Η Γαλλία έμεινε από δυνάμεις - Free Sunday
Η Γαλλία έμεινε από δυνάμεις
Ιδιαίτερα αρνητική εξέλιξη για Ελλάδα, Ευρωπαϊκή Ένωση

Η Γαλλία έμεινε από δυνάμεις

Η Γαλλία φαίνεται να έχει μπει στην μεγαλύτερη κοινωνική και πολιτική κρίση των τελευταίων δεκαετιών. Η σύγκρουση γύρω από την αύξηση του ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη, ανέδειξε οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές δυσκολίες που προβληματίζουν.

Είναι φανερό ότι μια Γαλλία βαθιά τραυματισμένη από εσωτερικές συγκρούσεις δεν θα μπορέσει να παίξει ηγετικό ρόλο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Από τη διαδικασία σταδιακού περιορισμού του ρόλου της Γαλλίας βγαίνει ζημιωμένη και η Ελλάδα η οποία στηρίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στη Γαλλία για ευρωπαϊκά και εθνικά θέματα.

Δημοσκόπηση σοκ

Η επίσημη επίσκεψη του προέδρου Μακρόν στο Πεκίνο είναι ένα διάλειμμα υψηλής πολιτικής στην κοινωνική και πολιτική αναταραχή που προκάλεσε η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση.

Στο μυαλό του Γάλλου ηγέτη είναι σίγουρα η τελευταία δημοσκόπηση Odoxa-LeFigaro που δημοσιεύτηκε στις 31 Μαρτίου 2023. Μοιάζει καταδικαστική για τον μεταρρυθμιστή πρόεδρο.

59% των ερωτηθέντων θεωρούν ότι οι μαζικές και συχνά βίαιες διαδηλώσεις κατά του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού θα έχουν συνέχεια. Ένα 40% εκτιμούν ότι θα φθίνουν με το πέρασμα του χρόνου.

Το χειρότερο για τον πρόεδρο και την κυβέρνηση είναι ότι 78% υποστηρίζουν την πρόταση του Λοράν Μπερζέ, επικεφαλής της κεντροαριστερής συνδικαλιστικής οργάνωσης CFDT, για εξάμηνο «πάγωμα των αλλαγών» προκειμένου να αποφασιστεί από κοινού η διαχείριση της κρίσης. Ο πρόεδρος Μακρόν και η πρωθυπουργός Ελιζαμπέτ Μπορν απορρίπτουν αυτή την πρόταση, υποστηρίζονται όμως στην απόρριψη της μόνο από το 22% των πολιτών.

Οι κυβερνητικές δυσκολίες οδηγούν την κοινή γνώμη στην κατεύθυνση της πολιτικής αλλαγής. 61% των ερωτηθέντων ζητούν αλλαγή πρωθυπουργού, 58% των ερωτηθέντων ζητούν διάλυση της εθνοσυνέλευσης και πρόωρες βουλευτικές εκλογές ενώ μόνο ένα 22% υποστηρίζει το σενάριο των αλλαγών στην κυβέρνηση με την ίδια πρωθυπουργό. Το γκωλικής έμπνευσης σύνταγμα διασφαλίζει την ολοκλήρωση της πενταετούς προεδρικής θητείας το 2027.

Όμως η χώρα πρέπει να κυβερνηθεί και εκδηλώνεται κρίση αξιοπιστίας που τείνει να ξεφύγει από τον έλεγχο.

Σύμφωνα με την ίδια δημοσκόπηση ο δημοφιλέστερος πρωταγωνιστής του δημόσιου βίου είναι ο επικεφαλής της κεντροαριστερής συνδικαλιστικής οργάνωσης CFDT, Λοράν Μπερζέ, με θετικές γνώμες 58%.

Μέχρι και ο «σκληρός» συνδικαλιστής Φιλίπ Μαρτινέζ, της επηρεαζόμενης από τους κομμουνιστές συνδικαλιστικής οργάνωσης CGT ανέβασε τη δημοτικότητα του στο 43% λίγο πριν τη λήξη της θητείας του και την αντικατάσταση του στην ηγεσία της συνομοσπονδίας. Το κόμμα της Λεπέν κερδίζει τρεις μονάδες και έχει 36% θετικές γνώμες. Τα ενωμένα κόμματα της Αριστεράς (NUPES) κερδίζουν και αυτά τρεις μονάδες και φτάνουν στο 29% των θετικών γνωμών.

Αντίθετα, η πρωθυπουργός Ελιζαμπέτ Μπορν χάνει 4 μονάδες και πέφτει στο 25%. Το χειρότερο, η δημοτικότητα του προέδρου της Δημοκρατίας πέφτει δύο μονάδες σε ένα ισχνό 23%.

