Ο πόλεμος στην Ουκρανία αλλάζει την Ε.Ε. - Free Sunday
Ο πόλεμος στην Ουκρανία αλλάζει την Ε.Ε.
Οι συνέπειες θα είναι μαζί μας για δεκαετίες

Ο πόλεμος στην Ουκρανία αλλάζει την Ε.Ε.

Η εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία ήταν, σύμφωνα με τον σχεδιασμό του Πούτιν, μία «ειδική επιχείρηση» που θα κρατούσε μερικά 24ωρα. Ένα είδος επανάληψης της κατάληψης της Κριμαίας το 2014 και της σχεδόν αναίμακτης ενσωμάτωσής της στη Ρωσία.

Ύστερα από 110 μέρες ανελέητων συγκρούσεων, τα ρωσικά στρατεύματα έχουν καταλάβει ουκρανικά εδάφη μεγαλύτερα από την Ελλάδα και οι δύο πλευρές ετοιμάζονται για σύγκρουση που θα κρατήσει πολύ καιρό. Η Ρωσία θα πρέπει να αγωνιστεί σκληρά για να παγιώσει τα εδαφικά της κέρδη, ενώ η Ουκρανία είναι αποφασισμένη να διεκδικήσει όλα τα εδάφη που έχασε από το 2014 μέχρι σήμερα.

Έχουμε έναν πόλεμο διαρκείας στην καρδιά της Ευρώπης, ο οποίος αλλάζει με διάφορους τρόπους την Ε.Ε.

Οι σχέσεις με τη Ρωσία

Μία μεγάλη απώλεια του πολέμου είναι οι σχέσεις της Ε.Ε. των «27» με τη Ρωσία. Η ζημιά είναι τεράστια και μακροπρόθεσμη.

Οι Ευρωπαίοι θεωρούν πλέον τη Ρωσία επιθετική, αναθεωρητική δύναμη, η οποία τίναξε στον αέρα τη μεταπολεμική σταθερότητα.

Η κριτική των Ευρωπαίων δεν αφορά μόνο τον Πούτιν και το καθεστώς που έχει δημιουργήσει, αλλά γενικότερα το οικονομικό και πολιτικό σύστημα της μετακομμουνιστικής Ρωσίας.

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες και οι πολίτες βγάζουν τον λογαριασμό για όσα έχουν γίνει με ευθύνη της Ρωσίας από το 2008, οπότε άλλαξε η στρατηγική του Πούτιν, μέχρι σήμερα. Ο πόλεμος στη Γεωργία, που κόστισε σε αυτή τη χώρα το 20% των εδαφών της, η εισβολή στην Ουκρανία και η ενσωμάτωση της Κριμαίας το 2014, οι επιχειρήσεις αποσταθεροποίησης με λογική KGB, οι στοχευμένες δολοφονίες ακόμη και εντός της Ε.Ε., ο υβριδικός πόλεμος, η μετατροπή της ενέργειας σε οικονομικό όπλο και η αλυτρωτική στρατηγική έναντι των 25 εκατομμυρίων Ρώσων που βρέθηκαν με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης σε ξένες χώρες αποτελούν μερικές από τις επιλογές του ρωσικού καθεστώτος που κρίνονται απαράδεκτες.

Η ανοχή που έδειξαν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις έναντι της Ρωσίας μετά την έναρξη της αποσταθεροποίησης της Ουκρανίας το 2014 ανήκει πια οριστικά στο παρελθόν.

Προσωπικότητες όπως η καγκελάριος Μέρκελ, η οποία νόμιζε ότι μπορούσε να συνεννοηθεί με τον Πούτιν στη βάση του αμοιβαίου συμφέροντος, ή όπως ο πρώην καγκελάριος Σρέντερ, ο οποίος πρωταγωνίστησε στην ανάπτυξη της ενεργειακής συνεργασίας Γερμανίας - Ρωσίας και αναδείχθηκε σε κορυφαίο στέλεχος των ενεργειακών κολοσσών της Ρωσίας, θεωρούνται υπεύθυνοι για την ενίσχυση της Ρωσίας και του καθεστώτος Πούτιν και για την κλιμάκωση της επιθετικότητάς του.

Ακόμη και σε χώρες όπως η Ελλάδα, οι οποίες έχουν μία παραδοσιακά ρωσόφιλη κοινή γνώμη, παρατηρείται μεγάλη αλλαγή στην αντίληψη για τη σύγχρονη Ρωσία και επιδείνωση της προοπτικής της διμερούς συνεργασίας.

