Τουρκία: Μετά την αναμενόμενη νίκη Ερντογάν - Free Sunday
Τουρκία: Μετά την αναμενόμενη νίκη Ερντογάν
Μετά από 20 χρόνια στην εξουσία, έχει δημιουργήσει ένα σκληρό καθεστώς

Τουρκία: Μετά την αναμενόμενη νίκη Ερντογάν

Οι εκλογές στην Ελλάδα και στην Τουρκία ανέδειξαν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Οι δημοσκοπήσεις, οι οποίες συνήθως χρηματοδοτούνται από ΜΜΕ φιλικά προς την κυβέρνηση ή και με δημόσιο χρήμα, έπεσαν έξω.

Όχι όμως προς την κατεύθυνση που περιγράφαμε, ότι εμφάνιζαν τα κυβερνητικά κόμματα ισχυρότερα για να ασκήσουν ψυχολογική πίεση στον κόσμο, αλλά στην ακριβώς αντίθετη.

Οι δημοσκοπήσεις στην Τουρκία εμφάνιζαν τον Ερντογάν να χάνει τις εκλογές και τελικά θριάμβευσε με άνετη πλειοψηφία στη Βουλή μαζί με τους συμμάχους του και οριακά λίγο κάτω από το 50% στον πρώτο γύρο των εκλογών.

Ίδια γεύση στην Ελλάδα, οι δημοσκόποι έδειχναν άνετη επικράτηση Μητσοτάκη και ΝΔ, δεχόμενοι σκληρή κριτική, αλλά κανείς δεν είχε τολμήσει να προβλέψει τη θριαμβευτική επικράτηση της κυβερνητικής παράταξης.

Νομίζω ότι η εξήγηση πρέπει να αναζητηθεί στο γεγονός ότι οι πολίτες στην Ελλάδα και στην Τουρκία, για διαφορετικούς λόγους, εκφράζονται πιο ελεύθερα στις δημοσκοπήσεις απ’ ό,τι στις κάλπες. Στην Ελλάδα έχουμε ένα ιδιόμορφο καθεστώς απόλυτης πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας του συστήματος Μητσοτάκη και είναι λογικό να σκέφτονται οι ψηφοφόροι διορισμούς, διευκολύνσεις, δανειοδοτήσεις, αποκλεισμούς, όταν πηγαίνουν στην κάλπη.

Στην Τουρκία βέβαια τα πράγματα είναι πολύ πιο σκληρά. Το ερντογανικό καθεστώς είναι παγιωμένο και για να το επιτύχει έχει προχωρήσει σε εκατοντάδες χιλιάδες απολύσεις, συλλήψεις, φυλακίσεις. Δεν αφήνει τίποτα στην τύχη, απόδειξη ότι οι ακυρώσεις ψηφοδελτίων στις περιοχές των Κούρδων έσπασαν ρεκόρ, ενώ ακόμη και στις σεισμόπληκτες περιοχές ο Ερντογάν δεν υπέστη φθορά, παρά τις προβληματικές κατασκευές των κτιρίων και τη μεγάλη καθυστέρηση στην παροχή βοήθειας στους σεισμόπληκτους. Το ερντογανικό βαθύ κράτος είναι παντού, σκληρό και αδίστακτο. Λογικό λοιπόν οι Τούρκοι πολίτες να εκφράζονται πιο άνετα στις δημοσκοπήσεις, προσπαθώντας παράλληλα να κρατήσουν την ανωνυμία τους και να έχουν δεύτερες σκέψεις στην κάλπη.

