Βουλευτικές εκλογές: Σκληρό παιχνίδι χωρίς κανόνες - Free Sunday
Βουλευτικές εκλογές: Σκληρό παιχνίδι χωρίς κανόνες
Η πολιτική πίεση μεγαλώνει τη φθορά του κράτους δικαίου

Βουλευτικές εκλογές: Σκληρό παιχνίδι χωρίς κανόνες

Η προεκλογική αναμέτρηση εξελίσσεται με έναν τρόπο που κινδυνεύει να δημιουργήσει μεγάλες πολιτικές και θεσμικές εκκρεμότητες. Το παιχνίδι είναι σκληρό και διεξάγεται, από την πλευρά της κυβέρνησης, χωρίς κανόνες ή με κανόνες που προσαρμόζονται, την τελευταία στιγμή, στη σκοπιμότητά της.

Η χώρα βρίσκεται σε βαθιά κοινωνική κρίση, η οικονομία συνεχίζει να αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις ενώ παρατηρείται, το τελευταίο διάστημα, μεγάλη πτώση της ποιότητας της Δημοκρατίας μας.

Οι όροι διεξαγωγής των εκλογών έχουν τεράστια σημασία σε ό,τι αφορά το πολιτικό περιβάλλον της επόμενης τετραετίας. Εάν ξεφύγει η κατάσταση από τον έλεγχο, η αντιμετώπιση των προβλημάτων θα γίνει, στη συνέχεια, ακόμη πιο δύσκολη.

«Στημένα» ΜΜΕ

Τους τελευταίους μήνες συμμετέχω σε αποστολές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε τρίτες χώρες, που έχουν στόχο την παρακολούθηση και την αξιολόγηση της εκλογικής διαδικασίας. Πήγα σε αποστολή στη Νιγηρία, δύο φορές στο Μαυροβούνιο για τον πρώτο και τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, σειρά έχει η Σιέρα Λεόνε.

Βασικό κριτήριο αξιολόγησης είναι ο τρόπος που μεταχειρίζονται τα ΜΜΕ τα κόμματα και τις πολιτικές προσωπικότητες. Έχουμε πάντα επαφές με εκπροσώπους των ΜΜΕ στις οποίες περιγράφουμε τους στόχους της αποστολής μας. Όλες οι εκθέσεις μας περιλαμβάνουν τον τρόπο μεταχείρισης κομμάτων και πολιτικών στελεχών από τα ΜΜΕ.

Με τα κριτήρια που εφαρμόζονται διεθνώς τα ελληνικά ΜΜΕ περνάνε πολύ κάτω από τον πήχη. Εξακολουθούν να είναι «στημένα» σε ποσοστό 80%-90% υπέρ της κυβέρνησης, στερώντας επικοινωνιακές και πολιτικές ευκαιρίες από τα κόμματα της αντιπολίτευσης και κάνοντας άνισους τους όρους της προεκλογικής αναμέτρησης.

Τα τελευταία χρόνια οι «βαρόνοι» των ισχυρών ελληνικών ΜΜΕ είναι σε αρκετές περιπτώσεις και ποδοσφαιρικοί παράγοντες. Έχουν φτάσει στο σημείο να καλούν διαιτητές από το εξωτερικό, θεωρώντας ότι το πρωτάθλημα μπορεί να είναι «στημένο». Ανταλλάσσουν σκληρές καταγγελίες μεταξύ τους για προσπάθειες «στησίματος» της διαιτησίας. Η ελληνική ιδιαιτερότητα είναι ότι οι παράγοντες που διαμαρτύρονται για το «στήσιμο» της διαιτησίας συνεργάζονται μεταξύ τους για το «στήσιμο» της «ενημέρωσης» υπέρ του Μητσοτάκη και της κυβέρνησης και σε βάρος των δυνάμεων της αντιπολίτευσης.

Διαρκές σκάνδαλο

Η χρηματοδότηση των ΜΜΕ με δημόσιο χρήμα και διευκολύνσεις κάθε είδους αποτελεί σκάνδαλο διαρκείας. Σε όλες τις εκλογικές αποστολές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εξετάζεται αν είναι δίκαιη η κατανομή του δημόσιου χρήματος στα ΜΜΕ, ανεξάρτητα από πολιτική τοποθέτηση. Εξετάζεται επίσης εάν υπάρχει παράνομη, «μαύρη» χρηματοδότηση των πολιτικών δυνάμεων που δημιουργεί και αυτή άνισους όρους στη διεξαγωγή των εκλογών.

