Οι πολλοί δυσκολεύονται, το δείχνουν οι αριθμοί - Free Sunday
Οι πολλοί δυσκολεύονται, το δείχνουν οι αριθμοί
Πιο ευάλωτη η οικονομία από το 2019

Οι πολλοί δυσκολεύονται, το δείχνουν οι αριθμοί

Στην τελική προεκλογική ευθεία, η κυβέρνηση και οι παράγοντες που τη στηρίζουν, για διάφορους λόγους, προσπαθούν να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι η οικονομία μπήκε σε φάση σταθερής και δυναμικής ανάπτυξης εξαιτίας των επιλογών Μητσοτάκη.

Τα μηνύματα αυτά κυριάρχησαν στο Delphi Economic Forum, εφόσον οι περισσότεροι ομιλητές είχαν άμεση ή έμμεση σχέση με την κυβέρνηση. Υποτίθεται ότι το μυστικό της μελλοντικής επιτυχίας είναι στην πολιτική σταθερότητα, στη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και στην αύξηση των επενδύσεων.

Πήγαμε πίσω

Το πρόβλημα με αυτήν τη θεώρηση των πραγμάτων είναι ότι συγκρούεται με βασικά στατιστικά στοιχεία, στα οποία βασίζεται η αξιολόγηση της κατάστασης και της προοπτικής της οικονομίας.

Ένα από αυτά είναι το δημοσιονομικό έλλειμμα ή πλεόνασμα ανάλογα με τη χρονιά. Το 2018, το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα (χωρίς την εξυπηρέτηση του χρέους) έφτασε το ποσό-ρεκόρ των 8,1 δισ. ευρώ ή 4,4% του ΑΕΠ. Το 2019 το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα ήταν επίσης εντυπωσιακό, 7,1 δισ. ευρώ.

Το 2020, οπότε ξέσπασε η πανδημία, περάσαμε σε πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα 11 δισ., το οποίο υποχώρησε σε 8,4 δισ. το 2021.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη πηγαίνει σε εκλογές διαφημίζοντας οριακό πλεόνασμα 273 εκατ. ή 0,1% του ΑΕΠ.

Στα τρία χρόνια που ο προϋπολογισμός αποφασίστηκε από το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, είχαμε δύο θηριώδη ελλείμματα –σωρευτικά τα μεγαλύτερα στην Ε.Ε. των «27»– και ένα οριακό πλεόνασμα.

Το οριακό πλεόνασμα οφείλεται σε στατιστικές διευκολύνσεις από τη Eurostat προς την κυβέρνηση 1,25 δισ. ευρώ. Αντί, δηλαδή, να εμφανιστεί μικρό έλλειμμα 1 δισ. για το 2022, εμφανίστηκε οριακό προεκλογικό πλεόνασμα 273 εκατομμυρίων.

Να πώς περιέγραψε η Ειρήνη Χρυσολωρά στην «Καθημερινή» (Κυριακή 23 Απριλίου 2023) τη μεθόδευση που ακολουθήθηκε: «Τα 770 εκατ. ευρώ είναι η τελευταία δόση των ANFAs και SMPs, που εκταμιεύτηκαν το 2023, αλλά τελικά αποφασίστηκε από τη Eurostat να εγγραφούν στο 2022. Άλλα 380 εκατ. ευρώ είναι η δαπάνη που είχε υπολογιστεί για τη συμμετοχή του Δημοσίου στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Αττικής και είχε εγγραφεί στο 2022, αλλά η Eurostat τη μετέφερε στο 2023».

Επομένως, πρωθυπουργός των ελλειμμάτων είναι ο Μητσοτάκης, ο οποίος συνήθως καταγγέλλει τον Τσίπρα ότι θα ρίξει έξω την οικονομία παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος, μετά τη στροφή του 2015, επέτυχε ρεκόρ δημοσιονομικών πλεονασμάτων.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πανδημία και το ενεργειακό δυσκόλεψαν τη δημοσιονομική διαχείριση επί Μητσοτάκη. Ούτε όμως υπάρχει αμφιβολία ότι τα ρεκόρ πλεονασμάτων του 2018 και του 2019, που επέτυχε ο Τσίπρας, έδωσαν τη δυνατότητα στον Μητσοτάκη να κάνει ευρωπαϊκό ρεκόρ αθροιστικού ελλείμματος το 2020 και το 2021, χωρίς να φτάσουμε ξανά στη δημοσιονομική αποσταθεροποίηση.

Παρά την εντυπωσιακή βελτίωση του 2022, η δημοσιονομική μας κατάσταση είναι πολύ χειρότερη από το 2018 και το 2019.

