Μητσοτάκης: Ένας λαϊκιστής με κοστούμι - Free Sunday
Μητσοτάκης: Ένας λαϊκιστής με κοστούμι
Εντυπωσιακή υποχώρηση της Ελλάδας στη διεθνή κατάταξη για τις οικονομικές ελευθερίες

Μητσοτάκης: Ένας λαϊκιστής με κοστούμι

Στις δημόσιες παρεμβάσεις του ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης φροντίζει να στέλνει μηνύματα υπέρ της απελευθέρωσης της οικονομίας από τα δεσμά του κράτους, υπέρ της ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας και της ανταγωνιστικότητας και υπέρ της αξιολόγησης των πάντων, συμπεριλαμβανομένου του εαυτού του.

Αυτή η δημόσια εικόνα, που υπήρξε ισχυρή κατά τα προηγούμενα χρόνια, ήταν ένα από τα βασικά πολιτικά του ατού έναντι του «επικίνδυνου» Τσίπρα και ηγετικών στελεχών που δεν έχουν δοκιμαστεί στην πράξη, όπως ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης.

Με το πέρασμα του χρόνου πολλοί αρχίζουν να διαπιστώνουν ότι άλλα περιγράφει ο Μητσοτάκης και ακριβώς τα αντίθετα πράττει.

Ινστιτούτο Fraser και ΚΕΦΙΜ

Σε αυτή την προσγείωση στη σκληρή πραγματικότητα συμβάλλει και η ετήσια έκθεση του καναδικού Ινστιτούτου Fraser για τον Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας.

Το καναδικό Ινστιτούτο μελετά την κατάσταση σε 165 χώρες, κάνει τις σχετικές συγκρίσεις και βγάζει την ετήσια κατάταξη. Αυτή έχει μεγάλη σημασία για τους υποψήφιους επενδυτές, γιατί τους δίνει μία τάξη μεγέθους για τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουν στην ανάπτυξη της οικονομικής, επιχειρηματικής τους δραστηριότητας.

Ο Δείκτης Οικονομικής Ελευθερίας μετρά τον τρόπο με τον οποίο οι πολιτικές και οι θεσμοί των 165 χωρών του Δείκτη υποστηρίζουν την Οικονομική Ελευθερία. Σημειώνεται ότι το Ινστιτούτο Fraser συνεργάζεται στην ετήσια μελέτη του με ένα δίκτυο ερευνητικών και εκπαιδευτικών ινστιτούτων από 100 χώρες.

Στην Ελλάδα, συνεργάτης του Ινστιτούτου Fraser είναι το ΚΕΦίΜ (Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών), ανεξάρτητος μη κομματικός, μη κερδοσκοπικός οργανισμός με έδρα την Αθήνα. Στόχος του ΚΕΦίΜ είναι η διεύρυνση των οικονομικών και ατομικών ελευθεριών των Ελλήνων μέσω της διάδοσης φιλελεύθερων ιδεών και της προβολής φιλελεύθερων προτάσεων.

Διαφορετική πραγματικότητα

Η τελευταία έκθεση του Ινστιτούτου Fraser για τον Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας σε 165 χώρες δείχνει μεγάλη υποχώρηση της Ελλάδας στη διεθνή κατάταξη. Η έκθεση βασίζεται σε στοιχεία του 2020, γεγονός που δείχνει ότι από το ξεκίνημα της τετραετίας Μητσοτάκη είχαμε περιορισμό των οικονομικών ελευθεριών παρά την επίσημη προπαγάνδα σύμφωνα με την οποία ο Μητσοτάκης είναι ένα είδος απελευθερωτή της οικονομίας.

Η αρνητική δυναμική έχει ενισχυθεί το 2021 και το 2022, γεγονός που αναμένεται να επηρεάσει την αξιολόγηση του Ινστιτούτου Fraser για τις επίσημες ετήσιες εκθέσεις.

Μέσα σε έναν χρόνο η Ελλάδα υποχώρησε 9 θέσεις στη διεθνή κατάταξη των οικονομικών ελευθεριών, στη θέση 85 επί συνόλου 165.

