Οι υψηλές τιμές ενέργειας πιέζουν οικονομία και κοινωνία - Free Sunday
Οι υψηλές τιμές ενέργειας πιέζουν οικονομία και κοινωνία
Το πρόβλημα είναι διαχρονικό, διαρθρωτικό

Οι υψηλές τιμές ενέργειας πιέζουν οικονομία και κοινωνία

Τα ζητήματα της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας βρίσκονται στο προσκήνιο ύστερα από μία περίοδο μεγάλων δοκιμασιών, από τα μνημόνια μέχρι την πανδημία και την κρίση που προκάλεσε η εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία.

Οι περισσότεροι αναλυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι, για να υπάρξει σταθερή και δυναμική ανάπτυξη στην Ελλάδα, θα πρέπει να γίνουν νέου τύπου παραγωγικές επενδύσεις και να ανέβει το ποσοστό της βιομηχανίας στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας. Οι πιο αισιόδοξοι υποστηρίζουν ότι, αξιοποιώντας και τα ευρωπαϊκά κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, μπορούμε να δούμε το ποσοστό της βιομηχανίας του ΑΕΠ να χάνει γύρω στο 15% μέχρι το 2030, ενώ πριν από την εκδήλωση της ελληνικής κρίσης ήταν λίγο πάνω από το 10%.

Ένα από τα βασικά εμπόδια στην ενίσχυση της ελληνικής βιομηχανίας είναι το ιδιαίτερα υψηλό κόστος ενέργειας.

Οι εκτιμήσεις του ΙΕΑ

Στην τελευταία του έκθεση για την Ελλάδα, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ) κάνει ενδιαφέρουσες εκτιμήσεις για το κόστος της ενέργειας στην πατρίδα μας.

Ο διεθνής οργανισμός υπολογίζει ότι η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας για τους οικιακούς καταναλωτές το 2ο τρίμηνο του 2022 ήταν η 10η ακριβότερη μεταξύ των 31 χωρών-μελών του οργανισμού.

Η κατάσταση είναι πιο δύσκολη για τα νοικοκυριά από ό,τι αφήνει να εννοηθεί η κατάταξη του ΙΕΑ, γιατί η Ελλάδα είναι πλέον από τις χώρες του ΙΕΑ με το χαμηλότερο εισόδημα και οι περισσότεροι έχουν αντιμετωπίσει 12-13 χρόνια μείωσης του πραγματικού τους εισοδήματος.

Και ενώ η κατάσταση για τους οικιακούς καταναλωτές είναι αρκετά δύσκολη, για τη βιομηχανία μοιάζει απελπιστική. Με βάση τις εκτιμήσεις του ΙΕΑ, η Ελλάδα έχει τη δεύτερη υψηλότερη τιμή ηλεκτρικής ενέργειας για τη βιομηχανία μεταξύ των 31 χωρών-μελών του οργανισμού.

Είναι φανερό ότι, με ένα τόσο σοβαρό μειονέκτημα έναντι του ανταγωνισμού, η βιομηχανία θα δυσκολευτεί πάρα πολύ να αυξήσει το μερίδιό της στο ΑΕΠ της χώρας, πολύ περισσότερο να κατακτήσει μεγαλύτερο μερίδιο της διεθνούς αγοράς.

Υπάρχουν βέβαια κυβερνητικές παρεμβάσεις που έχουν στόχο τη στήριξη της ενεργοβόρου βιομηχανίας ή συγκεκριμένων μονάδων και συγκροτημάτων μέσα από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις και τα δάνεια με εξαιρετικά ευνοϊκό, περίπου μηδενικό επιτόκιο.

Μεσομακροπρόθεσμα όμως η λύση πρέπει να αναζητηθεί στη μείωση του κόστους της ενέργειας στην Ελλάδα για τα νοικοκυριά και κυρίως τη βιομηχανία.