Το ίδιο παρατηρείται για το δημόσιο χρέος. Είχαμε μεγάλη αύξησή του το 2020 και το 2021 σε απόλυτους αριθμούς και σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ. Το 2022 είχαμε σχετική αποκλιμάκωση του χρέους στο 171% του ΑΕΠ, η οποία οφείλεται κατά το ήμισυ στη δυναμική ανάκαμψη της οικονομίας και κατά το άλλο ήμισυ στον πληθωρισμό που «τρώει» το χρέος σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ.

Η επιτυχία στη διαχείριση του χρέους έχει να κάνει με τα μνημόνια, εφόσον μετατράπηκε σε οφειλή κυρίως προς την Ε.Ε., μακροπρόθεσμη και με χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης.

Το εξωτερικό έλλειμμα

Και στο άλλο βασικό μέγεθος, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η κατάσταση είναι σήμερα πολύ χειρότερη από το 2018-2019. Τότε η κυβέρνηση Τσίπρα είχε καταφέρει να συμπιέσει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στο 1%-2% του ΑΕΠ, ενώ το 2020, το 2021 και το 2022 κινήθηκε στο 6%-8% του ΑΕΠ. Το χειρότερο είναι ότι και το επικαιροποιημένο πρόγραμμα σταθερότητας που κατατέθηκε στην Επιτροπή προβλέπει διατήρηση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σε ανησυχητικά υψηλά επίπεδα.

Επομένως, αν θέλουμε να βαθμολογήσουμε τις βασικές επιδόσεις που προσδιορίζουν τη σταθερότητα και την προοπτική της ελληνικής οικονομίας, αυτές είναι χειρότερες σήμερα απ’ ό,τι πριν από τέσσερα χρόνια.

Αυτό δεν σημαίνει ότι μας περιμένει κάποιου είδους καταστροφή, αλλά ότι η οικονομία μας είναι σήμερα πιο ευάλωτη. Αν κάτι πάει πολύ στραβά στη διεθνή οικονομία, είναι μεγάλες οι πιθανότητες να αναδειχθούμε ξανά στον πιο αδύναμο κρίκο της Ευρωζώνης.

Το όραμα της επενδυτικής βαθμίδας

Πέντε χρόνια μετά την έξοδο από το μνημόνιο, η Ελλάδα θα έπρεπε λογικά να είχε ξανακερδίσει από τους οίκους αξιολόγησης τη λεγόμενη επενδυτική βαθμίδα για τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο πριν από τις βουλευτικές εκλογές του 2019, όσο και τον Δεκέμβριο του 2019, οπότε η κυβέρνηση Μητσοτάκη εμφάνισε τον πρώτο προϋπολογισμό της, είχε τεθεί σαν στόχος η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας το αργότερο μέχρι το α’ εξάμηνο του 2021.

Είμαστε στο α’ εξάμηνο του 2023 και η επενδυτική βαθμίδα έχει μετατραπεί σε ένα είδος πολιτικού οράματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο εθνικός λόγος που επικαλέστηκε ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης για να προχωρήσει στη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.

Με τη μέθοδο αυτή προσπαθεί να μετατρέψει μια αποτυχία της τετραετίας του σε εκλογικό πλεονέκτημα, εφόσον υποτίθεται ότι οι οίκοι αξιολόγησης περιμένουν να δουν το αποτέλεσμα των εκλογών για να μας επιβραβεύσουν.

Δυστυχώς, οι λόγοι για τους οποίους καθυστερεί η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για τα ομόλογα του Δημοσίου, πολύ περισσότερο από άλλες χώρες οι οποίες γνώρισαν τη δοκιμασία του μνημονίου, είναι τα διαρθρωτικά προβλήματα που επιβεβαιώνονται από την πορεία βασικών οικονομικών μεγεθών.

Δύο επιτυχίες

Στη διάρκεια της τετραετίας που πέρασε, η κυβέρνηση έχει να επιδείξει δύο επιτυχίες.

Η πρώτη είναι η δυναμική ανάκαμψη του τουρισμού, ο οποίος το 2023 θα σπάσει τα ρεκόρ του 2019. Ο τουρισμός όμως είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα συνεχίσει μια ανοδική πορεία ανεξάρτητα από το ποιος βρίσκεται στην εξουσία. Ακόμη και η Τουρκία, μια ημι-δικτατορία με δυναμική αλλά αποσταθεροποιημένη οικονομία, διεκδικεί τουριστικά ρεκόρ, ιδιαίτερα σε αυτό που έχει βαφτίσει Turk-Aegean.

