Μπαίνουμε σε περίοδο απόλυτης κυριαρχίας Μητσοτάκη και Νέας Δημοκρατίας - Free Sunday
Μπαίνουμε σε περίοδο απόλυτης κυριαρχίας Μητσοτάκη και Νέας Δημοκρατίας
Αναλύοντας τα αίτια μιας μεγάλης ανατροπής

Μπαίνουμε σε περίοδο απόλυτης κυριαρχίας Μητσοτάκη και Νέας Δημοκρατίας

Το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών αιφνιδίασε τους πάντες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το επιτελείο του Μαξίμου είχε κατά νου ένα θετικό για τη Νέα Δημοκρατία σενάριο, με ποσοστό της τάξης του 36% έως 37%, και τελικά πλησίασε το 41%.

Ακόμη και οι δημοσκόποι, οι περισσότεροι από τους οποίους χρηματοδοτούνται από ΜΜΕ με καλές σχέσεις με την κυβέρνηση, υποτίμησαν τη διαφορά μεταξύ της πρώτης Νέας Δημοκρατίας και του δεύτερου ΣΥΡΙΖΑ.

Δεν υπήρχε κανείς που να πρόβλεψε δημόσια ότι το ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας θα ήταν υπερδιπλάσιο του ποσοστού του ΣΥΡΙΖΑ. Περισσότερο αιφνιδιάστηκαν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία θεωρούσαν το 32% των εκλογών του 2019 σαν βάση εκκίνησης, ενώ ορισμένα είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μπορούσε να υπάρξει και εκλογική πρωτιά ΣΥΡΙΖΑ.

Το τεστ της απλής αναλογικής

Μετά το αποτέλεσμα, είναι βέβαια εύκολο να αναφέρεσαι σε λάθη και παραλείψεις στα οποία δεν είχες δώσει την πρέπουσα σημασία κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.

Ένα ζήτημα το οποίο πρόβαλα εκτιμώντας σωστά τη σημασία του ήταν η ανάγκη επαφών, συζητήσεων ακόμη και προγραμματικής σύγκλισης μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ. Κατά την άποψή μου, ήταν φανερό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την πρωτιά της Νέας Δημοκρατίας και πως έπρεπε να περάσει από τον δικομματισμό που καταγράφηκε το 2019 σε έναν διπολισμό στον οποίο, θεωρητικά, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε περισσότερους συμμάχους και περισσότερες εφεδρείες από τη Νέα Δημοκρατία.

Άλλωστε, η επιλογή από τον ΣΥΡΙΖΑ της απλής αναλογικής για τη διεξαγωγή αυτών των εκλογών οδηγούσε στο λογικό συμπέρασμα ότι υπήρχε μια στρατηγική κομμένη και ραμμένη στις απαιτήσεις της απλής αναλογικής. 22 από τις 27 κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι κυβερνήσεις συνασπισμού και οι συζητήσεις, οι διαπραγματεύσεις και οι συγκλίσεις είναι κανόνας της ευρωπαϊκής πολιτικής ζωής.

Στην Ελλάδα, όμως, τα πράγματα αποδείχθηκαν εντελώς διαφορετικά, με βασική ευθύνη των δυνάμεων που υποτίθεται ότι θα αξιοποιούσαν την απλή αναλογική για να αμφισβητήσουν την κυριαρχία Μητσοτάκη και να αποτρέψουν την ολοκλήρωση της λειτουργίας ενός καθεστώτος Μητσοτάκη.

Το ΚΚΕ κατήγγειλε τον ΣΥΡΙΖΑ και πολύ λιγότερο τη Νέα Δημοκρατία, θεωρώντας ότι με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να ανεβάσει τα ποσοστά του. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Δ. Κουτσούμπας επαναλάμβανε συνεχώς ότι η επόμενη κυβέρνηση θα ήταν χειρότερη από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, όταν ακόμη υπήρχε η εντύπωση πως μπορούσε να ηττηθεί η Νέα Δημοκρατία.

Ο Βαρουφάκης και οι συνεργάτες του στο ΜέΡΑ25 προσπάθησαν με κάθε τρόπο να υπονομεύσουν τον ΣΥΡΙΖΑ, για να εξασφαλίσουν την οριακή είσοδό τους στη Βουλή. Στην πιο κρίσιμη στιγμή της προεκλογικής περιόδου, έθεσαν θέμα… αποχώρησης από την Ευρωζώνη και υιοθέτησης νέου νομίσματος, της «ΔΗΜΗΤΡΑΣ». Με τον τρόπο αυτόν δημιούργησαν την εντύπωση ότι μπορούσαμε να ξαναζήσουμε τον εφιάλτη του 2015, όταν το αριστερό πείραμα του ΣΥΡΙΖΑ με τον Βαρουφάκη έκλεισε τις τράπεζες και λίγο έλειψε να καταστρέψει την οικονομία.