Βρίσκεται αμέσως πιο κάτω από τη Σερβία, χώρα των Δυτικών Βαλκανίων με κομμουνιστικό παρελθόν και στενές σχέσεις με τη Ρωσία του Πούτιν, η οποία φιλοδοξεί να ενταχθεί στην Ε.Ε.

Στη διεθνή κατάταξη της Οικονομικής Ελευθερίας η Ελλάδα βρίσκεται μία θέση πάνω από τη Σαουδική Αραβία, η οποία έχει ένα ιδιόμορφο καθεστώς αλλά καλύπτει τα όποια προβλήματα δημιουργεί η έλλειψη οικονομικών ελευθεριών με την τεράστια δύναμη που της δίνει η παγκόσμια πρωτιά στις εξαγωγές πετρελαίου.

Πιο σημαντικό για την οικονομική μας προοπτική είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα καταλαμβάνει και στο θέμα της Οικονομικής Ελευθερίας τη χειρότερη θέση ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. των «27». Δεύτερη χειρότερη είναι η Πολωνία, στην 80η θέση, η οποία εμφανίζει, όπως και η Ελλάδα, μεγάλη υποχώρηση στη διεθνή της κατάταξη. Η Πολωνία είναι πρώην κομμουνιστική χώρα, η οποία απελευθέρωσε με επιτυχία την οικονομία της και έχει καλύψει τεράστια αναπτυξιακή απόσταση. Τα τελευταία χρόνια όμως η προσπάθεια του υπερσυντηρητικού καθεστώτος να επιβάλει τον έλεγχό του στη Δικαιοσύνη, την έχει φέρει σε σύγκρουση με την Ε.Ε. και προκαλεί μεγάλες πολιτικές και οικονομικές εντάσεις.

Παγκόσμιοι πρωταθλητές στην Οικονομική Ελευθερία, όπως και στην προηγούμενη ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Fraser, αναδεικνύονται το Χονγκ Κονγκ στην 1η θέση και η Σιγκαπούρη στη 2η θέση.

Ακολουθούν Ελβετία, Νέα Ζηλανδία και 1η στην Ε.Ε. των «27» έρχεται η Δανία.

Οι ΗΠΑ καταλαμβάνουν την 7η θέση, η Ιαπωνία τη 12η, η Γερμανία την 25η, η Ιταλία την 44η, η Γαλλία την 54η.

Κάτω από την 85η θέση, που βρίσκεται η Ελλάδα, είναι η Ινδία (89η), η Ρωσία (94η), η Βραζιλία (114η) και η Κίνα (116η).

Η χαμηλή βαθμολογία της Κίνας δείχνει ότι μπορεί μια χώρα να επιτύχει status παγκόσμιας οικονομικής υπερδύναμης, χωρίς να έχει προχωρήσει στην απελευθέρωση της οικονομίας της.

Η Ελλάδα όμως δεν μπορεί να αποτελέσει εξαίρεση τύπου Κίνας, γιατί δεν έχει τις προϋποθέσεις και κυρίως λειτουργεί στο φιλελεύθερο ανταγωνιστικό περιβάλλον της Ε.Ε. των «27». Όσο πιο πίσω μένουμε από τους εταίρους και ανταγωνιστές μας σε ζητήματα Οικονομικής Ελευθερίας, τόσο πιο πιθανό είναι να μείνουμε ακόμη πιο πίσω στον ενδοευρωπαϊκό και στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.

Διαχρονικά, τα στοιχεία ενισχύουν αυτή την εκτίμηση. Από το 2000 η Ελλάδα έχει υποχωρήσει 50 θέσεις στη διεθνή κατάταξη της Οικονομικής Ελευθερίας. Αυτό σημαίνει ότι μπήκαμε στην ΟΝΕ σε αρκετά καλή θέση και με ευνοϊκή προοπτική, αλλά χάσαμε τον δρόμο μας και μείναμε πίσω από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες φρόντισαν να διορθώσουν πολλά από τα κακώς κείμενα της οικονομίας τους και να προσαρμοστούν στο ανταγωνιστικό περιβάλλον της Ευρωζώνης και της Ε.Ε.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στα 40 χρόνια της συμμετοχής μας στην ΕΟΚ - μετέπειτα Ε.Ε. - δεν μπορέσαμε να ξεπεράσουμε ούτε μία ευρωπαϊκή οικονομία και έχουμε μείνει τραγικά πίσω, στις τελευταίες θέσεις, με κατά κεφαλήν ΑΕΠ μόλις στα δύο τρίτα του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Είναι φανερή λοιπόν η σχέση Οικονομικής Ελευθερίας και οικονομικής απόδοσης και καταγράφονται ήδη τα αρνητικά αποτελέσματα της ουσιαστικά αντιφιλελεύθερης πολιτικής Μητσοτάκη.