Τα αίτια

Οι ειδικοί του ΙΕΑ υποστηρίζουν στην έκθεση για την Ελλάδα ότι η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας εξακολουθεί να εμφανίζει υψηλή συγκέντρωση και χαμηλό ανταγωνισμό, παρά τις διαρθρωτικές αλλαγές που έχουν μεσολαβήσει από το 2017, οπότε δημοσιεύτηκε η τελευταία έκθεση του Οργανισμού για την Ελλάδα.

Ενδιαφέρουσες απόψεις διατυπώνονται για το πώς θα μπορούσε να μειωθεί το κόστος ενέργειας για τα νοικοκυριά. Οι λογαριασμοί ρεύματος θεωρούνται περίπλοκοι και περιέχουν αμφιλεγόμενες χρεώσεις. Τα νοικοκυριά είναι υποχρεωμένα να καλύπτουν το κόστος της ρευματοκλοπής, να επιβαρύνονται για διάφορα προνόμια του συστήματος ή ακόμα να πληρώνουν μαζί με την ηλεκτρική ενέργεια την κρατική τηλεόραση και τα δημοτικά τέλη.

Ο ΙΕΑ ζητά να διαχωριστούν αυτοί οι λογαριασμοί. Είναι ένα λογικό αίτημα που έχει διατυπωθεί εδώ και δεκαετίες, αλλά δεν ικανοποιείται για προφανείς πολιτικούς λόγους. Η κρατική τηλεόραση χρειάζεται άφθονο χρήμα για να περνά τη γραμμή της εκάστοτε κυβέρνησης και οι Δήμοι στηρίζονται στη ΔΕΗ και τις κρατικές επιδοτήσεις για να συνεχίσουν μία χαμηλής ποιότητας διαχείριση των πόρων τους. Μία άλλη πρόταση του ΙΕΑ είναι να υποχρεωθούν οι λιανοπωλητές να καλύπτουν σημαντικό μέρος των συμβάσεων σταθερής τιμής με μακροπρόθεσμα συμβόλαια, για να υπάρχει αντιστάθμιση των κινδύνων. Ο τρόπος με τον οποίο άφησαν να περάσουν οι αυξήσεις στις τιμές χονδρικής ηλεκτρικής ενέργειας το 2021 και το 2022 στους τελικούς καταναλωτές επιβάλλει αλλαγή λειτουργίας του συστήματος.

Μεσομακροπρόθεσμα, η μείωση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας για τη βιομηχανία μπορεί να επιτευχθεί με το πέρασμα στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και ανταγωνιστικές τιμές.

Εξακολουθούμε όμως να απέχουμε πολύ από τον στόχο, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί.

Το 2021 η Ελλάδα βρέθηκε στη 14η θέση μεταξύ των χωρών-μελών του ΙΕΑ στον τομέα των ΑΠΕ.

Οι ΑΠΕ αντιπροσώπευαν το 22% της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ενέργειας της Ελλάδας, το 36% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, το 36% της ζήτησης θέρμανσης και ψύξης και το 4,3% στον τομέα των μεταφορών. (Αναλυτικό ρεπορτάζ, Χρύσα Λιάγγου, «Καθημερινή», 28/4/2023.)

Για να ενισχυθεί όμως ο ρόλος των ΑΠΕ, επιβάλλεται η ταχύτερη σύνδεση των νέων έργων με το δίκτυο, η καλύτερη συνεννόηση με τις τοπικές κοινωνίες και την ανάπτυξη των σχετικών έργων, η επίλυση περιβαλλοντικών και χωροταξικών ζητημάτων, οι μεγάλες επενδύσεις στην αποθήκευση ενέργειας.

Σε όλα αυτά κινούμαστε με βραδύτερους ρυθμούς από ό,τι επιβάλλει η κάλυψη των ενεργειακών μας αναγκών σε ανταγωνιστικές τιμές.

Εάν δούμε τη συνολική εικόνα, οι αναταράξεις του 2021 και του 2022 ενίσχυσαν το ενεργειακό πλεονέκτημα των ΗΠΑ έναντι της Ε.Ε. και μεγάλωσαν το πρόβλημα της Ελλάδας ακόμη και στο εσωτερικό της Ε.Ε.

