Η οικονομία σε νέα κρίση διαρκείας - Free Sunday
Η οικονομία σε νέα κρίση διαρκείας
Κίνδυνος για ιταλικό ντόμινο σε βάρος της Ελλάδας

Η οικονομία σε νέα κρίση διαρκείας

Η ελληνική οικονομία μπαίνει σε νέα περίοδο κρίσης σε εξαιρετικά σύνθετες διεθνείς, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες.

Η Ελλάδα είναι συνηθισμένη στα δύσκολα και έχει περάσει από δοκιμασίες τις οποίες είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα άντεχαν καλύτερα οργανωμένες και πιο αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες.

Μεγάλη διάρκεια

Όμως η ταλαιπωρία της ελληνικής οικονομίας και της κοινωνίας έχει ιδιαίτερα μεγάλη διάρκεια, και αυτό μπορεί να επιβαρύνει τη διαχείριση της νέας κρίσης.

Από το 2010 εφαρμόζονται διάφορα μέτρα προσαρμογής και λιτότητας που περνάνε στην καθημερινότητα των πολιτών. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η αγοραστική δύναμη του μέσου νοικοκυριού εξακολουθεί να είναι γύρω στο 30% κάτω από τα προ κρίσης του 2008 επίπεδα.

Από το 2010 μέχρι και το 2016 η προσαρμογή ήταν ιδιαίτερα αυστηρή μέσα από τρία μνημόνια. Η περίοδος 2017-2019 ήταν αρκετά καλή σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια και όλα έδειχναν ότι θα πηγαίναμε σε σταθερή βελτίωση της κατάστασης.

Ήρθε όμως η πανδημία το 2020 να ανατρέψει ξανά τους υπολογισμούς. Η διετία 2020-2021 ήταν διετία μηδενικής ανάπτυξης, μεγάλης αύξησης του δημόσιου χρέους, των δημόσιων δαπανών, του κρατισμού, του κομματισμού και της διαπλοκής.

Το 2022 αποδεικνύεται έτος εντυπωσιακής ανάπτυξης, πάνω από 5%. Η καλή πορεία της οικονομίας οφείλεται στην ανάταση του διεθνούς τουρισμού ύστερα από τους περιορισμούς της πανδημίας, στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης που στηρίζεται στα 40 δισ. που μοίρασε η κυβέρνηση –σε πολλές περιπτώσεις οριζόντια– και στη σημαντική αύξηση των επενδύσεων.

Η εικόνα των επενδύσεων όμως είναι πολύ πιο σύνθετη από το success story που προσπαθεί να παρουσιάσει η κυβέρνηση. Παρά την αύξησή τους παραμένουν πολύ κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ και έχουν αρκετά προβλήματα στη σύνθεσή τους. Ανέβηκαν οι επενδύσεις στην οικοδομή, το real estate, όπως επίσης και στον τουρισμό εφόσον, σύμφωνα με δήλωση του υπουργού Τουρισμού Β. Κικίλια, 8 στις 10 επενδύσεις έχουν σχέση με τον τουρισμό. Επιπλέον, οι ξένες άμεσες επενδύσεις που δείχνουν εμπιστοσύνη στην οικονομία δεν είναι πάντα ποιοτικές, αναπτυξιακές. Χαρακτηριστική η περίπτωση των ξένων funds που μπήκαν στη ΔΕΗ, τα οποία οι καταναλωτές ηλεκτρικού ρεύματος θα θυμούνται για δεκαετίες. Η είσοδός τους στο μετοχικό κεφάλαιο της ΔΕΗ συνδυάστηκε με την επιβολή της λεγόμενης ρήτρας προσαρμογής, η οποία τους εξασφάλισε τα λεγόμενα ουρανοκατέβατα κέρδη. Ακολούθησε η απευθείας επιδότηση της κερδοσκοπίας στον ενεργειακό τομέα με δισεκατομμύρια από τον κρατικό προϋπολογισμό. Τα περισσότερα από αυτά προέκυψαν από την πληθωριστική υπεραπόδοση των έμμεσων φόρων, δηλαδή από τη σκληρή φορολογία της λαϊκής κατανάλωσης.