Σε ό,τι αφορά τη λειτουργία των ΜΜΕ, η διεθνής αξιολόγηση της Ελλάδας είναι πλέον πολύ χαμηλή εξαιτίας των επιλογών και της μεθοδολογίας του Μαξίμου. Στην ελευθερία των ΜΜΕ η Ελλάδα αξιολογείται από την ετήσια έκθεση των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα στη θέση 108 επί συνόλου 180 χωρών. Έρχεται τελευταία μεταξύ των 27 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πίσω από τις 6 χώρες των Δυτικών Βαλκανίων που φιλοδοξούν να ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η χειρότερη από αυτές στα θέματα της ελευθερίας των ΜΜΕ είναι η Αλβανία με διεθνή κατάταξη 103, λίγο καλύτερη από την Ελλάδα (108).

Στα θέματα της χρηματοδότησης των ΜΜΕ και των κομμάτων η συγκριτική θέση της Ελλάδας πρέπει να είναι ακόμη χειρότερη με βάση όσα συμβαίνουν.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο καγκελάριος της Αυστρίας Κουρτς υποχρεώθηκε σε παραίτηση το 2021, όταν αποκαλύφθηκε ότι σαν υπουργός Εξωτερικών είχε χρηματοδοτήσει με δημόσιο χρήμα σφυγμομετρήσεις που έφτιαχναν το «προφίλ» του. Τέτοιου είδους δημοσκοπήσεις με άμεση ή έμμεση χρηματοδότηση από το Δημόσιο –πολλές φορές με κρατική διαφήμιση που πηγαίνει στα ΜΜΕ που τις διενεργούν και τις προβάλλουν– είναι καθημερινή πρακτική του Μαξίμου, χωρίς αυτό να απασχολεί την ελληνική Δικαιοσύνη.

Ο πρώην καγκελάριος Κουρτς διαπρέπει τώρα σε εταιρεία του ψηφιακού κλάδου, που ανήκει σε μεγάλο αυστριακό επενδυτή και δραστηριοποιείται στην Καλιφόρνια. Παρόλα αυτά έχει προβλήματα με τη Δικαιοσύνη της χώρας του η οποία εξετάζει τον τρόπο χρηματοδότησης των ΜΜΕ από το αυστριακό Δημόσιο κατά την περίοδο της Καγκελαρίας του. Εκπρόσωποι των αρμόδιων αρχών μιλάνε για τεράστιο πολιτικό σκάνδαλο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αστυνομία εισέβαλε προ εβδομάδων στα γραφεία δύο εφημερίδων που ανήκουν στο μεγαλύτερο εκδοτικό συγκρότημα της χώρας, σε αναζήτηση στοιχείων που να συνδέουν την κρατική διαφήμιση και τις κυβερνητικές διευκολύνσεις προς αυτές με την φιλοκυβερνητική τους γραμμή.

Στην Ελλάδα έχει τεκμηριωθεί πέρα από κάθε λογική αμφιβολία η πλουσιοπάροχη χρηματοδότηση από το Δημόσιο ισχυρών ΜΜΕ που στηρίζουν την κυβέρνηση Μητσοτάκη όπως και ένα σωρό διευκολύνσεις προς τους φιλοκυβερνητικούς εκδοτικούς ομίλους. Για παράδειγμα καταργήθηκε η ετήσια εισφορά των τηλεοπτικών σταθμών πανελλαδικής εμβέλειας που συνδεόταν με την αδειοδότησή τους.

Σε περίπτωση που η ελληνική Δικαιοσύνη λειτουργούσε στο νομοθετικό πλαίσιο και με τον ζήλο της αυστριακής, ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του στο Μαξίμου θα είχαν περιέλθει σε εξαιρετικά δύσκολη θέση.

Ούτε σε αυτό το θέμα όμως, μεγάλης σημασίας για τους όρους διεξαγωγής των εκλογών και την ποιότητα της Δημοκρατίας, ισχύουν κανόνες στην Ελλάδα.