Η οικονομία

Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε είναι το ποια θα είναι η πορεία της τουρκικής οικονομίας εξαιτίας των αξιοπερίεργων οικονομικών που εφαρμόζει ο Ερντογάν. Για παράδειγμα, αρνείται να αντιμετωπίσει τον υψηλό πληθωρισμό με την παραδοσιακή μέθοδο της αύξησης των πραγματικών επιτοκίων και του περιορισμού των δημοσίων δαπανών. Η ανάλυση της τουρκικής οικονομίας με τα πρότυπα που ισχύουν στην Ε.Ε. και στη Δύση αποδείχθηκε σοβαρό αναλυτικό λάθος. Η Τουρκία έχει άλλες οικονομικές δυνατότητες που στηρίζονται στη δημογραφική άνθησή της, στις στενές σχέσεις και στη χρηματοδότησή της από το Κατάρ, στο γεγονός ότι δεν ακολουθεί τις κυρώσεις προς τη Ρωσία και έχει ιδιαίτερα στενές και επικερδείς σχέσεις με Ρωσία και Ε.Ε., στο ότι έχει κάνει μεγάλες επενδύσεις εκσυγχρονισμού από την πολεμική βιομηχανία μέχρι την παραγωγή ηλεκτρικών αυτοκινήτων, που αναμένεται να κάνουν εντυπωσιακή εμφάνιση στην ευρωπαϊκή αγορά τους επόμενους μήνες.

Επομένως, η τουρκική οικονομία θα εξακολουθήσει να αναπτύσσεται δυναμικά, να εμφανίζει τεράστιο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών –το οποίο θα καλύπτεται με τις ανορθόδοξες μεθόδους που ανέφερα– και θα μεγαλώνει σε σχέση με την ελληνική.

Παλαιότερα είχαμε απέναντί μας μία ανταγωνιστική έως εχθρική χώρα με διπλάσιο ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) από το δικό μας. Τώρα το ΑΕΠ της Τουρκίας είναι περίπου 4,5 φορές το ελληνικό και η χώρα με 85 εκατ. νεανικό πληθυσμό είναι σε άλλη κατηγορία από την Ελλάδα των 10,4 εκατ. «ηλικιωμένων», οι οποίοι μειώνονται κατά 50.000-60.000 τον χρόνο εξαιτίας των θανάτων που ξεπερνούν τις γεννήσεις.

Η πολιτική

Η επικράτηση Ερντογάν στηρίζεται σε ένα μείγμα σχετικά ήπιου ισλαμισμού και αρκετά σκληρού εθνικισμού.

Μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα του 2016, ο Ερντογάν έκανε συμμαχία με τους ακροδεξιούς εθνικιστές για να εξασφαλίσει την παραμονή του στην εξουσία.

Άλλαξε πολιτικό προσανατολισμό, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πριν είκοσι χρόνια ανέβηκε στην εξουσία σαν σχετικά φιλελεύθερος, ανοιχτός στην ένταξη στην Ε.Ε., ακόμη και στην ανοχή ή τη συνεργασία με τους Κούρδους.

Όλα αυτά ανήκουν στο μακρινό παρελθόν. Η συμμαχία με τους ακροδεξιούς εθνικιστές σταθεροποίησε και ενίσχυσε το καθεστώς. Οι δημοσκοπήσεις έπεσαν πολύ έξω στην περίπτωση των εθνικιστών. Η πρόγνωση ήταν ότι θα έχαναν ψήφους προκαλώντας την απώλεια της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από τον Ερντογάν και τους συμμάχους του. Αυτό δεν συνέβη, αντίθετα ο ρόλος των εθνικιστών ενισχύθηκε και εξαιτίας του τρίτου προεδρικού υποψηφίου, ο οποίος προσυπογράφει τις θέσεις τους και πήρε 5% στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών.

Ο Κιλιτσντάρογλου, ηγέτης του κεμαλικού κεντροαριστερού κόμματος της αντιπολίτευσης και κοινός προεδρικός υποψήφιος των ετερόκλητων δυνάμεων της αντιπολίτευσης, προσπάθησε να καλύψει την απόσταση από τον πρώτο Ερντογάν, υιοθετώντας βασικές θέσεις του εθνικιστή υποψηφίου. Άρχισε να μιλάει για εξάλειψη της τρομοκρατίας, εγκαταλείποντας ουσιαστικά τη συνεννόηση με τους Κούρδους, και τόνισε ότι θα απομακρύνει από την Τουρκία τα 4 εκατ. προσφύγων από τη Συρία.