Τα αίτια της κρίσης

Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με μια θεσμική, πολιτική κρίση η οποία δεν ξέρουμε πως ακριβώς θα εξελιχθεί. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η Γαλλία είναι μια χώρα που είναι εξαιρετικά δύσκολο να κυβερνηθεί και αδυνατεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του ρόλου μιας ευρωπαϊκής δύναμης, που μπορεί μαζί με τη Γερμανία, να επιταχύνει και να εμβαθύνει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Ανατρέχοντας στα αίτια της μεγάλης κρίσης μπορούμε να επισημάνουμε τα εξής:

Πρώτον, Η ασφαλιστική-συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση είναι πιο δύσκολη από ότι ακούγεται. Η αύξηση του ηλικιακού ορίου από τα 62 στα 64 είναι ένα συγκριτικά ήπιο μέτρο εάν λάβουμε υπόψη μας τι ισχύει στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες έχουν καθιερώσει ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης από τα 65 έως τα 67 έτη.

Το γεγονός όμως ότι για να πάρεις πλήρη σύνταξη, με βάση το νέο σύστημα, χρειάζεσαι 43 χρόνια ασφαλιστικής κάλυψης ή να φτάσεις τα 67, οδηγεί τους περισσότερους στη σύνταξη στα 67. Οι νέοι οι οποίοι πρέπει να μορφωθούν για να επιδιώξουν καλύτερη επαγγελματική εξέλιξη δύσκολα θα βγουν στην αγορά εργασίας πριν από τα 24. Αυτοί που είναι σε επαγγέλματα που καταπονούν τον οργανισμό δύσκολα μπορεί να αντέξουν 43 χρόνια εργασίας και ασφάλισης για να βγουν στη σύνταξη. Επιπλέον η Γαλλία έχει ένα ποσοστό ανεργίας της τάξης του 7% - ικανοποιητικό με βάση τις επιδόσεις της χώρας τις τελευταίες δεκαετίες - το οποίο όμως μπορεί να σταθεί εμπόδιο στη συνεχή απασχόληση και ασφάλιση πολλών εργαζομένων.

Επομένως οι αλλαγές στο ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό είναι πιο δύσκολη από  τον παραπλανητικό τίτλο από τα 62 τα 64.

Δεύτερον, στη Γαλλία παρατηρείται αύξηση της ανισότητας στο εισόδημα και τον πλούτο και έχει επικρατήσει η αντίληψη ότι με το πέρασμα του χρόνου η κοινωνία γίνεται πιο άδικη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πιο πλούσιος Γάλλος και σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς ο πιο πλούσιος Ευρωπαίος ενδεχομένως και ο πιο πλούσιος άνθρωπος του πλανήτη, είναι ο Μπερνάρ Αρνό, «βασιλιάς» της μόδας και της πολυτέλειας. Από τη μια λοιπόν έχουμε την Γαλλία της αφθονίας με την επιτυχία και τα σύμβολα της και από την άλλη μια Γαλλία που δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα.

Τρίτον, ο Μακρόν ξεκίνησε σαν στέλεχος τραπεζικού ομίλου με ειδίκευση στις εξαγορές επιχειρήσεων. Έβγαλε εκατομμύρια στο ξεκίνημα της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας και στη συνέχεια εντάχθηκε σαν τεχνοκράτης στο επιτελείο και στην πολιτική προσπάθεια του σοσιαλιστή προέδρου Ολάντ.

Στις δύο νικηφόρες για αυτόν προεδρικές εκλογές δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στα κοινωνικά θέματα. Προβλήθηκε σαν ένας ευρωπαϊστής με μεγάλες δυνατότητες στον οικονομικό τομέα και συγκρούστηκε με την Λεπέν η οποία εκπροσωπούσε τον ακροδεξιό ευρω-σκεπτικισμό. Η αναμέτρηση ήταν στα μέτρα του αλλά τώρα που αναδεικνύονται τα κοινωνικά προβλήματα της Γαλλίας δίνει την εντύπωση ότι «παίζει εκτός έδρας». Πολλοί του αποδίδουν πολιτική αλαζονεία εξαιτίας ελλιπούς γνώσης της κοινωνικής κατάστασης της χώρας του.

Τέταρτον, την κρίση πυροδότησε η αδυναμία συνεννόησης του Μακρόν με τον επικεφαλής της κεντροαριστερής συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας CFDT Λοράν Μπερζέ. Αν και είχαν γνωριστεί στα πλαίσια της συνεργασίας τους με τον σοσιαλιστή πρόεδρο Ολάντ, η χημεία τους αποδείχθηκε αρνητική σε συνθήκες μεγάλης κοινωνικής έντασης.