Έχουμε περάσει, λοιπόν, σαν οικονομία και σαν κοινωνία το στάδιο όπου μία μεγάλη άμεση ξένη επένδυση θεωρείται εξ ορισμού καλή για την αναπτυξιακή προοπτική μας.

Το κρίσιμο ερώτημα, λοιπόν, είναι τι θα ακολουθήσει το πολύ καλό 2022.

Μήνυμα προσγείωσης

Το πρώτο μήνυμα σκληρής προσγείωσης έστειλαν οι αναλυτές της Moody’s, με την εκτίμηση που έκαναν για την προοπτική της ελληνικής οικονομίας.

Ύστερα από το πολύ καλό 2022, προβλέπουν μείωση της οικονομικής ανάπτυξης στο 1,8% το 2023 και στο 1,2% μεσοπρόθεσμα σε ετήσια βάση.

Οι ειδικοί της Moody’s θεωρούν ότι τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας θα συνδυαστούν με το δημογραφικό μας πρόβλημα και την επιδείνωση της διεθνούς οικονομίας, για να επιστρέψουμε σε πολύ μέτρια αποτελέσματα.

Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας εδώ και 40 χρόνια είναι ότι επιτυγχάνει ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης γύρω στο 1%. Το ποσοστό είναι πολύ χαμηλό για να στηρίξει την άνοδο του βιοτικού επιπέδου, να διευκολύνει τη διαχείριση του υπέρογκου δημόσιου χρέους και για να αντέξουμε στον σκληρό ενδοευρωπαϊκό και διεθνή ανταγωνισμό.

Δεν κουράζομαι να επαναλαμβάνω ότι στα 40 χρόνια που είμαστε μέλος της ΕΟΚ –μετέπειτα Ε.Ε.– δεν καταφέραμε να περάσουμε ούτε μία οικονομία κράτους-μέλους, ενώ μας πέρασαν πάρα πολλές με αποτέλεσμα να είμαστε στους τρεις τελευταίους της Ε.Ε. των «27».

Το εκπληκτικό είναι ότι η εθνική οικονομική πανωλεθρία μας συνδυάζεται με τη διαχρονική θριαμβολογία των κυβερνήσεων για «ποταμό» κονδυλίων, αναπτυξιακά «άλματα» και «απογειώσεις» που υποτίθεται μας κάνουν πρωταθλητές στην ανάπτυξη.

Και η τετραετία που διανύουμε είναι από οικονομική άποψη κάτω του μετρίου, όπως σχεδόν όλες οι προηγούμενες. Τα δύο πρώτα χρόνια είχαμε μηδενική ανάπτυξη εξαιτίας της πανδημίας, ο τρίτος χρόνος εμφανίζει δυναμική ανάπτυξη άνω του 5% και ο τέταρτος χρόνος ξεκινά με εκτίμηση για ανάπτυξη 1,8%, η οποία είναι εξαιρετικά πιθανό να αναθεωρηθεί προς τα κάτω.

Ο αναπτυξιακός πρωταθλητισμός βρίσκεται μόνο στην προπαγάνδα του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης. Ο πρωταθλητισμός όμως στην αύξηση του δημόσιου χρέους, των δημόσιων δαπανών και του εξωτερικού ελλείμματος είναι πραγματικός και οι συνέπειες θα είναι μαζί μας για πολλά χρόνια.

Τα νέα προβλήματα

Μπαίνουμε στη νέα κρίση με νέα προβλήματα που περιορίζουν τις δυνατότητες αντίδρασής μας σε αυτήν.

Όπως επισημαίνει η Moody’s, στο δημογραφικό πηγαίνουμε από το κακό στο χειρότερο, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά την αναπτυξιακή μας προοπτική.

Η έκθεση Λύτρα τεκμηριώνει την αποτυχία της κυβέρνησης και των αρμοδίων να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την πανδημία.

Παρουσιάζει μία εξαιρετικά αρνητική εικόνα –ειδικά για την περίοδο Σεπτέμβριος 2021-Μάρτιος 2022– κατά την οποία είχα κλιμακώσει την κριτική μου στην κυβέρνηση, σε σχέση με την πανδημία.

