Η Ε.Ε. υπερβολικά εξαρτημένη από τις ΗΠΑ - Free Sunday
Η Ε.Ε. υπερβολικά εξαρτημένη από τις ΗΠΑ
Το καλό αποτέλεσμα των ενδιάμεσων εκλογών δεν λύνει το πρόβλημα

Η Ε.Ε. υπερβολικά εξαρτημένη από τις ΗΠΑ

Στεναγμοί ανακούφισης ακούστηκαν στις Βρυξέλλες και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των ενδιάμεσων εκλογών στις ΗΠΑ με τις οποίες ανανεώθηκε πλήρως η σύνθεση του Κογκρέσου και εν μέρει της Γερουσίας, ενώ αναδείχτηκαν και κυβερνήτες πολιτειών.

Περίμεναν τα χειρότερα

Οι Ευρωπαίοι περίμεναν τα χειρότερα, δηλαδή μια θριαμβευτική επικράτηση των Ρεπουμπλικανών που θα ενίσχυε την αλαζονεία και τη δυναμική του Ντόναλντ Τραμπ.

Όλες οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι οι Δημοκρατικοί επρόκειτο να πληρώσουν ακριβά τη χαμηλή –με τα μέτρα των ΗΠΑ– δημοτικότητα του προέδρου Μπάιντεν, η οποία κινείται σταθερά κάτω από το 40%, τον υψηλότερο πληθωρισμό της τελευταίας 40ετίας –γύρω στο 8%– και τη νέα έξαρση της εγκληματικότητας.

Υπάρχει και ένα ιστορικό προηγούμενο σύμφωνα με το οποίο οι ψηφοφόροι «τιμωρούν» στις ενδιάμεσες εκλογές το κόμμα του εκάστοτε προέδρου. Μεγάλες ήττες είχαν υποστεί οι Δημοκρατικοί πρόεδροι Κλίντον και Ομπάμα, ο Ρεπουμπλικανός Τραμπ και όλοι περίμεναν ότι τα πράγματα θα ήταν ακόμη χειρότερα για τον Μπάιντεν.

Μια μεγάλη ήττα των Δημοκρατικών και του Μπάιντεν στις ενδιάμεσες εκλογές θα δημιουργούσε τεράστιο πρόβλημα στην Ε.Ε. Η διακυβέρνηση Μπάιντεν θα έχανε την αποτελεσματικότητά της εφόσον τα ελεγχόμενα από τους Ρεπουμπλικανούς νομοθετικά σώματα θα μπλόκαραν όλες τις πρωτοβουλίες της. Οι ΗΠΑ θα εμφανίζονταν αδύναμες και σε μεταβατική φάση σε μια περίοδο κατά την οποία βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη ο πόλεμος στην Ουκρανία και έχει κλιμακωθεί η αντιπαράθεση των ΗΠΑ και γενικότερα της Δύσης με την Κίνα.

Επιπλέον, ο Τραμπ εμφανιζόταν σαν ο άνθρωπος που κινούσε τα νήματα στις πιο κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις και ήταν έτοιμος να μετατρέψει σε προσωπικό πολιτικό κεφάλαιο ενδεχόμενη μεγάλη ήττα των Δημοκρατικών. Περίμενε εντυπωσιακά εκλογικά αποτελέσματα υπέρ των Ρεπουμπλικάνων και είχε ανακοινώσει ότι στις 15 Νοεμβρίου θα έκανε μία σημαντική δήλωση, αφήνοντας σαφώς να εννοηθεί ότι θα ήταν πάλι υποψήφιος στις προεδρικές του 2024.

Το σκηνικό λοιπόν είχε στηθεί για μια μεγάλη πολιτική ανατροπή στις ΗΠΑ που θα επηρέαζε τις σχέσεις ΗΠΑ - Ε.Ε. και θα περιόριζε κι άλλο την αξιοπιστία αυτού που αποκαλούμε δυτική συμμαχία.

Ευχάριστη έκπληξη

Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συνέβη. Ο Μπάιντεν είχε τις μικρότερες απώλειες, σε ό,τι αφορά το κόμμα του, από τους περισσότερους προέδρους των ΗΠΑ των τελευταίων δεκαετιών.

Οι υπερβολές των υπερσυντηρητικών δικαστών που όρισε ο Τραμπ στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ –οι οποίοι προχώρησαν στην κατάργηση της ομοσπονδιακής κατοχύρωσης του δικαιώματος στη διακοπή της κύησης– προκάλεσαν εντυπωσιακή συσπείρωση των γυναικών υπέρ των Δημοκρατικών. Ιδιαίτερα οι μορφωμένες γυναίκες με επαγγελματική δραστηριότητα ψήφισαν με τεράστια διαφορά υπέρ των Δημοκρατικών υποψηφίων και σε βάρος των Ρεπουμπλικανών.