Η απομόνωση της Ρωσίας από την Ε.Ε. έχει ευρύτερες προεκτάσεις. Η Ευρώπη των πατρίδων από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια, που περιέγραφε ο στρατηγός Ντε Γκολ, σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τον διεθνή ρόλο της Γαλλίας και την ευρωπαϊκή αυτονομία από τις ΗΠΑ, έχει ξεπεραστεί από τις εξελίξεις. Η Ρωσία χωρίς ισχυρή ευρωπαϊκή διασύνδεση είναι υποχρεωμένη να στραφεί προς άλλες κατευθύνσεις και κυρίως προς την Κίνα για να αποφύγει την διεθνή απομόνωση και ό,τι αυτή συνεπάγεται. Η οικονομία της Κίνας είναι δεκαπλάσια σε μέγεθος από την οικονομία της Ρωσίας. Οι Κινέζοι στηρίζουν ήδη τον Πούτιν και το καθεστώς του, αλλά είναι βέβαιο ότι θα επιβάλουν τους δικούς τους όρους.

Πολωνία, Εσθονία, Λιθουανία, Λετονία

Με τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ενίσχυση της ρωσικής απειλής αναβαθμίζεται ο ρόλος της Πολωνίας, της Εσθονίας, της Λιθουανίας και της Λετονίας στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ.

Πρόκειται για χώρες που έχουν υποστεί τη ρωσική και τη σοβιετική κυριαρχία και είναι αποφασισμένες να αγωνιστούν για να υπερασπιστούν την εθνική ανεξαρτησία και την ελευθερία τους.

Είναι μαχητικές στην αντιπαράθεσή τους με τη Ρωσία και με τις παρεμβάσεις τους δίνουν τον τόνο στην αντίδραση της Ε.Ε. συνολικά.

Οι τρεις Δημοκρατίες της Βαλτικής έχουν τη μεγαλύτερη συμμετοχή στον εξοπλισμό της Ουκρανίας προκειμένου να αντέξει στις διαρκείς επιθέσεις των ρωσικών στρατευμάτων. Η Πολωνία κάνει ό,τι μπορεί για να βοηθήσει. Είναι χαρακτηριστικό ότι υποδέχεται με υποδειγματικό τρόπο εκατομμύρια Ουκρανούς που καταφεύγουν σε αυτήν σε αναζήτηση ασφάλειας. Στην προσφυγική, μεταναστευτική κρίση του 2015-2016 η Πολωνία ακολουθούσε μία αυστηρή πολιτική και δεν δεχόταν να συμβάλλει στην αντιμετώπιση της κρίσης. Τώρα, οικογένειες Πολωνών φιλοξενούν εκατοντάδες χιλιάδες Ουκρανούς, η τοπική αυτοδιοίκηση πρωταγωνιστεί στην υποδοχή τους και η Συντηρητική κυβέρνηση της χώρας έχει υιοθετήσει μια πολύ πιο φιλική στάση.

Ο πόλεμος προκαλεί και τη μετατόπιση του στρατηγικού κέντρου βάρους της Ε.Ε.

Η Γερμανία εξακολουθεί να είναι η μεγάλη οικονομική δύναμη της Ε.Ε. και το δίδυμο Γερμανίας - Γαλλίας να προσδιορίζει, σε μεγάλο βαθμό, τις πολιτικές εξελίξεις. Έχει ενισχυθεί όμως ο ρόλος της Πολωνίας και των τριών Δημοκρατιών της Βαλτικής, εφόσον οι θέσεις που είχαν για τον ρωσικό κίνδυνο δικαιώθηκαν από τις αρνητικές εξελίξεις.

Οι τέσσερις χώρες στηρίζονται στην αμερικανική αμυντική «ομπρέλα», στον ρόλο του ΝΑΤΟ και δεν εμπιστεύονται την ευρωπαϊκή άμυνα, ούτε τη λεγόμενη στρατηγική αυτονομία της Ε.Ε. έναντι των ΗΠΑ, η οποία υποστηρίζεται κυρίως από τη Γαλλία και την Ελλάδα.

