Οικονομία: Επικράτησε το «γαλάζιο» αφήγημα χωρίς αντίπαλο - Free Sunday
Οικονομία: Επικράτησε το «γαλάζιο» αφήγημα χωρίς αντίπαλο
Η πραγματικότητα πολύ πιο σύνθετη από την κυβερνητική θριαμβολογία

Οικονομία: Επικράτησε το «γαλάζιο» αφήγημα χωρίς αντίπαλο

Στις 15 Μαΐου δημοσιεύτηκε η τελευταία εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την προοπτική της οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 και φυσικά της Ελλάδας.

Μέσα από τις εκτιμήσεις των ειδικών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προκύπτουν τα θετικά χαρακτηριστικά της οικονομίας αλλά και ορισμένες σοβαρές δυσκολίες.

Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας επικράτησε πλήρως το «γαλάζιο» αφήγημα για την πορεία της οικονομίας, χωρίς να υπάρχει τεκμηριωμένος αντίλογος από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ και των άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης.

Κατά την άποψή μου, δεν είναι η οικονομία που έδωσε τον θρίαμβο στον Μητσοτάκη και τη Νέα Δημοκρατία, αλλά το αφήγημα για την οικονομία που είναι διαφορετικό, σε βασικά σημεία, από την πραγματικότητα.

Η ανάπτυξη

Το 2020 και το 2021 η οικονομία ήταν στάσιμη λόγω της πανδημίας. Το 2021 πήρε πίσω σχεδόν όσα είχε χάσει το 2020.

Το 2022 είχαμε δυναμική ανάπτυξη της τάξης του 5,9% η οποία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα υποχωρήσει σε ένα ικανοποιητικό 2,4% το 2023.

Η αναπτυξιακή δυναμική στηρίζεται κυρίως στον τουρισμό και στα ευρωπαϊκά κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης. Είναι αναμφίβολα μια θετική εξέλιξη, η οποία όμως δεν καθορίζει τις πολιτικές εξελίξεις. Αν πάρουμε τις χώρες που υποβλήθηκαν στη δοκιμασία του μνημονίου, πρωταθλήτρια στην ανάπτυξη ήταν το 2022 η Ιρλανδία με 12%. Ακολουθούσε η Πορτογαλία με 6,7% και μετά η Ελλάδα και η Κύπρος με 5,9% και 5,6% αντίστοιχα.

Επομένως, δεν έχουμε μια ελληνική ιδιαιτερότητα δυναμικής ανάπτυξης αλλά συμμετοχή σε μια δυναμική αναπτυξιακή διαδικασία για όλες τις πρώην μνημονιακές χώρες, με πρωταθλήτρια την Ιρλανδία.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η κεντροδεξιά κυβέρνηση στην Ιρλανδία και η κεντροαριστερή κυβέρνηση στην Πορτογαλία αντιμετωπίζουν σοβαρά πολιτικά προβλήματα και έχουν μπροστά τους δύσκολες εκλογικές αναμετρήσεις, παρά τους αναπτυξιακούς ρυθμούς που ξεπερνούν τον αναπτυξιακό ρυθμό της Ελλάδας.

Ανάλογη προβλέπεται να είναι η κατάσταση το 2023. Πρώτη στην ανάπτυξη προβλέπεται να έρθει η Ιρλανδία με 5,5%, ακολουθούμενη από Ελλάδα, Πορτογαλία και Κύπρο στο 2,3% έως 2,4%.

Επομένως, η δυναμική της ελληνικής οικονομίας ήταν και θα παραμένει θετική, αλλά μια σύγκριση με τις άλλες μνημονιακές χώρες δείχνει ότι δεν είμαστε πρωταθλητές της ανάπτυξης, όπως λέει ο κ. Μητσοτάκης, και πως ο αναπτυξιακός ρυθμός δεν λύνει από μόνος του τα πολιτικά προβλήματα.