Ακόμη ισχυρότερη ήταν η δυναμική που εκδηλώθηκε υπέρ των Δημοκρατικών μεταξύ των νέων ψηφοφόρων. Ψήφισαν υπέρ τους 2 προς 1 στέλνοντας μήνυμα ότι οι αντιλήψεις των Ρεπουμπλικανών για την οργάνωση της κοινωνίας δεν τους εκφράζουν.

Ήταν τέτοια η κοινωνική δυναμική που αναπτύχθηκε, ώστε το θέμα της διακοπής της κύησης ανταγωνίστηκε –σε επίπεδο δημοσκοπήσεων– το τεράστιο ζήτημα της ακρίβειας και της πτώσης του πραγματικού εισοδήματος των εργαζομένων.

Ο Μπάιντεν μπορεί να μην είναι χαρισματικός και να πλησιάζει τα 80, είναι όμως σταθερός στην προσπάθειά του, έχει εικόνα ήρεμης θεσμικής δύναμης και έχει «διαβάσει καλά» τον αντίπαλό του, Τραμπ. Του άσκησε έντονη κριτική για τις διχαστικές του πρωτοβουλίες, όπως ήταν η ενθάρρυνση των ταραχών του Ιανουαρίου του 2020 για τη δήθεν εκλογική νοθεία και τις ακραίες θέσεις του σε κοινωνικά ζητήματα και στο μεταναστευτικό.

Οι Δημοκρατικοί υποχρέωσαν τους Ρεπουμπλικανούς να απολογούνται για ορισμένες επιλογές και τη μέθοδο του Τραμπ, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί γι’ αυτούς μια θετική πολιτική δυναμική.

Κατάφεραν να κρατήσουν τον έλεγχο της Γερουσίας με την οριακή πλειοψηφία που είχαν, έχασαν τον έλεγχο του Κογκρέσου, όπου όμως η διαφορά στις έδρες υπέρ των Ρεπουμπλικανών είναι μικρή.

Αν λάβουμε υπόψη μας ότι ο Μπάιντεν είχε εξαιρετικά πλούσιο νομοθετικό έργο την τελευταία διετία και θεωρείται τέλειος γνώστης των νομοθετικών σωμάτων των ΗΠΑ, μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα βρει έναν συναινετικό τρόπο να περάσει βασικά σημεία της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής του.

Εντυπωσιακή επιτυχία για τους Δημοκρατικούς και προσωπικά για τον Μπάιντεν είναι ότι «ράγισε» για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια η κυριαρχία του Τραμπ επί του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Έκανε προσωπικές παρεμβάσεις υπέρ υποψηφίων με ακραίες θέσεις και κυρίως αρνητών του εκλογικού αποτελέσματος των προεδρικών του 2020. Οι παρεμβάσεις του δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα με συνέπεια να χάσουν οι Ρεπουμπλικάνοι σίγουρες έδρες στη Γερουσία και στο Κογκρέσο και να αποτραπεί μία μεγάλη ήττα των Δημοκρατικών που θα έκανε τη διαφορά.

Στις 15 Νοεμβρίου ο Τραμπ ανακοίνωσε πράγματι την υποψηφιότητά του για τις προεδρικές του 2024, το έκανε όμως σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες από αυτές που υπολόγιζε. Δεν έκανε την ανακοίνωση σαν ο θριαμβευτής των ενδιάμεσων εκλογών και αδιαφιλονίκητος ηγέτης των Ρεπουμπλικανών, αλλά σαν ένας ηγέτης που έχει αρχίσει να αμφισβητείται και έσπευσε να δεσμεύσει τις εξελίξεις ανακοινώνοντας την προεδρική υποψηφιότητά του.

Η κατώτερη των προσδοκιών επίδοση των Ρεπουμπλικανών στις ενδιάμεσες εκλογές προκάλεσε μια αλυσιδωτή αντίδραση σε βάρος του Τραμπ. Έχασε την υποστήριξη του πανίσχυρου ομίλου Μέρντοχ που ελέγχει από τη New York Post και τη Wall Street Journal μέχρι το τηλεοπτικό δίκτυο Fox.

