Αφιλόξενη ακόμη σε ξένες επενδύσεις η Ελλάδα - Free Sunday
Αφιλόξενη ακόμη σε ξένες επενδύσεις η Ελλάδα

Αφιλόξενη ακόμη σε ξένες επενδύσεις η Ελλάδα

Φορολογία, γραφειοκρατία, αργή απονομή δικαιοσύνης, εξακολουθούν, μετά από τόσα χρόνια κρίσης και προσπάθειας αναδιάρθρωσης, να αποτελούν τα βασικότερα εμπόδια στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, όπως εκτιμούν διευθύνοντες σύμβουλοι μεγάλων ξένων επιχειρήσεων με παρουσία στην Ελλάδα.

Ειδικότερα, παρά το γεγονός πως το κλίμα αβεβαιότητας στην οικονομία υποχωρεί, οι ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα υπολείπονται σημαντικά των ποσών που απαιτούνται για να οδηγήσουν σε εύρωστη ανάπτυξη. Η χώρα μας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές δομικές αδυναμίες και προβλήματα στην προσπάθεια προσέλκυσης ξένων άμεσων επενδύσεων (ΞΑΕ).

Αυτά είναι τα βασικά συμπεράσματα έρευνας της Μetron Analysis που παρουσιάστηκε στο 1ο Forum 2018 InvestGR – Ξένες Επενδύσεις στην Ελλάδα. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, αν και υπάρχει η αίσθηση πως σε ορισμένους τομείς σημειώθηκαν βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, οι επενδύσεις που εξετάζονται είναι σχετικά χαμηλού κεφαλαίου και σίγουρα δεν επαρκούν για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας.

Ειδικότερα, οι ΞΑΕ έφτασαν το 2017 στα 3,6 δισ. ευρώ (έναντι 2,8 δισ. ευρώ το 2016), που είναι το υψηλότερο μέγεθος από την αρχή της κρίσης. Ωστόσο, η αναλογία ξένων επενδύσεων προς ΑΕΠ παραμένει σε ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα της Ευρωζώνης. Τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν επενδυθεί στην Ελλάδα περίπου 2,3 δισ. ευρώ από τις εταιρείες που συμμετείχαν στην έρευνα. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 20% του συνολικού ποσού ΞΑΕ στην Ελλάδα.

Ως ανασταλτικοί παράγοντες για την προσέλκυση επενδύσεων αναφέρονται το διαρκώς μεταβαλλόμενο φορολογικό περιβάλλον και οι υψηλοί συντελεστές φορολογίας κεφαλαίου και εργασίας, η εντύπωση ύπαρξης διαφθοράς, το διοικητικό περιβάλλον, οι καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης, η περιορισμένη έρευνα και καινοτομία. Στα συγκριτικά πλεονεκτήματα περιλαμβάνονται το ανθρώπινο δυναμικό, καθώς και η γενική κατάσταση των υποδομών.

Πιο αναλυτικά, η λειτουργία του κράτους και το ρυθμιστικό πλαίσιο εξακολουθούν να λειτουργούν αποτρεπτικά για τις επενδύσεις. Πολυνομία, χαμηλή ποιότητα, πολυπλοκότητα και αντιφατικότητα διαδικασιών και κανόνων, επικαλύψεις αρμοδιοτήτων, δυσκολίες αδειοδότησης, είναι κεντρικά προβλήματα.

Οι προτάσεις που διατυπώθηκαν στο συνέδριο περιλαμβάνουν: ελάφρυνση του γραφειοκρατικού βάρους των επιχειρήσεων, επιμόρφωση δημοσίων υπαλλήλων, μεγαλύτερη αξιοποίηση των ψηφιακών εργαλείων και αυτοματοποίηση διαδικασιών, εισαγωγή του κανόνα «οne-in, one-out», δημιουργία σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες ενός Help Desk, απλούστευση και ηλεκτρονικοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης, περιορισμό του προληπτικού ελέγχου και αντικατάστασή του με κατασταλτικό, ορθή διαχείριση και αξιοποίηση των Big Data από τη διοίκηση, επανακωδικοποίηση και απλούστευση της νομοθεσίας, στρατηγική ανθρώπινων πόρων για την αξιολόγηση της δημόσιας διοίκησης, υιοθέτηση βέλτιστων διεθνών πρακτικών για άρση εμποδίων στην αγορά σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα, καταπολέμηση της διαφθοράς και στοχευμένη βελτίωση των επιδόσεων στους σχετικούς δείκτες.