Χαμένες ευκαιρίες

Οι διαπιστώσεις του ΙΕΑ ενισχύουν, σε γενικές γραμμές, τις απόψεις που έχω διατυπώσει για χαμένες ευκαιρίες στη διάρκεια των τελευταίων ετών.

Πρώτον, έχουμε μείνει τραγικά πίσω στην ηλεκτροκίνηση και στις σχετικές επενδύσεις. Η ευρωπαϊκή αγορά περιμένει να υποδεχτεί τους επόμενους μήνες ηλεκτρικά αυτοκίνητα made in Turkey και εμείς βρισκόμαστε ακόμα σε μάταιη αναζήτηση επενδυτών.

Δεν έχουμε κάνει τίποτα ουσιαστικό και για την υποδομή στην οποία στηρίζεται η ηλεκτροκίνηση των οχημάτων.

Δεύτερον, χάσαμε την ευκαιρία να ακολουθήσουμε το παράδειγμα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας για αποδέσμευση της τιμής χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας από το φυσικό αέριο. Το πληρώσαμε ακριβά το 2021 και το 2022, τώρα η κατάσταση έχει ομαλοποιηθεί, αλλά κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι ακριβώς θα συμβεί τον επόμενο χειμώνα. Πολλά θα εξαρτηθούν, για παράδειγμα, από την πορεία του πολέμου στην Ουκρανία. Η αναμενόμενη ουκρανική αντεπίθεση προαναγγέλλεται από τα δυτικά ΜΜΕ, γεγονός που περιορίζει τις πιθανότητες επιτυχίας της απέναντι στα ρωσικά στρατεύματα που έχουν αριθμητικό πλεονέκτημα και είχαν όλο το χρόνο, από το φθινόπωρο οπότε υπέστησαν σημαντικές ήττες, να οχυρώσουν τις θέσεις τους.

Τρίτον, στον τομέα των ΑΠΕ κινδυνεύουμε να χαθούμε στον λαβύρινθο της ελληνικής γραφειοκρατίας, των τάσεων κερδοσκοπίας από ορισμένους παίκτες και της εσωστρέφειας που χαρακτηρίζει συχνά τις τοπικές κοινωνίες και τους εκπροσώπους τους.

Η πρόσφατη Σύνοδος χωρών της βόρειας θάλασσας, στην οποία πήρε μέρος μέχρι και το… Λουξεμβούργο, για την ανάπτυξη θαλάσσιων ακόμη και πλωτών αιολικών πάρκων, δείχνει πόσο δυναμικές και ενδιαφέρουσες είναι οι εξελίξεις.

Τέταρτον, κατά διαστήματα κυριαρχούν ενεργειακά οράματα τα οποία στέκονται εμπόδιο στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων. Για παράδειγμα, η αγωνιώδης αναζήτηση του αγωγού φυσικού αερίου East Med δημιούργησε ψευδαισθήσεις συμβάλλοντας στις καθυστερήσεις.

Δύσκολη πρόγνωση

Το Φόρουμ των Δελφών ήταν μια καλή ευκαιρία για να διατυπώσουν ορισμένοι από τους πρωταγωνιστές της αγοράς ενέργειας στην Ελλάδα τις εκτιμήσεις τους για το 2023, το 2024 και το 2025 (βλέπε ρεπορτάζ Χρύσας Λιάγγου, «Καθημερινή», 2/5/2023, «Ακριβότερο ρεύμα βλέπει η αγορά ενέργειας»). Ο διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Ανανεώσιμες, Κωνσταντίνος Μαύρος, και ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της RWE Renewablew Hellas, Κώστας Παπαμαντέλλος, συμφώνησαν ότι είναι εξαιρετικά πιθανό να αυξηθούν οι τιμές φυσικού αερίου στο TTF από τα επίπεδα κάτω των 40 ευρώ/μεγαβατώρα MWh που είναι σήμερα και πως, επειδή οι μονάδες φυσικού αερίου ορίζουν την τιμή στην αγορά ηλεκτρισμού, οι τιμές θα ανέβουν. Το ερώτημα, βέβαια, είναι γιατί επιμένουμε στη σύνδεση των τιμών φυσικού αερίου με τις τιμές χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ όλοι οι ειδικοί επισημαίνουν την επιβάρυνση της αγοράς από αυτήν τη σύνδεση.