Η χαλάρωση των μέτρων έστειλε υπερβολικά πολλούς στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ). Παρά τις κυβερνητικές διαβεβαιώσεις, οι ΜΕΘ ήταν υποστελεχωμένες –ιδιαίτερα στα περιφερειακά νοσοκομεία– και δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στην αποστολή τους. Από τους 14.000 που εισήχθησαν στις ΜΕΘ, πέθαναν –σύμφωνα με την έκθεση του καθηγητή Λύτρα– γύρω στο 75%, ένα πραγματικά εφιαλτικό ποσοστό. Από τους περισσότερους από χίλιους που ασθένησαν βαριά, αλλά δεν μπήκαν για διάφορους λόγους στις ΜΕΘ, πέθαναν το 98%.

Έχουμε να κάνουμε με μία εθνική τραγωδία την οποία εγώ χαρακτηρίζω Μάτι x 100. Η μεγάλη διαφορά είναι ότι η καταστροφή στο Μάτι ήρθε ξαφνικά, χωρίς να προλάβουμε να αντιδράσουμε, ενώ η καταστροφή στις ΜΕΘ και εκτός ΜΕΘ το 2021 και το 2022 ήρθε στον δεύτερο και στον τρίτο χρόνο της πανδημίας, με την κυβέρνηση να δείχνει εγκληματική αδράνεια, παρά τις προειδοποιήσεις των ειδικών και τον δημόσιο πολιτικό διάλογο που είχε αναπτυχθεί. Θυμάμαι ότι η περιθωριοποίησή μου στη ΝΔ –με πρωτοβουλία Μητσοτάκη και Δημητριάδη– και η εξαφάνισή μου από τα «συστημικά» ΜΜΕ ξεκίνησε το φθινόπωρο του 2020, όταν είχα επισημάνει ότι τα μεγάλα κενά στην πολιτική αντιμετώπισης της πανδημίας θα έθεταν σύντομα σε κίνδυνο τις επιτυχίες που είχαμε σημειώσει το πρώτο εξάμηνο της πανδημίας.

Από τους περισσότερους από 33.000 θανάτους λόγω της πανδημίας, 10.000-15.000 θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί με μία σοβαρή, συστηματική προσπάθεια.

Χάσαμε 5.000 από την πανδημία το 2020, το 2021 χάσαμε 16.000 και έχουμε ήδη χάσει 12.000 το 2022. Οι απώλειες αυτές συμβάλλουν στο ρεκόρ θανάτων που σημειώνεται από χρόνο σε χρόνο με βασική αιτία την αρνητική δημογραφική δυναμική.

Η απουσία ολοκληρωμένης οικογενειακής, κοινωνικής πολιτικής συνεχίστηκε αυτή την τετραετία δίνοντας εξαιρετικά αρνητικά δημογραφικά αποτελέσματα. Ο αριθμός των θανάτων ξεπερνάει πλέον κατά πολύ τον αριθμό των γεννήσεων, με αποτέλεσμα τη βιολογική μείωση του πληθυσμού με ρυθμό πάνω από 50.000 τον χρόνο. Δεν χρειάζεται να έχεις την πληροφόρηση της Moody’s για να καταλήξεις στο συμπέρασμα ότι το δημογραφικό αδιέξοδο περνάει –με το πέρασμα του χρόνου– στην οικονομία και στην κοινωνία.

Το ζήτημα του χρέους

Τα τελευταία χρόνια αυξήθηκε ξανά το χρέος του Ελληνικού Δημοσίου. Η κυβέρνηση μοίρασε 40 δισ. στο όνομα της καταπολέμησης των συνεπειών της πανδημίας. Ένα σημαντικό μέρος αυτού του ποσού μοιράστηκε οριζόντια, το πήραν δηλαδή πολλοί που δεν το είχαν τόσο ανάγκη. Πολλά χρήματα δόθηκαν με ψηφοθηρικά ή τοπικά κριτήρια.