Τεράστιο κράτος, ασφυκτικός έλεγχος

Η αξιολόγηση του Ινστιτούτου Fraser γίνεται με βάση τη βαθμολογία σε πέντε διαφορετικές ενότητες.

Η πρώτη έχει σχέση με το μέγεθος του κράτους σε σχέση φυσικά με την οικονομία. Η Ελλάδα βρίσκεται στην 153η θέση επί συνόλου 165 χωρών. Αυτό σημαίνει ότι η οικονομία της είναι πρακτικά αδύνατον να σηκώσει ένα τόσο μεγάλο κράτος, με υπέρογκες δαπάνες, ελλείμματα και αστρονομικό χρέος.

Στην αξιολόγηση του μεγέθους του κράτους πέσαμε πολύ από την πρώτη χρονιά της τετραετίας Μητσοτάκη. Ο πρόεδρος του ΚΕΦίΜ, Αλέξανδρος Σκούρας, δήλωσε σχετικά: «Η πτώση εννέα θέσεων που καταγράφει φέτος η Ελλάδα στον Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας μπορεί, ως ένα βαθμό, να οφείλεται στο μέγεθος της έκτακτης κρατικής στήριξης, για την ενίσχυση της οικονομίας, όμως σε κάθε περίπτωση είναι μία πολύ ανησυχητική εξέλιξη που πρέπει να λειτουργήσει ως συναγερμός για τους αρμόδιους για τη χάραξη πολιτικών και ευρύτερα τους πολίτες της χώρας.»

Σωστή είναι η επισήμανση του κ. Σκούρα, μόνο που δεν μας βγάζει από τη δύσκολη θέση. Την πανδημία αντιμετώπισαν και οι άλλες 26 χώρες της Ε.Ε. με αναγκαστική αύξηση των δημοσίων δαπανών και του δημόσιου χρέους. Φρόντισαν όμως να μην ξεφύγουν από κάποια όρια, για να μην μετατραπεί το τεράστιο κράτος σε βαρίδι για την οικονομία.

Αντίθετα, ο Μητσοτάκης, το Μαξίμου και το οικονομικό επιτελείο έστησαν ένα «πάρτι» δημοσίων δαπανών, διαπλοκής και εξυπηρέτησης εκλογικής πελατείας που κόστισε πάνω από 40 δισ. Οι δαπάνες ήταν σε πολλές περιπτώσεις οριζόντιες, αχρείαστες και οδήγησαν κράτος και δημόσιο χρέος σε μεγαλύτερα μεγέθη.

Με το παρελθόν που έχει η χώρα μας, η οποία χρεοκόπησε εξαιτίας του υπέρογκου κράτους και δημόσιου χρέους, είναι φανερό ότι ο κ. Μητσοτάκης έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός και αποτελεσματικός.

Η δεύτερη ενότητα έχει σχέση με το κράτος Δικαίου και τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα, όπου η Ελλάδα καταλαμβάνει τη 54η θέση επί συνόλου 165 χωρών.

Στην τρίτη ενότητα, «πρόσβαση σε ισχυρό νόμισμα», βρισκόμαστε στην 75η θέση.

Πολύ καλά πάμε στην ελευθερία στο διεθνές εμπόριο, που καταλαμβάνουμε την 18η θέση. Το πρόβλημα είναι ότι ο πρωταγωνιστικός μας ρόλος στην απελευθέρωση του εμπορίου, μέσω της συμμετοχής μας στην Ε.Ε., δεν οδηγεί αυτόματα στην οικονομική και εμπορική επιτυχία. Το εμπορικό μας έλλειμμα και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών βρίσκονται σε φάση επικίνδυνης αύξησης, αν και τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην τελευταία έκθεση του Ινστιτούτου Fraser είναι του 2020, πολύ καλύτερα από τα στοιχεία του 2022.