Ο πρωθυπουργός της Πολωνίας, Μοραβιέτσκι, στηρίζει με δημόσιες δηλώσεις του την ηγεσία της Ουκρανίας και ασκεί κριτική στους ηγέτες της «παλιάς Ευρώπης», ιδιαίτερα στον Μακρόν, οι οποίοι θέλουν να διατηρήσουν την επικοινωνία με τον Πούτιν για να υπάρξει η δυνατότητα μελλοντικής συνεννόησης.

Στις χώρες που ανησυχούν ιδιαίτερα για την επιθετική στρατηγική της Ρωσίας ανήκουν και η Τσεχία, η Σλοβακία, η Ρουμανία και η Βουλγαρία. Μόνο η Ουγγαρία του Όρμπαν, από τις πρώην ανατολικές χώρες, έχει διαφοροποιηθεί υπέρ του Πούτιν, γεγονός που την έφερε σε αντιπαράθεση με την Πολωνία και οδήγησε στην αδρανοποίηση της ομάδας του Βίζεγκραντ, που αποτελείται από την Πολωνία, την Ουγγαρία, την Τσεχία και τη Σλοβακία.

Νέος γύρος διευρύνσεων

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δημιούργησε ευνοϊκό περιβάλλον για την προώθηση της διεύρυνσης της Ε.Ε.

Θεωρείται αναγκαία η διεύρυνση στα Δυτικά Βαλκάνια ξεκινώντας με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, προκειμένου να ελεγχθεί η ρωσική επιρροή στην περιοχή.

Η Σερβία είναι χώρα με προωθημένες διαπραγματεύσεις για ένταξη, αλλά οι διεθνοπολιτικές ευκολίες που πρόσφερε στη Ρωσία και τον Πούτιν, μετά την εισβολή στην Ουκρανία, είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσουν σε μια πιο αυστηρή αντιμετώπισή της από την Ε.Ε. των «27».

Έχει δημιουργηθεί επίσης πολιτική δυναμική υπέρ της διεύρυνσης προς την Ουκρανία, τη Μολδαβία και τη Γεωργία. Οι Ευρωπαίοι θέλουν να επιβραβεύσουν την Ουκρανία για τη δυναμική αντίστασή της στον ρωσικό επεκτατισμό και να συμβάλλουν στη μεταπολεμική ανοικοδόμησή της. Επιθυμούν επίσης να σταθεροποιήσουν τη Μολδαβία, η οποία μοιάζει με τον επόμενο στόχο του Πούτιν, εφόσον το πιο βιομηχανικά αναπτυγμένο τμήμα της, η Τρανσνίστρια –η οποία κατοικείται από ρωσόφωνους– αυτονομήθηκε αμέσως μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.

Η διεύρυνση της Ε.Ε. προς τα Δυτικά Βαλκάνια, την Ουκρανία, τη Μολδαβία και τη Γεωργία προσκρούει σε μεγάλες οικονομικές, πολιτικές και θεσμικές δυσκολίες, ενώ είναι βέβαιο ότι θα κλιμακώσει την αντιπαράθεση με τη Ρωσία.

Το πιθανότερο είναι η διεύρυνση να τεθεί σαν στόχος το άμεσο μέλλον, αλλά η διαδικασία των διευρύνσεων να πάρει 5, 10 ή και 15 χρόνια, ανάλογα με τη χώρα.

Από τη διαδικασία αυτή φαίνεται να αποκλείεται οριστικά η Τουρκία. Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και γενικότερα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς δεν υπάρχουν πλέον ισχυροί υποστηρικτές της διεύρυνσης προς την Τουρκία. Αυτό οφείλεται κυρίως στη συστηματική καταπάτηση των δημοκρατικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων από το καθεστώς Ερντογάν.

Αν κρίνουμε από την τελευταία έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τις σχέσεις Ε.Ε. - Τουρκίας, η κριτική επικεντρώνεται στην εσωτερική οργάνωση και την πολιτική του καθεστώτος της Τουρκίας και πολύ λιγότερο στον αναθεωρητισμό και τον επεκτατισμό της Τουρκίας.

Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι εξακολουθούν να μην πιστεύουν στην τουρκική απειλή, όπως ακριβώς δεν πίστευαν στη ρωσική απειλή.

Το κράτος Δικαίου

Ο πόλεμος στην Ουκρανία φέρνει με διάφορους τρόπους στην επικαιρότητα τα ζητήματα που έχουν σχέση με την τήρηση των κανόνων του κράτους Δικαίου.