Η καλή πορεία του τουρισμού και η πολιτική που ακολουθείται με την golden visa έχουν φέρει άνθηση και στο real estate με πολλούς κερδισμένους, ιδιαίτερα σε περιοχές τουριστικού ενδιαφέροντος. Αυτή η επιτυχία έχει και μία αρνητική πλευρά, εφόσον οδηγεί ορισμένα αστικά κέντρα, όπως η Αθήνα, σε μεγάλη αύξηση του κόστους στέγασης, με αγορά ή ενοικίαση.

Η δεύτερη επιτυχία της κυβέρνησης έχει να κάνει με τη σημαντική αύξηση των επενδύσεων σε σχέση με το 2019. Αυτή διευκολύνεται από το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Ανάκαμψης που θεσπίστηκε για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες του COVID-19 και είναι πιο γενναιόδωρο προς τις χώρες του Νότου.

Υπάρχουν όμως πολλά γκρίζα σημεία στην αύξηση των επενδύσεων. Παραμένουν, σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ, πολύ πιο κάτω απ’ τα προ κρίσης επίπεδα στην Ελλάδα και πολύ πιο κάτω από τον σημερινό μέσο όρο της Ευρωζώνης. Επιπλέον, υπάρχει μια τάση οι επενδύσεις να κατευθύνονται στον τουρισμό και στο real estate ενώ στη βιομηχανία, η οποία είναι το αδύνατο σημείο μας, έχουμε περισσότερο να κάνουμε με αλλαγή ιδιοκτησίας και χρηματοδότηση από funds παρά με ενίσχυση του παραγωγικού δυναμικού και δημιουργία πολλών καλά αμειβόμενων νέων θέσεων εργασίας.

Το ποσοστό του ΑΕΠ που αναλογεί στη βιομηχανία παραμένει εξαιρετικά χαμηλό, ενώ μεγαλώνουν τα προβλήματα όπως το ενεργειακό κόστος και το κόστος του χρήματος.

Η σκληρή αλήθεια

Σε ό,τι αφορά τα βασικά οικονομικά μεγέθη, δείχνουμε πιο ευάλωτοι απ’ ό,τι πριν από τέσσερα χρόνια ενώ οι δύο βασικές επιτυχίες, τουρισμός - real estate και αύξηση επενδύσεων, δεν μπορούν να αναπληρώσουν όλα τα κενά που εμφανίζει η οικονομία. Τα πιο δύσκολα όμως έχουν να κάνουν με την κατάσταση των περισσότερων εργαζομένων η οποία φαίνεται να εξελίσσεται, για διάφορους λόγους, από το κακό στο χειρότερο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα υπέστησαν το 2022 την τέταρτη μεγαλύτερη μείωση πραγματικού εισοδήματος μεταξύ των 38 χωρών-μελών του Οργανισμού.

Οι ονομαστικές αποδοχές αυξήθηκαν κατά 1,5% αλλά με έναν πληθωρισμό της τάξης του 9,7% οι πραγματικές αποδοχές –δηλαδή η αγοραστική δύναμη του εισοδήματος των εργαζομένων– έπεσαν κατά 7,4%.

Πρόκειται για εντυπωσιακή πτώση, εάν σκεφτούμε ότι οι περισσότεροι εργαζόμενοι έχουν πίσω τους δώδεκα-δεκατρία χρόνια εισοδηματικής λιτότητας.

Σαν να μην έφτανε αυτό, οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα με οικογένεια και δύο παιδιά έχουν την τρίτη αυστηρότερη φορολογική μεταχείριση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Οι φορολογικές και ασφαλιστικές κρατήσεις αναλογούν στο 33,7% των αποδοχών τους, ποσοστό που θεωρείται εξαιρετικά υψηλό.

Προκαλεί επίσης εντύπωση το γεγονός ότι οι φορολογικές και ασφαλιστικές κρατήσεις για έναν ανύπαντρο εργαζόμενο χωρίς παιδιά είναι της τάξης του 37,1%, δηλαδή υπάρχει μια διαφορά μόλις 3,4 εκατοστιαίων μονάδων υπέρ του εργαζόμενου που έχει να συντηρήσει οικογένεια. Υπάρχουν χώρες όπως η Πολωνία και το Λουξεμβούργο, όπου η διαφορά αυτή ξεπερνάει τις 20 εκατοστιαίες μονάδες και άλλες όπως η Τσεχία, η Αυστρία και το Βέλγιο που ξεπερνάει τις 15 μονάδες. Στόχος είναι η οικονομική ενίσχυση της οικογένειας, κάτι το οποίο δεν παρατηρείται στη χώρα μας, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει το πρόβλημα της υπογεννητικότητας και της δημογραφικής γήρανσης.