Η μεγάλη αύξηση, πρώτα των ιδιωτικών καταθέσεων και στη συνέχεια της ιδιωτικής κατανάλωσης, οφείλεται και στην πολιτικά ιδιοτελή γενναιοδωρία των κυβερνητικών παραγόντων. Τα περί δημοσιονομικής εξυγίανσης και περιορισμού του δημόσιου χρέους μπήκαν ξανά στο χρονοντούλαπο, αυτή τη φορά στο όνομα της αντιμετώπισης της πανδημίας.

Η σταθερή και άνετη πρωτιά της ΝΔ στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε αυτά τα 40 δισ. Το πρόβλημα είναι ότι το δημόσιο χρέος αυξήθηκε ξανά, ξεπέρασε για ένα διάστημα το ψυχολογικό φράγμα του 200% του ΑΕΠ και στη συνέχεια υποχώρησε γύρω στο 190% του ΑΕΠ με τη βοήθεια του εξαιρετικά υψηλού πληθωρισμού.

Η Ελλάδα δεν κινδυνεύει με κρίση χρέους, όπως το 2009-2010, αλλά θα δυσκολευτεί πολύ στη μεσομακροπρόθεσμη διαχείρισή του καθώς θα σταματάει η δανειοδότησή της με προνομιακά επιτόκια από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) και θα υποχρεώνεται να βγαίνει στις αγορές για να ανανεώσει τα δάνεια με τα επιτόκια των αγορών.

Το θέμα αυτό θα κυριαρχήσει τις επόμενες τετραετίες, δημιουργεί όμως την εικόνα μιας οικονομίας με υπέρογκο χρέος και χρονικά περιθώρια που εξαντλούνται.

Αν προσθέσουμε τη γενική διεθνή τάση αύξησης των επιτοκίων προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός που έχει ξεφύγει, καταλαβαίνουμε ότι το ιδιωτικό χρέος θα υποφέρει στο άμεσο μέλλον από τα υψηλά επιτόκια. Έχει αρχίσει ήδη το φρενάρισμα της πραγματικής οικονομίας λόγω υψηλών επιτοκίων στα επιχειρηματικά και στεγαστικά δάνεια και θα γίνει πολύ πιο έντονο όταν έρθουν οι πρώτες αποφάσεις των Βρυξελλών για ένα σφίξιμο της ζώνης προκειμένου να διασφαλιστεί η μεσομακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους.

Με τους χειρισμούς της, η κυβέρνηση Μητσοτάκη φαίνεται να έχει εξασφαλίσει εκλογικά ποσοστά της τάξης του 35%, έχοντας δημιουργήσει όμως πρόσθετα προβλήματα στην οικονομία. Όλα δείχνουν ότι θα σημειωθεί πραγματική επιδείνωση της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης στο άμεσο μέλλον, πιθανότατα αμέσως μετά τις βουλευτικές εκλογές, οπότε θα φανεί το ύψος του νέου λογαριασμού.

Το ζήτημα του πληθωρισμού

Η νέα προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας θα γίνει σε δύσκολες συνθήκες εξαιτίας του εξαιρετικά υψηλού πληθωρισμού. Μέχρι τα τέλη του 2021 το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης εκτιμούσε τον πληθωρισμό για το 2022 στο… 0,8%. Ο ετήσιος πληθωρισμός βρίσκεται ήδη στο 11% με ανοδική τάση.

Το οικονομικό επιτελείο επανέρχεται στις εξωφρενικά αισιόδοξες προβλέψεις και εκτιμά τον πληθωρισμό για το 2023 στο 3%.

Οι εκτιμήσεις αυτές έχουν τεράστια σημασία γιατί περνάνε στον κρατικό προϋπολογισμό και στη διαμόρφωση της κυβερνητικής πολιτικής. Ο εξαιρετικά υψηλός πληθωρισμός –2-3 μονάδες πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης– και η σκόπιμη υποτίμησή του από το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης έχει δραματικές κοινωνικές συνέπειες.

Πρώτον, οδηγεί στην υποχρηματοδότηση του κράτους πρόνοιας και όσων έχουν μεγάλες ανάγκες, γιατί ο υψηλός πληθωρισμός δεν περνάει στο σκέλος των δαπανών του προϋπολογισμού.