Η αναμέτρηση με τη Ρωσία παρουσιάζεται από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σαν αντιπαλότητα μεταξύ του δημοκρατικού ευρωπαϊκού συστήματος και του ανελεύθερου καθεστώτος του Πούτιν. Επομένως, έχει ιδιαίτερη σημασία η τήρηση των ευρωπαϊκών κανόνων του κράτους Δικαίου για να τονίζονται η διαφορά και η ιδεολογική, πολιτική υπεροχή έναντι της επιτιθέμενης Ρωσίας.

Με τη στρατηγική αναβάθμιση της Πολωνίας στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ ενισχύθηκε ο πειρασμός να δοθεί άφεση αμαρτιών, μέσω της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στη Συντηρητική κυβέρνηση της Πολωνίας για τη συστηματική παραβίαση των κανόνων του κράτους Δικαίου, ιδιαίτερα σε θέματα που έχουν σχέση με τη Δικαιοσύνη.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει κρίνει απαράδεκτο τον τρόπο που εποπτεύει η κυβέρνηση της Πολωνίας τη Δικαιοσύνη, με το σκεπτικό ότι καταλήγει σε πολιτικό έλεγχό της. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Φον ντερ Λάιεν, παρέκαμψε τις αντιρρήσεις πολλών Επιτρόπων και ανακοίνωσε ότι ανοίγει ο δρόμος για τη χρηματοδότηση της Πολωνίας από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης.

Η πρωτοβουλία της Φον ντερ Λάιεν προκάλεσε αντιδράσεις ευρωβουλευτών της πολιτικής ομάδας Renew Europe, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να διευκρινίσει ότι δεν πρόκειται να υπάρξει χρηματοδότηση της Πολωνίας από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης προτού η κυβέρνησή της προσαρμοστεί στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.

Η διάσπαση του μετώπου πολωνικής και ουγγρικής κυβέρνησης γύρω από το θέμα της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία ενισχύει τις δυνατότητες των Βρυξελλών να μεγαλώσουν την πίεση για την τήρηση των κανόνων του κράτους Δικαίου από τον Όρμπαν και τον Κατσίνσκι.

Το θέμα των κανόνων του κράτους Δικαίου φέρνει στο προσκήνιο και η προοπτική των νέων διευρύνσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ουκρανία, πριν από τον πόλεμο, θεωρείτο μία από τις χώρες με το πιο διεφθαρμένο σύστημα εξουσίας στην Ευρώπη. Αυτό δεν έχει αλλάξει και είναι λογικό η Ε.Ε. να ζητήσει εντυπωσιακές βελτιώσεις σε θέματα του κράτους Δικαίου για να ανοίξει ο δρόμος στις διαπραγματεύσεις για την ένταξη στην Ε.Ε. Το ίδιο ισχύει για τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, όπου υπάρχει και μία ενδιαφέρουσα ελληνική διάσταση. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση των Δημοσιογράφων χωρίς Σύνορα, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 108η θέση επί συνόλου 180 χωρών σε ό,τι αφορά την ελευθερία των ΜΜΕ. Είναι πλέον τελευταία μεταξύ της Ε.Ε. των «27» και υστερεί έναντι της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας. Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του αμφισβητούν την εγκυρότητα της έκθεσης, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πολύ αρνητική αξιολόγηση της Τουρκίας από την έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου συμπεριλαμβάνει και ειδική παράγραφο με αναφορά στην ετήσια έκθεση των Δημοσιογράφων χωρίς Σύνορα, βάσει της οποίας η Τουρκία βρίσκεται στην 140η θέση σε ζητήματα ελευθερίας των ΜΜΕ.

Σε απλά ελληνικά, η κυβέρνηση θα πρέπει να βελτιώσει τις επιδόσεις της σε ζητήματα ελευθερίας των ΜΜΕ και κράτους Δικαίου, γιατί είναι λογικό να χρησιμοποιηθεί η Ελλάδα σαν παράδειγμα και μέτρο σύγκρισης με τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων που θέλουν να ενταχθούν στην Ε.Ε.

Η επιστροφή του πληθωρισμού

Ο πληθωρισμός άρχισε να κάνει απειλητική εμφάνιση στην Ε.Ε. από το περασμένο καλοκαίρι εξαιτίας ενός συνδυασμού δυναμικής ανάκαμψης της οικονομίας σε συνθήκες COVID-19, σοβαρών προβλημάτων στο διεθνές εμπόριο και τις αλυσίδες τροφοδοσίας και ανοδικής τάσης στις διεθνείς τιμές του πετρελαίου και κυρίως του φυσικού αερίου.