Υπάρχουν και άλλα χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα που κάνουν πιο δύσκολη την κατάσταση για πολλούς. Στην πατρίδα μας εργάζεται το 64% όσων έχουν ηλικία 20-64 ετών. Πρόκειται για το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που δείχνει την έλλειψη οικονομικού και κοινωνικού δυναμισμού.

Επίσης, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας καλύπτουν μόνο το 25% των εργαζομένων, ενώ ο επίσημος στόχος που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι να καλύπτεται τουλάχιστον το 80% των εργαζομένων από τις συλλογικές συμβάσεις.

Σαν να μην έφταναν τα χαμηλά εισοδήματα και οι διακρίσεις σε βάρος της οικογένειας, έχουμε και ρεκόρ στους καταναλωτικούς φόρους.

Με ΦΠΑ 24% είμαστε δεύτεροι στην Ευρωζώνη μετά την Κροατία, που έχει ΦΠΑ 25% και μοιραζόμαστε το «αργυρό» με τη Φινλανδία.

Είμαστε τρίτοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση των «27» σε ό,τι αφορά τον συντελεστή του ειδικού φόρου κατανάλωσης. Πρώτη η Ιταλία με 73 λεπτά ανά λίτρο βενζίνης, δεύτερη η Φινλανδία με 72 λεπτά, τρίτη η Ελλάδα με 70 λεπτά και πέμπτη η Ιταλία με 68. Τους χαμηλότερους συντελεστές έχουν η Βουλγαρία, η Μάλτα και η Πολωνία με ειδικό φόρο κατανάλωσης 36 λεπτά το λίτρο.

Ο συνδυασμός υψηλού ειδικού φόρου κατανάλωσης και ΦΠΑ εξηγεί και τα ακριβά καύσιμα στην πατρίδα μας, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη το χαμηλό εισοδηματικό επίπεδο.

Με την υπερφορόλογηση της κατανάλωσης και τις ελαφρύνσεις προς έχοντες και κατέχοντες –είναι χαρακτηριστικό ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έριξε τη φορολογία μερισμάτων στο κατώτερο επίπεδο της Ε.Ε. των «27»– μεταφέρονται τα φορολογικά βάρη προς τους μη προνομιούχους, μέσω της κάλυψης των βασικών αναγκών τους.

Πάνω από 40% των συνολικών φορολογικών εσόδων προέρχεται στην Ελλάδα από την έμμεση –καταναλωτική– φορολογία. Το ποσοστό ξεπερνάει κατά 10 μονάδες το ποσοστό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, οι καταναλωτικοί φόροι στην πατρίδα μας αναλογούν στο 17% του ΑΕΠ, παρά τη συστηματική φοροδιαφυγή, ενώ ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι 13%.

Συνεχίζεται το brain drain

Οι δυσκολίες συντηρούν το brain drain, τη φυγή νέων και δυναμικών στο εξωτερικό σε αναζήτηση καλύτερης επαγγελματικής και οικονομικής προοπτικής.

Υπολογίζεται ότι από το 2010 έως το 2021 η καθαρή εκροή νέων προς αναζήτηση καλύτερης τύχης είναι της τάξης των 250.000.

Σύμφωνα με υπολογισμούς, το 2012 σημειώθηκε ρεκόρ φυγής με 39.000 άτομα, ενώ το 2021 αυτοί που έφυγαν στο εξωτερικό ξεπέρασαν αυτούς που επέστρεψαν κατά 5.900 άτομα. Υπάρχει σαφής τάση μείωσης του brain drain, η οποία εξηγείται κι από τον μεγάλο αριθμό των νέων που έχουν ήδη φύγει από την Ελλάδα. Η υπόσχεση Μητσοτάκη για brain gain –δηλαδή επιστροφή περισσότερων επαγγελματιών στην πατρίδα από αυτούς που αναχωρούν– δεν πραγματοποιήθηκε εξαιτίας των δύσκολων οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών.

Δεν προσφέρονται καλές θέσεις απασχόλησης με ικανοποιητικές αποδοχές, δεν υπάρχει αξιοκρατία και η κοινωνική κινητικότητα είναι περιορισμένη.

Το brain drain δημιουργεί τεράστια προβλήματα στην οικονομία. Για παράδειγμα, εκτιμάται ότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση για όσους φεύγουν έχει κοστίσει κατά μέσο όρο 35.000 ευρώ.