Ο πληθωρισμός

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα ήταν 9,3% το 2022 και θα παραμείνει στο υψηλό 4,2% το 2023, για να υποχωρήσει στο 2,4% το 2024. Ο πληθωρισμός ήτανε στο 1,9% τον Σεπτέμβριο του 2021, όταν ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης υποσχέθηκε στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης την άμεση μείωσή του. Επομένως, η κυβέρνηση ήταν και παραμένει ευάλωτη στο ζήτημα του πληθωρισμού. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα είχε το 2022 μια από τις μεγαλύτερες πτώσεις του μέσου πραγματικού μισθού, της τάξης του 7,5%.

Με τέτοια πίεση στο λαϊκό εισόδημα, θα περίμενε κανείς ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα ήταν σε θέση να βγάλουν τον πολιτικό λογαριασμό στην κυβέρνηση.

Όπως επισημαίνεται στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, παρά την αναμενόμενη αύξηση των ονομαστικών μισθών το 2023, δεν προβλέπεται να υπάρξει αύξηση των πραγματικών –αποπληθωρισμένων– μισθών πριν από το 2024.

Επομένως, η κυβέρνηση απέτυχε σε ένα βασικό μέγεθος, τις πραγματικές αποδοχές των εργαζομένων, χωρίς να μπορέσουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης να της ασκήσουν πίεση.

Η ανεργία

Και στο ζήτημα της ανεργίας η πραγματικότητα δεν έχει καμία σχέση με τις κυβερνητικές θριαμβολογίες. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το ποσοστό ανεργίας ήταν 12,5% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού το 2022, θα υποχωρήσει στο 12,2% το 2023 και στο 11,8% το 2024.

Αν συνυπολογίσουμε ότι συνεχίζεται το «brain drain» με χαμηλότερους ρυθμούς, ότι πολλοί άνεργοι έχουν παραιτηθεί της αναζήτησης θέσης απασχόλησης και δεν συμπεριλαμβάνονται στις μετρήσεις, σε κλάδους όπως ο τουρισμός οι θέσεις είναι συχνά κακοπληρωμένες, και πως εξακολουθούμε να έχουμε περίπου 600 χιλιάδες εργαζομένους με μερική απασχόληση, αντιλαμβανόμαστε ότι οι κοινωνικές δυσκολίες είναι μεγαλύτερες από τις οικονομικές.

Ούτε και σε αυτό το ζήτημα μπόρεσαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης να αμφισβητήσουν το κυβερνητικό αφήγημα το οποίο ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης τράβηξε στα άκρα, μιλώντας για πολλές νέες και καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κυριαρχία της κυβέρνησης στα ΜΜΕ παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της αντίληψης που έχει η κοινή γνώμη για την οικονομία. Αυτό όμως δεν μπορεί να είναι δικαιολογία για τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αντίθετα αποτελεί κίνητρο να εξηγήσουν καλύτερα τις θέσεις τους και να πείσουν τους πολίτες ότι αυτά που δηλώνουν οι κυβερνητικοί παράγοντες και οι δημοσιογράφοι που τους υποστηρίζουν δεν έχουν μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα.

Σήμα κινδύνου

Βασικό επιχείρημα του κυβερνητικού επιτελείου σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ήταν ότι η Ελλάδα φεύγει μπροστά με την οικονομία διεθνώς ανταγωνιστική και σε φάση δυναμικής εξωστρέφειας.

Σε αυτό το ζήτημα η κυβερνητική προπαγάνδα συγκρούεται βάναυσα με την πραγματικότητα.

Με βάση τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έκανε ρεκόρ το 2022 με 11,8% του ΑΕΠ. Γύρισε, δηλαδή, στα επίπεδα που επέβαλλαν τα μνημόνια, όταν εκδηλώθηκε η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-09.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα παραμείνει το 2023 στο 9,2% του ΑΕΠ, για να υποχωρήσει στο 7,8% του ΑΕΠ το 2024.

Να σημειώσουμε ότι ο «λαϊκιστής Τσίπρας», τον οποίο καταγγέλλει η κυβέρνηση, είχε περιορίσει το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στο 2% του ΑΕΠ. Ήρθε ο «ικανός διαχειριστής Μητσοτάκης» να το πολλαπλασιάσει.