Ο πληθωρισμός είχε φτάσει σε υψηλά επίπεδα πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Αυτή όμως λειτούργησε καταλυτικά για να ενισχυθεί η ένταση και να μεγαλώσει η διάρκεια των πληθωριστικών φαινομένων.

Η εισβολή στην Ουκρανία και οι κυρώσεις που ακολούθησαν μπορεί να κοστίσουν στη Ρωσία 8%-10% του ΑΕΠ της. Η Ουκρανία καταστρέφεται οικονομικά, εφόσον βρίσκεται αντιμέτωπη με πτώση του ΑΕΠ κατά 40%-50%. Οι συνέπειες όμως είναι σημαντικές και για την Ε.Ε.

Οι ειδικοί και οι διεθνείς οργανισμοί αναθεωρούν συνεχώς προς τα κάτω τις εκτιμήσεις για την οικονομική ανάπτυξη στην Ε.Ε., ενώ το τελευταίο διάστημα ενισχύονται και οι προειδοποιήσεις για διαφαινόμενο στασιμοπληθωρισμό.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) καλείται να πάρει δύσκολες αποφάσεις για σταδιακή αύξηση των επιτοκίων, ώστε να συμβάλει στον έλεγχο του πληθωρισμού, χωρίς όμως να οδηγήσει την Ευρωζώνη σε ύφεση. Η πρόεδρος της ΕΚΤ, κα Λαγκάρντ, και το επιτελείο της, υποτίμησαν τον πληθωριστικό κίνδυνο. Τώρα δέχονται μεγάλη πίεση για να υιοθετήσουν μια σχετικά αυστηρή νομισματική πολιτική, υπογραμμίζουν όμως από την πλευρά τους ότι η υπερβολική αυστηρότητα –στα μέτρα της γερμανικής ή της ολλανδικής Κεντρικής Τράπεζας– μπορεί να οδηγήσει την ευρωπαϊκή οικονομία σε περιπέτειες.

Ιδιαίτερα λεπτή είναι η θέση της Ελλάδας, εφόσον τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας της και οι μεγάλες διαχειριστικές εκκρεμότητες που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια τη μετατρέπουν σε εύκολο στόχο των διεθνών αγορών σε περίπτωση που εκδηλωθεί νέα κρίση στην Ευρωζώνη.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ετήσιος πληθωρισμός ξεπέρασε το 11% και κινείται αρκετά πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Ενισχύεται από την αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου κατά 172% στη διάρκεια του δωδεκάμηνου και από το λάθος στρατηγικής σημασίας του μεγάλου ποσοστού της ηλεκτροπαραγωγής, 45%-50%, που στηρίζεται στο φυσικό αέριο. Δικαιολογημένη ανησυχία προκαλεί και η διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος κατά 50% τον Απρίλιο και κατά 70% το πρώτο τετράμηνο του 2022, σε σχέση με το πρώτο τετράμηνο του 2021.

Η μεγάλη διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος οφείλεται στην παραδοσιακή εξάρτησή μας από τα εισαγόμενα καύσιμα –που έγιναν πολύ ακριβότερα– αλλά και στην αύξηση του εμπορικού ελλείμματος –εκτός πετρελαιοειδών– λόγω του γενικότερου προβλήματος διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας.

Το επιτόκιο του δεκαετούς ομολόγου του Ελληνικού Δημοσίου έκανε άλμα πάνω από το 4% στέλνοντας μήνυμα ότι φτάνουμε στο τέλος της περιόδου των χαμηλών επιτοκίων. Πάντως, με εναρμονισμένο πληθωρισμό άνω του 10%, το πραγματικό επιτόκιο δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου είναι εντυπωσιακά αρνητικό.

Η Λαγκάρντ υπογραμμίζει ότι δεν πρόκειται να αφήσει αβοήθητες την Ελλάδα και κυρίως την Ιταλία, ενώ οι ευρωπαϊκοί θεσμοί υποστηρίζουν τη συνέχιση της χαλαρής εφαρμογής του Συμφώνου Σταθερότητας. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα έχει σοβαρές συνέπειες για την ευρωπαϊκή οικονομία, ιδιαίτερα για οικονομίες όπως η ελληνική με σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα.