Το brain drain συνδυάζεται με τις δυσκολίες των νέων ζευγαριών, την υπογεννητικότητα και τη δημογραφική γήρανση για να ρίξουν ακόμα πιο χαμηλά την αναπτυξιακή προοπτική. Οι περισσότεροι διεθνείς οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένου του ΔΝΤ, προεξοφλούν ότι ο ετήσιος αναπτυξιακός ρυθμός της ελληνικής οικονομίας θα είναι μεσομακροπρόθεσμα της τάξης του 1%, εξαιτίας και του δημογραφικού.

Δεν υπάρχουν νέα 2010, 2012, 2015

Οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες έχουν αλλάξει, στις περισσότερες περιπτώσεις προς το χειρότερο σε σχέση με το 2019. Η συζήτηση όμως παραμένει κολλημένη στο 2015 ακόμη και το 2012 και το 2010.

Περίπτωση επιβολής νέου μνημονίου στην Ελλάδα δεν υπάρχει για δύο βασικούς λόγους. Το δημόσιο χρέος είναι ρυθμισμένο για τα αμέσως επόμενα χρόνια και είναι ουσιαστικά στην ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το σημαντικότερο, δεν υπάρχει πλειοψηφία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που να μπορεί να επιβάλλει την επιστροφή σε κάποιου είδους μνημόνιο.

Ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Λίντνερ υποστηρίζει την εφαρμογή αυστηρότερων δημοσιονομικών κανόνων, που θα μπορούσαν υπό προϋποθέσεις να οδηγούσαν σε νέο μνημόνιο.

Δεν υπάρχει όμως ομοφωνία στο εσωτερικό του κυβερνητικού συνασπισμού της Γερμανίας για αυτά τα θέματα, ενώ η Γαλλία και η Ιταλία έσπευσαν αμέσως να διαχωρίσουν τη θέση τους. Οι χώρες με τη δεύτερη και τρίτη σε μέγεθος οικονομία της Ευρωζώνης βασανίζονται από υπέρογκο δημόσιο χρέος και τάση αύξησης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Επομένως δεν υπάρχει περίπτωση να συμφωνήσουν με την επανάληψη της πειθαρχίας του 2010 ή του 2012.

Αυτό δεν σημαίνει ότι το πραγματικό εισόδημα και το βιοτικό επίπεδο των περισσότερων εργαζομένων είναι εξασφαλισμένα. Το 2022, όπως δείχνουν τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, είχαμε μια μεγάλη πτώση του πραγματικού εισοδήματος χωρίς την εφαρμογή μνημονίου. Όλα είναι θέμα επιδόσεων της οικονομίας και μείγματος της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής που εφαρμόζεται.

Ένα άλλο ενθαρρυντικό στοιχείο είναι ότι η κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη πλήττει περισσότερο τον ευρωπαϊκό Βορρά από ό,τι τον ευρωπαϊκό Νότο. Οι πιο αναπτυγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης πληρώνουν ακριβότερα τη σύγκρουση με τη Ρωσία και τις διαταραχές που παρατηρούνται στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Οι οικονομίες τους, περισσότερο εξωστρεφείς και ανταγωνιστικές, εξαρτώνται περισσότερο από το διεθνοπολιτικό περιβάλλον.

Οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου πηγαίνουν σε αυτήν τη φάση καλύτερα, γιατί έχουν μεγαλύτερη εξάρτηση από τον τουρισμό και τις υπηρεσίες που σχετίζονται με αυτόν και βοηθιούνται περισσότερο από το Ταμείο Ανάκαμψης και τους ευρωπαϊκούς πόρους.

Επομένως, η θεωρία της Νέας Δημοκρατίας, ότι ενδεχόμενη επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ θα μας πάει πίσω στο 2015, δεν έχει σχέση με τη σημερινή ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Υπερβολικοί είναι και οι φόβοι του ΣΥΡΙΖΑ ότι επίκειται κάποιου είδους δημοσιονομική πειθαρχία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία θα γίνει πολύ σκληρή για την Ελλάδα σε περίπτωση εκλογικής επικράτησης της Νέας Δημοκρατίας.

Είναι φανερό ότι χρειάζονται πολιτικές παρεμβάσεις για να διορθωθούν τα κακώς κείμενα της τελευταίας τετραετίας. Οι μη προνομιούχοι πιέστηκαν υπερβολικά πολύ, ενώ οι έχοντες και κατέχοντες διευκολύνθηκαν με προκλητικό τρόπο. Χρειάζεται η αποκατάσταση της κοινωνικής ισορροπίας, γιατί οι μεγάλες ανισορροπίες εμποδίζουν, σε τελική ανάλυση, την αποδοτική λειτουργία της οικονομίας.