Στη σκιά των κοριών

Ένα άλλο ζήτημα που προκαλεί δικαιολογημένο προβληματισμό είναι το προεκλογικό «κουκούλωμα» του σκανδάλου των υποκλοπών.

Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κ. Ανδρουλάκης ζήτησε ήδη, επίσημα από τν Δικαιοσύνη, την επιτάχυνση των σχετικών ερευνών αλλά το αίτημα του δεν πρόκειται να φέρει αποτέλεσμα.

Το μήνυμα που στέλνει σε κάθε ευκαιρία ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Ντογιάκος είναι ότι δεν τον ενοχλούν τόσο οι υποκλοπές και το σύστημα που βρίσκεται πίσω από αυτές, όσο η επιμονή της ΑΔΑΕ και του προέδρου της κ. Ράμμου για την τεκμηρίωση των υποκλοπών που έχουν πραγματοποιηθεί.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η Δικαιοσύνη λειτουργεί ανάποδα, από θεσμική άποψη, υπερασπίζεται το κράτος που έχει μετατραπεί σε παρακράτος σε βάρος της διαφάνειας, της κάθαρσης, των δικαιωμάτων όσων έγιναν στόχοι των κοριών και φυσικά του κράτους δικαίου.

Δεν πρόκειται για μια απλή υπόθεση καθυστερημένης αντίδρασης αλλά για συντονισμένο «κουκούλωμα» απαράδεκτων πρακτικών. Είναι αδιανόητο να πηγαίνει μια δημοκρατική χώρα σε εκλογές με το σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών να παραμερίζεται από την ίδια τη Δικαιοσύνη και τους κοριούς και τους καθοδηγητές τους να έχουν το πλεονέκτημα της… εμπιστευτικής πληροφόρησης σε σχέση με τους πολιτικούς αντιπάλους και τους επικριτές τους.

Το ζήτημα των υποκλοπών απασχολεί επιτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, την Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όπως και τα σημαντικότερα Ευρωπαϊκά ΜΜΕ. Τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα το αναλυτικό ρεπορτάζ της έγκυρης γερμανικής εφημερίδας «Suddeutsche Ζeitung» με ειδική αναφορά στη ρήξη μου με τον Μητσοτάκη και τον τρόπο που μεθοδεύτηκε η παρακολούθηση των τηλεφώνων μου αφού οι αρμόδιοι με βάφτισαν… επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια.

Και το ΕΛΚ στο παιχνίδι

Σε όλες αυτές τις πρωτοβουλίες που βρίσκονται εντελώς εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου η κυβέρνηση επιδιώκει να έχει, και στις περισσότερες περιπτώσεις το επιτυγχάνει, την υποστήριξη του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος.

Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα με τις παρεμβάσεις του προστατεύει τον Μητσοτάκη από τα χειρότερα χωρίς φυσικά να είναι σε θέση να βελτιώσει το ευρωπαϊκό του «προφίλ», το οποίο έχει πάθει μεγάλη ζημιά τους τελευταίους δεκαπέντε μήνες. Το επιχείρημα του ΕΛΚ, και προσωπικά του προέδρου του Βέμπερ, είναι ότι δεν πρέπει να ασχολούμαστε σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με «εθνικά ζητήματα». Η προστασία βέβαια του κράτους δικαίου δεν μπορεί να θεωρηθεί εθνικό ζήτημα γιατί από τον σεβασμό του κράτους δικαίου εξαρτάται η συνοχή και η προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άλλωστε, δεν θα υπήρχαν τόσες παρεμβάσεις σε βάρος της Πολωνίας και της Ουγγαρίας –τα τελευταία χρόνια και με τη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος– εάν αυτά τα ζητήματα ήταν αποκλειστικά «εθνικά» και όχι ευρωπαϊκά. Το αξιοσημείωτο είναι ότι στις αρχές του 2022 ο Βέμπερ υποστήριζε ακριβώς τα αντίθετα εφόσον δέχθηκε την παρέμβαση Μητσοτάκη για να «τιμωρηθώ» ή και να αποπεμφθώ από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα. Εκείνη την περίοδο ευχαρίστως μετέτρεψε ένα «εθνικό» θέμα σε ευρωπαϊκό. Η αντιστροφή της επιχειρηματολογίας του οφείλεται και στην αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων. Στις αρχές του 2022 Μητσοτάκης και Βέμπερ νόμιζαν ότι ήταν κυρίαρχοι του παιχνιδιού και πως μπορούσαν να έχουν θετική δημόσια εικόνα ανεξάρτητα από τις επιλογές τους, τώρα πληρώνουν –ιδιαίτερα ο Μητσοτάκης– τον λογαριασμό της πολιτικής τους που είναι σαφώς εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου και δεν έχει καμία σχέση με τις φιλελεύθερες αρχές που επικαλούνται.