Το εξωτερικό έλλειμμα επηρεάστηκε βέβαια από την ενεργειακή κρίση που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η βασική αιτία όμως είναι η πολιτική Μητσοτάκη που αποδυναμώνει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Αυτό αποδεικνύεται από τη σύγκριση του εμπορικού μας ελλείμματος με τις επιδόσεις των άλλων χωρών που πέρασαν μνημονιακή διαδικασία.

Το 2022 η Ιρλανδία είχε πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών 8,8% του ΑΕΠ, το οποίο προβλέπεται να ανέβει στο 11,1% του ΑΕΠ το 2023.

Η Πορτογαλία είχε εξωτερικό έλλειμμα μόλις 1,5% το 2022, το οποίο προβλέπεται να μετατραπεί σε πλεόνασμα το 1% του ΑΕΠ το 2023.

Η Ισπανία, που δεν πέρασε επίσημα μνημόνιο αλλά γνώρισε κι αυτή δοκιμασία προσαρμογής, είχε εξωτερικό πλεόνασμα 0,6% του ΑΕΠ το 2022, που προβλέπεται να αυξηθεί σε 1,6% του ΑΕΠ το 2023.

Μόνο η Κύπρος έχει ανάλογα με εμάς προβλήματα, αλλά σε κάπως χαμηλότερο επίπεδο. Εξωτερικό έλλειμμα 9,1% του ΑΕΠ το 2022, που θα υποχωρήσει σε έλλειμμα 7,3% του ΑΕΠ το 2023.

Επομένως, τα περί ενίσχυσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και πρωταγωνιστικού ρόλου στις διεθνείς αγορές της Ελλάδας είναι προπαγανδιστικές κατασκευές της κυβέρνησης, τις οποίες τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα έπρεπε να είχαν αποδομήσει. Ούτε αυτό έγινε, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι να μείνουν με την εντύπωση ότι ο Μητσοτάκης μετέτρεψε την οικονομία σε εξαιρετικά ανταγωνιστική.

Τα δημόσια οικονομικά

Το 2020 και το 2021 η Ελλάδα εμφάνισε, αθροιστικά, το μεγαλύτερο δημοσιονομικό έλλειμμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27, της τάξης του 17% του ΑΕΠ.

Το μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα κινδύνευε να συνδυαστεί με το έλλειμμα-ρεκόρ στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, για να δώσει τα λεγόμενα δίδυμα ελλείμματα που αποσταθεροποίησαν την ελληνική οικονομία το 2008 και το 2009 και οδήγησαν στη χρεοκοπία και την αναγκαστική εφαρμογή των μνημονίων.

Ευτυχώς αυτό δεν συνέβη. Το 2022 το δημοσιονομικό έλλειμμα έπεσε στο 2,3% του ΑΕΠ και το 2023 προβλέπεται να υποχωρήσει κι άλλο, στο 1,3% του ΑΕΠ. Αποτράπηκε η δημοσιονομική αποσταθεροποίηση την οποία είχαμε πλησιάσει επικίνδυνα.

Αφού παραδεχτούμε τη βελτίωση, πρέπει να κάνουμε δύο παρατηρήσεις. Ο Μητσοτάκης παρέλαβε δημοσιονομικό πλεόνασμα από τον Τσίπρα και το μετέτρεψε πρώτα σε επικίνδυνο και στη συνέχεια σε απόλυτα ελεγχόμενο έλλειμμα. Οι επιδόσεις του δηλαδή είναι πολύ κατώτερες από του Τσίπρα τον οποίο καταγγέλλει –χωρίς αυτό να προκύπτει από τα στοιχεία– για δημοσιονομική αποσταθεροποίηση και δημοσιονομικό λαϊκισμό.

Το δεύτερο ζήτημα έχει σχέση με τον τρόπο που επιτεύχθηκε η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Όπως επισημαίνει η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: «Αυτή η βελτίωση οφείλεται κυρίως σε καλύτερα από τα αναμενόμενα φορολογικά έσοδα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον φόρο προστιθέμενης αξίας και τους άμεσους φόρους».