Η πέμπτη ενότητα έχει σχέση με το ρυθμιστικό περιβάλλον στην τραπεζική πίστη, τα εργασιακά και την επιχειρηματικότητα. Όλα αυτά, τα οποία υποτίθεται ότι συγκαταλέγονται στα ισχυρά σημεία του κ. Μητσοτάκη, πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Το αποτέλεσμα είναι η Ελλάδα να καταλαμβάνει σε αυτή την ενότητα την 143η θέση επί συνόλου 165. Λίγο πιο κάτω βρίσκονται χώρες σαν την Αργεντινή, τη Συρία, τη Ζιμπάμπουε, το Σουδάν και τη Βενεζουέλα, στο άκουσμα των οποίων οι περισσότεροι επενδυτές ψηφίζουν με τα πόδια τους.

Αυτό σημαίνει ότι το ρυθμιστικό περιβάλλον θεωρείται από τους ξένους αξιολογητές στημένο, ελεγχόμενο, αντιεπενδυτικό και αντιπαραγωγικό.

Θεωρώ ότι το 2021 και το 2022 μπορεί η τάση να είναι ακόμη χειρότερη σε αυτή την ενότητα, εφόσον έχει στηθεί ένας σκληρός μηχανισμός στο Μαξίμου που προωθεί και επιβραβεύει συγκεκριμένα συμφέροντα και οργανώνει τον οικονομικό αποκλεισμό όσων δεν θεωρεί φιλικά προς αυτό.

Η μεγάλη μπλόφα

Ο Μητσοτάκης επωφελείται από μία μεγάλη μπλόφα διαρκείας, που έχει διαμορφώσει την κοινή γνώμη στην κατεύθυνση ότι η ΝΔ είναι εγγύηση αποτελεσματικής διαχείρισης και σταδιακού και λογικού περιορισμού του κράτους.

Αυτό δεν προκύπτει από πουθενά. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έκανε μία προσπάθεια βελτίωσης της πολιτικής που εφάρμοζε ο Ανδρέας Παπανδρέου, εμποδίστηκε όμως από τις αντιδράσεις στο εσωτερικό της ΝΔ. Στο τέλος, όταν πια είχε χαθεί το πολιτικό παιχνίδι, κατέφυγε στις γνωστές μεθοδεύσεις - για παράδειγμα στην προεκλογική πρόσληψη χιλιάδων στη ΔΕΗ - που συμβάλλουν στην αύξηση των δαπανών, του ελλείμματος, του κράτους και του δημόσιου χρέους.

Η περίοδος Σημίτη ήταν ποιοτικά ανώτερη από οικονομική και δημοσιονομική άποψη παρά τη νομή της εξουσίας από διεφθαρμένους υπουργούς και φυσικά διαπλεκόμενη αύξηση των δαπανών για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και τα σχετικά έργα υποδομής.

Ακολούθησε η περίοδος Καραμανλή, η οποία χαρακτηρίστηκε - ιδιαίτερα από το 2007 ως το 2009 - από έκρηξη δαπανών, ελλειμμάτων και χρέους και οδήγησε τελικά στη χρεοκοπία του Ελληνικού Δημοσίου. Ακόμη και το σκάνδαλο της Novartis και του πολλαπλασιασμού της φαρμακευτικής δαπάνης σε αυτή την περίοδο εντάσσεται από διαχειριστική άποψη.

Κι ενώ η ΝΔ ήταν εντυπωσιακά εκτεθειμένη για τη συμβολή της στη χρεοκοπία της χώρας, έπεσε στα μαλακά - από πολιτική άποψη - για διάφορους λόγους. Ο Γιώργος Παπανδρέου δεν ήταν διαχειριστική συνέχεια του Κώστα Σημίτη και κατέρρευσε πολιτικά κάτω από το βάρος της κρίσης. Στη συνέχεια το ΠΑΣΟΚ έχασε την πολιτική του αυτονομία και μετατράπηκε σε μικρότερο εταίρο μνημονιακών κυβερνήσεων. Επομένως, μοιράστηκε το κόστος χωρίς να μπορεί να κάνει τη διαφορά.