Το «κόμμα Κασιδιάρη»

Ο περιορισμός της ελευθερίας των ΜΜΕ, η μετατροπή της κρατικής χρηματοδότησης των ΜΜΕ σε επικοινωνιακό και πολιτικό όπλο, το σύστημα των υποκλοπών και η συστηματική παραβίαση των κανόνων του κράτους δικαίου χαρακτηρίζουν συνήθως αυταρχικές ή και ακροδεξιές κυβερνήσεις.

Κατά την άποψή μου, ένας από τους λόγους που βρικολάκιασε η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή με τη μορφή του υπό δημιουργία «κόμματος Κασιδιάρη» είναι η πολιτική που εφαρμόζει η ίδια η κυβέρνηση. Όταν παραβιάζονται όλοι οι δημοκρατικοί κανόνες δημιουργείται πολιτικό περιβάλλον που ευνοεί την ανάπτυξη των δυνάμεων των εχθρών της Δημοκρατίας.

Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του ευθύνονται για την πολιτική επιστροφή της σκληρής άκρας Δεξιάς. Για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα που οι ίδιοι δημιούργησαν καταφεύγουν σε αμφιλεγόμενους προεκλογικούς ελιγμούς.

Προσπαθούν με αλλεπάλληλες νομοθετικές παρεμβάσεις και εμπλέκοντας τη Δικαιοσύνη σε ένα σκληρό παιχνίδι εξουσίας, να εμποδίσουν τη συμμετοχή του «κόμματος Κασιδιάρη» στις εκλογές. Όμως είναι δύσκολο να προσδιοριστούν κριτήρια που θα οδηγήσουν στον αποκλεισμό, πολύ περισσότερο θα λύσουν το πρόβλημα, από τη στιγμή που διάφοροι παράγοντες –με χαρακτηριστική την περίπτωση πρώην αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου– συνεργάζονται για την ανάπτυξη της λεγόμενης «ακροδεξιάς της γραβάτας». Μιας πολιτικής δύναμης που θα έχει σαν βασικό στόχο την εξουθένωση της Δημοκρατίας μέσα από την κοινοβουλευτική διαδικασία και η οποία θα ακολουθεί το παράδειγμα άλλων ανάλογων πολιτικών δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς να έχει τον πρωτογονισμό και την βαρβαρότητα της Χρυσής Αυγής.

Το κωμικοτραγικό είναι ότι ο πρωθυπουργός ανέθεσε τους χειρισμούς για την εξουδετέρωση της ακροδεξιάς απειλής στον υπουργό Εσωτερικών Μάκη Βορίδη ο οποίος έχει διατελέσει, μεταξύ των άλλων, και πρόεδρος της νεολαίας του πρώην δικτάτορα Παπαδόπουλου. Με τέτοιες… δημοκρατικές περγαμηνές ο Βορίδης διαλαλεί το πρόβλημα της κυβέρνησης αντί να συμβάλλει στην επίλυσή του.

Στο ερώτημα αν οι κυβερνητικές μεθοδεύσεις για τον αποκλεισμό του «κόμματος Κασιδιάρη» είναι εντός ευρωπαϊκού πλαισίου η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Υπάρχει σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για χώρες όπως το Αζερμπαϊτζάν και η Μολδαβία με την οποία απορρίπτονται προεκλογικές μεθοδεύσεις, παρόμοιες με αυτές που επιχειρεί η κυβέρνηση.

Είναι πολύ πιθανόν να υπάρξει στο μέλλον διεθνής καταδίκη της Ελλάδας για τους προεκλογικούς ελιγμούς τακτικής του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη και των συνεργατών του. Όπως το θέλει η κακή ελληνική παράδοση, η εξουσία προσπαθεί να λύσει ένα πρόβλημα δημιουργώντας μια ακόμη ευρωπαϊκή εκκρεμότητα την οποία θα βρούμε στο μέλλον μπροστά μας.