Το ΠΑΣΟΚ, από την πλευρά του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν το συνέφερε οποιαδήποτε συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, ο Ν. Ανδρουλάκης εκτίμησε, σωστά όπως αποδείχθηκε, πως ο ΣΥΡΙΖΑ είχε τεράστια προβλήματα αξιοπιστίας και οργάνωσης.

Δεύτερον, σαν νέος πολιτικός ηγέτης, έδωσε προτεραιότητα στην απαλλαγή του ΠΑΣΟΚ από την κυριαρχία του ΣΥΡΙΖΑ στον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς. Υιοθέτησε δηλαδή μια στρατηγική σε βάθος χρόνου η οποία απέκλειε τη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, όσο αυτός είχε το συγκριτικό πλεονέκτημα.

Από την πλευρά του, ο ΣΥΡΙΖΑ έδειξε να αιφνιδιάζεται από τον ιδιόμορφο «εμφύλιο» στον χώρο της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς και δεν μπόρεσε να αντιδράσει με θετικό τρόπο. Αντίθετα, ορισμένα στελέχη του φρόντιζαν με τις παρεμβάσεις τους να επιδεινώνουν τις σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ, παρά το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πιεζόταν για κάποιου είδους συνεννόηση. Ο αιφνιδιασμός της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ προκαλεί μεγάλη εντύπωση, γιατί αυτή επέλεξε να πραγματοποιηθούν αυτές οι εκλογές με το σύστημα της απλής αναλογικής, οπότε θα έπρεπε να είχε προετοιμάσει μια στρατηγική συνεννοήσεων με προοπτική να μετατραπούν σε συμμαχίες.

Τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβη. Η κακοφωνία και η πολυδιάσπαση στον χώρο της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς ενίσχυσαν το βασικό επιχείρημα Μητσοτάκη, ότι η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας ήταν η μόνη αξιόπιστη και πως ο ίδιος θα αποτελούσε σαν «κυβερνήτης» τον εγγυητή της κυβερνητικής σταθερότητας.

Έχουμε ένα ελληνικό παράδοξο με την έννοια ότι τα κόμματα τα οποία, θεωρητικά, μπορούσαν να αντλήσουν οφέλη από την απλή αναλογική δεν προσάρμοσαν τη στρατηγική τους σε αυτήν και κατέληξαν να στείλουν τον κόσμο στη Νέα Δημοκρατία, που υποτίθεται ότι αποτελούσε τον κοινό στόχο, παρά τις όποιες διαφορές μεταξύ τους.

Η κακή χρήση της απλής αναλογικής και των ευκαιριών που προσφέρει προκαλεί μεγάλη εντύπωση γιατί όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης προς τα αριστερά της Νέας Δημοκρατίας είχαν αναπτύξει τη θεωρία της δημιουργίας καθεστώτος Μητσοτάκη, η ολοκλήρωση του οποίου έπρεπε να αποτραπεί με κάθε τρόπο. Το γεγονός ότι μιλούσαν για κίνδυνο δημιουργίας καθεστώτος ενώ συνέχιζαν την ίδια πολιτική ρουτίνα περιόρισε την αξιοπιστία της επιχειρηματολογίας τους.

Το καθεστώς είναι εδώ

Ο δεύτερος βασικός λόγος για τον οποίο η διαφορά της Νέας Δημοκρατίας ήταν πολύ μεγαλύτερη από ό,τι είχε εκτιμηθεί ήταν η δημιουργία αυτού του οποίου εγώ ονομάζω καθεστώς.

Η Νέα Δημοκρατία είναι στην κυβέρνηση, έχει ενισχύσει την κομματική διάσταση στη λειτουργία του κράτους, ελέγχει απευθείας ή με φιλικούς προς αυτήν παράγοντες ισχυρούς δήμους όπως της Αθήνας και του Πειραιά, έχει τον έλεγχο των περιφερειών και των περισσότερων δήμων της χώρας.

Το κυβερνητικό σύστημα της Νέας Δημοκρατίας είναι μια παραλλαγή του συστήματος του ΠΑΣΟΚ της παπανδρεϊκής αλλαγής. Τα «πράσινα» κομματικά στελέχη έχουν δώσει τη θέση τους στους υποτιθέμενους «άριστους» της Νέας Δημοκρατίας, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι κομματικά στελέχη παλαιάς νοοτροπίας σε πιο σύγχρονη πολιτική συσκευασία.

Όλοι οι βασικοί δείκτες, από την αύξηση του αριθμού των υπουργών μέχρι τον πολλαπλασιασμό των μετακλητών υπαλλήλων και την έκρηξη των δημοσίων δαπανών, χωρίς αυτές να οφείλονται πάντα στην πανδημία και στο ενεργειακό, οδηγούν στο συμπέρασμα της ενίσχυσης των καθεστωτικών χαρακτηριστικών του κράτους και των παραφυάδων του, όπως οι δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί.

Το νέο στοιχείο σε σχέση με το σύστημα της παπανδρεϊκής αλλαγής είναι η συσπείρωση των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων και των ισχυρότερων ΜΜΕ γύρω από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η διαχείριση των ευρωπαϊκών κονδυλίων με αυστηρές οικογενειακές - πολιτικές προδιαγραφές και η επίλυση με κυβερνητική πρωτοβουλία των περισσότερων θεμάτων που αντιμετώπιζαν οι πιο ισχυροί καναλάρχες δημιούργησαν μια νέα κατάσταση. Στο κράτος με καθεστωτικά χαρακτηριστικά προστέθηκε και το πιο ισχυρό κομμάτι του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, σε απευθείας σύνδεση με τους πρωταγωνιστές του καθεστώτος.

Έχουμε, λοιπόν, διεύρυνση του πολιτικού ελέγχου που ασκεί η Νέα Δημοκρατία στην κοινωνία, με διάφορους τρόπους.

Το πιο εντυπωσιακό δεν είναι ότι ο Μητσοτάκης κινήθηκε προς αυτήν την κατεύθυνση αλλά ότι ο Τσίπρας και συνολικά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αντέδρασαν στη δυναμική που αναπτύχθηκε. Η παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ στα ΜΜΕ, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, στις φοιτητικές παρατάξεις είναι από περιορισμένη έως ανύπαρκτη. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος περιέγραφε τη δημιουργία του λεγόμενου καθεστώτος Μητσοτάκη, δεν έκανε τίποτα για να την αποτρέψει ή έστω να δημιουργήσει κοινωνικά αντίβαρα σε αυτή την κατάσταση.

Σε μια χώρα όπου δύο στους τρεις δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα ή έχουν οδηγηθεί στο οικονομικό και κοινωνικό περιθώριο, η πολιτική επιρροή του καθεστώτος μεγαλώνει, ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχει οργανωμένη πολιτική αντίδραση.

Ο «εμφύλιος» μεταξύ των κομμάτων που υποτίθεται θα αξιοποιούσαν την απλή αναλογική για να αμφισβητήσουν την κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας και οι καθεστωτικές πρακτικές της κυβέρνησης Μητσοτάκη και ολόκληρου του συστήματος οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, οι οποίες έμειναν αναπάντητες από την αντιπολίτευση, μετέτρεψαν τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας σε έναν χωρίς προηγούμενο πολιτικό θρίαμβο.

Συμπληρωματικοί παράγοντες

Κατά την άποψή μου υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που συνέβαλλαν στην τεράστια διαφορά υπέρ της Νέας Δημοκρατίας.

Ρόλο στον διπλασιασμό του ποσοστού της Νέας Δημοκρατίας σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ έπαιξε και η έλλειψη στοιχειώδους συντονισμού μεταξύ βασικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Άλλα μηνύματα προσπαθούσε να στείλει ο Τσίπρας και άλλα μηνύματα έστελναν τα στελέχη του. Ο ένας φρόντιζε να θίγει προσωπικά τον Ανδρουλάκη και να καίει τις γέφυρες συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ. Ο άλλος έδινε μάχη κατά του φράχτη του Έβρου με έναν τρόπο που ενίσχυε τους φόβους για επανάληψη της προσφυγικής-μεταναστευτικής κρίσης του 2015-2016. Και στον οικονομικό τομέα υπήρξαν ενδιαφέροντα αυτογκόλ. Από τη θεωρία των περιφερειακών νομισμάτων, που δεν διευκρινίστηκε πώς ακριβώς θα λειτουργούσαν, αλλά ενίσχυσε τους φόβους για την επανάληψη της οικονομικής, τραπεζικής κρίσης του 2015, μέχρι την τελική προσπάθεια Κατρούγκαλου να πείσει μέσω της αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πράγματι εχθρός της μεσαίας τάξης.

Η έλλειψη πειθαρχίας και οι αμφιλεγόμενες απόψεις σε ένα εχθρικό περιβάλλον ΜΜΕ αποδείχθηκε ότι έχουν τεράστιο πολιτικό κόστος.

Επιδοματική πολιτική

Στο άνοιγμα της ψαλίδας υπέρ της ΝΔ πρέπει να έπαιξε ρόλο και η επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης. Μοιράστηκαν αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ με πολιτική, εκλογική στόχευση.

Ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία ήταν πολύ πιο φειδωλός στα επιδόματα που μοίραζε παρά τις πολύ καλύτερες δημοσιονομικές επιδόσεις που είχε επιτύχει. Ο Μητσοτάκης θεωρούσε στην αντιπολίτευση την επιδοματική πολιτική ένα είδος δημοσιονομικού λαϊκισμού, όταν όμως ήρθε στην εξουσία, της έδωσε μεγαλύτερη διάσταση με χειρότερες δημοσιονομικές επιδόσεις.

Τα προεκλογικά επιδόματα είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν από τα κόμματα της αντιπολίτευσης χωρίς να κατηγορηθούν για αντιλαϊκές επιλογές.

Το οικονομικό επιτελείο τους πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αναδείξει τα αδύναμα σημεία και τις αντιφάσεις της κυβερνητικής πολιτικής και να προτείνει άλλες λύσεις, ελκυστικές για μεγάλες ομάδες ψηφοφόρων.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προχώρησε στην ανάλυση των κυβερνητικών μέτρων. Απλά επιχείρησε μια ρελάνς φιλολαϊκών μέτρων και παροχών που όμως δεν τον βοήθησε εκλογικά. Οι προτάσεις Τσίπρα και ΣΥΡΙΖΑ έδωσαν τη δυνατότητα στο επιτελείο του Μαξίμου να παρουσιάσει τον ΣΥΡΙΖΑ σαν μια ομάδα λαϊκιστών, που θα έθετε σε κίνδυνο τα επιτεύγματα του επιτυχημένου διαχειριστή Μητσοτάκη.

Στην πραγματικότητα, οι δημοσιονομικές επιδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2016-2019 συγκρίνονται ευνοϊκά με τις επιδόσεις της Νέας Δημοκρατίας το 2019-2023. Δεν υπήρξε όμως κανείς στον ΣΥΡΙΖΑ να εξηγήσει ποιο ήταν το αποτέλεσμα της πολιτικής που έβαλε τέλος στα μνημόνια, ποια ήταν τα αδύναμα σημεία και οι αντιφάσεις της οικονομικής πολιτικής Μητσοτάκη και να προβάλλει 4-5 σημεία –όχι περισσότερα– όπου μια κυβέρνηση Τσίπρα θα έκανε τη διαφορά.

Σε μια σύγχρονη οικονομία δεν μπορεί να τα βλέπεις όλα μαύρα, πρέπει να είσαι σε θέση να εξηγείς τι θα μπορούσες να κάνεις για να βελτιώσεις τις επιδόσεις. Για παράδειγμα, ακόμα στον τουρισμό υπάρχουν πολλές επιχειρήσεις που θα ήθελαν αλλαγές στο καθεστώς λειτουργίας του κλάδου, ενώ είναι φανερό ότι υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι οι οποίοι δεν αμείβονται επαρκώς. Πρέπει να αναδείξεις ότι υπάρχουν τρόποι να βοηθήσεις ταυτόχρονα τις επιχειρήσεις του κλάδου για τους εργαζόμενους σε αυτές.

Άγονη επιτυχία

Ο ΣΥΡΙΖΑ με την ευρωπαϊκή Αριστερά και το ΠΑΣΟΚ με την ομάδα των Σοσιαλιστών είχαν μεγάλες επιτυχίες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Ψηφίσματα και παρεμβάσεις ανέδειξαν τον περιορισμό της ελευθερίας των ΜΜΕ στην Ελλάδα με ευθύνη Μητσοτάκη, το σκάνδαλο των υποκλοπών, τον έλεγχο της Δικαιοσύνης, την υπονόμευση του κράτους δικαίου.

Θα περίμενε κανείς ότι οι επιτυχίες των κομμάτων της αντιπολίτευσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα δημιουργούσαν πολιτικό αποτέλεσμα και στην Ελλάδα. Δεν συνέβη αυτό, γιατί λειτούργησε σε μεγάλο βαθμό η υποβάθμιση αυτών των ειδήσεων από τα ισχυρά φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ. Επιπλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε μεγάλο μέρος του πολιτικού κεφαλαίου που έφτιαξε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διαχειριζόμενος το θέμα του φράχτη του Έβρου με έναν τρόπο που ερχόταν σε αντίθεση με τις επιθυμίες της μεγάλης πλειονότητας των Ελλήνων. Δεν έδειξε την κατάλληλη ευελιξία και προσαρμοστικότητα στο θέμα.

Ελληνικές ιδιαιτερότητες

Στη διαμόρφωση του αποτελέσματος έπαιξαν ρόλο και οι ελληνικές πολιτικές ιδιαιτερότητες.

Στην Ισπανία, όπου οι Κομμουνιστές είχαν ακολουθήσει τον δρόμο του ευρωκομμουνισμού, συμμετέχουν στην κυβέρνηση Σοσιαλιστών - Podemos. Στην Πορτογαλία, όπου το ΚΚ ήταν πολύ κοντά στη Μόσχα επί Σοβιετικού Κομμουνισμού, όπως το ΚΚΕ, οι κομμουνιστές δεν στάθηκαν εμπόδιο στον σχηματισμό κυβέρνησης μειοψηφίας Σοσιαλιστών πριν από τρία χρόνια. Της πρόσφεραν ψήφο ανοχής στο Κοινοβούλιο με αντάλλαγμα την ενσωμάτωση ορισμένων προτάσεών τους στο κυβερνητικό πρόγραμμα των Σοσιαλιστών.

Στην Ελλάδα το ΚΚΕ το μόνο που έκανε ήταν να καταγγέλλει, όταν ακόμη υπήρχε σοβαρή πιθανότητα εκλογικής επικράτησης του ΣΥΡΙΖΑ με τη βοήθεια του ΠΑΣΟΚ, ότι η επόμενη κυβέρνηση θα ήταν σίγουρα χειρότερη από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Η ηγεσία του ΚΚΕ στήριξε έμμεσα τον Μητσοτάκη, με το σκεπτικό ότι έπρεπε να πέσουν οι δυνάμεις της ευρύτερης Αριστεράς για να ανεβάσει κάπως το ποσοστό του.

Και στην Ισπανία της συνεργασίας Σοσιαλιστών - Podemos προηγήθηκε σκληρός αγώνας μεταξύ των δύο κομμάτων για το ποιος θα έχει την ηγεμονία της ευρύτερης Κεντροαριστεράς. Οι Podemos λίγο έλειψε να επικρατήσουν στη μάχη με τους Σοσιαλιστές, στη συνέχεια όμως το εκλογικό τους ποσοστό άρχισε να υποχωρεί σε όφελος των τελευταίων.

Η σύγκρουση ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ είχε πολλά στοιχεία ελληνικής υπερβολής και κορυφώθηκε την πιο ακατάλληλη στιγμή, όταν τα δύο κόμματα έπρεπε να αποδείξουν ότι μπορούσαν να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που προσφέρει η απλή αναλογική, σε όφελος των ψηφοφόρων τους και της πολιτικής αλλαγής που ήθελαν.

Διαφορετική η επόμενη μέρα

Το εκλογικό αποτέλεσμα βάζει τέλος, για ένα απροσδιόριστο διάστημα, στον δικομματισμό.

Περνάμε σε φάση κυριαρχίας ενός μεγάλου κόμματος με έντονα καθεστωτικά χαρακτηριστικά. Από την άλλη πλευρά, τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα κινηθούν κάτω από το 20%, ίσως και χαμηλότερα, ενώ είναι εξαιρετικά δύσκολο να ξεπεράσουν τις διαφορές τους με δημιουργικό τρόπο.

Έτσι περνάμε από τον ορμπανισμό σε ζητήματα ελευθερίας των ΜΜΕ, ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, λειτουργίας του κράτους δικαίου, στον γενικευμένο πολιτικό ορμπανισμό. Ένα κόμμα κυριαρχεί στο πολιτικό επίπεδο, έχει υπερβολικά μεγάλο βαθμό ελέγχου στον δημόσιο βίο γενικότερα και συμπράττει με τα ισχυρότερα οικονομικά, επιχειρηματικά και μιντιακά συμφέροντα. Θα πρέπει να περιμένουμε αρκετό καιρό για να δούμε αν υπάρχουν δυνάμεις ικανές να αμφισβητήσουν την παντοδυναμία του και να επιβάλλουν τις ισορροπίες και τους ελέγχους που εξασφαλίζουν την καλή λειτουργία της Δημοκρατίας.