Για καλή τύχη της ΝΔ ήρθε στη συνέχεια η κυβέρνηση Τσίπρα να αμφισβητήσει τους κανόνες λειτουργίας της Ευρωζώνης και τη συμμετοχή μας σε αυτήν. Προέκυψε λοιπόν ένα μεγαλύτερος κίνδυνος διεθνούς απομόνωσης και απόλυτης εξουθένωσης της οικονομίας, ο οποίος τρόμαξε τον κόσμο και έκανε πολλούς να ξεχάσουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο της ΝΔ στη χρεοκοπία της χώρας.

Στη συνέχεια, ο Τσίπρας, με τη βοήθεια του Τσακαλώτου, έβαλαν τάξη στην οικονομία. Μετά τη στροφή του 2015 και την εξουδετέρωση Βαρουφάκη, εφάρμοσαν με εντυπωσιακή συνέπεια την ευρωπαϊκή πολιτική που απέρριπταν.

Έτσι φτάσαμε στην εξαφάνιση των δίδυμων ελλειμμάτων της ΝΔ που τόσο συνέβαλαν στην κρίση υπερχρέωσης και την χρεοκοπία. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών περιορίστηκε κάτω από το 2% του ΑΕΠ, ενώ είχαμε θηριώδη πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, ακόμη και δημοσιονομικό πλεόνασμα στη θέση του σημαντικού δημοσιονομικού ελλείμματος.

Αυτή η εντυπωσιακή βελτίωση δεν πέρασε στην κοινή γνώμη, γιατί τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ δυσκολεύονταν να εξηγήσουν στην εκλογική και κοινωνική βάση την πολιτική στροφή που πραγματοποίησαν. Την επικοινωνιακή αποτυχία συμπλήρωσε η δύσκολη σχέση Τσίπρα-Τσακαλώτου, που είχε σαν αποτέλεσμα να μην υπερασπίζεται συστηματικά ο τελευταίος τις επιδόσεις της περιόδου κατά την οποία ήταν επικεφαλής του οικονομικού επιτελείου.

Μία από τα ίδια

Η ευκολία με την οποία η ΝΔ ξέφυγε από τις πολιτικές συνέπειες του διαχειριστικού παρελθόντος της δημιούργησε κίνητρο για την επανάληψη των ίδιων απαράδεκτων πολιτικών και καταστάσεων.

Από την πρώτη μέρα του σχηματισμού της κυβέρνησης Μητσοτάκη φάνηκε το διαχειριστικό ξεχείλωμα, το οποίο όμως καλύφθηκε προσωρινά πίσω από το «επιτελικό κράτος», το οποίο υποτίθεται ότι θα έβαζε τέλος στις παθογένειες του παρελθόντος.

Το υπουργικό συμβούλιο είχε 40 μέλη επί Σαμαρά, πλησίασε τα 50 επί Τσίπρα και ξεχείλωσε στα 60 επί Μητσοτάκη. Οι δαπάνες στο Μαξίμου πολλαπλασιάστηκαν, όπως και οι μετακλητοί υπάλληλοι, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας «Λευκός Οίκος» που καπέλωνε συστηματικά την πλαδαρή κυβέρνηση και την παραγκωνισμένη δημόσια διοίκηση, συμβάλλοντας έτσι στην αύξηση των προβλημάτων, των δαπανών και των ελλειμμάτων.

Ακόμη και η επιλογή των δύο βασικών οικονομικών υπουργών έδειχνε τις λάθος προτεραιότητες του Κυριάκου Μητσοτάκη. Στο υπουργείο Οικονομίας τοποθέτησε τον Σταϊκούρα - «βετεράνο» της πολιτικής που οδήγησε στη χρεοκοπία του Δημοσίου - και τον Σκυλακάκη - άνθρωπο της «οικογένειας» - που ήταν βέβαιο ότι θα εφάρμοζε συγκεκριμένες προτεραιότητες στην κατανομή κονδυλίων και διευκολύνσεων.