Οι κυβερνητικές μεθοδεύσεις για τον έλεγχο της Δικαιοσύνης και σε αυτό το ζήτημα προκάλεσαν την παραίτηση του αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου κ. Τζανερίκου. Ο τελευταίος συνόδευσε την παραίτηση του με καταγγελία ότι ανώτατος κυβερνητικός παράγοντας του υποσχέθηκε τοποθέτηση σε Ανεξάρτητη Αρχή σαν αντάλλαγμα στην… εξυπηρέτηση που θα έκανε στην κυβέρνηση.

Τόνισε μεταξύ των άλλων ο κ. Τζανερίκος: «Μετά τις δηλώσεις συνταγματολόγων που χαρακτήρισαν αντιθεσμική τη δήλωσή μου και ότι δεν παραιτήθηκα αμέσως, όπως είπαν, ενώ άσκησα κριτική στη διάταξη του νόμου για τον Κασιδιάρη, να μας πουν οι συνταγματολόγοι πόσο θεσμικές είναι οι παρεμβάσεις κυβερνητικών παραγόντων, που ζήτησαν να βοηθήσω, για να αποκλειστεί το κόμμα Έλληνες, υποσχόμενοι μετά την αφυπηρέτησή μου, να αξιοποιηθώ ενδεχομένως σε Αρχές».

Είχε προηγηθεί η αποκάλυψη ότι ο υπουργός Επικρατείας, Υποδομών και Μεταφορών (και φυσικά… ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ), Γεραπετρίτης, είχε συναντηθεί με τον Χρήστο Τζανερίκο προφανώς σε μια προσπάθεια να τον εντάξει στον κυβερνητικό πολιτικό σχεδιασμό.

Κρίσιμα ζητήματα

Από τη στιγμή που η προεκλογική αναμέτρηση διεξάγεται, από την πλευρά της κυβέρνησης, χωρίς κανόνες ή με κανόνες που αλλάζουν για να προσαρμοστούν στην πολιτική σκοπιμότητά της, προκύπτουν δύο ζητήματα μεγάλης σημασίας.

Το πρώτο έχει σχέση με τους όρους διεξαγωγής και το αποτέλεσμα της εκλογικής αναμέτρησης. Με βάση τα διεθνή κριτήρια που ισχύουν στην αξιολόγηση της προεκλογικής και εκλογικής διαδικασίας η κυβέρνηση Μητσοτάκη κινείται εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου και περνάει σταθερά κάτω από τον πήχη. Προσπαθεί να επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα με αθέμιτο τρόπο.

Το δεύτερο ζήτημα έχει σχέση με το πολιτικό περιβάλλον που δημιουργείται για την επόμενη τετραετία. Σε περίπτωση εκλογικής επικράτησης της Νέας Δημοκρατίας με τη συγκεκριμένη μεθοδολογία είναι φανερό ότι θα μπούμε σε περίοδο έντασης, καθώς δυνάμεις της αντιπολίτευσης θα αμφισβητήσουν, με διάφορους τρόπους τη λαϊκή απήχηση της εξουσίας.

Σε περίπτωση που επικρατήσουν οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης με οποιοδήποτε συνδυασμό, πάλι θα μπούμε σε περίοδο έντασης γιατί η νέα εξουσία θα θελήσει να επιβάλλει κάποιου είδους κάθαρση σε όσους προσπάθησαν να κόψουν την προεκλογική και εκλογική διαδικασία στα πολιτικά τους μέτρα.

Για μια χώρα σαν την Ελλάδα, η οποία είναι πλέον από τις πέντε φτωχότερες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επί σαράντα χρόνια δεν έχει καταφέρει να περάσει καμία άλλη ευρωπαϊκή οικονομία, μια νέα περίοδος πολιτικής έντασης μπορεί να προκαλέσει οικονομικό και κοινωνικό αδιέξοδο εφόσον θα είναι εξαιρετικά δύσκολη έως απίθανη η κοινή αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων. Γι’ αυτό επιμένω ότι η ποιότητα της προεκλογικής και της εκλογικής διαδικασίας έχει τεράστια σημασία σε ό,τι αφορά τις μελλοντικές εξελίξεις.