Ουσιαστικά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μάς λέει ότι η δημοσιονομική σταθεροποίηση επιτεύχθηκε από τον Μητσοτάκη, σε κατώτερο επίπεδο από εκείνο που είχε επιτύχει ο Τσίπρας, με μεγάλη αύξηση των εσόδων από καταναλωτικούς φόρους, οι οποίοι πλήττουν κυρίως τους μη προνομιούχους, και από αύξηση του φόρου εισοδήματος, η οποία σχετίζεται με τη μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας, σε περίοδο υψηλού πληθωρισμού. Τα ονομαστικά εισοδήματα αυξάνονται λόγω πληθωρισμού, με αποτέλεσμα να αυξάνονται και οι φορολογικές κρατήσεις, μειώνοντας έτσι το καθαρό πραγματικό εισόδημα των πολλών.

Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η σκληρή, για τους μη προνομιούχους, φορολογική πολιτική συνδυάστηκε με προκλητικές φοροαπαλλαγές υπέρ πλουσίων και βαθύπλουτων. Να θυμίσουμε ότι οι Βρετανοί Συντηρητικοί απομάκρυναν την πρωθυπουργό Λιζ Τρας μόλις διαπίστωσαν ότι, σε περίοδο οικονομικών και κοινωνικών δυσκολιών, προωθούσε πρόγραμμα φοροαπαλλαγών για τις μεγάλες επιχειρήσεις.

Δικαίωμα του Μητσοτάκη βέβαια να μειώνει τον φόρο στα μερίσματα των ναυτιλιακών εταιρειών από το 10% στο 5% αυξάνοντας ταυτόχρονα, μέσω πληθωρισμού, τον φόρο στην κατανάλωση βασικών αγαθών. Είναι όμως υποχρέωση των κομμάτων της αντιπολίτευσης, αν όχι των ίδιων των στελεχών της Νέας Δημοκρατίας, να εξηγήσουν στον κόσμο ότι αυτή η πολιτική είναι κοινωνικά άδικη και απαράδεκτη και να ασκήσουν πίεση για την προσαρμογή της σε αυτά που ισχύουν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Ούτε αυτό έκαναν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, με αποτέλεσμα η προκλητική φορολογική αδικία σε βάρος των μη προνομιούχων να επιβραβευθεί στις κάλπες.

Τέλος, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης προβάλλει τη σημαντική μείωση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου, το οποίο είχε φτάσει την περίοδο της πανδημίας στο 200%. Το 2022 υποχώρησε στο 171% του ΑΕΠ και το 2023 προβλέπεται να υποχωρήσει στο 160% του ΑΕΠ.

Η μείωση του χρέους σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ οφείλεται στη δυναμική ανάπτυξη το 2021, το 2022 και το 2023 ύστερα από το σοκ του 2020, αλλά και στον υψηλό πληθωρισμό που «ροκανίζει» το χρέος.

Αξίζει πάντως να θυμίσουμε ότι το δημόσιο χρέος ήταν στο 115% του ΑΕΠ όταν ξέσπασε η κρίση και μπήκαμε στα μνημόνια και πως το επίπεδο του 2022 είναι συγκρίσιμο με το επίπεδο που άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ σαν ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ έχει αυξηθεί το δημόσιο χρέος σε απόλυτους αριθμούς.

Παράλληλα, η μεγάλη αποτυχία της κυβέρνησης βρίσκεται στη συνεχιζόμενη διόγκωση του ιδιωτικού χρέους, η οποία περιορίζει τις δυνατότητες της οικονομίας και αποσταθεροποιεί την ίδια την οικονομία.

Νομίζω ότι από την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ελληνική οικονομία προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι τις εκλογές δεν τις κέρδισαν οι οικονομικές, δημοσιονομικές επιδόσεις του Μητσοτάκη –οι οποίες είναι αρκετά προβληματικές–, αλλά η εντυπωσιακή αδυναμία των κομμάτων της αντιπολίτευσης να εξηγήσουν τι ακριβώς συμβαίνει και πώς μπορεί να βελτιωθεί η κατάσταση.