρνησης.

Όλοι οι φιλοκυβερνητικοί αναλυτές προσπαθούν να πείσουν για τη συνυπευθυνότητα ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ στο δυστύχημα των Τεμπών και πως ο κόσμος στρέφεται στα αντισυστημικά κόμματα.

Αν κρίνουμε από τις επικοινωνιακές και πολιτικές προτεραιότητες της κυβερνητικής παράταξης στη διαχείριση της κρίσης, το αντισύστημα μπορεί να αναδειχθεί σε χρυσή εφεδρεία του συστήματος της ΝΔ.

Η επένδυση πάντως στο αντισύστημα από τους συστημικούς της ΝΔ είναι μία εξαιρετικά επικίνδυνη υπόθεση σε μια χώρα όπου συνδυάζονται η κρίση αξιοπιστίας με την κοινωνική κρίση και τις οικονομικές δυσκολίες.

Αναμέτρηση σε δύο γύρους

Μια άλλη ιδιαιτερότητα της εκλογικής αναμέτρησης του Μαΐου είναι ότι μπορεί να διεξαχθεί σε δύο γύρους με διαφορετικά εκλογικά συστήματα.

Αυτό προέκυψε από την προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να επιβάλει την απλή αναλογική και την απάντηση της ΝΔ η οποία θεωρεί ότι η ενισχυμένη αναλογική με το μπόνους των 46 βουλευτικών εδρών είναι στα μέτρα της.

Η εικόνα μίας χώρας η οποία αλλάζει εκλογικά συστήματα επειδή δεν υπάρχει ευρύτερη συναίνεση σε ό,τι αφορά το εκλογικό σύστημα δεν είναι βέβαια σοβαρή.

Το εκπληκτικό είναι ότι κι αυτοί που τάσσονται υπέρ της απλής αναλογικής, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχουν στρατηγική απλής αναλογικής και αναγκαστικού σχηματισμού κυβερνήσεων συνασπισμού. Απλά περιμένουν τη διεξαγωγή των πρώτων εκλογών με το σύστημα της απλής αναλογικής για να πάνε στη συνέχεια στην αναμέτρηση με βάση το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής και το μπόνους των εδρών. Θεωρούν ότι μέχρι τότε η αναμέτρηση θα έχει πάρει χαρακτήρα δημοψηφίσματος -ναι ή όχι στην πολιτική που ακολουθεί ο Μητσοτάκης- με τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει σοβαρές πιθανότητες να έρθει πρώτος και να πάρει το μπόνους των εδρών.

Κατά την άποψή μου, οι εκλογές το Μαΐου με σύστημα απλής αναλογικής έπρεπε να αποτελέσουν αφετηρία για την προσαρμογή στα δεδομένα των περισσότερων κρατών-μελών της Ε.Ε. των «27». Όπου υπάρχει απλή αναλογική, υπάρχουν αναγκαστικά επαφές και διαβουλεύσεις μεταξύ όλων των κομμάτων, αναζήτηση κοινών σημείων, προγραμματισμός συγκλίσεων με τελικό στόχο τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού.

Έτσι όπως εφαρμόζεται η απλή αναλογική στην Ελλάδα με τα κόμματα να μην έχουν  επαφές, ούτε να ανταλλάσσουν απόψεις για ζητήματα στρατηγικής σημασίας, οι πρώτες εκλογές κινδυνεύουν να εκφυλιστούν σε ένα είδος γκάλοπ προτού πάμε στις δεύτερες οι οποίες θα κρίνουν τις εξελίξεις στη βάση της παραδοσιακής και εντελώς ξεπερασμένης μεθόδου. Όποια κυβέρνηση και να σχηματιστεί με τη βοήθεια του τεράστιου μπόνους εδρών θα είναι από το ξεκίνημά της σε διάσταση με τη λαϊκή βούληση και την κοινωνία και σε πλήρη αδυναμία να αντιμετωπίσει το βουνό των προβλημάτων που έχουμε μπροστά μας.