Οι προηγούμενοι πρόεδροι της Δημοκρατίας είχαν στηριχτεί στη συνεργασία ή έστω την κατανόηση της CFDT για να περάσουν κοινωνικά δύσκολες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Θεωρούσαν ότι δεν μπορούσαν να περιμένουν τίποτα από την CGT που ελεγχόταν ή επηρεαζόταν από το γαλλικό ΚΚ αλλά πως μπορούσαν να βρουν έναν τρόπο συνεννόησης με την CFDT. Στη σημερινή αντιπαράθεση ηγείται του συντονιστικού των συνδικαλιστικών οργανώσεων η CFDT και απορρίπτει οποιαδήποτε αύξηση του ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης. Επομένως η εκτελεστική εξουσία δεν έχει τρόπο να απευθυνθεί στη συνδικαλιστική ιεραρχία.

Υπάρχει και ένα γαλλικό παράδοξο σε ότι αφορά την οργάνωση του συνδικαλιστικού κινήματος, σε σχέση με τις άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. Μόνο 11% των εργαζομένων στη Γαλλία είναι συνδικαλισμένοι ενώ το αντίστοιχο ποσοστό είναι 17% στη Γερμανία, 23% στο Ηνωμένο Βασίλειο και 34% στην Ιταλία. Όμως, το αποτέλεσμα της συλλογικής διαπραγμάτευσης καλύπτει, με βάση τον νομοθετημένο τρόπο της λειτουργίας της αγοράς εργασίας το 98% των εργαζομένων στη Γαλλία, το 58% στη Γερμανία και μόλις το 28% στο Ηνωμένο Βασίλειο. Επομένως, ο γαλλικός συνδικαλισμός είναι οργανωτικά αποδυναμωμένος αλλά θεσμικά πανίσχυρος.

Πέμπτον, υπάρχει μια συνδικαλιστική, κοινωνική παράδοση ανατροπής στη Γαλλία, η οποία κάνει πιο βίαιες και πιο επικίνδυνες για την εκτελεστική εξουσία τις κινητοποιήσεις και τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι και στη Γερμανία παρατηρούνται αυτή την περίοδο μεγάλες συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις οι οποίες όμως δεν δημιουργούν εικόνα αστάθειας και αίσθημα ανασφάλειας όπως στη Γαλλία.

Στα τέλη του 2022 4 εκατομμύρια εργαζόμενοι στη γερμανική βιομηχανία εξασφάλισαν αυξήσεις 8,5% στη διάρκεια διετίας ύστερα από μεγάλης διάρκειας απεργιακές κινητοποιήσεις. Πιο αποτελεσματικοί οι εργαζόμενοι στα γερμανικά ταχυδρομεία οι οποίοι εξασφάλισαν στις αρχές Μαρτίου μέσες αυξήσεις της τάξης του 11,5%.

Σειρά των δημοσίων υπαλλήλων να διεκδικήσουν μαζί με τους σιδηροδρομικούς- 2 εκατομμύρια οι δημόσιοι υπάλληλοι και 230 χιλιάδες οι σιδηροδρομικοί - αυξήσεις 10,5 έως 12% με ετήσιο πληθωρισμό που τον Φεβρουάριο ήταν 8,7%.

Κυβερνητικά στελέχη βλέπουν στις μεγάλες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και μια τροτσκιστική διάσταση ανάλογη με εκείνη του Μάη του 1968. Πολλοί πολιτικοί αναλυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η λαϊκή διαμαρτυρία μπορεί να γίνει βίαιη όπως το 2018-2019 με το κίνημα των κίτρινων γιλέκων.

Μεγάλα προβλήματα

Κατά την άποψη μου οι Γάλλοι εκδηλώνουν και την ανασφάλεια τους μπροστά σε οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που γίνονται ολοένα πιο σύνθετα με το πέρασμα του χρόνου. Μέχρι λίγο πριν την κρίση του 2008 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Γαλλίας ήταν περίπου το ίδιο με της Γερμανίας. Σήμερα υπολείπεται κατά 16% περίπου.

Η Γαλλία μπήκε στον νέο αιώνα με το 18,9% του ΑΕΠ της να αντιστοιχεί στη βιομηχανία της. Το ποσοστό έχει πέσει στο 13,1%. Αντίθετα η Γερμανία δείχνει μια σταθερότητα εφόσον το 2000 αντιστοιχούσε στη βιομηχανία της το 26,5% του ΑΕΠ και το 2022 το 24%.