Απέκτησε ανταγωνιστή για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών για το 2024 στο πρόσωπο του κυβερνήτη της Φλόριντα, Ρον ΝτεΣάντις, ο οποίος επανεξελέγη θριαμβευτικά με ποσοστό 60%. Ο ΝτεΣάντις, δυναμικός 40άρης, ο οποίος έκανε καριέρα στις νομικές υπηρεσίες των Ενόπλων Δυνάμεων, παντρεμένος με τρία παιδιά, είναι της σχολής Τραμπ αλλά σε πιο εξελιγμένη μορφή. Αποτελεί ήδη πόλο συσπείρωσης των Συντηρητικών που θα ήθελαν να απαλλαγούν από τον Τραμπ, τον εριστικό χαρακτήρα του και τη φρασεολογία του.

Παραμένει η αβεβαιότητα

Παρά το γεγονός ότι οι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ πήγαν ανέλπιστα καλά για τους Ευρωπαίους, η αβεβαιότητα –σε επίπεδο στρατηγικής– παραμένει.

Είναι γνωστό ότι ο Τραμπ υποστήριξε δυναμικά το Brexit και θεωρεί ότι η Ε.Ε. δεν έχει λόγο ύπαρξης. Με τις θέσεις του και το στυλ του ενθαρρύνει τους αντιευρωπαίους και τους ευρωσκεπτικιστές, από τον Όρμπαν μέχρι τον Σαλβίνι και τη Λεπέν.

Αντίθετα, ο Μπάιντεν δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην καλλιέργεια των σχέσεων ΗΠΑ - Ε.Ε., θεωρεί την Ε.Ε. σημαντικό τμήμα του δυτικού συστήματος και επιδιώκει πρωταγωνιστική συμμετοχή των Ευρωπαίων στο ΝΑΤΟ.

Η αντίληψη που έχει για τον σύγχρονο κόσμο ο Μπάιντεν είναι πολύ κοντά στην αντίληψη που έχουν οι Ευρωπαίοι, ενώ η μετριοπάθεια και η συνέπειά του βοηθούν στην αξιολόγηση των κοινών προβλημάτων. Χαρακτηριστική από την άποψή αυτή η συνάντηση που είχε στο Μπαλί της Ινδονησίας με τον ηγέτη της Κίνας Σι Τζινπίνγκ, όπου έκανε σαφείς τις θέσεις των ΗΠΑ αποφεύγοντας περιττές εντάσεις και δίνοντας την ευκαιρία στον συνομιλητή του να βάλει τέλος, αν το επιθυμεί, στη μεγάλη ένταση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στις σχέσεις των δύο υπερδυνάμεων.

Παρά την ουσιαστική διαφορά μεταξύ Μπάιντεν και Τραμπ, οι ΗΠΑ έχουν ορισμένα συστημικά χαρακτηριστικά που συντηρούν την αβεβαιότητα και θα έπρεπε να κάνουν τους Ευρωπαίους να αναλάβουν πρόσθετες υποχρεώσεις και να περιορίσουν τη στρατηγική τους εξάρτηση από τις ΗΠΑ.

Καταρχήν οι ΗΠΑ επιβεβαιώθηκαν στις ενδιάμεσες εκλογές σαν μια διχασμένη χώρα. Οι Δημοκρατικοί θεωρούν ότι ο Τραμπ και οι Ρεπουμπλικανοί οδηγούν τη χώρα σε αδιέξοδο με τις πολιτικές ακρότητές τους και την εμμονή τους στον διχαστικό λόγο και τις διακρίσεις.

Από την πλευρά τους, ο Τραμπ και οι Ρεπουμπλικανοί θεωρούν τους Δημοκρατικούς… ακραίους αριστερούς, οι οποίοι βυθίζουν τη χώρα στη διαφθορά, συμβάλλουν στην κοινωνική διάλυση με τη μετανάστευση και την εγκληματικότητα και γκρεμίζουν τις παραδοσιακές αξίες.

Η πόλωση λοιπόν παραμένει, γεγονός που περιορίζει την αξιοπιστία και τη διεθνή αποτελεσματικότητα των ΗΠΑ.

Έπειτα, εκτός από τον Τραμπ –ο οποίος υπέστη ήττα στις ενδιάμεσες εκλογές– υπάρχει ο τραμπισμός, κυρίαρχος με τις διάφορες εκδοχές του στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο κυβερνήτης της Φλόριντα, ΝτεΣάντις, ο οποίος προβάλλεται σαν ο ισχυρότερος αντίπαλος του Τραμπ για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών στις προεδρικές του 2024 στηρίζει σε μεγάλο βαθμό την υψηλή δημοτικότητά του στην άρνησή του να πάρει σοβαρά μέτρα κατά της πανδημίας. Μπορεί η Φλόριντα να είχε –με βάση τους θανάτους ανά εκατομμύριο κατοίκους– μία από τις χειρότερες επιδόσεις μεταξύ των πολιτειών, αλλά ο ΝτεΣάντις βγήκε προσωπικά κερδισμένος με μέθοδο που παραπέμπει στον Τραμπ.