Η πράσινη μετάβαση

Ο πόλεμος στην Ουκρανία έφερε στο προσκήνιο τη μεγάλη ενεργειακή εξάρτηση της Ε.Ε. από τη Ρωσία. Ύστερα από έξι δέσμες μέτρων με οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας αρχίζει να αναπτύσσεται δυναμική υπέρ της ευρωπαϊκής ενεργειακής απεξάρτησης από τη Ρωσία.

Η προσπάθεια αυτή όμως θα πάει σε βάθος χρόνου, θα έχει τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος και δεν είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.

Επιδίωξη της Ε.Ε. είναι να περιορίσει τις εισαγωγές πετρελαίου από τη Ρωσία κατά 70%-90% μέχρι τα τέλη του 2022 και στη συνέχεια ακόμη περισσότερο.

Οι ενεργειακές κυρώσεις αφορούν στο ρωσικό πετρέλαιο, γιατί θεωρείται πιο εύκολη η κάλυψη των αναγκών της Ε.Ε. από άλλους προμηθευτές. Το φυσικό αέριο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τους αγωγούς, όπου η Ρωσία έχει μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα στις υποδομές, ενώ το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LPG) δεν επαρκεί για την υποκατάσταση του ρωσικού φυσικού αερίου και είναι ακριβότερο.

Η σταδιακή ενεργειακή απεξάρτηση της Ε.Ε. από τη Ρωσία έχει σημαντικές συνέπειες για την ευρωπαϊκή οικονομία, αλλά δεν επηρεάζει –προς το παρόν– τη χρηματοδότηση του επιθετικού πολέμου που διεξάγει ο Πούτιν. Αντίθετα, η Ρωσία αύξησε θεαματικά τις εισπράξεις της από την Ε.Ε. –και φυσικά την Ελλάδα– κατά το πρώτο πεντάμηνο του 2022, από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Για να φανεί η οικονομική διαφορά θα χρειαστούν μερικά χρόνια και μέχρι τότε το γενικό αποτέλεσμα του πολέμου θα έχει διαμορφωθεί. Το ευρωπαϊκό εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο είναι σταδιακό και σε βάθος χρόνου. Στο φυσικό αέριο δεν υπάρχει εμπάργκο γιατί η γερμανική οικονομία έχει μεγάλη εξάρτηση από αυτό. Οι Ρώσοι απευθύνονται σε νέες αγορές –όπως της Ινδίας– προσφέροντας εκπτώσεις της τάξης του 30%, οι οποίες όμως δεν εξαφανίζουν την αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Επομένως, η χρηματοδότηση του επιθετικού πολέμου του Πούτιν πρέπει να θεωρείται εξασφαλισμένη. Αυτό φαίνεται και από την αύξηση των εισπράξεων σε συνάλλαγμα της Ρωσίας και οδηγεί στη διαρκή ανατίμηση του εθνικού νομίσματος που κάλυψε πλήρως τη μεγάλη πτώση των πρώτων ημερών του πολέμου.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου του 2022, αλλά το 2014 με αποτέλεσμα την ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσία και την αυτονόμηση μεγάλου μέρους του Ντονμπάς. Η Ε.Ε. αντέδρασε την περίοδο 2014-2022 με αναποτελεσματικές κυρώσεις, οι οποίες μάλιστα συνδυάστηκαν με την εντυπωσιακή ανάπτυξη της ενεργειακής συνεργασίας Ε.Ε. - Ρωσίας.

Ουσιαστικά, η Ε.Ε. των «27» και κυρίως η Γερμανία επιβράβευσαν το καθεστώς Πούτιν για την επεκτατική του πολιτική προσποιούμενες ότι εφαρμόζουν αποτελεσματικές οικονομικές κυρώσεις. Οι κυρώσεις υπονομεύτηκαν και από την άρνηση της Τουρκίας να τις εφαρμόσει και την οικονομική επιβράβευση του Ερντογάν, πάλι με πρωτοβουλία της Γερμανίας, με διάφορους τρόπους.

Επομένως, ο λογαριασμός που αντιμετωπίζουμε σήμερα δεν οφείλεται τόσο στις κυρώσεις που είμαστε υποχρεωμένοι να λάβουμε έναντι της επιτιθέμενης Ρωσίας, όσο στα λάθη στρατηγικής σημασίας που ακολούθησαν την αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας το 2014, με πρωτοβουλία της Ρωσίας.