Σε ότι αφορά το εμπορικό ισοζύγιο η Γαλλία εμφανίζει εικόνα...Ελλάδας. Χρόνο με τον χρόνο αυξάνεται το εμπορικό της έλλειμμα το οποίο έφτασε το 2021 τα 110 δισεκατομμύρια ευρώ. Την ίδια χρονιά η Γερμανία κατέγραψε εμπορικό πλεόνασμα 181,2 δισεκατομμύρια ευρώ ενώ και η Ιταλία, παρά τα γνωστά προβλήματα της, είχε εμπορικό πλεόνασμα 40,3 δισεκατομμύρια ευρώ.

Αρνητική είναι και η εξέλιξη του χρέους του γαλλικού δημοσίου. Μέχρι το 2008 ήταν συγκρίσιμο με το χρέος της Γερμανίας λίγες μονάδες πάνω από το 60% του ΑΕΠ που προβλέπουν οι κανόνες της ευρωζώνης. Την περίοδο που μεσολάβησε το δημόσιο χρέος της Γαλλίας εκτοξεύτηκε στο 113,4% του ΑΕΠ ενώ της Γερμανία έμεινε σταθερό στο 66,6%. Το ρεκόρ στο δημόσιο χρέος μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών ανήκει στην Ιταλία με 147,3% του ΑΕΠ.

Σε ότι αφορά την ανεργία ο Μακρόν μπόρεσε να τη μειώσει λίγο στο 7,2% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού αλλά η ανεργία στη Γερμανία κινείται γύρω στο 3%.

Είναι φανερό ότι η Γαλλία πρέπει να κάνει μεγάλη προσπάθεια σε βάθος χρόνου για να κερδίσει το χαμένο έδαφος, ιδιαίτερα σε σχέση με τη Γερμανία.

Παρατηρούνται όμως και μεγάλες κοινωνικές αλλαγές που δυσκολεύουν την αναγκαία προσαρμογή.

Από το 2011 έως το 2021 το ποσοστό των μεταναστών στο σύνολο του πληθυσμού αυξήθηκε από 8,6% σε 10,3%. Τη μεγαλύτερη αύξηση παρουσίασαν οι μετανάστες από την Αφρική από 2,4 σε 3,3 εκατομμύρια.

Η κοινωνική σύνθεση της Γαλλίας γίνεται πιο διαφοροποιημένη εξαιτίας του γεγονότος ότι 10,3% του πληθυσμού είναι μετανάστες, 10,9% του πληθυσμού προέρχονται από μετανάστες δεύτερης γενιάς και 10,2% από μετανάστες τρίτης γενιάς.

Είναι δύσκολο να κινητοποιήσεις το σύνολο του πληθυσμού σε μια πανεθνική προσπάθεια ενίσχυσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας με τόσο μεγάλες κοινωνικές διαφορές και ιδιαιτερότητες.

Τοπίο στην ομίχλη

Τον λογαριασμό της κρίσης που βρίσκεται σε εξέλιξη πληρώνουν ο πρόεδρος Μακρόν ο οποίος βλέπει την δημοτικότητα του να περιορίζεται και το κόμμα που τον στηρίζει το οποίο χάνει δυνάμεις χωρίς να έχει αποκτήσει βαθιές ρίζες στη γαλλική κοινωνία. Είναι ένα κόμμα με φιλελεύθερα χαρακτηριστικά σχεδιασμένο να υπηρετεί τη στρατηγική του Μακρόν. Από τη στιγμή που ενισχύεται η αμφισβήτηση του Μακρόν και δεν έχει δυνατότητα διεκδίκησης τρίτης θητείας στο προεδρικό αξίωμα, μπορεί να δημιουργηθεί πολιτικό κενό.

Με βάση τις μέχρι τώρα εξελίξεις στις κινητοποιήσεις πρωταγωνιστούν οι δυνάμεις της Αριστεράς οι οποίες όμως δεν καταγράφουν τα μεγαλύτερα κέρδη. Η Λεπέν και το κόμμα της ενθαρρύνουν τις κινητοποιήσεις χωρίς να πρωταγωνιστούν σε αυτές και από ότι φαίνεται έχουν τα μεγαλύτερα δημοσκοπικά κέρδη. Η Λεπέν κερδίζει έχοντας καθιερωθεί ως δύναμη αντί-Μακρόν ύστερα από δύο εκλογικές αναμετρήσεις μαζί του, για την προεδρία της Δημοκρατίας. Κερδίζει επίσης σαν δύναμη «υπευθυνότητας και σταθερότητας» εφόσον αποφεύγει τη συμμετοχή σε δυναμικές έως βίαιες κινητοποιήσεις και εκφράζεται συστηματικά υπέρ των σωμάτων ασφαλείας.

Τοπίο στην ομίχλη για την οικονομική, κοινωνική και πολιτική εξέλιξη της Γαλλίας με σοβαρές συνέπειες για την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση.