Μια τραγωδία που θα έχει συνέχεια - Free Sunday
Μια τραγωδία που θα έχει συνέχεια
Εκτός ελέγχου παραμένουν οι περισσότερες μεταναστευτικές, προσφυγικές ροές

Μια τραγωδία που θα έχει συνέχεια

Εκατοντάδες μετανάστες έχασαν τη ζωή τους στα ανοιχτά της Πελοποννήσου ενώ προσπαθούσαν να πάνε, στοιβαγμένοι σε ένα σαπιοκάραβο, από τη Λιβύη στην Ιταλία.

Η θαλάσσια τραγωδία σόκαρε εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των θυμάτων, δεν είναι όμως η πρώτη ούτε πρόκειται να είναι η τελευταία. Ήταν κι αυτή αποτέλεσμα ευρύτερων εξελίξεων και ανακατατάξεων σε παγκόσμιο επίπεδο και της αδυναμίας της Ε.Ε. να χαράξει και να εφαρμόσει αποτελεσματική πολιτική για το άσυλο και τη μετανάστευση.

Μικροδιαχείριση

Η πολυδιαφημισμένη συμφωνία σε επίπεδο ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και ευρωπαϊκών θεσμών είναι ένα βήμα στη σωστή κατεύθυνση, που δεν πρόκειται όμως να λύσει το πρόβλημα.

Στην Ε.Ε. έχουμε εκπαιδευτεί στη μικροδιαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού, αποφεύγοντας να δούμε τη συνολική εικόνα και να αναλάβουμε τις ευθύνες μας.

Θυμάμαι ότι, κατά τη διάρκεια της πρώτης πενταετίας που ήμουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Γιούνκερ είχε προτείνει κι εμείς είχαμε ψηφίσει τη μετεγκατάσταση πάνω από 150.000 προσφύγων και μεταναστών σε άλλες χώρες της Ε.Ε., για να περιοριστεί η πίεση στις λεγόμενες χώρες πρώτης υποδοχής. Τελικά δεν έγινε σχεδόν τίποτα.

Την ίδια τύχη κινδυνεύουν να έχουν οι νέες ρυθμίσεις, εφόσον θα εφαρμοστούν με βάση τις προτεραιότητες των κυβερνήσεων των κρατών-μελών. Όποια χώρα δέχεται πολιτική πίεση εξαιτίας της λαϊκής αντίδρασης στις μεγάλες ροές, σκληραίνει την πολιτική της ή και στέλνει τον λογαριασμό στις Βρυξέλλες.

Πολιτική εκμετάλλευση

Οι μεγάλες ροές οδηγούν συνήθως σε εκμετάλλευση του ζητήματος από συντηρητικές και ακροδεξιές δυνάμεις. Οι Βρετανοί Συντηρητικοί και ο πολέμιος της Ε.Ε. Νάιτζελ Φάρατζ στήριξαν την επιτυχημένη εκστρατεία υπέρ του Brexit στον κίνδυνο να καταλήξουν οι μεγάλες ροές του 2014-2015 στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Αυτό δεν συνέβη –ούτε πρόκειται να συμβεί– εφόσον πρόσφυγες και μετανάστες προτίμησαν τις πιο φιλόξενες Αυστρία, Γερμανία και Σουηδία. Η αίσθηση όμως της απειλής οδήγησε στην επικράτηση του Brexit στο δημοψήφισμα του Ιουνίου 2016.

Επτά χρόνια αργότερα, το Ηνωμένο Βασίλειο υποδέχεται κάθε χρόνο περισσότερους πρόσφυγες και μετανάστες απ’ ό,τι τα χρόνια που προηγήθηκαν του Brexit. Υπήρξε λοιπόν εκμετάλλευση του φαινομένου από τους Συντηρητικούς, επί των κυβερνήσεων των οποίων πήρε στη συνέχεια μεγαλύτερες διαστάσεις.

Ανάλογη κατάσταση στην Ιταλία όπου η Μελόνι αύξησε τα ποσοστά της και διεκδίκησε με επιτυχία την εξουσία, υποσχόμενη δραστική μείωση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών. Οι ροές τώρα αυξάνονται και η Μελόνι, αντί να παραδεχθεί την προεκλογική της μπλόφα, μεταθέτει τις ευθύνες στις Βρυξέλλες και σε άλλους που δεν… σέβονται την Ιταλία.

Πολιτική αξιολόγηση

Ακόμη και οι επιδόσεις των κρατών-μελών της Ε.Ε. στην υποδοχή προσφύγων και μεταναστών γίνεται με διαφορετικά σε κάθε περίπτωση κριτήρια.

Η Πολωνία και η Ουγγαρία έχουν πολύ κακό όνομα στο ζήτημα, διότι οι συντηρητικές και υπερσυντηρητικές κυβερνήσεις τους πάντα δήλωναν αρνητικές στην υποδοχή προσφύγων και μεταναστών, βλέποντας πίσω από τις ροές προσπάθεια εξισλαμισμού της Ε.Ε.

Μέσα όμως από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία άλλαξαν η διάθεση και ο ρόλος αυτών των κρατών-μελών. Η Πολωνία διακρίνεται σε επίπεδο κοινωνίας, Τοπικής Αυτοδιοίκησης και κυβέρνησης για την πολύ καλή υποδοχή εκατομμυρίων Ουκρανών προσφύγων και μεταναστών. Σημαντική στο θέμα και η προσφορά της Ουγγαρίας.

Θα έπρεπε να υπήρχε μια ευρύτερη ευρωπαϊκή στρατηγική που θα αναγνώριζε τον θετικό ρόλο της Πολωνίας από την οποία εξαρτάται –σε μεγάλο βαθμό– και η δυνατότητα αντίστασης της Ουκρανίας στον ρωσικό επεκτατισμό. Το 2022 η ρωσική εισβολή στέρησε από την Ουκρανία το 29% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) της, ενώ δημιούργησε επτά εκατομμύρια επιπλέον φτωχούς στη μαρτυρική χώρα.

Επομένως, το άνοιγμα της Πολωνίας σε εκατομμύρια Ουκρανούς πρόσφυγες και μετανάστες είναι στρατηγικής σημασίας. Δεν χρηματοδοτείται όμως επαρκώς από τις Βρυξέλλες. Αυτές ασκούν πίεση στη Βαρσοβία να προχωρήσει σε αλλαγές στη Δικαιοσύνη και να δώσει μεγαλύτερη σημασία σε ζητήματα κράτους δικαίου, «παγώνοντας» την καταβολή των χρημάτων που αναλογούν στην Πολωνία από το Ταμείο Ανάκαμψης.

Αποτυχία στη Λιβύη

Το σαπιοκάραβο που ξεκίνησε γεμάτο απελπισμένους από τη Λιβύη με κατεύθυνση την Ιταλία αναδεικνύει την αποτυχία της ευρωπαϊκής στρατηγικής στη λεγόμενη περιφέρεια.

Το 2011 ευρωπαϊκές δυνάμεις συνέβαλαν στην ανατροπή της δικτατορίας του Καντάφι στη Λιβύη. Αποδείχθηκε για μία ακόμη φορά ότι Ε.Ε. και ΗΠΑ δεν είχαν κανένα σχέδιο για την επόμενη ημέρα. Δώδεκα χρόνια αργότερα η κατάσταση στη Λιβύη είναι πολύ χειρότερη απ’ ό,τι ήταν επί Καντάφι και η διαλυμένη χώρα έχει μετατραπεί σε απειλή για την ασφάλεια της Ε.Ε.

Σε διάφορες περιοχές λειτουργούν ανεξέλεγκτα κυκλώματα διακινητών που στέλνουν καραβιές απελπισμένων από την Αφρική αλλά και από άλλες ηπείρους στην Ε.Ε. και κυρίως στην Ιταλία.

Παρ’ όλα αυτά, οι Ευρωπαίοι υποκλίνονται στην ενίσχυση της επιρροής της Τουρκίας στη Λιβύη και δεν κάνουν τίποτα ουσιαστικό για την επανένωση της χώρας και τη δημιουργία ενός λειτουργικού κράτους ικανού να συμβάλλει στη συλλογική ασφάλεια, μέρος της οποίας είναι ο έλεγχος των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών.

Έχουν υποβαθμιστεί ακόμη και οι ευρωπαϊκές ναυτικές δυνάμεις που υποτίθεται ότι πρέπει να ελέγχουν τα παράλια της Λιβύης και κάθε είδους παράνομα φορτία, από οπλικά συστήματα προς τις αντιμαχόμενες φατρίες μέχρι τη μαζική διακίνηση μεταναστών σε εξαιρετικά επικίνδυνες συνθήκες.

Η Ε.Ε. έχει συμβάλει με την πολιτική της ή την έλλειψή της στη δημιουργία εκατομμυρίων προσφύγων στη Συρία, εκατομμυρίων προσφύγων και μεταναστών στο Ιράκ και σε άλλες χώρες.

Το πρόβλημα για την Ελλάδα

Το πρόβλημα σε ό,τι αφορά το προσφυγικό-μεταναστευτικό είναι ιδιαίτερα μεγάλο για την Ελλάδα εξαιτίας ιδιαίτερων χαρακτηριστικών.

Πρώτον, η Τουρκία φιλοξενεί στα εδάφη της 4 εκατ. πρόσφυγες και μετανάστες από τη Συρία και υπάρχει πάντα ο πειρασμός της άσκησης πίεσης προς την Ελλάδα και την Ε.Ε. μέσω των ροών. Από μια άποψη είναι καλό που επικράτησε στις εκλογές ο Ερντογάν, γιατί ο βασικός αντίπαλός του Κιλιτσντάρογλου υποσχόταν να διώξει όλους τους Σύρους πρόσφυγες από την Τουρκία, εξέλιξη που θα αύξανε την πιθανότητα μεγάλων ροών προς την Ελλάδα.

Δεύτερον, η χώρα μας έχει τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat. Το 26% του πληθυσμού –ένας στους τέσσερις– αντιμετωπίζει τον κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού.

Στην αντίληψη των προσφύγων και των μεταναστών, μια χώρα με τέτοια προβλήματα δεν μπορεί να είναι ο τελικός προορισμός αλλά αντιμετωπίζεται σαν χώρα transit. Μπαίνουν στην Ελλάδα για να πάνε σε μια πιο αναπτυγμένη χώρα-μέλος της Ε.Ε., γεγονός που δημιουργεί εντάσεις μεταξύ Ελλάδας και ευρωπαϊκών χωρών τελικού προορισμού.

Τρίτον, δεν υπάρχει ελληνική πολιτική για κοινωνική ενσωμάτωση και επαγγελματική αξιοποίηση προσφύγων και μεταναστών. Έτσι, μετατρέπονται σε οικονομικό και κοινωνικό «φορτίο», ενώ οι πιο απελπισμένοι από αυτούς αξιοποιούνται από αδίστακτους επαγγελματίες για να ρίχνουν τις αμοιβές σε διάφορους κλάδους της οικονομίας.

Τέταρτον, η επίσημη πολιτική κινείται σαν εκκρεμές μεταξύ σκληρών μέτρων και… μεγάλης θλίψης για τα αποτελέσματά τους.

Η κυβέρνηση είναι υπέρ του φράχτη στον Έβρο και των επικίνδυνων επαναπροωθήσεων στη θάλασσα, επειδή κερδίζει ψήφους στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες. Δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στις ευρωπαϊκές αντιδράσεις και διαμαρτυρίες. Αντίθετα, τις αξιοποιεί για να αναδεικνύει τα «πατριωτικά» χαρακτηριστικά της.

Αυτό δεν εμποδίζει τους υποστηρικτές αυτής της πολιτικής να εκφράζουν τη θλίψη τους ή και να πενθούν όταν πρόσφυγες και μετανάστες πνίγονται εξαιτίας των συγκεκριμένων μέτρων.

Το πολιτικό παιχνίδι

Όπως όλα τα ζητήματα μεγάλου δημόσιου ενδιαφέροντος, οι πολιτικές δυνάμεις αναπτύσσουν την πολιτική τους με βάση συγκεκριμένους στόχους.

Η ΝΔ δηλώνει υπέρμαχος της αποτελεσματικής προστασίας των συνόρων –χερσαίων ή θαλάσσιων– και της δραστικής αντιμετώπισης ενδεχόμενων μεγάλων ροών από την πλευρά της Τουρκίας.

Η ελληνική κοινή γνώμη υποδέχθηκε ιδιαίτερα θετικά την κυβερνητική αντίδραση, τον Φεβρουάριο του 2020, στην προσπάθεια του Ερντογάν να στείλει εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες στην περιοχή του Έβρου, με τη μέθοδο του 2015-2016.

Ταυτόχρονα, η ΝΔ και στο μέτρο του δυνατού και το ΠΑΣΟΚ προβάλλουν την πολιτική των ανοιχτών συνόρων που εφάρμοσε η κυβέρνηση Τσίπρα το 2015-2016 σαν επικίνδυνη για τα εθνικά και τα ευρωπαϊκά συμφέροντα.

Σε γενικές γραμμές, η Αριστερά δυσκολεύεται σε όλη την Ε.Ε. να εξηγήσει την πολιτική της στο προσφυγικό-μεταναστευτικό. Είναι υπέρ μιας προσέγγισης που δίνει περισσότερες ευκαιρίες σε πρόσφυγες και μετανάστες αλλά κατηγορείται από τις άλλες πολιτικές δυνάμεις ότι με τις επιλογές της μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη κοινωνική αναταραχή.

Το εκλογικό σώμα, σε όλες τις χώρες της Ε.Ε., είναι κατά των μεγάλων προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών, εκτός αν υπάρχουν ειδικοί λόγοι και οι πρόσφυγες και μετανάστες προέρχονται από γειτονικές χώρες με κοινά χαρακτηριστικά, όπως στην περίπτωση των Ουκρανών που καταφεύγουν στην Πολωνία.

Τα κεντροδεξιά κόμματα σκληραίνουν με το πέρασμα του χρόνου την πολιτική τους, ακολουθούμενα σε αρκετές περιπτώσεις και από δυνάμεις της κεντροαριστεράς. Επιδιώκουν με αυτόν τον τρόπο να εμποδίσουν την ανάπτυξη της σκληρής και της άκρας Δεξιάς σε βάρος τους.

Το πρόβλημα είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις δεν τα καταφέρνουν, αντίθετα διευκολύνουν την άνοδο της σκληρής και της άκρας Δεξιάς υιοθετώντας και «νομιμοποιώντας» την πολιτική της.

Έτσι, η Ιταλία πέρασε από τον κεντροδεξιό Μπερλουσκόνι, που προσπαθούσε να «καπελώσει» τον σκληρό δεξιό Σαλβίνι της Λέγκας και την ακροδεξιά Μελόνι και το κόμμα της «Αδέλφια της Ιταλίας», αλλά κατέληξε, πριν από τον θάνατό του, συμπλήρωμα ενός κυβερνητικού σχήματος που κυριαρχείται από τη Μελόνι.

Ανησυχητικά είναι τα μηνύματα και από τη Γερμανία και τη Γαλλία. Στη Γερμανία οι Χριστιανοδημοκράτες έχουν εγκαταλείψει την πολιτική των ανοιχτών συνόρων και της ανοιχτής κοινωνίας που εφάρμοζε η Μέρκελ και έχουν μετακινηθεί προς τα δεξιά αυξάνοντας τη διαφορά που τους χωρίζει από το δεύτερο κόμμα που είναι το Σοσιαλδημοκρατικό. Ταυτόχρονα, όμως, παρατηρείται γύρω από το προσφυγικό-μεταναστευτικό μεγάλη άνοδος της ακροδεξιάς Εναλλακτική για τη Γερμανία η οποία έχει φτάσει δημοσκοπικά τους Σοσιαλδημοκράτες στη δεύτερη θέση.

Στη Γαλλία το προσφυγικό-μεταναστευτικό συνδυάζεται με τη γενικευμένη κοινωνική διαμαρτυρία που εκδηλώθηκε με αφορμή την αύξηση του ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης στα 64, με προϋποθέσεις που είναι εξαιρετικά δύσκολο να πληρούν οι περισσότεροι εργαζόμενοι.

Σύμφωνα με τους περισσότερους πολιτικούς αναλυτές, ωφελημένη από τη γενικευμένη δυσαρέσκεια είναι η Λεπέν, την οποία αντιμετωπίζουν σαν την ισχυρότερη υποψήφια για τις επόμενες προεδρικές εκλογές.

Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι η διαχείριση της ανησυχίας και του φόβου που συνδέεται με το προσφυγικό-μεταναστευτικό ωφελεί τα κεντροδεξιά, σκληρά δεξιά και ακροδεξιά κόμματα, παρά το γεγονός ότι, όταν αυτά είναι στην κυβέρνηση, σπάνια αντιμετωπίζουν με επιτυχία το εξαιρετικά σύνθετο ζήτημα.