Δημιουργείται τώρα δυναμική επιτάχυνσης της πράσινης μετάβασης στα πλαίσια του περιορισμού της εξάρτησης από ορυκτά καύσιμα που εισάγονται από τη Ρωσία. Ενισχύεται το οικονομικό, στρατηγικό κίνητρο για πιο γρήγορη πράσινη μετάβαση, αλλά πρόκειται για μια εξαιρετικά σύνθετη και δαπανηρή υπόθεση.

Η Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ψήφισε υπέρ του τερματισμού της παραγωγής αυτοκινήτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης μέχρι τα τέλη του 2035. Η ηλεκτροκίνηση είναι καλή για το περιβάλλον και τον περιορισμό της ενεργειακής εξάρτησης από τη Ρωσία, είναι όμως δαπανηρή στην εφαρμογή της για τη βιομηχανία και τους καταναλωτές, ενώ υπάρχει και ο κίνδυνος της εξάρτησης από την Κίνα, η οποία έχει φύγει μπροστά στην ηλεκτροκίνηση και ελέγχει σε παγκόσμιο επίπεδο την παραγωγή και την επεξεργασία πρώτων υλών στις οποίες στηρίζονται οι μπαταρίες και τα microchips.

Ανεξάρτητα από τις δυσκολίες, ο πόλεμος στην Ουκρανία μπορεί να αναδειχθεί σε καταλύτη σημαντικών αλλαγών στον ενεργειακό τομέα.

Η αλλαγή των Συνθηκών

Πριν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι μισές περίπου κυβερνήσεις της Ε.Ε. είχαν ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να δεχθούν οποιαδήποτε αλλαγή στις Συνθήκες.

Η μία κυβέρνηση ήθελε να αποφύγει οποιαδήποτε πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, άλλες ήθελαν να διατηρήσουν το φορολογικό συγκριτικό πλεονέκτημα, υπήρχαν κι εκείνες –μεταξύ των οποίων και η ελληνική– που δεν ήθελαν την κατάργηση του δικαιώματος του βέτο για ζητήματα Άμυνας και Ασφάλειας.

Οι αντιρρήσεις παραμένουν, παρά το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισε με ευρεία πλειοψηφία υπέρ της αλλαγής των Συνθηκών ύστερα από τη Σύνοδο για το Μέλλον της Ευρώπης που είχε τονισμένη τη λαϊκή συμμετοχή.

Όπως τόνισα στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, χωρίς αλλαγή των Συνθηκών δεν πάμε πουθενά. Ακόμη πληρώνουμε την απόρριψη του Ευρωσυντάγματος από τους Γάλλους και τους Ολλανδούς με δημοψηφίσματα το 2004. Έδωσα το παράδειγμα των δαπανών για την Άμυνα, οι οποίες είναι στο σύνολο της Ε.Ε. των «27» τριπλάσιες από τις ετήσιες δαπάνες της Ρωσίας. Όμως η έλλειψη κοινής ευρωπαϊκής Άμυνας δίνει το στρατιωτικό πλεονέκτημα στις δυνάμεις της Ρωσίας στον πόλεμο της Ουκρανίας.

Η Ουκρανία συνεχίζει να αντιστέκεται και η Ε.Ε. να αισθάνεται κάπως πιο άνετα με την αποφασιστική παρέμβαση των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου που δίνουν στην Ουκρανία το 80% της συνολικής στρατιωτικής βοήθειας.

Ένα από τα βασικά συμπεράσματα από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι ότι οι Ευρωπαίοι δεν πρέπει να βασίζουν τόσο πολύ την άμυνά τους στους Αμερικανούς.

Ο Μπάιντεν στέκεται στο ύψος των περιστάσεων, όμως οι Δημοκρατικοί πρόκειται να χάσουν τον έλεγχο της Γερουσίας και του Κογκρέσου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 2022, ενώ είναι πιθανόν να δούμε τον Τραμπ ή κάποιον άλλο με ανάλογα πολιτικά χαρακτηριστικά να επικρατεί στις προεδρικές εκλογές του 2024. Επομένως, όσοι υποστηρίζουμε ότι χρειαζόμαστε «περισσότερη Ευρώπη» δίνουμε την καλύτερη και ασφαλέστερη απάντηση στον ρωσικό επεκτατισμό.