Ο διευθύνων σύμβουλος της HELLENiQ ENERGY, Ανδρέας Σιάμισης, υπογράμμισε ότι η τιμή του φυσικού αερίου κινείται σήμερα σε χαμηλά επίπεδα λόγω καιρικών συνθηκών και επάρκειας αποθεμάτων LNG. Προβληματίζεται όμως για την πιθανότητα ανοδικής τάσης τον επόμενο χειμώνα, η οποία μπορεί να ενισχυθεί εξαιτίας των χαμηλών αποθεμάτων στα φράγματα των υδροηλεκτρικών της κεντρικής Ευρώπης.

Ενδιαφέρουσα η τοποθέτηση του κ. Σιάμιση για την ενδεχόμενη αξιοποίηση δυνητικών αποθεμάτων υδρογονανθράκων. Με βάση όσα είπε στο Φόρουμ των Δελφών, το αισιόδοξο σενάριο προσβλέπει ερευνητικές γεωτρήσεις σε Ιόνιο και Κρήτη. Στα τέλη του 2024 θα υπάρξει καλύτερη εικόνα, οπότε το 2025 μπορεί να προχωρήσει το έργο των ερευνητικών γεωτρήσεων σε υποψήφια θαλάσσια κοιτάσματα. Εάν αποδώσει ο εντοπισμός, μπορεί να ανοίξει ο δρόμος στην παραγωγή.

Τα δυνητικά κοιτάσματα, στα οποία αναφέρεται κατά περιόδους και ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης, είναι μία υπόθεση που παίρνει δημοσιότητα κατά περιόδους, εδώ και δεκαετίες, χωρίς να υπάρχουν συγκεκριμένα αποτελέσματα.

Με το πέρασμα του χρόνου, η χρηματοδότηση της αξιοποίησης δυνητικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων γίνεται πιο δύσκολη στην Ε.Ε. λόγω της στρατηγικής της πράσινης μετάβασης.

Γι’ αυτό θεωρώ καίριες τις επισημάνσεις του διευθύνοντος συμβούλου της ΔΕΗ Ανανεώσιμες, κ. Μαύρου, ότι, για να πέσουν οι τιμές στον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, πρέπει να επενδύσουμε σε αυτή δίκτυα και μπαταρίες αποθήκευσης.

Χρειάζεται νέα στρατηγική

Για να φτάσουμε πιο γρήγορα στους στόχους που έχουμε θέσει, πρέπει να αλλάξουμε στρατηγική.

Η έμφαση πρέπει να δοθεί στις ΑΠΕ με έναν τρόπο που θα ανεβάσει γρήγορα το μερίδιο συμμετοχής τους στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, θα προωθήσει τις επενδύσεις οικοδομής δικτύου και αποθήκευσης, θα λύσει περιβαλλοντολογικά και χωροταξικά προβλήματα και θα συμφιλιώσει τις τοπικές κοινωνίες με την ανάπτυξή τους.

Ο στόχος περιγράφεται εύκολα και είναι ευρύτερα αποδεκτός, αλλά η εφαρμογή της κατάλληλης πολιτικής είναι εξαιρετικά σύνθετη. Στην Ελλάδα προσκρούει στη γραφειοκρατία, στην έλλειψη κατάλληλου νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου, στη λογική του εύκολου κέρδους, στα τοπικά μικροσυμφέροντα και στη γενικευμένη προχειρότητα σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων.

Όλα αυτά πρέπει να βρούμε τρόπο να τα αφήσουμε πίσω μας, γιατί διαφορετικά θα μείνουμε με το συγκριτικό μειονέκτημα της ακριβής ηλεκτρικής ενέργειας και θα γίνει ακόμη πιο δύσκολη η αύξηση του ποσοστού του ΑΕΠ που αντιστοιχεί στη βιομηχανία και η ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της.