Η πανδημία και στη συνέχεια η ενεργειακή κρίση πρόσφεραν τη δυνατότητα στην κυβέρνηση Μητσοτάκη να καλύψει για ένα διάστημα τις παλιές αποτυχημένες συνταγές με νέες δικαιολογίες.

Ο COVID-19 οδήγησε στην πελατειακή, προεκλογική κατανομή 40 δισ. ευρώ. Η ενεργειακή κρίση έδωσε ευκαιρία για νέες δαπάνες, πολλές από τις οποίες κατευθύνθηκαν σε λάθος σκοπό. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα δισ. που δαπανώνται από τον κρατικό προϋπολογισμό για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης πηγαίνουν κυρίως στην επιδότηση της κερδοσκοπίας του λόμπι.

Εδώ βλέπουμε τον συνδυασμό τεράστιου κράτους και στημένου ρυθμιστικού περιβάλλοντος, που οδηγεί στη μεγάλη υποχώρηση της Ελλάδας στη διεθνή κατάταξη για την οικονομική ελευθερία.

Ο λαϊκισμός του Μητσοτάκη φοράει κοστούμι και γι’ αυτό είναι πιο επικίνδυνος από οικονομική και πολιτική άποψη. Πίσω από μία εικόνα αξιοπιστίας και αποτελεσματικότητας την οποία καλλιεργεί με τη βοήθεια του ελέγχου των περισσότερων ΜΜΕ κρύβονται αποτυχημένες πολιτικές που οδηγούν στα γνωστά αποτελέσματα.  

Ο επιθετικός λαϊκισμός του φάνηκε και στην ομιλία του στη ΔΕΘ.

Πανηγύρισε την αύξηση των εξαγωγών, ξέχασε όμως να πει ότι η αύξηση των εισαγωγών είναι πολύ μεγαλύτερη, με αποτέλεσμα να πηγαίνουμε για αύξηση του εμπορικού ελλείμματος το 2022 κατά 70% σε σχέση με το 2021.

Εμφάνισε μια εικόνα εξωστρέφειας της οικονομίας, αλλά δεν είπε τίποτα για το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο ήταν γύρω στο 2% του ΑΕΠ επί Τσίπρα, ανέβηκε στο 6% επί Μητσοτάκη και μπορεί να φτάσει στο 9% ως 10% του ΑΕΠ το 2022.

Θριαμβολόγησε για τη μεγάλη μείωση του δημόσιου χρέους σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ εξαιτίας και του εντυπωσιακού πληθωρισμού, χωρίς να εξηγήσει φυσικά ότι επί των ημερών του προηγήθηκε νέα μεγάλη αύξηση του δημόσιου χρέους σε απόλυτους αριθμούς και σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ.

Το οικονομικό αδιέξοδο των μικρομεσαίων και το νέο ρεκόρ του ιδιωτικού χρέους το μετέτρεψε και αυτό σε νέο «θρίαμβο» μείωσης των κόκκινων δανείων των τραπεζών μέσω των funds.

Ακόμη και την επιστροφή σε σημαντικά δημοσιονομικά ελλείμματα κατά τη διάρκεια της τετραετίας του, την εμφάνισε σαν ένα είδος επιτυχίας που οφείλεται στη μεγάλη αύξηση των φορολογικών εσόδων εξαιτίας του υψηλού ρυθμού ανάπτυξης το 2021 και το 2022. Παρέλειψε φυσικά τη μεγάλη πτώση της οικονομίας το 2020, που ήταν λίγο μεγαλύτερη από την ανάκαμψη του 2021. Ούτε αναφέρθηκε στην πληθωριστική διάσταση της ανάπτυξης του 2022 που την κάνει μη βιώσιμη σε συνθήκες μεγάλης αύξησης των διεθνών επιτοκίων και επανεμφάνισης των ελλειμμάτων και του αυξανόμενου χρέους που περιορίζουν την εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία.

Ο λαϊκισμός με κοστούμι του Μητσοτάκη αρχίζει να αναπαράγει, σε διαφορετικές συνθήκες, προβλήματα που νομίζαμε ότι είχαμε αφήσει οριστικά πίσω μας με την εφαρμογή των μνημονίων.