Δεύτερον, δημιουργούνται –για όσο διάστημα εξακολουθεί να κινείται η οικονομία– οι προϋποθέσεις για την πληθωριστική υπεραπόδοση του φόρου εισοδήματος αλλά κυρίως των καταναλωτικών φόρων.

Τρίτον και κυριότερο, ο υψηλός πληθωρισμός σε συνδυασμό με τη σκόπιμη υποτίμησή του από το οικονομικό επιτελείο, οδηγεί στη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι. Ο πληθωρισμός της τάξης του 11% μπορεί να είναι 15%-20% για έναν χαμηλοσυνταξιούχο ή έναν μερικώς απασχολούμενο ο οποίος αφιερώνει σχεδόν το σύνολο του εισοδήματός του για στέγη, θέρμανση, τρόφιμα τα οποία αυξάνονται πολύ πάνω από τον μέσο όρο που διαμορφώνει τον δείκτη του πληθωρισμού.

Παρά τις διαβεβαιώσεις του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη ότι με την πολιτική του συμβάλλει στη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, όλες οι έρευνες οδηγούν στο ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα. 7 στους 10 έχουν πρόβλημα να καλύψουν τον λογαριασμό του ηλεκτρικού, 6 στους 10 δυσκολεύονται με τα ψώνια του σουπερμάρκετ, πάνω από τους μισούς περιορίζουν τα περάσματά τους από τα πρατήρια καυσίμων.

Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας έχει κατρακυλήσει στα δύο τρίτα του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ τα τελευταία χρόνια είμαστε στα τέσσερα κράτη-μέλη της Ε.Ε. που παρουσιάζουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο αύξησης της φτώχειας. Συνοπτικά είμαστε από τους πιο φτωχούς και με ολοένα πιο άδικη κατανομή του εισοδήματος.

Το εξωτερικό έλλειμμα

Η έλλειψη παραγωγικών επενδύσεων ικανών να οδηγήσουν την ελληνική οικονομία σε ένα καλύτερο μέλλον φαίνεται από τη διεύρυνση του εξωτερικού ελλείμματος.

Το εμπορικό έλλειμμα αυξάνεται το 2022 με ρυθμό 80% σε σχέση με το 2021, ενώ αποκτήσαμε ξανά σοβαρό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Το 2020, 2021 ήταν γύρω στο 6% του ΑΕΠ και με τη δυναμική που έχει αποκτήσει μπορεί να φτάσει το 2022 το 10% του ΑΕΠ.

Το πρόβλημα του πληθωρισμού είναι πολύ σημαντικότερο απ’ ό,τι νομίζει η κυβέρνηση και διαχέεται, εκτός από την κοινωνία, στο σύνολο της οικονομίας, υπονομεύοντας τη διεθνή ανταγωνιστικότητά της.

Ο συνδυασμός μεγάλου εξωτερικού ελλείμματος, υπερβολικού χρέους και δημοσίων δαπανών, ισχυρού και γενικευμένου πληθωρισμού και η έλλειψη σοβαρών επενδύσεων εκσυγχρονισμού προετοιμάζει το έδαφος για μεγάλη επιβράδυνση της οικονομίας –όπως επισημαίνει η Moody’s– ενδεχομένως και για ύφεση.

Επιβαρυντικός παράγοντας είναι η επιλογή που έχει κάνει ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης υπέρ του φυσικού αερίου στον ενεργειακό τομέα και υπέρ των ιδιωτικών συμφερόντων στη διαχείριση της ενεργειακής κρίσης.

Όλες οι μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες κινούνται σε διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση. Φεύγουν όσο πιο γρήγορα μπορούν από το φυσικό αέριο, ενώ ο μόνος προβληματισμός της κυβέρνησης είναι πώς θα αντικαταστήσει –χωρίς μάλιστα να βιάζεται– το ρωσικό φυσικό αέριο με ακριβότερο υγροποιημένο φυσικό αέριο. Στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. σημειώνονται πρωτοβουλίες για αποσύνδεση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας από την τιμή του φυσικού αερίου, με πιο εντυπωσιακά παραδείγματα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, που προχώρησαν στην αποδέσμευση με μεγάλη επιτυχία. Αξιοποιούνται επίσης οι εγχώριοι ενεργειακοί πόροι, γι’ αυτό η Γερμανία έχει φτάσει το ποσοστό της ηλεκτροπαραγωγής από άνθρακα σε 30%-35% του συνόλου, ενώ εμείς επιμένουμε στο 50% της ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο και μόλις 10%-15% από άνθρακα.