Με βάση την έρευνα, την άποψη ότι η Ελλάδα «θα βελτιωθεί ως επενδυτικός προορισμός τα αμέσως επόμενα χρόνια» ασπάζονται δύο στους τρεις CEOs των 30 εταιρειών που συμμετείχαν στην έρευνα. Οκτώ στους δέκα δηλώνουν ότι είναι πολύ ή αρκετά πιθανό οι εταιρείες που εκπροσωπούν να προχωρήσουν στο μέλλον σε επενδύσεις στην Ελλάδα. Οι έξι στους δέκα δηλώνουν ότι οι επενδύσεις αυτές προγραμματίζονται για το 2019. Ωστόσο, από τα επιμέρους στοιχεία προκύπτει ότι οι επενδύσεις αυτές δεν έχουν το ύψος που εκτιμάται πως απαιτείται για να καλυφθεί το κενό που έχει δημιουργηθεί τα χρόνια της κρίσης, ώστε να επιταχυνθεί η ανάπτυξη. Το κενό υπολογίζεται πως απαιτεί 18-20 δισ. ευρώ ετησίως για να καλυφθεί και να επιστρέψει η χώρα στα προ κρίσης επίπεδα. Ωστόσο, το ποσό των ΞΑΕ στην Ελλάδα την τελευταία πενταετία υπολογίζεται μόλις στα 11,6 δισ. ευρώ.

Η τροχοπέδη της γραφειοκρατίας

Ως μεγαλύτερη απειλή για την ανάπτυξη των ελληνικών επιχειρήσεων περιγράφεται η γραφειοκρατία. Ενδεικτικές είναι οι δηλώσεις του Αλεξάντερ Τζινέλ, διευθύνοντος συμβούλου της Fraport Greece, η οποία έχει αναλάβει τη διαχείριση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων για τα επόμενα 40 χρόνια. Όπως αναφέρει, η εταιρεία χρειάστηκε να λάβει περισσότερες από 200 άδειες και εγκρίσεις για να ξεκινήσουν οι εργασίες στα αεροδρόμια, την ώρα που στη Λίμα του Περού δεν χρειάστηκε καμία άδεια, ενώ στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας χρειάστηκαν μόλις δύο εγκρίσεις.

Σε κάθε περίπτωση, πρόσφατο δημοσίευμα της γερμανικής «Handelsblatt» κάνει λόγο για ενδεχόμενο ενδιαφέρον της Fraport για τα λεγόμενα «ορφανά» αεροδρόμια στην Ελλάδα, δηλαδή όσα έχουν παραμείνει επί κρατικό έλεγχο:«Η απόδοση είναι τόσο καλή, που η Fraport ενδιαφέρεται ήδη για άλλα 23 ελληνικά περιφερειακά αεροδρόμια, τα οποία εξακολουθεί να διαχειρίζεται το κράτος». Αξίζει να σημειωθεί ότι ανάμεσα στα 23 αεροδρόμια συμπεριλαμβάνονται σε πρώτη φάση και αυτά της Πάρου και της Σύρου (το πρώτο έχει επεκταθεί, ενώ το δεύτερο βρίσκεται σε φάση επέκτασης), για να ακολουθήσουν στη συνέχεια τα αντίστοιχα της Νάξου και της Μήλου.

Την ανάγκη εισόδου της χώρας σε αναπτυξιακή πορεία επισήμανε και ο αντιπρόεδρος του ΣΕΒ Κωνσταντίνος Μπίτσιος, σημειώνοντας ότι βασική προϋπόθεση είναι «να προσελκύσουμε πολλές και καλές επενδύσεις. Και για να προσελκύσουμε επενδύσεις, πρέπει να δημιουργήσουμε ένα φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον. Το ζητούμενο, συνεπώς, στο οποίο πρέπει να απαντήσουμε είναι το ποιες πολιτικές θα φέρουν την ανάπτυξη. Στον ΣΕΒ πιστεύουμε ότι πρέπει να γίνουμε πολύ πιο φιλόδοξοι και απαιτητικοί από τους εαυτούς μας ως προς τους στόχους που θέτουμε στην οικονομία.

»Όταν έχουμε απολέσει 25% του ΑΕΠ μας, όταν η ανεργία βρίσκεται ακόμη στο 20%, όταν η αποεπένδυση των προηγούμενων χρόνων αγγίζει τα 100 δισ. ευρώ, δεν επιτρέπεται να συμβιβαζόμαστε με αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 1,5% ή του 2%. Η Ελλάδα πρέπει να τρέξει με 4% και 5% ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης, με ετήσια αύξηση επενδύσεων της τάξης του 15%, αν θέλουμε σε 4-5 χρόνια να συγκλίνουμε ξανά με την Ευρώπη και να ισορροπήσουμε την ελληνική οικονομία. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να έχουμε ως στόχο οι επενδύσεις να αυξηθούν από 22 δισ. ευρώ το 2017 σε 45 δισ. ευρώ το 2022, ή στο 20% του ΑΕΠ, που είναι και ο μέσος όρος των επενδύσεων στην Ε.Ε.».

Ποιοι είναι οι κλάδοι που έχουν προοπτικές

Τα στελέχη των πολυεθνικών θεωρούν ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να επικεντρώσει τις προσπάθειες προσέλκυσης επενδύσεων κυρίως στον τουρισμό, στην εστίαση, στην εκπαίδευση, στον πρωτογενή τομέα, στην ενέργεια, στις υπηρεσίες υγείας, στις μεταφορές και στο real estate.

Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί το εύρημα σύμφωνα με το οποίο τα στελέχη των πολυεθνικών έχουν θετικότερη αντίληψη για την Ελλάδα ως επενδυτικό προορισμό σε σχέση με την εντύπωση που επικρατεί στις έδρες των επιχειρήσεων.