Ανάλογα μηνύματα στέλνει με τη συμπεριφορά του ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών στο Κογκρέσο, Κέβιν ΜακΚάρθι, ο οποίος αναμένεται να αντικαταστήσει στην προεδρία του σώματος τη Νάνσι Πελόζι, σαν εκπρόσωπος της ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας. Τον Ιανουάριο του 2021 ο ΜακΚάρθι διαφοροποιήθηκε από τον Τραμπ, τον οποίο θεώρησε υπεύθυνο για τις ταραχές που ξέσπασαν εξαιτίας της υποτιθέμενης νοθείας. Σε διάστημα λίγων εβδομάδων όμως τα βρήκε μαζί του στα πλαίσια ενός στυγνού ρεαλισμού.

Ο ΜακΚάρθι δηλώνει ότι πρέπει να μπουν όρια και να ελεγχθεί η οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, γιατί σε περίοδο υψηλού πληθωρισμού δεν υπάρχουν περιθώρια για σπατάλες. Υπόσχεται μάλιστα να αξιοποιήσει το νομοθετικό πλαίσιο για τις δαπάνες και το χρέος του Δημοσίου ώστε να υποχρεώσει τον Πρόεδρο Μπάιντεν να εγκαταλείψει ένα μέρος της φιλόδοξης οικονομικής και κυρίως κοινωνικής πολιτικής του.

Και χωρίς τον Τραμπ η Ε.Ε. μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με εκδοχές του τραμπισμού, με αποτέλεσμα να υιοθετήσουν οι ΗΠΑ μια πιο εσωστρεφή πολιτική, λιγότερο προσαρμοσμένη στις ανάγκες των συμμάχων τους.

Περιορισμένη προσπάθεια

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η Ε.Ε. θα αξιοποιήσει τα χρονικά περιθώρια που της εξασφάλισε η ευχάριστη έκπληξη των ενδιάμεσων εκλογών στις ΗΠΑ για να αναλάβει πρόσθετες υποχρεώσεις και να ισορροπήσει τις σχέσεις της με την υπερδύναμη ή θα συνεχίσει να αναβάλει κρίσιμες αποφάσεις.

Στην Ε.Ε. επικρατεί η άποψη ότι έχουν γίνει ποιοτικά άλματα στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της ευρωπαϊκής άμυνας και της λεγόμενης στρατηγικής αυτονομίας έναντι των ΗΠΑ.

Αναφέρονται διάφορα παραδείγματα θετικών εξελίξεων.

Η απόφαση της Γερμανίας να αυξήσει τα εξοπλιστικά της προγράμματα κατά 100 δισ. ευρώ και να πιάσει επιτέλους τον στόχο του ΝΑΤΟ για ετήσιες αμυντικές δαπάνες των κρατών-μελών τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ.

Η Δανία αποφάσισε, ύστερα από δημοψήφισμα, να πάρει μέρος στην προσπάθεια για κοινή ευρωπαϊκή άμυνα.

Η Φινλανδία και η Σουηδία αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την παραδοσιακή πολιτική ουδετερότητας και να διεκδικήσουν τη γρήγορη ένταξή τους στο ΝΑΤΟ προκειμένου να αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά τη ρωσική απειλή.

Προχωράει και η δημιουργία ενός μικρού ευρω-στρατού της τάξης των 5.000 στρατιωτικών που θα είναι άμεσα διαθέσιμοι από τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.

Όλα τα παραπάνω έχουν τη σημασία τους, δεν καταργούν όμως το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι μένουν σκόπιμα πίσω σε ζητήματα άμυνας και στρατιωτικής υποστήριξης της Ουκρανίας, με αποτέλεσμα να εξαρτώνται υπερβολικά για την ασφάλειά τους από τις ΗΠΑ.

Σύμφωνα με το Ινστιτούτο του Κιέλου για την παγκόσμια οικονομία, οι ΗΠΑ έχουν αποδεσμεύσει ήδη 25 δισ. ευρώ για στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, το Ηνωμένο Βασίλειο 4 δισ., η Πολωνία 1,8 δισ., η Γερμανία 1,2 δισ. και η Γαλλία μόλις 233 εκ. ευρώ.