Η παρέμβαση του ηγέτη των Βρετανών Εργατικών Κιρ Στάρμερ στο ετήσιο συνέδριο του κόμματος, έδειξε ότι η τάση είναι υπέρ της ενίσχυσης του ρόλου του Δημοσίου στον ενεργειακό τομέα. Με εικόνα του επόμενου πρωθυπουργού –εφόσον οι δημοσκοπήσεις τον δείχνουν τουλάχιστον 18 μονάδες μπροστά– ανακοίνωσε ότι θα δημιουργήσει μία κρατική εταιρεία-κολοσσό που θα πάει το Ηνωμένο Βασίλειο στην καθαρή ενέργεια και στην πλήρη απεξάρτηση από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα μέχρι το 2030 και με κοινωνικά αποδεκτούς όρους.

«British power to the British people» είναι το σύνθημα του γνωστού λαϊκιστή Κιρ Στάρμερ, της μετριοπαθούς πτέρυγας των Εργατικών, ο οποίος έχει διατελέσει και γενικός εισαγγελέας του Ηνωμένου Βασιλείου.

Στην Ελλάδα, το σύνθημα που θα μπορούσε να αποδώσει την κυβερνητική πολιτική είναι «Greek power to the Greek oligarchs, the funds and those who hide behind them».

Η διαφορά νοοτροπίας και στρατηγικής μεταξύ του Μακρόν, που αύξησε τα ποσοστά του Δημοσίου στον ενεργειακό κολοσσό EDF, του Σολτς, που κάνει εντυπωσιακές κρατικές παρεμβάσεις με τη στήριξη του κυβερνητικού συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών, Πράσινων και Φιλελευθέρων, του Στάρμερ, που οργανώνει μεγάλης κλίμακας κρατική παρέμβαση, και του Μητσοτάκη, που επιμένει υπέρ των λεγόμενων αεριούχων και των funds, μάς προετοιμάζει για μία νέα εθνική οικονομική ήττα.

Ευρω-μοναξιά

Μπαίνουμε στην επόμενη ελληνική οικονομική κρίση σε συνθήκες σχετικής ευρω-μοναξιάς.

Η επικράτηση της παρδαλής Δεξιάς και ακροδεξιάς στην Ιταλία οδηγεί σε ένα ιταλικό ντόμινο που θα χτυπήσει την Ευρωζώνη και ιδιαίτερα την ελληνική οικονομία.

Δεν πρόκειται να υπάρξουν μεγάλης κλίμακας ευρωπαϊκές παρεμβάσεις υπέρ Μελόνι, Σαλβίνι και Μπερλουσκόνι, πολιτικών που θεωρούνται εντελώς αναξιόπιστοι με ευρωπαϊκά κριτήρια. Δεν υπάρχει Γερμανός, Ολλανδός, Δανός, Σουηδός ή Φινλανδός πολιτικός που να μπορεί να υπογράψει νέο ευρωπαϊκό «πακέτο» σωτηρίας της ιταλικής οικονομίας χωρίς να καταστραφεί πολιτικά και εκλογικά.

Δεν υπάρχουν Ευρωπαίοι φορολογούμενοι πρόθυμοι να αναλάβουν πρόσθετες υποχρεώσεις για να διευκολύνουν το Δεξιό, ακροδεξιό τρίο της Ιταλίας. Αυτό αντανακλάται και στην ελληνική οικονομία, η οποία δεν μπορεί να ελπίζει σε ευρω-πακέτο ανάλογο με εκείνο αντιμετώπισης της πανδημίας και των συνεπειών της και θα πρέπει να βρει, κυρίως με δικές της δυνάμεις, τον δύσκολο δρόμο προς την έξοδο από τη νέα κρίση.