Επομένως, έχουμε ενίσχυση των ακροδεξιών εθνικιστικών χαρακτηριστικών όχι μόνο του καθεστώτος του Ερντογάν, αλλά γενικότερα του πολιτικού συστήματος της Τουρκίας.

Οι σχέσεις με Ελλάδα, Ε.Ε.

Με τον Ερντογάν στην εξουσία, οι σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας προβλέπονται αρκετά δύσκολες, αλλά κατά την άποψή μου θα είναι πιο προβλέψιμες απ’ ό,τι με τον Κιλιτσντάρογλου στην εξουσία.

Ο προεδρικός υποψήφιος των κομμάτων της αντιπολίτευσης έχει δύο πολιτικά χαρακτηριστικά που πρέπει να μας προβληματίζουν. Πρώτον, εκφράζει την κεμαλική παράδοση που είναι παράδοση ιστορικού ανταγωνισμού με την Ελλάδα, παρά τις εντυπωσιακές αλλαγές σε διεθνές επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει ο βασικός στόχος της επεκτατικής τουρκικής στρατηγικής ενώ ο Ερντογάν, στα πλαίσια μιας νεο-οθωμανικής στρατηγικής, έχει πολλούς στόχους ταυτόχρονα και δεν φαίνεται να εστιάζει στην Ελλάδα.

Δεύτερον, ο Κιλιτσντάρογλου εμφανίζεται σαν ευρωπαϊστής, και αυτό θα μπορούσε να ενισχύσει τη θέση της Τουρκίας στην Ε.Ε. σε βάρος μας.

Επομένως, έχουμε μπροστά μας μία περίοδο ελεγχόμενων δυσκολιών. Πολλά βέβαια θα εξαρτηθούν κι από τη δική μας στάση, γιατί η κυβέρνηση έχει την τάση να προσαρμόζει την εικόνα των ελληνοτουρκικών σχέσεων στις πολιτικές επιδιώξεις της. Όταν θέλει να μπουν οι υπογραφές για πανάκριβα εξοπλιστικά προγράμματα, ανεβάζει την εικόνα της έντασης. Όταν θέλει να προβάλει τη διεθνή εικόνα Μητσοτάκη ή διάφορα φιλόδοξα επενδυτικά σχέδια για ενέργεια, αγωγούς, προβάλλει μία εικόνα ομαλότητας στις διμερείς σχέσεις και προοπτικής συνεργασίας.

Το τελικό αποτέλεσμα όλων αυτών των επικοινωνιακών μεταμορφώσεων είναι δαπανηρά εξοπλιστικά προγράμματα χωρίς όμως την πολεμική βιομηχανία που διαθέτει η Τουρκία, που τα προϊόντα της δοκιμάζονται διεθνώς με επιτυχία από την Ουκρανία μέχρι τη Λιβύη και το Αζερμπαϊτζάν.

Στους διαδρόμους των Βρυξελλών υποδέχθηκαν με ανακούφιση την επικράτηση Ερντογάν, με το σκεπτικό ότι θα διατηρηθεί στο ψυγείο η αίτηση της Τουρκίας για ένταξη στην Ε.Ε.

Με τον Κιλιτσντάρογλου, οι Βρυξέλλες θα έπρεπε να αναλάβουν τις ευθύνες τους, ενώ τα χαρακτηριστικά του καθεστώτος Ερντογάν –τα περισσότερα εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου– τους επιτρέπουν να δώσουν προτεραιότητα στη διεύρυνση προς τα Δυτικά Βαλκάνια και στη συνέχεια προς Ουκρανία, Μολδαβία. Αυτές οι διευρύνσεις είναι εξαιρετικά δύσκολο να πραγματοποιηθούν αλλά είναι λιγότερο σύνθετες από την ένταξη μιας μουσουλμανικής χώρας 85 εκατ. κατοίκων στην Ε.Ε.

Τέλος, η επικράτηση Ερντογάν θα οδηγήσει, πιθανότατα, στη σταδιακή εξομάλυνση των σχέσεων με τις ΗΠΑ στα πλαίσια του γεωπολιτικού ρεαλισμού έως κυνισμού.