Οι στρατιωτικές νίκες των Ουκρανών στηρίζονται κυρίως στη συνεισφορά των Αμερικανών και των Βρετανών, ενώ από τις χώρες της Ε.Ε. τις μεγαλύτερες υποχρεώσεις σε σχέση με τις οικονομικές δυνατότητές τους έχουν αναλάβει η Πολωνία και οι τρεις Δημοκρατίες της Βαλτικής.

Η Γαλλία, η οποία συνήθως επιχειρηματολογεί υπέρ της στρατηγικής αυτονομίας της Ε.Ε. έναντι των ΗΠΑ, έχει ελάχιστη συμβολή στη στρατιωτική υποστήριξη της Ουκρανίας, ενώ εξαιρετικά φειδωλές εμφανίζονται η Ιταλία και η Ισπανία.

Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι ότι η Πολωνία, η Εσθονία και η Λιθουανία –κράτη-μέλη της Ε.Ε. που θεωρούν ότι απειλούνται άμεσα από τη Ρωσία– καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η βασική εγγύηση για την ασφάλειά τους είναι οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Στην αντίληψή τους δεν υπάρχει αξιόπιστη ευρωπαϊκή άμυνα, ούτε προοπτική να αποκτηθεί εφόσον την ώρα του μεγάλου κινδύνου η «παλιά Ευρώπη» αποφεύγει να αναλάβει τις υποχρεώσεις της και να στηρίξει δυναμικά την Ουκρανία. Είναι φανερό ότι αν η ευρωπαϊκή στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία ήταν συγκρίσιμη με εκείνη των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου, οι Ρώσοι θα είχαν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν εκτός από τη Χερσώνα και άλλες περιοχές στρατηγικής σημασίας.

Με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες να αποφεύγουν τις υποχρεώσεις τους έναντι της Ουκρανίας και να βολεύονται με την υπερβολική εξάρτηση από τη στρατηγική των ΗΠΑ, ενισχύονται οι αντιδράσεις στις ΗΠΑ, ιδιαίτερα μεταξύ των Ρεπουμπλικανών.

Μέχρι σήμερα η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει δεσμευθεί για στρατιωτική και οικονομική βοήθεια προς την Ουκρανία της τάξης των 52 δισ. ευρώ. Η βάση των Ρεπουμπλικανών έχει αρχίσει να αντιδρά αρνητικά σε αυτή την κατάσταση. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση, το 48% των Ρεπουμπλικανών θεωρούν ότι οι ΗΠΑ κάνουν υπερβολικά πολλά για την Ουκρανία, ενώ το ποσοστό πέφτει, στο σύνολο των Αμερικανών, στο 30%.

Με υψηλό πληθωρισμό και μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα οι ΗΠΑ μπορεί σε κάποια φάση να θεωρήσουν ότι πρέπει να περιορίσουν την υποστήριξή τους στην Ουκρανία.

Οι Ευρωπαίοι τούς δίνουν το κακό παράδειγμα εφόσον προσφέρουν πολύ λιγότερα στην άμυνα και την οικονομία της Ουκρανίας. Προσφέρουν επίσης με τη στάση τους ένα ισχυρό επιχείρημα στους Ρεπουμπλικάνους που μπορεί να ζητήσουν τον περιορισμό της αμερικανικής βοήθειας προς την Ουκρανία σε… ευρωπαϊκά επίπεδα.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ένας πόλεμος στην καρδιά της Ευρώπης που μπορεί να απειλήσει την ασφάλεια, ακόμη και την ακεραιότητα κρατών-μελών της Ε.Ε. Έχει επίσης φοβερές συνέπειες, όπως τη δημιουργία εκατομμυρίων Ουκρανών προσφύγων που καταφεύγουν σε χώρες της Ε.Ε. ή τη μεγάλης διάρκειας και έντασης ενεργειακή κρίση που πλήττει τις ευρωπαϊκές οικονομίες.

Όσο περισσότερο αυξηθεί η ευρωπαϊκή στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη στην Ουκρανία, τόσο περισσότερο θα ανέβει για τον Πούτιν το κόστος της συνέχισης του επιθετικού πολέμου. Επίσης, θα διαμορφωθεί μια πιο ισορροπημένη στρατηγική σχέση με τις ΗΠΑ με περισσότερα κίνητρα για τους Αμερικανούς να συνεχίσουν την καλή προσπάθεια και ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας και της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας.

Προς το παρόν, οι Ευρωπαίοι –με ορισμένες τιμητικές εξαιρέσεις– αδυνατούν να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων, με αποτέλεσμα να προσφέρουν ευκαιρίες στον Πούτιν και να αυξάνονται οι δυσκολίες και το ρίσκο για την Ε.Ε.